οικονομια,πολιτικη,κοινωνικα,τεχνη,ψυχολογια,λογιοι

Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Διαβάζοντας το «Κεφάλαιο» Πολιτικά του Χάρρυ Κλήβερ



November 26, 2017
Εισαγωγή
alertacomunista.wordpress.com/harry-cleaver-reading-capital-politically-introduction
Στο παρόν βιβλίο επανεξετάζω την ανάλυση του Καρλ Μαρξ για την αξία, μέσω μιας
λεπτομερούς μελέτης του πρώτου κεφαλαίου του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου. Το
αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι να υπογραμμίσω την πολιτική χρησιμότητα της
ανάλυσης της αξίας, τοποθετώντας τις αφηρημένες έννοιες του πρώτου κεφαλαίου εντός
της συνολικής ανάλυσης του Μαρξ για τους ταξικούς αγώνες στην καπιταλιστική κοινωνία.
Σκοπεύω να επιστρέψω σ’ αυτό που θεωρώ πως υπήρξε ο αρχικός σκοπός του Μαρξ:
έγραψε το Κεφάλαιο για να θέσει ένα όπλο στα χέρια των εργατών. Σ’ αυτό, παρουσίασε
μια λεπτομερή ανάλυση των θεμελιώδων δυναμικών των αγώνων μεταξύ της
καπιταλιστικής και της εργατικής τάξης[1]. Διαβάζοντας το Κεφάλαιο σαν ένα πολιτικό
κείμενο, οι εργάτες μπορούν να μελετήσουν εις βάθος τους διάφορους τρόπους με τους
οποίους η καπιταλιστική τάξη προσπαθεί να τους κυριαρχήσει, καθώς και τις μεθόδους
που χρησιμοποίησαν οι ίδιοι για να αγωνιστούν ενάντια σ’ αυτή την κυριαρχία.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών, όχι μόνο το Κεφάλαιο έχει
σπανίως διαβαστεί με αυτό τον τρόπο, αλλά έχει επιπλέον παραμεληθεί ευρέως. Δεν είναι
υπερβολή να πούμε ότι, παρά την παγκόσμια φήμη του Κεφαλαίου και το οιονεί
θρησκευτικό κύρος του στον σοσιαλιστικό κόσμο, η σοβαρή του μελέτη έχει υπάρξει ένα
σπάνιο και μεμονωμένο φαινόμενο, τόσο στην Ανατολή όσο και τη Δύση. Πολλοί έχουν
μιλήσει γι’ αυτό, αλλά λίγοι το έχουν πραγματικά μελετήσει. Όταν διαβάστηκε, μαρξιστές
διάφορων τάσεων το μεταχειρίστηκαν, συχνότερα απ’ ότι όχι, σαν ένα έργο πολιτικής
οικονομίας, οικονομικής ιστορίας, κοινωνιολογίας ή ακόμη και φιλοσοφίας. Συνεπώς, το
Κεφάλαιο έχει υπάρξει περισσότερο ένα αντικείμενο ακαδημαϊκής μελέτης παρά πολιτικό
εργαλείο. Η κληρονομιά της μαρξιστικής παράδοσης έχει υπηρετήσει τα πάντα,
αφαιρώντας όμως το Κεφάλαιο από τα πεδία μάχης της ταξικής πάλης.
Αυτή η παραμέληση αντικαταστάθηκε πρόσφατα από μια παγκόσμια αναβίωση της στενής
μελέτης των γραπτών του Μαρξ, ειδικότερα του Κεφαλαίου. Η αναβίωση αυτή είδε έναν
πολλαπλασιασμό διάφορων μαρξιστικών «σχολών σκέψης», τόσο μεταξύ ακαδημαϊκών
ομάδων όσο και ακτιβιστικών. Δυστυχώς, πολλές απ’ αυτές τις νέες μελέτες αντιγράφουν
εκείνες τις παλιές ερμηνείες οι οποίες έχουν αγνοήσει ή υποτιμήσει τη χρησιμότητα του
Κεφαλαίου σαν ένα πολιτικό εργαλείο στα χέρια των εργατών. Εκείνοι οι οποίοι
ανακάλυψαν εκ νέου το Κεφάλαιο σαν ένα όπλο και το διάβασαν πολιτικά έχουν υπάρξει
λίγοι και διάσπαρτοι. Η παρούσα εισαγωγή σκιαγραφεί τις διάφορες παραδοσιακές και
σύγχρονες προσεγγίσεις στην ερμηνεία του έργου του Μαρξ, τοποθετώντας μεταξύ τους
και τις πολιτικές αναγνώσεις του Κεφαλαίου. Το σώμα του παρόντος βιβλίου στοχεύει να
συνεισφέρει σε μια τέτοια ανάγνωση του Κεφαλαίου στο σύνολό του, φέροντας σε πέρας
μια πολιτική ανάγνωση της ανάλυσης της αξίας του Μαρξ.
Για να περιγράψω τις διάφορες προσεγγίσεις στο έργο του Μαρξ, ξεκίνησα αναλύοντας τη
γενική φύση της σύγχρονης αναβίωσής του, τοποθετώντας τη εντός του ευρύτερου
δράματος του οποίου αποτελεί μία στιγμή: της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλιστικού
1/67
συστήματος. Ήταν η έναρξη της τρέχουσας κρίσης εκείνη που οδήγησε πολλούς πίσω στις
θεωρητικές και πολιτικές ιδέες του Μαρξ.
Αφού σκιαγράφησα τις διάφορες προσεγγίσεις στην ανάγνωση του έργου του Μαρξ,
συμπεριλαμβανομένης της φύσης των πρόσφατων πολιτικών αναγνώσεων, στράφηκα
στην ανάλυση καθεαυτού του πρώτου κεφαλαίου του Κεφαλαίου. Στο δεύτερο κεφάλαιο
του παρόντος βιβλίου αναλύω τους πολιτικούς λόγους για τους οποίους ήταν λογικό για τον
Μαρξ να ξεκινήσει με την ανάλυση του εμπορεύματος – επειδή η εμπορευματική μορφή
αποτελεί τη βάση της μορφής της καπιταλιστικής επιβολής της εργασίας, και συνεπώς της
ταξικής πάλης. Στο τρίτο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου, ερμηνεύω την ανάλυση του Μαρξ
για την ουσία της αξίας ως καπιταλιστικά επιβληθείσα εργασία και αναλύω τους αγώνες
σχετικά με τον χρόνο εργασίας, ο οποίος αποτελεί το θεμέλιο του μέτρου της αξίας – ο
κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας. Στο τέταρτο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου,
αναλύω διαδοχικά τους τρόπους με τους οποίους οι διάφορες μορφές της αξίας (η απλή, η
ανεπτυγμένη, η γενική κι η χρηματική μορφή) εκφράζουν τις ταξικές σχέσεις της
καπιταλιστικής κοινωνίας, και τα μαθήματα που μας διδάσκουν σχετικά με την πάλη της
εργατικής τάξης.
Διενεργώντας την παρούσα μελέτη εντός του πλαισίου της συνολικής κατανόησης του
Κεφαλαίου από τον Μαρξ, χρησιμοποιώντας στην ανάγνωση του πρώτου κεφαλαίου του
Κεφαλαίου το υλικό των μετέπειτα κεφαλαίων του και προσπαθώντας να κατανοήσω τους
διάφορους προσδιορισμούς της αξίας εντός του πλαισίου της σύγχρονης κρίσης, ελπίζω να
προσέφερα έστω και λίγο στην απομυστικοποίηση της «αξιακής θεωρίας» και να αύξησα
τη χρησιμότητά της στην ανάπτυξη των εργατικών στρατηγικών για την αντιμετώπιση του
κεφαλαίου.
Η καπιταλιστική κρίση
Η παρούσα κρίση του καπιταλισμού ξεκίνησε να αναδύεται τη δεκαετία του 1960 με την
μορφή μιας ευρείας ποικιλίας φαινομενικά ασύνδετων αναταραχών, όπου ένας αριθμός
βασικών κοινωνικών θεσμών ξεκίνησαν να καταρρέουν υπό την επίδραση μιας
πολλαπλότητας νέων κοινωνικών συγκρούσεων. Αρχικά, οι διεκδικήσεις για πολιτικά
δικαιώματα των μαύρων στις ΗΠΑ, η αναπτυσσόμενη αναταραχή των φοιτητών και των
γυναικών σε πολλά μέρη του κόσμου, οι ανανεωμένοι αγροτικοί αγώνες σε Ασία, Αφρική
και Λατινική Αμερική, εμφανίστηκαν απλώς σαν διαφορετικές ανεξάρτητες πράξεις
αντίστασης στην μεταπολεμική διάδοση του καπιταλισμού και την αμερικανική ηγεμονία.
Φυλετική διάκριση, αυστηρός έλεγχος της ακαδημίας, αλλοτρίωση, εκμετάλλευση,
ιμπεριαλισμός, στέρηση των ανθρώπινων ιδιοτήτων, σεξουαλική καταπίεση,
καταναλωτισμός, περιβαλλοντική καταστροφή – το ένα μετά το άλλο, αυτά τα κακά της
σύγχρονης κοινωνίας εκτέθηκαν σε μια σύνθετη αλληλουχία συγκρούσεων που έμοιαζε να
απειλεί τον ίδιο τον κατακερματισμό αυτής της κοινωνίας.
Καθώς αυτές οι κοινωνικές συγκρούσεις έβρισκαν λεκτική και φυσική έκφραση και
αναπτύσσονταν σε κοινωνικά κινήματα, γινόταν όλο και περισσότερο σαφές ότι η αμοιβαία
τους ανεξαρτησία ήταν μόνο μια επιφανειακή ψευδαίσθηση. Στις ΗΠΑ, η εξέγερση ενάντια
στη φυλετική διάκριση σάρωσε τον αγροτικό Νότο για να εκραγεί στα βόρεια γκέτο σ’ έναν
αστικό ανταρτοπόλεμο και τα κινήματα των προνοιακών δικαιωμάτων. Καθώς οι
επιχειρήσεις προσπαθούσαν να διώξουν τους νεαρούς μαύρους από τους δρόμους, αυτοί
2/67
μετέφεραν την μαχητικότητά τους στα εργοστάσια, κάνοντας την μάχη ενάντια στην
«μαυροποίηση» [«niggermation»][2] ένα κρίσιμο τμήμα της αναπτυσσόμενης βιομηχανικής
εξέγερσης ενάντια στην εργασία. Η εξέγερση των μαύρων διαδόθηκε επίσης στα σχολεία
και τον στρατό, γινόμενη ένα κεντρικό στοιχείο της πάλης ενάντια στον αυστηρό έλεγχο, το
πανεπιστήμιο ως εργοστάσιο, και ύστερα ενάντια στην επιστράτευση για τον πόλεμο του
Βιετνάμ. Το αντιπολεμικό κίνημα ενώθηκε με πολλούς απ’ αυτούς τους διαφορετικούς
αγώνες, και η σύνδεσή του με τους αγρότες της Νοτιοανατολικής Ασίας ολοκληρώθηκε με
το σύνθημα «Νίκη στο Εθνικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση του Βιετνάμ» και τον
κυματισμό σημαιών των Βιετκόνγκ στα κατηλλειμένα κτήρια των πανεπιστημιουπόλεων. Οι
δεσμοί μεταξύ αυτών των κοινωνικών αναταραχών δεν περιορίστηκαν στη σύνδεση ΗΠΑ-
Νοτιανατολικής Ασίας.
Βόρεια του Βιετνάμ, η μεγάλη κινεζική πολιτιστική επανάσταση τράβηξε την παγκόσμια
προσοχή καθώς ύψωσε το λάβαρο της λαϊκής επανάστασης εντός του σοσιαλιστικού
στρατόπεδου – αποτελώντας τόσο μια υπενθύμιση της Βουδαπέστης όσο και μια
προοικονομία της Πράγας. Επίσης στην Ασία, η Ιαπωνία -το καπιταλιστικό θαύμα της
Ανατολής- σειόταν από εγειρόμενες και αλληλοσυνδεόμενες εξεγέρσεις φοιτητών, εργατών
και αγροτών καθώς η Σουν-το [Shuntō] και ο Ιαπωνικός Κόκκινος Στρατός έθεσαν ένα τέλος
στον μύθο της ιαπωνικής σταθερότητας[3]. Στην Ευρώπη, ξέσπασαν παρόμοιες εξεγέρσεις
σε κρίσιμα πεδία. Οι γαλλικές διαδηλώσεις, συμπαθητικές προς τον βιετναμέζικο αγώνα,
βοήθησαν στην επώαση της ιστορικής εξέγερσης του Μάη του 1968, όταν εκατομμύρια
φοιτητές κι εργάτες έφεραν τις κόκκινες και μαύρες σημαίες της επανάστασης στα
οδοφράγματα του Παρισίου. Στην Ανατολική Ευρώπη, τόσο η φοιτητική κι εργατική
αναταραχή ενάντια στη τοπική καταστολή όσο κι η σοβιετική κυριαρχία ήταν εκείνα που
βοήθησαν στην πρόκληση, αρχικά, οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων και,
ύστερα, την εισβολή των ρώσικων τανκς. Στην Ιταλία, το Θερμό Φθινόπωρο του 1969
υπήρξε μόνο μια έκρηξη μιας μακροχρόνιας κι αυξανόμενης κοινωνικής έκτακτης ανάγκης.
Στην Πορτογαλία, η αμερικάνικη εμπειρία επαναλήφθηκε ακόμη πιο δραματικά, καθώς οι
παρατεταμένοι αποικιακοί πόλεμοι στην Αφρική χώρισαν την κοινωνία και τον στρατό της
Πορτογαλίας στα δύο, φέρνοντας στην Πορτογαλία την επανάσταση ως μια απόκριση στις
επαναστάσεις στο εξωτερικό.
Σε όλες τις πτυχές του αμερικάνικου «κινήματος», καθώς και των κινημάτων αλλού, η
εξέγερση των γυναικών ωρίμασε και πυροδότησε τις ενέργειες της αντρικής «ηγεσίας»,
υπερβαίνοντας τη «σεξουαλική ελευθερία» του χιππισμού και της Αριστεράς και
πηγαίνοντας προς μια αυτόνομη διεκδίκηση για τη γυναίκεια απελευθέρωση σαν μια
στιγμή, ανεπίδεκτης αλλοιώσεως, του συνόλου των αγώνων εκείνων. Πράγματι, ήταν η
άγρια αυτονομία των γυναικών, των μαύρων, των μελαμψών, των αυτόχθονων Αμερικανών
και διάφορων «εθνικοτήτων» εκείνη η οποία εν μέρει έκρυψε τον υψηλό βαθμό της
συμπληρωματικότητας των αγώνων. Ακόμη κι η διεθνή μετακίνηση πληθυσμού και τα
οικολογικά κινήματα, αρχικά κατασκευασμένα από τους αρχιτέκτονες του καπιταλισμού για
τους δικούς τους σκοπούς, μετασχηματίστηκαν εν μέρει σε ριζοσπαστικές προκλήσεις
ενάντια σε μια τάξη πραγμάτων που επιτίθονταν σε ανθρώπους αντί της φτώχειας και
διέδιδε θανατηφόρα ζιζανιοκτόνα και δηλητήρια στη Νοτιοανατολική Ασία ενώ κήρυττε την
περιβαλλοντική καθαριότητα[4].
3/67
Καθώς οι συγκρούσεις αυτές, με όλη τους την τομεακή και παγκόσμια ποικιλομορφία,
κυκλοφόρησαν και συγχωνεύτηκαν, έφτασαν να συγκροτήσουν μια τρομερή ανερχόμενη
παλίρροια κινδύνου για το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Σχημάτισαν έναν παγκόσμιο
κύκλο αγώνων, ένα σύνθετο μα αλληλένδετο σύνολο, που συντάραξε τις ρίζες του συνόλου
της καπιταλιστικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων και την πέταξε ορμητικά σε μια κρίση
ιστορικών διαστάσεων[5].
Μολαταύτα, για διάφορους λόγους, το παγκόσμιο αυτών των αγώνων και το βάθος αυτής
της κρίσης έγιναν πραγματικά εμφανή μόνο τη δεκαετία του 1970, καθώς αρκετές κρίσεις
παγκόσμια αναγνωρισμένης διεθνής διάστασης ακολούθησαν ραγδαία η μία την άλλη. Τον
Ιούνιο του 1971, ο κατευνασμός της πολιτικής έντασης και το άνοιγμα του Ρίτσαρντ Νίξον
στην Κίνα σηματοδότησε το τέλος ενός μακρού διπολικού Ψυχρού Πολέμου, καθώς και την
έναρξη των διπλωματικών προβλημάτων μεταξύ των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Τον
Αύγουστο, η εγκατάλειψη, από την κυβέρνηση Νίξον, της μετατρεψιμότητας του δολλαρίου
σε χρυσό κατέστρεψε τις μεταπολεμικές διεθνείς νομισματικές ρυθμίσεις του δυτικού
καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό, σε συνδυασμό με τις προσαυξήσεις στις εισαγωγές,
δημιουργήσε μια νέα διπλωματική κρίση πλέον με τον Καναδά, τη Δυτική Ευρώπη καθώς
και την Ιαπωνία. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την επιβολή της λιτότητας στις ΗΠΑ,
ανήγγειλαν το τέλος της ιδεολογίας της ανάπτυξης και το τέλος της Μεγάλης Κοινωνίας, του
Νέου Συνόρου και της Δεκαετίας της Ανάπτυξης.
Οι αλλαγές αυτές ακολουθήθηκαν ραγδαία από άλλες. Πρώτα από την παγκόσμια
επισιτιστική κρίση του 1972-1974, στην οποία οι τιμές ανέβηκαν απότομα στη Δύση και
επιτράπηκε ο μαζικός λιμός στην Ασία και την Αφρική. Δεύτερον, από την παγκόσμια
ενεργειακή κρίση του 1973-1974, στην οποία οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν δραματικά
και το επίκεντρο της καπιταλιστικής ανάπτυξης φάνηκε να μετατοπίζεται προς τις χώρες
του ΟΠΕΚ, ενώ οι βορειοανατολικές ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και μεγάλο τμήμα της
Δυτικής Ευρώπης βυθίστηκαν στην παγκόσμια ύφεση του 1974-1975. Τέλος, το 1975 και το
1976, οι ίδιες επισιτιστικές και ενεργειακές κρίσεις ξέσπασαν στην Ανατολική Ευρώπη και
τη Σοβιετική Ένωση, καθώς οι σοσιαλιστές σχεδιαστές αύξησαν επίσης τις τιμές αυτών των
εμπορευμάτων – προκαλώντας ευρεία κοινωνική αναταραχή. Σ’ αυτό το σημείο, ο κύκλος
ολοκληρώθηκε. Τόσο το παγκόσμιο της κρίσης όσο και το βάθος της δεν μπορούσαν
πλέον να αμφισβητηθούν.
Η αναβίωση του Μαρξ
Ήταν εν μέσω αυτών των κύκλων κοινωνικής σύγκρουσης και παγκόσμιας κρίσης που
αναδύθηκε η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τον Μαρξ και που το Κεφάλαιο ξεκίνησε να
αναγνώσκεται εκ νέου και να μελετάται σε όλο τον κόσμο. Το ενδιαφέρον αυτό για τον
Μαρξ μπορεί να ειδωθεί ως να συγκροτεί ένα στοιχείο των ευρείων προσπαθειών για την
κατανόηση κι αντιμετώπιση όλων εκείνων των κρίσεων. Αφενός, η στροφή προς τον Μαρξ
από εκείνους που συμμετείχαν στους κοινωνικούς αγώνες της περιόδου συγκροτούσε μια
αναζήτηση τόσο αυτο-αποσαφήνισης όσο και στρατηγικής εντός μιας κατάστασης πέρα
από την προηγούμενη εμπειρία. Ήταν αυτή η αναζήτηση που γένησε την μελέτη του Μαρξ
από ανεξάρτητες ομάδες σε σχολές, εργοστάσια, φυλακές, και μια ευρεία ποικιλία
κοινωνικών ακτιβιστικών οργανώσεων. Αντιμέτωποι με τη στειρότητα τόσο των
ρεφορμιστικών όσο και των παραδοσιακών αριστερών θεωριών και στρατηγικών
συνταγών, οι ομάδες αυτές επέστρεψαν στην αξιολόγηση της ανάλυσης του Μαρξ για την
4/67
ταξική πάλη και την επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό.
Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό των πανεπιστημίων, ως αποτέλεσμα μιας μακράς σειράς
διεκδικήσεων, η ίδια αυτή αναζήτηση εξώθησε στη δημιουργία επίσημων μαθημάτων,
ακόμη και πτυχίων, αφιερωμένων στον μαρξισμό[6]. Το κίνημα των πολιτειακών
δικαιωμάτων διεκδίκησε εθνοτικές σπουδές. Το αντιπολεμικό κίνημα δημιούργησε μια
στήριξη για την αναθεώρηση της ιστορίας, για μια κοινωνιολογία των εξεγέρσεων και
ριζοσπαστικά οικονομικά. Το γυναικείο κίνημα εξώθησε στη δημιουργία των
προγραμμάτων γυναικείων σπουδών. Εντός των νέων αυτών ριζοσπαστικών χώρων που
ανοίξαν στην παραδοσιακή δομή της εκπαίδευσης, η μελέτη του καθεαυτού έργου του
Μαρξ λάμβανε όλο και μεγαλύτερο χώρο καθώς ριζοσπάστες φοιτητές και καθηγητές
αντιμετώπισαν τα ίδια όρια της συμβατικής ριζοσπαστικής σκέψης με εκείνους που
βρίσκονταν εκτός της ακαδημίας: την αποτυχία αυτών των προσεγγίσεων τόσο να
εξηγήσουν τη τρέχουσα κοινωνική κρίση όσο και να παρέχουν τα μέσα για μια χρήσιμη
αξιολόγηση εναλλακτικών στρατηγικών δράσης.
Όμως, θα ήταν λάθος να δούμε την αναβίωση του μαρξισμού μόνο με τους όρους των
προβλημάτων και των αναγκών των διάφορων ατόμων και ομάδων που αποτελούσαν τον
πυρήνα των κοινωνικών εξεγέρσεων των δεκαετιών του 1960 και 1970. Η κρίση έχει
υπάρξει, πάνω απ’ όλα, μια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, και ως εκ τούτου μια
κρίση των ιδεολόγων και των σχεδιαστών του καπιταλισμού. Ως αποτέλεσμα, κι αυτοί
έδειξαν επίσης ένα ενδιαφέρον σε μια επανεξέταση του Μαρξ. Για να το καταλάβουμε αυτό
πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η κρίση είναι τόσο βαθιά και θεμελιώδης όσο κι η τελευταία
μεγάλη κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος (πιθανόν ακόμη περισσότερο): η
Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. Η περίοδος εκείνη διαμόρφωσε ένα ριζικό σημείο
καμπής για την ιστορική ανάπτυξη του καπιταλισμού επειδή έδειξε ότι οι σχέσεις ισχύος
μεταξύ των τάξεων, και συνεπώς η ίδια η βασική κοινωνική δομή, είχε αλλάξει τόσο που η
παλιά περιοδική οικονομική ύφεση δεν μπορούσε πλέον να παρέχει μια λύση στις
κοινωνικές αναταραχές με τα κλασσικά μέσα της αύξησης της ανεργίας και της πτώσης των
μισθών. Η ανάπτυξη των εργατικών αγώνων και της δύναμης των εργατών κατά τις
δεκαετίας του 1920 και 1930 το έκαναν αυτό αδύνατο, αποτρέποντας οποιαδήποτε
ουσιαστική πτώση των μισθών και αυξάνοντας τις απαιτήσεις απέναντι στο κράτος, ως
συλλογικό καπιταλιστή, για θέσεις εργασίας και περισσότερες κοινωνικές υπηρεσίες. Ο
καπιταλισμός, για να επιβιώσει απ’ αυτή την κρίση, χρειαζόταν μια νέα στρατηγική και μια
νέα ιδεολογία για να αντικαταστήσει το «laissez faire».
Η λύση η οποία αναδύθηκε ήταν η ιδεολογία της ανάπτυξης και της πλήρους
απασχόλησης, βασισμένη σε μια στρατηγική τιθάσευσης των εργατικών αγώνων για
υψηλότερους μισθούς μέσω του ντηλ της παραγωγικότητας στις συλλογικές
διαπραγματεύσεις. Το γεγονός πως οι μισθοί, οπότε κι η καταναλωτική ζήτηση, δεν θα
αυξάνονταν ταχύτερα από την παραγωγικότητα, θα διασφαλιζόταν από την κρατική
παρέμβαση μέσω νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Μ’ άλλα λόγια, η
αμερικάνικη απάντηση στη τελευταία κρίση του καπιταλισμού υπήρξε ο κεϋνσιανισμός,
τόσο σαν στρατηγική όσο και, συνεπώς, σαν ιδεολογία[7]. Η ήττα του γερμανικού κι
ιταλικού φασισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ο μεταπολεμικός περιορισμός του
σοβιετικού και κινεζικού σοσιαλισμού, σήμαινε ότι η αμερικάνικη απάντηση μετατράπηκε σε
5/67
λύση για το σύνολο της καπιταλιστικής Δύσης. Η λύση αυτή θεσμοθετήθηκε διεθνώς μέσω
του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών και των συμφώνων του Διεθνούς Νομισματικού
Ταμείο που υπογράφτηκαν στο Μπρέτον Γουντς το 1944.
Εκείνο που πρέπει να δούμε τώρα είναι ότι ο διεθνής κύκλος κοινωνικών συγκρούσεων στα
τέλη της δεκαετίας του 1960 σηματοδότησε την κατάρρευση αυτής της κεϋνσιανής
στρατηγικής στο εσωτερικό μεμονωμένων χωρών, και ότι η κατάρρευση του διεθνούς
νομισματικού συστήματος το 1971 έδειξε ότι η κρίση αποτελούσε μια κατάρρευση της
κεϋνσιανής εποχής παγκοσμίως. Είναι επειδή ήρθαν αντιμέτωποι με μια τέτοια βαθιά
ιστορική κρίση του συνόλου του συστήματος που οι θεωρητικοί κι οι αρχιτέκτονες της
καπιταλιστικής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής ενδιαφέρονται για μια επαναξιολόγηση
του Μαρξ. Σ’ αυτούς τους καιρούς γενικής συστημικής διάρρηξης, όταν οι δημοσιονομικές
και νομισματικές ρυθμίσεις των κεϋνσιανών οικονομολόγων και τεχνοκρατών
αποδεικνύονται καθημερινά ανεπαρκείς, δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη που
βλέπουμε μια ανανεωμένη ανοχή προς τις θεωρίες της κρίσης και της κοινωνικής
ανάπτυξης[8]. Επειδή οι φορείς χάραξης στρατηγικής του καπιταλισμού δεν έχουν υπάρξει
ικανοί να βρουν άλλες πιο δημιουργικές απαντήσεις για την παγκόσμια κοινωνική
κατάρρευση πέρα από την κρίση καθεαυτή, είναι πρόθυμοι ν’ ακούσουν οποιαδήποτε νέα
εννοιολόγηση που ίσως τους βοηθήσει να βρουν μια λύση. Με άλλα λόγια, θα ήθελαν να
χρησιμοποιήσουν την αναβίωση του μαρξισμού για να δουν αν μπορούν να μάθουν κάτι
χρήσιμο.
Μπορεί αυτό αρχικά να φαίνεται λίγο τραβηγμένο, όμως μια σύντομη ανασκόπηση της
μαρξιστικής παράδοσης θα αποκαλύψει σημαντικές στιγμές όπου ο Μαρξ δεν
χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση της επανάστασης, αλλά για τον περιορισμό της. Οι
θεωρητικοί των οικονομικών κύκλων, οι ειδικοί της αναπτυξιακής θεωρίας, οι ειδήμονες της
βιομηχανικής οργάνωσης και άλλοι ορθόδοξοι οικονομολόγοι έχουν συχνά αντλήσει από τα
γραπτά του Μαρξ για να αναπτύξουν το δικό τους έργο[9]. Πιθανόν, ένα από τα πιο
γνωστά παραδείγματα αυτού είναι ο Βασίλι Λεόντιεφ, πατέρας των σύγχρονων τεχνικών
της ανάλυσης εισροών-εκροών που αποτελούν τη βάση για πολλά σύγχρονα καπιταλιστικά
μοντέλα σχεδιασμού. Οι ρίζες των ιδεών του, όπως ομολογεί απ’ την αρχή, προέρχονται εν
μέρει από τα σχήματα αναπαραγωγής του Μαρξ στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου. Ίσως
ακόμη πιο προφανής, και με εκτενέστερους υπαινιγμούς, έχει υπάρξει η χρήση πολλών
ορθόδοξων ερμηνειών του Μαρξ από το σοβιετικό κράτος για να αιτιολογήσει τις
κατασταλτικές κι αντεπαναστατικές πολιτικές του. Δεδομένης αυτής της ιστορίας, δεν θα
πρέπει να είναι δύσκολο να δούμε γιατί έχει υπάρξει χρηματοδότηση μαρξιστικών
σπουδών, και γιατί δίνεται μερικές φορές χώρος στις εθνικές εφημερίδες και τα ακαδημαϊκά
περιοδικά για την εποπτεία και την αξιολόγηση της πορείας των νέων μαρξιστικών
ερευνών[10].
Εναλλακτικές προσεγγίσεις στον Μαρξ
Δεδομένης της διπλής όψης της πηγής του ενδιαφέροντος στην αναβίωση του μαρξισμού -
εκείνοι που ελπίζουν να χρησιμοποιήσουν τον Μαρξ για να προωθήσουν την κοινωνική
αλλαγή κι εκείνοι οι οποίοι ελπίζουν να τον χρησιμοποιήσουν για να την περιορίσουν- είναι
σημαντικό να είμαστε ξεκάθαροι σχετικά με τις διαφορετικές προσεγγίσεις στην ανάγνωση
των έργων του και με τις συνέπεις των προσεγγίσεων αυτών. Η βασική μορφή της
αναβίωσης του μαρξισμού έχει υπάρξει η ανάκτηση και μελέτη των έργων του ίδιου του
6/67
Μαρξ και των μεγάλων μαθητών κι ερμηνευτών του. Όλα αυτά τα έργα μαζί συνιστούν την
ολότητα της «μαρξιστικής παράδοσης», νοημένη σαν ένα σωρευτικό σώμα σκέψης. Έως
έναν βαθμό, η αναβίωση του μαρξισμού περιλαμβάνει επίσης κάποιες πιο χρήσιμες
προσπάθειες για την μελέτη αυτής της παράδοσης εντός του ιστορικού της πλαισίου –
μελέτη της «μαρξιστικής σκέψης» ως κομμάτι της αναπτυσσόμενης κοινωνικής ιστορίας.
Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχουν διάφοροι πιθανοί τρόποι κατηγοριοποίησης τόσο της
βιβλιογραφίας της αναβίωσης όσο και της παράδοσης από τη οποία έχει αντλήσει, με
όρους των προσεγγίσεων στην ανάγνωση του Μαρξ γενικά και του Κεφαλαίου ειδικά.
Μια σύνηθη προσέγγιση για μια τέτοια κατηγοριοποίηση είναι εκείνη μεταξύ διαφορετικών
ιδεολογικών γραμμών, ειδικά η διάσπαση μεταξύ ορθόδοξου μαρξισμού (με τον οποίο
συνήθως εννοείται ο μαρξισμός-λενινισμός των διάφορων σταλινικών ή τροτσκιστικών
ειδών) και μη-ορθόδοξου μαρξισμού – εντός του οποίου μπορούν να διακριθούν
διαφορετικά είδη αναθεωρητικών τάσεων που κυμαίνονται από τη σοσιαλδημοκρατία της
Δεύτερης Διεθνούς έως τους συμβουλιακούς κομμουνιστές, τους λεγόμενους δυτικούς
μαρξιστές του μεσοπολέμου και τις διάφορες νεομαρξιστικές τάσεις της μεταπολεμικής
δεκαετίας. Δυστυχώς, μια τέτοια ανάλυση μας οδηγεί αμεσότερα σε μια σύγκριση των
πολιτικών συμπερασμάτων παρά σε μια σύγκριση των προσεγγίσεών τους στην ανάγνωση
του Μαρξ.
Μια δεύτερη πολύ χρησιμότερη κατηγοριοποίηση είναι αυτή μεταξύ εκείνων των
αναγνώσεων του Μαρξ οι οποίες είναι ουσιαστικά ιδεολογικές -ανεξάρτητα γραμμής- και
εκείνες τις οποίες μπορεί κανείς να αποκαλέσει στρατηγικές. Αυτή η διάκριση αποσκοπεί να
διαφοροποιήσει μεταξύ αναγνώσεων του Μαρξ οι οποίες βλέπουν το έργο του σαν να
συγκροτεί θεμελιακά μια ιδεολογική κριτική, ή μια κριτική ερμηνεία, του καπιταλισμού, και
των αναγνώσεων οι οποίες βλέπουν το έργο του τόσο σαν μια κριτική της ιδεολογίας όσο
και μια στρατηγική αποκρυπτογράφηση του ταξικού πολέμου.
Η έννοια μιας στρατηγικής ανάγνωσης χρησιμοποιείται εδώ με τη στρατιωτική έννοια,
επειδή αναζητεί στη σκέψη του Μαρξ μόνο όπλα προς χρήση στον ταξικό πόλεμο. Θα
συμφωνούσα με την ένσταση ότι κι η ιδεολογία είναι ένα είδος όπλου. Όμως, για να
συνεχίσουμε με τη στρατιωτική αναλογία, μιλάω εδώ για τη διαφορά μεταξύ ενός όπλου
όπως η προπαγάνδα, η οποία είναι μια στενή τακτική, και το όπλο της στρατηγικής, το
οποίο βρίσκεται σ’ ένα πολύ διαφορετικό επίπεδο. Για να παραφράσω τους όρους του
Καρλ φον Κλάουζεβιτς, η στρατηγική μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη βασική μορφή του
ταξικού πολέμου, να χωροθετήσουμε τους διαφορετικούς αγώνες οι οποίοι τον συνθέτουν,
να αξιολογήσουμε τις αντικρουόμενες τακτικές στον καθένα απ’ αυτούς τους αγώνες και να
δούμε πως οι διαφορετικές τακτικές κι οι διαφορετικοί αγώνες μπορούν να συνδεθούν
καλύτερα για την επίτευξη της νίκης[11].
Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να γίνει μια περαιτέρω διάκριση αναφορικά με το εάν η
στρατηγική αποκρυπτογράφηση γίνεται από τη σκοπιά του κεφαλαίου ή από εκείνη της
εργατικής τάξης. Στην πρώτη περίπτωση, βρίσκουμε το είδος της ανάγνωσης που έκανε ο
Λεόντιεφ – μια ανάγνωση η οποία βοηθάει στην ανάπτυξη μιας καπιταλιστικής στρατηγικής.
Στη δεύτερη, βρίσκουμε αναγνώσεις οι οποίες βοηθούν στην αποσαφήνιση και την
ανάπτυξη της πάλης της εργατικής τάξης.
7/67
Αυτή την κατηγοριοποίηση μεταξύ ιδεολογικών και στρατηγικών αναγνώσεων του Μαρξ τη
διατέμνει μια τρίτη κατηγοριοποίηση η οποία είναι πρωτίστως σημαντική λόγω της
χρησιμότητάς της για την κατανόηση της παρούσας κατάστασης των μαρξιστικών μελετών.
Είναι η διάκριση μεταξύ της ανάγνωσης του Μαρξ σαν φιλοσοφία, της ανάγνωσής του,
ειδικότερα του Κεφαλαίου, σαν πολιτική οικονομία, και της πολιτικής ανάγνωσής του. Το να
διαβάσουμε τον Μαρξ φιλοσοφικά σημαίνει στην καλύτερη των περιπτώσεων το να
διαβάσουμε τα έργα του σαν κριτικές ερμηνείες, σαν μια μορφή ιδεολογίας. Το να
διαβάσουμε τον Μαρξ σαν πολιτική οικονομία μπορεί να περιλαμβάνει στοιχεία ιδεολογίας -
όταν ο στόχος είναι η κριτική του καπιταλισμού- αλλά μπορεί επίσης, το σημαντικότερο, να
περιλαμβάνει στοιχεία μιας στρατηγικής ανάγνωσης σύμφωνα με τα συμφέροντα του
κεφαλαίου. Αυτό συμπεριλαμβάνει αναγνώσεις του Κεφαλαίου σαν ένα έργο οικονομικής
θεωρίας εντός του πλαισίου του ιστορικού υλισμού. Το λιγότερο, η αδυναμία κι οι κίνδυνοι
της ανάγνωσης του Μαρξ σαν φιλοσοφία ή σαν πολιτική οικονομία είναι εκείνες όλων των
ιδεολογικών αναγνώσεων. Ανεξάρτητα από τον βαθμό της κριτικής τους προς τα διάφορα
χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, δεν αποτελούν στην πραγματικότητα τίποτα
περισσότερο από παθητικές ερμηνείες της κοινωνικής κατάστασης. Αναφορικά με τέτοιες
κριτικές θεωρίες, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά τη, δικαίως, διάσημη προσταγή του Μαρξ: «Οι
φιλόσοφοι έχουν απλώς εξηγήσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους, αυτό που έχει
σημασία είναι να τον αλλάξουμε»[12]. Το ζήτημα με τις παραπάνω ερμηνείες του Μαρξ δεν
είναι ότι δεν παρέχουν κάποια χρησιμότητα. Αν είναι ακριβείς, ίσως να παρέχουν ακριβώς
ένα από τα πράγματα που χρειάζεται το κεφάλαιο για να σχεδιάσει τις στρατηγικές του. Οι
αναγνώσεις του Μαρξ σαν πολιτική οικονομία που αναπτύσσουν ερμηνείες της σκέψης του
με τρόπους που παρουσιάζουν δυνητικά χρήσιμες στρατηγικές επιπτώσεις για το κεφάλαιο
αυτή την περίοδο δεν είναι απλά αβλαβείς, αλλά πρέπει να ειδωθούν σαν δυνητικά
επικίνδυνες για την εργατική τάξη.
Μένει να ορίσω τι εννοώ λέγοντας μια πολιτική ανάγνωση του Μαρξ. Όλες οι αναγνώσεις
είναι πολιτικές καθώς η εκτέλεσή τους περιλαμβάνει πραγματικές πολιτικές επιλογές και
συνέπειες σε σχέση με τις ταξικές σχέσεις. Μολαταύτα, θα μονοπωλήσω εδώ τον όρο
«πολιτική» για να περιγράψω τη στρατηγική εκείνη ανάγνωση του Μαρξ η οποία γίνεται
από τη σκοπιά της εργατικής τάξης. Είναι μια ανάγνωση που συνειδητά και μονομερώς
δομεί την προσέγγισή της για να καθορίσει το νόημα και τη σύνδεση της κάθε έννοιας με
την άμεση ανάπτυξη της πάλης της εργατικής τάξης. Είναι μια ανάγνωση η οποία
αποφεύγει όλες τις αποσπασματικές ερμηνείες και την αφηρημένη θεωρητικοποίηση για
χάρη της κατανόησης των εννοιών μόνο εντός της συγκεκριμένης ολότητας της πάλης τον
καθορισμό της οποίας ορίζουν. Υποστηρίζω ότι αυτή η ανάγνωση είναι το μόνο είδος
ανάγνωσης του Μαρξ για την οποία μπορούμε ορθά να πούμε ότι γίνεται από την σκοπιά
της εργατικής τάξης, επειδή είναι η μόνη η οποία μιλά άμεσα στις ανάγκες της τάξης για
αποσαφήνιση του πεδίου και της δομής της δικής της ισχύος και στρατηγικής.
Το παρακάτω διάγραμμα (Διάγραμμα 1) απεικονίζει τις βασικές διακρίσεις μεταξύ των
διάφορων προσεγγίσεων στην ανάγνωση του Μαρξ. Σίγουρα δεν είναι οι μόνες δυνατές
διακρίσεις μεταξύ των διάφορων προσεγγίσεων, αλλά τις βρίσκω χρησιμότερες στην
κατηγοριοποίηση των διάφορων νημάτων της τρέχουσας μαρξιστικής αναβίωσης και των
παραδόσεων στις οποίες βασίζονται. Από τη στιγμή που προσπαθώ να γράψω το παρόν
έργο σαν μια πολιτική ανάγνωση του Κεφαλαίου, θα προσπαθήσω εδώ να διευκρινίσω
περαιτέρω τις διακρίσεις αυτές ώστε να χωροθετήσω το παρόν έργο και να υποδείξω το
8/67
γιατί η προσέγγιση που αντιπροσωπεύει αναπαριστά μια οξεία ρήξη με άλλες
προσεγγίσεις. Επιχειρώ αυτή την αποσαφήνιση σκιαγραφώντας ένα τμήμα της ιστορίας και
των βασικών χαρακτηριστικών και αδυναμιών των παραδοσιακών αναγνώσεων του Μαρξ
σαν πολιτική οικονομία και φιλοσοφία, και ύστερα επεξηγώ τι σημαίνει η πολιτική ανάγνωση
του Μαρξ και πως η προσέγγιση αυτή επιτρέπει μια χρήσιμη πολιτική επανερμηνεία
πολλών εκ των άλλων προσεγγίσεων ενώ την ίδια στιγμή αποφεύγει τα λάθη τους.
Διάγραμμα 1: Προσεγγίσεις στην ανάγνωση του Μαρξ
Διαβάζοντας το Κεφάλαιο σαν πολιτική οικονομία
Μια από της ισχυρότερες όψεις της τρέχουσας μαρξιστικής αναβίωσης είναι η επιστροφή
στην ανάγνωση του Κεφαλαίου σαν ένα έργο πολιτικής οικονομίας. Η προσέγγιση αυτή έχει
μια μακρά παράδοση που ξεκίνησε την περίοδο της Δεύτερης Διεθνούς (1898-1914) και
έχει διατρέξει όλη την ιστορία του ορθόδοξου μαρξισμού καθώς κι έναν αριθμό
αναθεωρητικών προσεγγίσεων εκτός της ορθοδοξίας. Το να ορίσουμε το Κεφάλαιο σαν ένα
έργο πολιτικής οικονομίας, όπως έχουν κάνει τόσοι, απαιτεί μια εξήγηση όχι μόνο του
ποιου είναι το πεδίο της πολιτικής οικονομίας, αλλά επίσης και ποια είναι τα πεδία εκείνα
τα οποία αποκλείονται από αυτή.
Η πολιτική οικονομία της Δεύτερης Διεθνούς
Ο παραδοσιακός τρόπος να γίνει αυτή η διάκριση έχει υπάρξει ο ορισμός της «πολιτικής
οικονομίας» με τους όρους των κλασσικών πολιτικών οικονομολόγων, από τον Άνταμ Σμιθ
έως τον Ντέηβιντ Ρικάρντο. Συνεπώς, η πολιτική οικονομία ασχολείται με την κοινωνική
σφαίρα που περιλαμβάνει την παραγωγή, την ανταλλαγή και τη διανομή των
εμπορευμάτων. Βασισμένη σε μια ανάγνωση των πλέον διάσημων παρατηρήσεων του
Μαρξ στον Πρόλογο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, αυτή η σφαίρα της πολιτικής
οικονομίας ταυτοποιείται με την «οικονομική βάση» της κοινωνίας «πάνω στην οποία
υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα»[13]. Εντός αυτής της οικονομικής βάσης,
ο τρόπος παραγωγής βλέπεται σαν η καθοριστική στιγμή της οποίας η ανάπτυξη
καθοριζόταν από τη διαλεκτική αλληλεπίδραση των υλικών παραγωγικών δυνάμεων
(τεχνολογία, οργάνωση, κλπ) και των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής (καπιταλιστές
εναντίον εργατών). Εντός αυτού του πλαισίου βάσης/εποικοδομήματος, το Κεφάλαιο
ερμηνεύτηκε από τον Ένγκελς και τους ακολουθητές τους σαν η αληθινότερη,
επιστημονικότερη ανάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των σχέσεων
ανταλλαγής και διανομής βασισμένων σ’ αυτόν. Αν κανείς υποδείκνυε πως ο Μαρξ είχε
ονομάσει την Κριτική μια κριτική της πολιτικής οικονομίας, και είχε δώσει στο Κεφάλαιο τον
ίδιο υπότιτλο, η απάντηση ήταν ότι αποτελούσε κριτική της κλασσικής πολιτικής οικονομίας
και ότι αυτό που έκανε ο Μαρξ ήταν να διορθώσει τα λάθη της και να συνθέσει ένα πιο
επιστημονικότερο έργο. Με άλλα λόγια, το Κεφάλαιο του Μαρξ διαφέρει από τις Αρχές της
Πολιτικής Οικονομίας και της Φορολογίας του Ρικάρντο πρωτίστως από το γεγονός ότι το
Κεφάλαιο είναι ορθότερο. Ο Μαρξ βλέπεται είτε σαν να εκπληρώνει την υπόσχεση της
πολιτικής οικονομίας είτε σαν να διορθώνει τα λάθη της[14].
9/67
Απ’ αυτή την οπτική, εκείνο που δεν προσέφερε το Κεφάλαιο ήταν μια θεωρία του
λεγόμενου εποικοδομήματος, ειδικά μια θεωρία της πολιτικής και του κράτους. Αυτή η οξεία
διχοτόμηση μεταξύ πολιτικής και πολιτικής οικονομίας υπήρξε ένα πρωτεύον
χαρακτηριστικό των διαβουλεύσεων της Δεύτερης Διεθνούς (και όσων ακολούθησαν).
Περιόρισε το Κεφάλαιο, και τελικά τον Μαρξ, στο πεδίο των «οικονομικών» και άφησε το
πεδίο της πολιτικής στους μαρξιστές πολιτικούς της εποχής: απ’ την μια πλευρά τους
σοσιαλδημοκράτες (πχ Καρλ Κάουτσκι, Έντουαρντ Μπέρνσταϊν), και απ’ την άλλη τους
δημιουργούς επαναστατικών κομμάτων (πχ Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν). Αυτή η
διχοτόμηση υπήρξε η διανοητική και πολιτική έκφραση της δομής της γερμανικής
σοσιαλδημοκρατίας και του διπλού χαρακτήρα της πάλης της εργατικής τάξης εκείνη την
περίοδο: η στράτευση των εργατών στο επίπεδο του εργοστασίου κι η άνοδος του
πολιτικού κόμματος σαν μια απάντηση στο οργανωτικό πρόβλημα της ταξικής ενότητας.
Αυτή η αμεσολάβητη ρήξη μεταξύ του οικονομικού και του πολιτικού διαμόρφωσε όλες τις
πλευρές του ντιμπέιτ τόσο εκείνης της περιόδου όσο και των μετέπειτα. Στη θεωρία του, ο
Μπέρνσταϊν έδωσε έμφαση στην «οικονομική» πάλη και συνεπώς στην επείγουσα ανάγκη
για συνδικαλιστική οργάνωση, ενώ στην πράξη υποστήριζε ένα κόμμα το οποίο δρούσε
μόνο στο επίπεδο του κοινοβουλίου. Οι μπολσεβίκοι κι ο Λένιν θα επιτίθονταν σ’ αυτόν τον
«οικονομισμό» κι ανέπτυξαν μια θεωρία της αυτονομίας της πολιτικής σφαίρας η οποία
ερμήνευε τη σοσιαλδημοκρατία την ίδια στιγμή που δικαιολογούσε ένα συγκεντροποιημένο
κόμμα-πρωτοπορία που δρούσε εν ονόματι της εργατικής τάξης. Σε κάθε περίπτωση, η
πολιτική εισάγονταν στο πλάι της οικονομικής ανάλυσης του Μαρξ (την οποία μοιράζονταν
όλες οι πλευρές του ντιμπέιτ – αν και διέφεραν οι ερμηνείες τους)[15].
Παρά τον εγκλεισμό του Μπέρνσταϊν σ’ αυτή τη διχοτόμηση της σφαίρας της πολιτικής
οικονομίας, η ανάγνωση του Κεφαλαίου του παρείχε τη βάση για μια βασική πτυχή του
ντιμπέιτ: τη θεωρία της κρίσης. Στο Evolutionary Socialism του ιδίου, ισχυρίζεται ότι
σύμφωνα με την ανάγνωση του του Κεφαλαίου, η θεωρία της οικονομικής κρίσης του Μαρξ
βασιζόταν στον υψηλό βαθμό του άναρχου ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών.
Υποδεικνύοντας την άνοδο του μονοπωλιακού κεφαλαίου, ισχυρίστηκε ότι η πτώση του
ανταγωνισμού μείωσε την αναρχία του κεφαλαίου και κατέστησε εφικτό τον επαρκή
καπιταλιστικό σχεδιασμό ώστε να μπορέσουν να αποφευχθούν οι κρίσεις[16]. Όπως έχει
υποδείξει ο Λούτσιο Κολέτι, μια τέτοια θέση υπήρξε φυσικό ακόλουθο της αποτυχίας να
εμφανιστεί πριν τον Α’ ΠΠ μια κρίση που είχε προβλεφθεί, και της επακόλουθης σχετικά
μακράς περιόδου ανάπτυξης. Ήταν επίσης μια οικονομική θεωρία η οποία στήριζε την
πολιτική θέση του Μπέρνσταϊν που τόνιζε την «οικονομική» πάλη και τη
σοσιαλδημοκρατική μεταρρύθμιση[17].
Σ’ αυτούς τους ισχυρισμούς, η Ρόζα Λούξεμπουργκ απάντησε με τη δική της ανάγνωση του
Κεφαλαίου – αρχικά στο Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση; (1900) κι ύστερα στο Η
Συσσώρευση του Κεφαλαίου (1913), ισχυρίστηκε το αναπόφευκτο της κρίσης[18]. Για να
δομήσει τον ισχυρισμό της, αντέστρεψε τον συλλογισμό του Μπέρνσταϊν κι είπε ότι η
άνοδος του μονοπωλιακού κεφαλαίου αύξησε το επίπεδο της καπιταλιστικής αναρχίας στη
σύγκρουση μεταξύ των εθνών-κρατών, και παρήγαγε μια θεωρία του ιμπεριαλισμού που
προμήνυε τον Α’ ΠΠ. Στο Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου, αντλεί από τα σχήματα
αναπαραγωγής του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου για να ισχυριστεί το ανέφικτο μιας
10/67
ομαλά διευρυνόμενης συσσώρευσης. Η οικονομική της θεωρία, όπως κι αυτή του
Μπέρνσταϊν, υποστήριζε την πολιτική της θέση, σ’ αυτή την περίπτωση ενάντια στον
ρεφορμισμό κι υπέρ της προετοιμασίας μιας βίαιης επανάστασης.
Τα έργα αυτά υπήρξαν η αρχή μιας μακράς σειράς γραπτών αφιερωμένων στην ανάπτυξη
θεωριών για τη κρίση και τον ιμπεριαλισμό, βασισμένων στην ανάγνωση του Κεφαλαίου
σαν πολιτική οικονομία. Μεταξύ των σημαντικότερων συγγραφέων αυτής της παράδοσης
κατά την περίοδο της Δεύτερης Διεθνούς και του Α’ ΠΠ υπήρξε ο Αυστριακός Ρούντολφ
Χίλφερντινγκ, το Χρηματιστικό Κεφάλαιο του οποίου εμφανίστηκε το 1910 κι οποίος, όπως ο
Μπέρνσταϊν, προσπάθησε να λάβει υπόψη την άνοδο του μονοπωλίου και τον διευρυμένο
ρόλο των τραπεζών· ο Όττο Μπάουερ, ένας άλλος Αυστριακός, ο οποίος επέκρινε τη
Συσσώρευση του Κεφαλαίου της Λούξεμπουργκ στο Die Neue Zeit (1913)· κι ο Νικολάι
Μπουχάριν, ο οποίος εξέδωσε το Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία το 1915 (πριν
από τον Λένιν ο οποίος έγραψε σχετικά το 1916)[19]. Μετά τη Ρώσικη Επανάσταση και τον
Α’ ΠΠ, με την εξαίρεση του Μπουχάριν ο οποίος εξέδωσε μια εκτενή κριτική στη
Συσσώρευση του Κεφαλαίου της Λούξεμπουργκ το 1924, το μεγαλύτερο τμήμα αυτού του
είδους του έργου συγκεντρώθηκε στη Δυτική Ευρώπη. Το 1926, ο Fritz Sternberg εξέδωσε
το Der Imperialismus, αναπτύσσοντας την προσέγγιση της Λούξεμπουργκ[20]. Τρία χρόνια
αργότερα, το 1929, ο Henryk Grossman συγκέντρωσε τις διαλέξεις του από το Ινστιτούτο
Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης στο έργο του Die Akkumulations und
Zusammenbruchsgesetz des Kapitalistischen Systems[21]. Τόσο ο Sternberg όσο κι ο
Grossman δέχτηκαν κριτική από τη Ναταλί Μοσκόβσκα στο Θεωρίες για τις Οικονομικές
Κρίσεις (1935) και το Zur Dynamik des Spätkapitalismus (1934)[22]. Οι Grossman,
Μπάουερ και Λούξεμπουργκ δεχτήκαν όλοι τους κριτική από τον Ολλανδό μαρξιστή Άντον
Πάνεκουκ το 1934. Οι σύντροφοί του συμβουλιακοί κομμουνιστές, όπως ο Πωλ Μάτικ ο
οποίος μετανάστευσε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930, συνεισφέραν επίσης σε αυτά τα
ντιμπέιτ σχετικά με την πολιτική οικονομία της κρίσης και του ιμπεριαλισμού, μέσω
περιοδικών όπως το Ratekorrespondenz και το Living Marxism[23].
Οι ιδιαίτεροι ισχυρισμοί των διαφωνούντων αυτών συγγραφέων διέφεραν σημαντικά, με τον
καθένα να αρνείται, να αναπτύσσει ή να λαμβάνει νέες κατευθύνσεις από τους
προγενέστερούς του. Όμως, ενώ το έργο τους μπορεί να επαναξιολογηθεί χρήσιμα με
όρους της πολιτικής συγκυρίας και της ταξικής σύνθεσης της εποχής τους (και όχι με τη
συνήθη στείρα αντιπαραβολή τους με τον Μαρξ), το κύριο σημείο που με απασχολεί εδώ
δεν είναι ούτε η ποικιλομορφία ούτε η σχετική οξύνοια των αναλύσεών τους. Αντ’ αυτού, με
ενδιαφέρει ότι, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι εξ αυτών προσπάθησαν να λάβουν
υπόψη τις νέες αναπτυσσόμενες πτυχές του κεφαλαίου, μολαταύτα περιορίσαν το πεδίο
του Κεφαλαίου και των παράγωγων θεωριών της κρίσης και του ιμπεριαλισμού στο πεδίο
της πολιτικής οικονομίας, γεγονός το οποίο περιόρισε την περιεκτικότητα των αναλύσεών
τους και τις έκανε μονομερείς, αφήνοντας σημαντικές όψεις του συστήματος άθικτες:
ανέλυσαν την καπιταλιστική ανάπτυξη και συσσώρευση ανεξάρτητα από την πρωτοβουλία
της εργατικής τάξης. Λόγω αυτού, είναι δευτερευούσης σημασίας το γεγονός ότι μερικοί εξ
αυτών στηρίξαν τη σοσιαλδημοκρατία ή/και συνεργάστηκαν με καπιταλιστικές κυβερνήσεις
(πχ Μπέρνσταϊν, Κάουτσκι, Χίλφερντινγκ, Μπάουερ, Sternberg), ενώ άλλοι στηρίξαν μια
«επαναστατική» οπτική (πχ Λούξεμπουργκ, Λένιν, Πάνεκουκ, Μάτικ). Σ’ όλες τις
περιπτώσεις, διαβάσαν το Κεφάλαιο σαν πολιτική οικονομία, περιορίστηκαν σε μια κριτική
της καπιταλιστικής άναρχης αστάθειας ή της εκμεταλλευτικής του φύσης. Ως αποτέλεσμα,
11/67
ήταν υποχρεωμένοι να αναζητήσουν (μέσω είτε μεταρρύθμισης είτε επανάστασης) τη
θεραπεία γι’ αυτές τις κακές πτυχές του καπιταλισμού στον σοσιαλιστικό σχεδιασμό (είτε
αυτόν του κεντρικού γραφειοκρατικού είδους είτε αυτού των εργατικών συμβουλίων) και τη
λήξη της ατομικής ιδιοκτησίας. Από τους προαναφερθέντες συγγραφείς, μόνο οι
συμβουλιακοί κομμουνιστές ανέπτυξαν μια συνεκτική κριτική του αναδυόμενου σοβιετικού
κράτους σαν έναν συλλογικό καπιταλιστικό σχεδιαστή[24]. Αυτή η απαίτηση για
εξορθολογισμό της καπιταλιστικής αναρχίας έχει υπάρξει χαρακτηριστική του συνόλου της
Αριστεράς. Οι τροτσκιστές, για παράδειγμα, οι οποίοι δεν προσέφεραν καμία αξιοσημείωτη
συνεισφορά σε αυτά τα ντιμπέιτ εκείνη την περίοδο και που υιοθέτησαν την
κρατικοκαπιταλιστική λύση που αναδύθηκε σε απάντηση της Ρωσικής Επανάστασης,
μπόρεσαν μόνο να προσφέρουν την εξαιρετικά στενή και πολιτικά άχρηστη κριτική της
σοβιετικής γραφειοκρατίας (τη γραφειοκρατία εκείνη από την οποία δολοφονήθηκε ο Λέων
Τρότσκι).
Κομμουνιστικός μαρξισμός
Στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, ακολουθώντας την ήττα της επανάστασης του 1917, η
μελέτη του Κεφαλαίου σε όλες τις μορφές της, είτε σαν πολιτική οικονομία είτε αλλιώς,
αποστηρώθηκε ραγδαία. Η κριτική του Μπουχάριν στη Λούξεμπουργκ, που εκδόθηκε το
1924, υπήρξε μια εξαίρεση που σύντομα διαγράφτηκε από τις σταλινικές εκκαθαρίσεις[25].
Αυτή η υποτιθέμενη «ηρωική περίοδος» της εφαρμογής του μαρξισμού στο πρόβλημα της
σοσιαλιστικής συσσώρευσης στα μέσα της δεκαετίας του 1920, υπήρξε στην
πραγματικότητα ένα από τα καλύτερα παραδείγματα της προσπάθειας του σοβιετικού
κεφαλαίου να χρησιμοποιήσει τον Μαρξ για να δικαιολογήσει τις πολιτικές του της
εκμετάλλευσης και εκβιομηχάνισης[26]. Η μελέτη των έργων του Μαρξ αντικαταστάθηκε
από την απαγγελία των μεγάλων του ερμηνευτών: Λένιν και Στάλιν. Όταν το κόμμα των
μπολσεβίκων στράφηκε από την κατάληψη της κρατικής εξουσίας στην ανάπτυξη της
σοσιαλιστικής λύσης για την επανάσταση (τη σχεδιασμένη ενορχήστρωση της
συσσώρευσης) κινήθηκε προς την αποσυναρμολόγηση της όποιας ανεξαρτησίας των
εργατικών σοβιέτ, την επιβολή μιας νέας εργασιακής πειθαρχίας και την μεγιστοποίηση της
παραγωγής. Σ’ αυτή την κίνηση, ο λενινισμός της συγκεντρωποιημένης κομματικής
εξουσίας υπερτονίστηκε σε βάρος της μαρξιστικής ανάλυσης για τη φύση της
εκμετάλλευσης στη ταξική κοινωνία. Τα έργα του Μαρξ, ειδικά το Κεφάλαιο, υπήρξαν στη
τελική μια ανάλυση του καπιταλισμού, και δεν υπήρξε μια ανατροπή του καπιταλισμού στη
Σοβιετική Ένωση κι αργότερα στην Κίνα; Τι σχέση μπορούσε να έχει το Κεφάλαιο με την
ανάπτυξη του σοσιαλισμού; Ο Στάλιν, για παράδειγμα, ισχυρίστηκε αυστηρά ότι ο
λενινισμός υπήρξε η πιο ολοκληρωμένη ανάπτυξη του μαρξισμού κι ότι η μελέτη των
κειμένων του Μαρξ δεν ήταν πια αναγκαία[27]. Αυτό ξεκάθαρα εξυπηρετούσε τους
ιδεολογικούς σκοπούς για την αποφυγή ενός στενού ελέγχου της σχέσης μεταξύ του
καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, ειδικά των ομοιοτήτων της κρατικής καταστολής και των
αγώνων της εργατικής τάξης στα δύο συστήματα.
Μεταξύ των πιο ευυπόληπτων «μαρξιστών», των οποίων η επανερμηνεία του Μαρξ έπαιξε
έναν σημαντικό ρόλο στην εγκατάλειψη του μαρξισμού στην Ανατολή, υπήρξε ο Πολωνός
οικονομολόγος Όσκαρ Λάνγκε. Ο Λάνγκε, ο οποίος έγινε πρόεδρος του Οικονομικού
Συμβουλίου της Πολωνίας, στην αρχή της καριέρας του (1935), υποβάθμισε τη «σημασία»
του μαρξισμού στην ικανότητά του να παρέχει μια μακροπρόθεσμη οπτική των
12/67
επαναστατικών τάσεων του καπιταλισμού. Εγκατέλειψε πλήρως την αξιακή θεωρία του
Μαρξ κρίνοντάς την ως ένα ανεπαρκές, γενικό μοντέλο ισορροπίας της ανταλλαγής και
διακήρυξε, αρκετά ορθά και με μεγαλύτερη ειλικρίνεια από πολλούς ανατολικούς
οικονομολόγους, ότι τα οικονομικά του Μάρσαλ «προσφέρουν περισσότερα στη τρέχουσα
διοίκηση του οικονομικού συστήματος της Σοβιετικής Ρωσίας απ’ ότι εκείνα του Μαρξ».
Δεδομένου ότι το πρόβλημα του Λάνγκε, όπως και άλλων σοσιαλιστών διαχειριστών, ήταν
η οργάνωση της κεφαλαιακής συσσώρευσης, είχε αρκετό δίκιο ότι τα νεοκλασσικά
οικονομικά προσφέρουν ακριβέστερα εργαλεία για την απόσπαση υπεραξίας –
τουλάχιστον όταν οι διαχειριστές αυτοί έχουν την εξουσία να τα χρησιμοποιήσουν[28].
Στην Κίνα, επίσης, καθώς αυξανόταν η δύναμη της αγροτικής επανάστασης και μαζί της η
δύναμη και το κύρος του Μάο Τσετούνγκ, ο Μαρξ ήταν μια αρχή που συχνά επικαλούνταν
αλλά σπάνια μελετούνταν. Τη θέση του πήρε ο πρόεδρος Μάο, τα δοκίμια, οι μπροσούρες
και τα αποσπάσματα του οποίου, αντί των γραπτών του Μαρξ, παρείχαν το κύριο υλικό της
συζήτησης μεταξύ τόσο των στελεχών όσο και των μαζών. Ως αποτέλεσμα αυτής της
εξέλιξης, η αναφορά στον Μαρξ έγινε μια πρωτίστως θρησκευτική χειρονομία. Πράγματι, ο
τίτλος «μαρξιστής» αντικαταστάθηκε ευρέως από τον όρο «μαρξιστής-λενινιστής», με την
έμφαση να δίνεται συντριπτικά στον δεύτερο όρο.
Αν αυτή η μη-ανάγνωση του Μαρξ είχε υπάρξει μόνο μια εξαφάνιση του μαρξισμού, θα
ήταν ένα πράγμα. Αλλά οι κομμουνιστές ηγέτες, τόσο στις σοσιαλιστικές χώρες όσο και στα
σύμμαχά τους κόμματα στο εξωτερικό, μετέστρεψαν επίσης την ερμηνεία τους του Μαρξ σε
ένα όπλο ενάντια των εργατών. Εγχώρια και διεθνώς, το Κομμουνιστικό Κόμμα της
Σοβιετικής Ένωσης συνέχισε με αφοσίωση τον περιορισμό της επαναστάσης αντί την
ενθάρρυνσή της. Στο εσωτερικό της Μητέρας Ρωσίας, ο σοβιετικός μαρξισμός
χρησιμοποιήθηκε τις δεκαετίες του 1920 και 1930 ως η δικαιολόγηση για τη σύνθλιψη τόσο
της αγροτιάς όσο και των βιομηχανικών εργατών, στο όνομα της σοσιαλιστικής
συσσώρευσης. Όταν η εργατική και αγροτική επανάσταση ξέσπασε στους νέους
ανατολικοευρωπαϊκούς δορυφόρους τη δεκαετία του 1950, ο σοβιετικός μαρξισμός
χρησιμοποιήθηκε ξανά για τη δικαιολόγηση της παρέμβασης και της καταστολής, με τη
σύνθλιψη της ουγγρικής επανάστασης να αποτελεί μόνο το πιο εμφανές παράδειγμα.
Ακόμη και στη δεκαετία του 1960, όταν οι σοβιετικοί κι οι ανατολικοευρωπαίοι
κομμουνιστές εισήγαγαν το δικό τους είδος κομμουνιστικού κεϋνσιανισμού, για να
προάγουν την ανάπτυξη μαζί με κάποια αύξηση των πραγματικών μισθών, ο στόχος
παρέμεινε ο έλεγχος, όπως απέδειξε η εισβολή στη Τσεχοσλοβακία. Μόνο η παροχή
όπλων στο Βιετνάμ κι η οικονομική στήριξη στην Κούβα από τη σοβιετική κυβέρνηση έδιναν
τη ψευδαίσθηση της στήριξης των ισχυρισμών της πως πρόκεται για μια προοδευτική
δύναμη υπέρ της επανάστασης σε όλο τον κόσμο. Αλλού στον Τρίτο Κόσμο και την
Ευρώπη, ο ρόλος των προσανατολισμένων προς την Μόσχα κομμουνιστικών κομμάτων κι
ο ορθόδοξος μαρξισμός τους ήταν κατάφωρα αντιδραστικός κι αντεπαναστατικός.
Πουθενά δεν υπήρξε αυτό εμφανέστερο απ’ ότι στη Λατινική Αμερική και σε περιοχές της
Ασίας όπου το Κόμμα έλαβε σαφή θέση υπέρ τοπικών ομάδων καπιταλιστών κι ενάντια στα
επαναστατικά κινήματα, ώστε να καταστρέψει τα τελευταία. Εδώ, η μαρξιστική τους
πολιτική οικονομία χρησιμοποιήθηκε για τον ισχυρισμό ότι ο πραγματικός εχθρός ήταν η
φεουδαρχία κι ότι η ανατροπή της από τις αναδυόμενες μεσαίες τάξεις ήταν αναγκαία για
τη ενίσχυση του καπιταλιστικού έθνους-κράτους ενάντια σε άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις,
13/67
ώστε να τεθεί η βάση για κάποια μελλοντική εθνικιστική σοσιαλιστική επανάσταση η οποία
ίσως και να μπορούσε να επιτευχθεί ειρηνικά. Στη Λατινική Αμερική, αυτό πήρε την μορφή
της αντίθεσης στη γενίκευση του κουβανικού μοντέλου της αγροτικής αντάρτικης εξέγερσης
και, αντ’ αυτού, τη στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας[29]. Στην Ινδία πήρε την μορφή της
στήριξης του Κόμματος του Κογκρέσου και των αναπτυξιακών του σχεδίων, τα οποία
θεωρήθηκαν προοδευτικά σε σχέση με την ινδική γαιοκτητική ελίτ[30].
Στην ευρωπαϊκή ήπειρο, καθώς η πάλη των βιομηχανικών εργατών, των μεταναστών
εργατών, των φοιτητών, των γυναικών και των αγροτών επιταχύνθηκε τη δεκαετία του
1960, ήρθαν σε αυξανόμενη σύγκρουση με την πολιτική του Κόμματος. Ως αποτέλεσμα,
συνέβησαν επαναλαμβανόμενα πολιτικά και θεωρητικά σχίσματα όπως και αλλού.
Γεγονότα όπως οι εργατικές και φοιτητικές αναταραχές στη Γαλλία τον Μάη του 1968 ή το
ιταλικό Θερμό Φθινόπωρο του 1969, υπογράμμισαν τον αναπτυσσόμενο διαχωρισμό
μεταξύ των αγώνων και των ιεραρχιών του Κομμουνιστικού Κόμματος/συνδικάτων. Και στις
δύο περιπτώσεις, το Κόμμα συμμάχησε με την αστική τάξη ενάντια στους εργάτες. Με τις
πράξεις του, έδειξε την ίδια του τη χρεοκοπία σαν ένα όργανο της πάλης της εργατικής
τάξης. Με τις προσπάθειές του να δικαιολογήσει ιδεολογικά τον ίδιο του τον ρόλο και τον
σοβιετικό ιμπεριαλισμό, έδειξε τη χρεοκοπία της πολιτικής του στρατηγικής και της
αποστεωμένης του ερμηνείας του για τον μαρξισμό. Όπως κι αλλού, οι εξελίξεις αυτές
οδήγησαν στην ανάπτυξη νέων οργανωτικών και θεωρητικών εναλλακτικών – οι οποίες θα
περιλάμβαναν μια επαναξιολογηση του Μαρξ, απελευθερωμένου από τον κομματικό
σχολαστικισμό και οπορτουνισμό.
Νεομαρξιστικός κεϋνσιανισμός και Νέα Αριστερά
Αναδυόμενο αρχικά παράλληλα μ’ αυτή την παράδοση της μαρξιστικής πολιτικής
οικονομίας, και αργότερα συνδεόμενο μ’ αυτή σε συγκεκριμένα σημεία, υπήρξε το έργο
ενός αριθμού δυτικών οικονομολόγων, το έργο των οποίων πριν από τον Β’ ΠΠ και κατά τη
διάρκεια αυτού, επηρεάστηκε έντονα από τη ραγδαία μεταβαλόμενη σύνθεση της εργατικής
τάξης και την έγερση του κεϋνσιανού κράτους. Στους συγγραφείς αυτούς
συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο Michael Kalecki, η Τζοάν Ρόμπινσον, ο Πωλ Σουήζυ
και ο Πωλ Μπάραν. Το έργο του Kalecki για τον πολιτικό επιχειρηματικό κύκλο προέβλεψε
πολλές από τις προσπάθειες του Σουήζυ, αλλά αναπτύχθηκε με μια ξεχωριστή μαρξιστική
χροιά μολονότι δεν χρησιμοποίησε τις μαρξικές κατηγορίες του Κεφαλαίου[31]. Στο Essay
on Marxian Economics (1942) της Τζοάν Ρόμπινσον, ο Μαρξ επαναξιολογείται θετικά σε
σχέση με την κλασσική ορθοδοξία, αλλά βρίσκεται να περιλαμβάνει ορισμένους
περιορισμούς όπου «είναι αναγκαίο να επικαλεστούμε την ανάλυση του Κέυνς για να
ολοκληρώσουμε» τις θεωρίες του. Στην πορεία, απορρίπτει την εργασιακή θεωρία της
αξίας του Μαρξ σαν «πολύ κακό για το τίποτα», και αναπλάθει το έργο του εντός του
πλαισίου των συνολικών κεϋνσιανών μεταβλητών. Στο μετέπειτα έργο της, βοηθώντας
στην ανάπτυξη της λεγόμενης Θεωρίας Κέιμπριτζ, προσέθεσε στη χρήση της πέρα από το
έργο του Κέυνς και του Kalecki εκείνο του Piero Sraffa, τα μοντέλα του οποίου για την
παραγωγή εμπορευμάτων από εμπορεύματα βασίζονται εν μέρει στα σχήματα
αναπαραγωγής του Μαρξ, αλλά οδηγούν σε αρκετά διαφορετικές κατευθύνσεις[32].
Πιθανόν οι σημαντικότεροι των δυτικών οικονομολόγων, όντας εκείνοι με την μεγαλύτερη
πολιτική επιρρόη, οι οποίοι κινήθηκαν από μια αυστηρά νεοκλασσική ανάλυση προς μια
μορφή μαρξισμού είναι ο Πωλ Σουήζυ κι ο Πωλ Μπάραν. Το έργο του Σουήζυ για την
14/67
μαρξική πολιτική οικονομία δεν είναι μόνο ένα απ’ τα καλύτερα που έχουν γραφτεί από
οικονομολόγους επηρεασμένους από τον Μαρξ, αλλά τυποποιεί επίσης τα προβλήματα
που εγείρονται από μια μη-ορθόδοξη ανάγνωση του Κεφαλαίου σαν πολιτική οικονομία. Η
πρώτη σημαντική συνεισφορά του Σουήζυ στη βιβλιογραφία της μαρξικής πολιτικής
οικονομίας, Η Θεωρία της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης[33], εμφανίστηκε το 1942 και αποτελεί
ένα εξαιρετικά ενημερωτικό σύνδεσμο μεταξύ της παλαιότερης παράδοσης του ντιμπέιτ
σχετικά με τις κρίσεις και τον ιμπεριαλισμό που περιέγραψα παραπάνω, και του καινούριου
νεομαρξισμού εκείνων όπως ο Kalecki κι η Ρόμπινσον, οι οποίοι ήταν βαθιά επηρεασμένοι
από τις μεταβαλόμενες κοινωνικές σχέσεις της Μεγάλης Ύφεσης και συμπαθώντες των
κεϋνσιανών θεωρητικών προσεγγίσεων. Στο βιβλίο του, ο Σουήζυ δεν εξετάζει μόνο τα
«οικονομικά» του Μαρξ αλλά κι αυτά των μεγάλων ερμηνευτών του, από τον Μπέρνσταϊν
έως τον Grossman. Το αποτέλεσμα αυτής της σκέψης και κριτικής υπήρξε μια
επανερμηνεία της θεωρία της κρίσης του Μαρξ σε μια μορφή υποκαταναλωτισμού
παρόμοια μ’ εκείνη του Μπάουερ, τον οποίο ο Σουήζυ βρήκε να «είχε ουσιαστικά δίκιο»,
και επαναδιατύπωσε και διόρθωσε τη θεωρία του σύμφωνα με τους μαθηματικούς όρους
της σύγχρονης αναπτυξιακής θεωρίας[34]. Τελικά, το έργο του μπορεί να ειδωθεί να
βρίσκεται πιο κοντά σ’ αυτό του Κέυνς, καθώς υιοθετούσε ολοένα και περισσότερο την
κεϋνσιανή γλώσσα και μορφές ανάλυσης. Πιθανόν εμφανέστερο απ’ αυτή την άποψη είναι
η συνεργασία του με τον Shigeto Tsuru, του οποίου η άμεση μετάφραση του μαρξισμού σε
κεϋνσιανές έννοιες περιλαμβάνεται στο βιβλίο του ως παράρτημα[35]. Στην εξέλιξη του
έργου του Σουήζυ μπορούμε να δούμε ότι, ενώ ο μαρξισμός του εκπροσώπησε μια ρήξη με
τα προηγούμενα ορθόδοξα οικονομικά του, η θεωρία που τελικά ανέπτυξε, στον βαθμό
που κινήθηκε πέρα από τα παλιά ντιμπέιτ, προσπάθησε να συμφιλιώσει τις απόψεις του
Μαρξ με εκείνες των νέων κεϋνσιανών μακροοικονομικών. Μ’ αυτό τον τρόπο, έσμιξε με
τον Kalecki και τη Ρόμπινσον εγκαταλείποντας την αξιακή ανάλυση του Μαρξ ως τη βάση
του αναλυτικού του έργου. Όπως και το έργο αυτών των άλλων συγγραφέων, η εξέλιξη του
Σουήζυ μπορεί να ερμηνευτεί σαν να έχει αναπτυχθεί ως μια στιγμή της γενικής
διαδικασίας απογοήτευσης που συνόδευσε την άνοδο του φασισμού και την επιτυχή
κεϋνσιανή απόκριση στους αγώνες της εργατικής τάξης τη δεκαετία του 1930, πρώτα με
τον Β’ ΠΠ κι ύστερα με την ήττα του ενωτικού μετώπου στην Ευρώπη απ’ το Σχέδιο
Μάρσαλ, την κατάρρευση του μεταπολεμικού απεργιακού κύματος στις ΗΠΑ και την
ανάδυση μιας νέας περιόδου καπιταλιστικής ανάπτυξης εντός του πλαισίου της νέας
αμερικανικής αυτοκρατορίας. Όλα αυτά σίγουρα βοηθούν να εξηγήσουμε την εγκατάλλειψη
του μαρξικού θεωρητικού πλαισίου από τον Σουήζυ για χάρη του ανερχόμενου
κεϋνσιανισμού. Στην περίπτωση του Σουήζυ, σε αυτό προστέθηκε επίσης η
αναπτυσσόμενη δυσαρέσκεια που μοιραζόταν με πολλούς άλλους αναφορικά με τις
συνεχείς ακρότητες του σταλινισμού – ένα φαινόμενο το οποίο επίσης φαίνεται να
υποδεικνύει την ανικανότητα του μαρξισμού να εξηγήσει και να προβλέψει το μοτίβο της
σοσιαλιστικής ανάπτυξης[36].
Ο Σουήζυ δεν εργάστηκε μόνος του σ’ αυτή την απώλεια πίστης στον πυρήνα της
μαρξιστικής θεωρίας. Ο οικονομολόγος Πωλ Μπάραν του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, ο
οποίος έγινε ο στενότερος συνεργάτης του Σουήζυ, μοιραζόταν τις ίδιες αμφιβολίες. Τόσο
στην Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης του Πωλ Μπάραν, που εκδόθηκε το 1956, όσο και
στην κοινή τους εργασία, Monopoly Capital, η οποία εμφανίστηκε το 1964, τα βασικά
αναλυτικά τους όπλα για την ανάλυση της καπιταλιστικής ανάπτυξης στις υπανάπτυκτες
15/67
και τις ανεπτυγμένες χώρες υπήρξαν παραλλαγές της ορθόδοξης νεοκλασσικής και
κεϋνσιανής πολιτικής οικονομίας[37]. Κατά κύριο λόγο, ο μαρξισμός των έργων τους
υποβαθμίστηκε σε μια παροχή ρητορικής και ηθικού υπόβαθρου.
Στην Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης, για παράδειγμα, ο Μπάραν όχι μόνο βασίζει την
ανάλυσή του για το μονοπωλιακό κεφάλαιο στη νεοκλασσική θεωρία της συμπεριφοράς
της μονοπωλιακής επιχείρησης στην αγορά, αλλά απορρίπτει επίσης αρκετά
κατηγορηματικά την έννοια της υπεραξίας του Μαρξ (και συνεπώς εκείνη της αξίας) και την
αντικαθιστά με μια γενική έννοια πλεονάσματος το οποίο μπορεί να ταιριάξει με σχεδόν
οποιοδήποτε μοντέλο ορθόδοξης αναπτυξιακής θεωρίας[38]. Την ίδια στιγμή που έκανε μια
μεγάλη συμβολή εξηγώντας τις «ρίζες της οπισθοδρομικότητας» στον υπανάπτυκτο κόσμο
με όρους της ιμπεριαλιστικής απόσπασης του πλεονάσματός του, το έκανε με έναν τρόπο
που αψήφησε τόσο την αξία όσο και τις ταξικές σχέσεις τις οποίες εκφράζει. Έθεσε, οπότε,
τη βάση για ένα παράδειγμα της υπανάπτυξης, κενής όμως μιας ανάλυσης των αγώνων
μεταξύ των τάξεων. Παρομοίως, στο Monopoly Capital, ο Μπάραν κι o Σουήζυ
ανασυντάσσουν την έννοια του πλεονάσματος και μελετούν εκείνο που θεωρούν πως είναι
το πρόβλημα της «διάθεσής» του με τους όρους των περιορισμών που βρίσκουν στην
ικανότητα της κεϋνσιανής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής να χειρίζεται τη
συνολική ζήτηση. Μ’ αυτό τον τρόπο συνεχίζουν μια τάση που ξεκίνησε στα πρώιμα έργα
τους, τη τάση να μην βλέπουν το πρόβλημα του πλεονάσματος με τους όρους τόσο της
παραγωγής του όσο και της πραγματοποίησής του, αλλά μόνο με τους όρους της
πραγματοποίησης. Αυτό φαινόταν να αντανακλά την εκτίμησή τους για την μεταπολεμική
εργατική τάξη σαν να έχει αρχικά ηττηθεί κι ύστερα εξαγοραστεί από το κεφάλαιο με έναν
τέτοιο τρόπο που οι αγώνες της στην παραγωγή έχουν εξουδετερωθεί και, συνεπώς, η
μόνη ελπίδα για επανάσταση μπορούσε να εντοπιστεί στον Τρίτο Κόσμο και στις μη-
εργατικές ομάδες των μαύρων και των φοιτητών του ανεπτυγμένου κόσμου.
Δεδομένων των περιστάσεων στις οποίες βρέθηκαν στη δεκαετία του 1950 και τη
χρεοκοπημένη φύση της αποστεωμένης εκδοχής του μαρξισμού σαν πολιτική οικονομία
της οποίας υπήρξαν κληρονόμοι, αυτές οι εξελίξεις, αν και λυπηρές, είναι σίγουρα
κατανοητές. Πράγματι, μπορεί κανείς να ισχυριστεί αρκετά πειστικά ότι τα χρόνια εκείνα, μια
προσεκτική ανάγνωση του Κέυνς ήταν αναμφισβήτητα πιο διαφωτιστική για την
πραγματικότητα των πρώιμου μεταπολεμικού καπιταλισμού από οποιαδήποτε ανάγνωση
του ορθόδοξου μαρξισμού[39].
Κατά τη διάρκεια του κύκλου αγώνων της δεκαετίας του 1960, παρά τους περιορισμούς
αυτούς, και πιθανώς εν μέρει λόγω της απόρριψής τους του μαρξισμού της εποχής τους, τα
βιβλία του Μπάραν και του Σουήζυ φαίνονταν να παρέχουν μια ξεχωριστή εναλλακτική
στην ορθόδοξη νεοκλασσική σύνθεση, την ορθόδοξη μαρξιστική πολιτική οικονομία, και την
πολιτική που συνεπάγονταν κι οι δύο.
Στις ΗΠΑ, όπου ο δογματικός μαρξισμός είχε προ πολλού χάσει την αξιοπιστία του, με την
άνοδο των κινημάτων για τα πολιτειακά δικαιώματα, της μαύρης δύναμης, της γυνακείας
δύναμης, των προνοιακών δικαιωμάτων και του αντιπολεμικού κινήματος, η «Νέα
Αριστερά» βρήκε σε νεομαρξιστικές θεωρίες σαν αυτές του Μπάραν και του Σουήζυ μια πιο
ελκυστική και χρήσιμη ερμηνεία από εκείνες των παλιών δογματισμών. Βλέποντας την
εποχή της γεμάτη με νέες εξελίξεις, η Νέα Αριστερά είδε τους αγώνες αυτούς σαν να
εμπίπτουν στο πεδίο της εξέγερσης ενάντια στην αλλοτρίωση, ή τις διακρίσεις και τον
16/67
ιμπεριαλισμό, σαν προϊόντα μιας αποπνικτικής κι αυξανόμενα αυστηρής «βιομηχανικής
κοινωνίας», ή του σεξισμού και του ρατσισμού καθεαυτών. Η ανάλυση του Μπάραν και του
Σουήζυ παρείχε μια έκθεση της καπιταλιστικής κρίσης η οποία έθετε το βάρος των
τρέχοντων προβλημάτων σε ένα ανορθολογικό «σύστημα» και ερμήνευσε τον πόλεμο του
Βιετνάμ ως αποτέλεσμα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Όμως, την ίδια στιγμή, η ανάλυση
της καπιταλιστικής κρίσης παρέμενε περιορισμένη εντός των παλιών κατηγοριών της
πολιτικής οικονομίας. Ο Μπάραν, ο Σουήζυ κι οι ακολουθητές τους, ορίζαν ακόμη σαν
εργατική τάξη μόνο τους μισθωτούς εργάτες, οπότε ταυτοποίησαν τους αγώνες των
άνεργων Μαύρων Πάνθηρων, των μιλιτάντηδων Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία,
των ριζοσπαστριών φεμινίστριων ή των ακτιβιστών για τα προνοιακά δικαιώματα σαν
εξωτερικούς της εργατική τάξης[40]. Το μόνο που μπορούσαν να δούνε, μ’ αυτή την οπτική,
απ’ την πλευρά της εργατικής τάξης, ήταν οι επιθέσεις των χειρωνακτών εργατών ενάντια
στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Τι θέση μπορούσε να υπάρχει για τον Μαρξ σε ένα όραμα
στο οποίο η εργατική τάξη είχε ξεπουληθεί και συμμαχήσει με την καπιταλιστική τάξη κι οι
μόνοι αληθινοί επαναστάτες ήταν οι φοιτητές, οι γυναίκες, οι μειονότητες του Τρίτου
Κόσμου κι οι αγρότες, όλοι τους εξωτερικοί της εργατικής τάξης; Στη θέση του οράματος
της εργατικής τάξης σαν τον κύριο πρωταγωνιστή της πάλης, αναδύθηκε «ο λαός».
Αυτή η κριτική ακτιβιστική απόρριψη της παραδοσιακής μαρξιστικής θεωρίας της εποχής
υπήρξε ένα σημαντικό σημείο αναφοράς για τη νέα γενιά ριζοσπαστών διανοούμενων που
αναδύθηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1960. Αυτοί οι διανοούμενοι ήταν αρχικά εξαιρετικά
μη-μαρξιστές, όμως τους συνένωνε η αντίθεσή τους με τις πολιτικές του καπιταλισμού στη
χώρα τους και διεθνώς. Αντιμετώπισαν την ανάγκη να εξηγήσουν το παγκόσμιο πεδίο
εφαρμογής των αντιεξεγερτικών προσπαθειών των κυβερνήσεων Κένεντι και Τζόνσον που
είχαν παραπλανητικούς τίτλους όπως το Τελευταίο Σύνορο, Συμμαχία για την Πρόοδο και
Μεγάλη Κοινωνία. Προσπάθησαν επίσης να κατανοήσουν την εγειρόμενη παγκόσμια
αντίσταση σ’ αυτές τις προσπάθειες που διαδίδονταν υπό το λάβαρο της πολεμικής ιαχής
του Γκεβάρα «Δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ!» και οδηγούνταν από την οδηγία του Λιν Πιάο για
έναν ανταρτοπόλεμο των αγροτών με σκοπό την «περικύκλωση των πόλεων».
Η απάντησή τους σ’ αυτά τα φαινόμενα ήταν διπλή. Αφενός, αυτοί οι ακτιβιστές-που-
έγιναν-διανοούμενοι κοίταξαν στο εσωτερικό κι ανακάλυψαν τους τρόπους με τους οποίους
τα πανεπιστήμια κι οι ακαδημαϊκοί κλάδοι περιπλέκονταν έντονα στην υποστήριξη του
συστήματος, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο εξωτερικό[41]. Συνεπώς, εστιάσαν ιδιαίτερα σ’
αυτούς τους θεσμούς, παράγοντας απεργιακές καταλήψεις κι ένα νέο κύμα μαχητικότητας.
Αφετέρου, επιδίωξαν να θεωρητικοποιήσουν αυτά τα φαινόμενα και συγκεντρώθηκαν σε
νέες ομαδοποιήσεις εναλλακτικών επαγγελματικών οργανώσεων, όπως το Σωματείο
Ριζοσπαστών Πολιτικών Οικονομολόγων. Ενωμένοι περισσότερο απ’ την αντίθεσή τους σε
μια κυρίαρχη κοινωνική τάξη πραγμάτων και των θεωρητικών της παραδειγμάτων, παρά
από ένα δικό τους συνεκτικό όραμα -είτε μαρξιστικό είτε όχι- ξεκίνησαν μολαταύτα μια
σοβαρή μελέτη του κύκλου αγώνων στον οποίο συμμετείχαν. Στην πορεία, πολλοί
στραφήκαν στην πολιτική οικονομία προσπαθώντας να αναπτύξουν τις θεωρίες των
Μπάραν και Σουήζυ.
Μεταξύ των αποτελεσμάτων της επεξεργασίας της νεομαρξιστικής πολιτικής οικονομίας,
σημαντικές υπήρξαν οι θεωρίες όπως εκείνη του Andre Gunder Frank, ο οποίος βοήθησε
στην ανάπτυξη μιας εναλλακτικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού και της επανάστασης. Ο
17/67
Frank, καθώς και άλλοι, ισχυρίστηκαν ότι η φεουδαρχία που δεχόταν επίθεση από τους
ορθόδοξους μαρξιστές στη Λατινική Αμερική υπήρξε αυταπάτη. Ο καπιταλισμός υπήρξε,
και είχε υπάρξει εξ αρχής, ένα διεθνές σύστημα το οποίο ενσωμάτωνε όλα τα προηγούμενα
κοινωνικά συστήματα – σε μια διεθνή ιεραρχία σχέσεων μεταξύ μητροπόλεων και
δορυφόρων. Οι θεωρίες αυτές συνεπάγονταν την απόρριψη της στήριξης του
Κομμουνιστικού Κόμματος προς τις τοπικές αστικές δυνάμεις. Αυτές οι τελευταίες
βλέπονταν σαν απλοί κομπραδόροι, ή υπηρεσιακοί, καπιταλιστές, ως χαμηλού επιπέδου
διαχειριστές του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος. Η στήριξή προς αυτές θα μπορούσε
μόνο να σημαίνει στήριξη για του συστήματος στο σύνολό του, και μια υποβάθμιση παρά
εξύψωση των δυνατοτήτων μιας επιτυχούς εργατικής επανάστασης[42].
Οι θεωρίες αυτές βρίσκονταν σε μεγαλύτερη αρμονία με τα συμφέροντα των εργατών και
των αγροτών συγκριτικά μ’ εκείνες της Παλιάς Αριστεράς. Εξέφραζαν ακριβέστερα τόσο τον
νέο κύκλο αγώνων όσο και τη διεθνή του διάσταση. Και, γενικά, υποστήριζαν τις
επαναστατικές αναταραχές μεταξύ των αγροτών, καθώς και των μαύρων, των φοιτητών και
των γυναικών, αναγνωρίζοντας ως εχθρούς τόσο τον καπιταλισμό όσο και τον ορθόδοξο
κομμουνισμό. Όμως, την ίδια στιγμή, ήταν αδύναμες θεωρητικά σε αρκετά σημεία. Μη
όντας βασισμένες ούτε στον Μαρξ ούτε άμεσα στη σύγχρονη αστική οικονομική θεωρία, οι
διατυπώσεις τους για τους μηχανισμούς και τις δυναμικές του ιμπεριαλισμού υπήρξαν ένα
αντιφατικό μίγμα μαρξιστικής ρητορικής αναφορικά με την εκμετάλλευση, την εξάρτηση και
το αστικό εμπόριο, με την κεϋνσιανή αναπτυξιακή θεωρία. Απρόθυμοι να αποδεχτούν
ευθέως τα εργαλεία της αστικής θεωρίας αλλά έχοντας παράλληλα εγκαταλείψει τις
θεωρίες του Μαρξ για την αξία και την υπεραξία, τα γραπτά τους ήταν μερικές φορές
λαμπρά και διορατικά, αλλά συχνότερα συγκεχυμένα στη δομή τους κι αδύναμα στη λογική
τους συνέπεια.
Η αναβίωση της ορθοδοξίας
Ως αποτέλεσμα αυτών των αδυναμιών, οι πολιτικοί αυτοί οικονομολόγοι της Νέας
Αριστεράς αφέθηκαν ανοιχτοί στην αντεπίθεση της Παλιάς Αριστεράς στο πεδίο της
πολιτικής οικονομίας, από τουλάχιστον δύο πλευρές. Η πρώτη πτυχή του αντιξιφισμού
ήρθε μέσω της αξιοποίησης του εννοιολογικού ξίφους του «τρόπου παραγωγής» ενάντια
στην αποτυχία τους να ενσωματώσουν τη θεωρία τους σε ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό
οικονομικό σύστημα συνδεόμενο μέσω του εμπορίου και των κεφαλαιακών ροών σε μια
θεωρία της παραγωγής που θα μπορούσε να ερμηνεύσει τη τεράστια ποικιλία των όρων
της παραγωγής εντός αυτού του συστήματος. Σ’ αυτό το πρόβλημα της ειδικότητας των
παραγωγικών σχέσεων -η οποία υπήρξε ιδιαίτερα έντονη στον Τρίτο Κόσμο- ο Λουί
Αλτουσέρ, θεωρητικός του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας, κι όσοι επηρέαζε,
έφεραν την έννοια των διαφορετικών αλλά αρθρωτών τρόπων παραγωγής, όπου ο ένας
τρόπος κυριαρχούσε επί των υπόλοιπων[43]. Ο Ερνέστο Λακλάου, για παράδειγμα,
επιτέθηκε ευθέως στο έργο του Frank για τη Λατινική Αμερική εστιάζοντας στις δομικές
διαφορές μεταξύ των μορφών, ή τρόπων, παραγωγής στην αστική καπιταλιστική
βιομηχανία και την αγροτική κοινωνία της υπαίθρου, η οποία κυριαρχούνταν ακόμη από
μικρά λατιφούντια[44]. Η επιτυχία αυτού του χτυπήματος μπορεί να μετρηθεί από τον
υψηλό βαθμό που η ανάλυση των αγώνων του Τρίτου Κόσμου αντικαταστάθηκε από ένα
ντιμπέιτ σχετικά με τον ακριβή προσδιορισμό των «περιφερειακών κοινωνικών
σχηματισμών» ή της φύσης του τρόπου παραγωγής στις διαφορετικές γεωργικές
18/67
κουλτούρες. Όχι μόνο αυτός ο νέος ιστορικός υλισμός αναβιώθηκε σαν ένα όπλο του
Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά επίσης έχει γίνει αποδεκτός ως θεωρητική βάση του
ντιμπέιτ από ένα ευρύ πλήθος αριστερών συγγραφέων, τόσο μελών κομμάτων της Παλιάς
Αριστεράς όσο και όχι – συμπεριλαμβανομένου ενός αριθμού μαρξιστών ανθρωπολόγων,
κοινωνιολόγων και πολιτικών οικονομολόγων[45]. Το ντιμπέιτ είχε υπάρξει ιδιαίτερα
παρατεταμένο, ιδίως στη Λατινική Αμερική και την Ασία όπου είχε ουσιαστική πολιτική
σημασία για τη στρατηγική[46]. Αλλά έχει επίσης εισχωρήσει σε ορισμένους κύκλους
πολιτικών οικονομολόγων στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη όπου οι πολιτικές του συνέπειες
ήταν λιγότερο άμεσες, αλλά οι υποκείμενες συγκρούσεις ήταν το ίδιο πραγματικές. Οι
προσπάθειες συμφιλίωσης της νεομαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, όπως αυτή των
Μπάραν, Σουήζυ και Frank, με την ανάλυση του «τρόπου παραγωγής» -όπως οι
προσπάθειες του Σαμίρ Αμίν- έχουν παράξει μόνο ασυνάρτητα ετερόκλητα
συνονθυλεύματα[47].
Η άλλη πλευρά της επίθεσης στη νεομαρξιστική πολιτική οικονομία από την ανανεωμένη
ορθοδοξία υπήρξε στην οικονομική θεωρία του καπιταλισμού, ειδικά στην πολιτική
οικονομία της κρίσης. Αυτό συνέβη κυρίως στον ανεπτυγμένο κόσμο κατά την παρούσα
διεθνή κρίση, όπου ο ρόλος των αγροτών είναι πολύ λιγότερο σημαντικός και που όλοι οι
ενδιαφερόμενοι γενικά συμφωνούν ότι οι εθνικές οικονομίες είναι εξαιρετικά καπιταλιστικές.
Ο κατακλυσμός της σχετικής βιβλιογραφίας σ’ αυτή την επίθεση -η οποία αποτέλεσε μια
σημαντική στιγμή της παρούσας αναβίωσης της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας- έχει
εκπροσωπηθεί κυρίως όχι από μια επιστροφή στον Μαρξ, αλλά από μια επιστροφή στο
πλαίσιο και τα προβλήματα του μαρξισμού πριν τον Β’ ΠΠ. Τα τελευταία χρόνια το μόνο
που βρίσκουμε είναι αναθεωρημένες εκδοχές των θεωριών του παρελθόντος. Από την
παλιότερη γενιά εμφανίστηκαν συγγραφείς όπως ο Ερνέστ Μαντέλ, θεωρητικός της
τροτσκιστικής Τέταρτης Διεθνούς, και ο Πωλ Μάτικ, ο τελευταίος των αρχικών
συμβουλιακών κομμουνιστών[48]. Από τη νεότερη γενιά ξεπήδησαν ο Mario Cogoy, ο
Ντέιβιντ Γιαφ, ο Μίχαελ Κίντρον, κλπ[49]. Η ορθοδοξία, κατέχοντας τα όπλα των
παραδοσιακών ερμηνειών της αξιακής θεωρίας του Μαρξ και, συχνά, της θεωρίας του για
την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, ενάντια στον κεϋνσιανό υποκαταναλωτισμό του
νεομαρξισμού, τον ανάγκασαν να οπισθοχωρήσει και να ανασυνταχθεί.
Υπαναχωρώντας μπροστά σ’ αυτή τη σφοδρή επίθεση, ο Σουήζυ επαναδιατύπωσε τους
ισχυρισμούς του με μαρξιστικούς όρους αντί για κεϋνσιανούς, και επαναπροώθησε την
ιδιαίτερη εκδοχή του της θεωρίας του υποκαταναλωτισμού για την κρίση ενάντια σ’ εκείνες
των αντιπάλων του[50]. Δυστυχώς, αυτή η φρεσκαρισμένη θεωρία χρησιμοποιεί τις ίδιες
βασικές έννοιες της αξίας με τους αντιπάλους της. Ως αποτέλεσμα, βρίσκουμε πολλές από
τις διαμάχες της περιόδου 1900-1940 να ξαναδίνονται σήμερα με σχεδόν τους ίδιους
ακριβώς όρους που δώθηκαν και τότε. Αυτό το μυστικιστικό θέαμα είναι αλλόκοτο κι έχει
έναν ξεχωριστό μακάβριο χαρακτήρα. Ίσως κανείς να περίμενε να βρει την
«επανοικειοποίηση» του μαρξισμού σαν μια αρχαιολογική άσκηση σχεδιασμένη να
αποκαλύψει τη φύση των πολιτικών όπλων που αναπτύχθηκαν κατά την ιστορία της
ταξικής σύγκρουσης, αναζητώντας την πιθανή τους σημερινή χρησιμότητα σε μια περίοδο
κρίσης. Αντ’ αυτού, εκείνο που ανταμώνουμε πολύ συχνά είναι μια άσκηση νεκρομαντείας
στην οποία το τάδε ή δείνα προ πολλού νεκρό πνεύμα καλείται από τον τάφο του για να
διευθύνει τις μάχες του παρόντος. Ίσως κανείς να περίμενε να βρει προσπάθειες
κατανόησης των θεωριών και πρακτικών εκείνων των σπουδαίων ιστορικών φιγούρων του
19/67
μαρξισμού εντός των ταξικών αγώνων της εποχής τους σαν συνεισφορά στην επίλυση των
δικών μας προβλημάτων (αφήνοντάς τους να αναπαυθούν αφότου μάθουμε όσα έχουν να
μας διδάξουν). Αντ’ αυτού, ξανά και ξανά, βλέπουμε μια μη-μαρξιστική αγνόηση της
ιστορικής ιδιαιτερότητας της περιόδου μας, και την επιθυμία να βρεθεί κάπου στο
παρελθόν το κλειδί του παρόντος.
Τα όρια της πολιτικής οικονομίας
Συνεπώς, βρίσκουμε στη σύγχονη βιβλιογραφία όλους τους θεμελιώδεις περιορισμούς της
ανάγνωσης του Μαρξ σαν πολιτική οικονομία που βασάνιζαν την προσέγγιση αυτή εξ
αρχής. Είτε στην περίπτωση της ορθοδοξίας, είτε του ρεβιζιονισμού είτε του νεομαρξισμού,
το πεδίο ερευνών περιορίζεται αυστηρά στα οικονομικά, και ο μαρξισμός σαν πολιτική
οικονομία γίνεται στην καλύτερη ένα ιδεολογικό στήριγμα διάφορων πολιτικών θέσεων οι
οποίες φέρουν μαζί τους αυτού του είδους τις κριτικές του καπιταλισμού. Σε κάθε
περίπτωση, μπορούμε να δούμε το πως οι διάφοροι συγγραφείς παραμένουν έγκλειστοι σ’
έναν κόσμο όπου οι έννοιες προσδιορίζουν αφηρημένες σχέσεις κι η πηγή της κρίσης ή του
ιμπεριαλισμού βρίσκεται στους μυστήριους οικονομικούς «νόμους κίνησης» του
συστήματος που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά της καπιταλιστικής τάξης.
Αυτό που αντικρίζουμε είναι μια ανάγνωση του Κεφαλαίου η οποία δεν παραμένει μόνο
περιορισμένη στο να αποτελεί μια παθητική ερμηνεία, αλλά παραμένει επίσης
περιορισμένη ουσιαστικά στην «οικονομική» σφαίρα ή τη «βάση», μετατρέποντας την
πολιτική οικονομία σε μια θεωρία αποκλειστικά του καπιταλιστικού εργοστασίου και των
μισθωτών εργατών[51]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της υπόλοιπης
κοινωνίας από την ανάλυση – όχι μόνο το κράτος και την κομματική πολιτική αλλά επίσης
τους ανέργους, την οικογένεια, το σχολείο, την υγειονομική περίθαλψη, τα μήντια, τη τέχνη
κλπ. Ως αποτέλεσμα, οι πολιτικοί οικονομολόγοι που προσπαθήσαν να λάβουν όλα αυτά
υπόψη τους βρήκαν τους εαυτούς να ψάχνουν στα γραπτά του Μαρξ για υποδηλωτικά
ψίχουλα «άλλων» θεωριών[52]. Όμως, είναι επακριβώς σ’ αυτές τις «άλλες» κοινωνικές
σφαίρες που λαμβάνουν χώρα πολλές απ’ τις σημαντικές συγκρούσεις του σήμερα. Στην
αλλαγή του αιώνα, όταν η πάλη της εργατικής τάξης εντοπιζόταν πρωτίστως (αλλά όχι
αποκλειστικά) στο εργοστάσιο, υπήρχε πιθανόν μια δικαιολογία για την ανάγνωση του
Κεφαλαίου σαν ένα θεωρητικό μοντέλο του καπιταλιστικού εργοστασίου. Όμως, ως
αποτέλεσμα της εκτενής κοινωνική μηχανικής των δεκαετιών του 1920 και 1930, μέσω της
οποίας οι καπιταλιστικοί κοινωνικοί σχεδιαστές επιδίωξαν να αναδιαρθρώσουν ουσιαστικά
το σύνολο της κοινωνίας, και ως αποτέλεσμα της φύσης των πρόσφατων κοινωνικών
αγώνων ενάντια σ’ αυτούς τους σχεδιασμούς, τέτοιες ερμηνείες σήμερα είναι υπερβολικά
ανεπαρκείς. Η Νέα Αριστερά το διαισθάνθηκε αυτό κι απέφυγε τις ορθόδοξες ερμηνείες. Η
ανεπάρκεια τόσο των ορθόδοξων όσο και των νεομαρξιστικών θεωριών έγινε ρητή στα
τέλη της δεκαετίας του 1960. Κι οι δύο δεν ήταν προετοιμασμένες να ερμηνεύσουν τις
εξεγέρσεις των άμισθων κι αναγκάστηκαν να επικαλεστούν ad hoc λύσεις. Η ορθοδοξία
αναβίωσε τον ιστορικό υλισμό και προσπάθησε να στριμώξει τις αγροτικές εξεγέρσεις στο
κουτί των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής. Οι φοιτητικές εξεγέρσεις
κατηγοριοποιήθηκαν είτε σαν μικροαστικές είτε σαν λούμπεν. Οι γυναικείες εξεγέρσεις
βρίσκονταν εντός του πλαισίου κάποιου «οικιακού» τρόπου παραγωγής. Όλες τους οπότε
τέθηκαν στην άκρη σαν ασήμαντα δευτερεύοντα φαινόμενα επειδή δεν ήταν στ’ αλήθεια
20/67
εξεγέρσεις της εργατικής τάξης. Αυτό φυσικά έθεσε το Κόμμα για άλλη μια φορά σαν τον
μεσολαβητή-ερμηνευτή των πραγματικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και
δικαιολόγησε την προσπάθεια καταστολής ή αφομοίωσης αυτών των αγώνων.
Παρότι ο νεομαρξισμός της Νέας Αριστεράς έθεσε αυτούς τους αγώνες στο κέντρο της
έννοιας της επανάστασης, θεωρητικά δεν τα πήγε καλύτερα από την ορθοδοξία.
Αποδεχόμενη τον ορθόδοξο αποκλεισμό των ομάδων αυτών από την εργατική τάξη, το
μόνο που μπορούσε να προσφέρει ήταν αόριστες επικλήσεις για κάποια «λαϊκά»
συμφέροντα. Στον βαθμό που είτε κείτονταν εκτός της «οικονομικής» σφαίρας είτε η θέση
τους εντός της ήταν ασαφής, οι εξεγέρσεις αυτές έπρεπε να ειδωθούν σαν υποπροϊόντα
της γενικής ανορθολογικότητας του συστήματος. Μπορούμε οπότε να δούμε ότι μια μεγάλη
αδυναμία της ανάγνωσης του Μαρξ σαν πολιτική οικονομία έχει υπάρξει η απομόνωση κι η
αναγωγή της ανάλυσής του στο εργοστάσιο. Όμως, αν αυτή υπήρξε μια αδυναμία η οποία
κατέστησε τόσο την ορθοδοξία όσο και τον νεομαρξισμό παντελώς ανίκανους να
ερμηνεύσουν την παρούσα κρίση, δεν ήταν η μοναδική.
Ακόμη πιο σημαντική είναι η μονομέρεια όλων αυτών των αναλύσεων, από εκείνες της
Δεύτερης Διεθνούς έως και τα σύγχρονα ντιμπέιτ για τη θεωρία της κρίσης. Η μονομέρεια
αυτή κείτεται στον περιορισμένο τρόπο με τον τον οποίο η εργατική τάξη, όπως κι αν
ορίζεται, εμφανίζεται σ’ αυτά τα μοντέλα. Όταν και εάν εμφανιστεί στη προσκήνιο, έρχεται
από τα έξω και συνήθως ως θύμα που δίνει αμυντικές μάχες. Γι’ αυτό θα ονομάσω τις
μαρξιστικές ή νεομαρξιστικές κατηγορίες που χρησιμοποιούνται σ’ αυτά τα μοντέλα ως
«πραγμοποιημένες». Είναι «πραγμοποιημένες» επειδή αντί να κατανοηθούν σαν να
προσδιορίζουν κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των τάξεων, έχουν μετατραπεί σε καθορισμούς
αντικειμένων, πραγμάτων εντός του κεφαλαίου ξεχωριστών από την κοινωνική σχέση. Στην
πραγματικότητα, η έννοια του ίδιου του κεφαλαίου σ’ αυτά τα μοντέλα συνήθως δεν
προσδιορίζει τη ταξική σχέση (η οποία εισέρχεται μερικές φορές σαν προσθήκη) αλλά αντ’
αυτού τα μέσα παραγωγής, το χρηματικό κεφάλαιο, το εμπορευματικό κεφάλαιο, την
εργασιακή δύναμη, όλα αυτά κυκλοφορούντα σαν άμυαλες οντότητες μέσα στα
σκαμπανεβάσματα των κυκλωμάτων τους. Από που προέρχεται η παρόρμηση για κίνηση,
τεχνολογική μεταβολή ή διεύρυνση σ’ αυτά τα μοντέλα; Μα, φυσικά, μέσα από το ίδιο το
κεφάλαιο, συνήθως το τυφλό αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών.
Όταν ο ανταγωνισμός καταρρέει στο μονοπωλιακό κεφάλαιο, οι μαρξιστές όπως ο
Μπάραν, ο Σουήζυ κι ο Josef Steindl εξάγουν μια αναγκαία τάση προς στασιμότητα. Σε
κάθε περίπτωση, η εργατική τάξη γίνεται μόνο ένας παρατηρητής του παγκόσμιου βαλς της
αυτόνομης αυτοδραστηριοποιούμενης ανάπτυξης του κεφαλαίου.
Δεν ήταν αυτή η οπτική του Μαρξ για τον κόσμο. Όχι μόνο επέμενε επανειλημμένως ότι το
κεφάλαιο αποτελεί μια κοινωνική σχέση μεταξύ τάξεων, αλλά επίσης δήλωνε
κατηγορηματικά ότι στο επίπεδο της τάξης, οι λεγόμενες οικονομικές σχέσεις είναι στην
πραγματικότητα πολιτικές σχέσεις:
Από την άλλη μεριά όμως κάθε κίνημα με το οποίο η εργατική τάξη αντιμετωπίζει σαν τάξη
τις κυρίαρχες και προσπαθεί να τις καταβάλει με πίεση απ’ έξω, είναι ένα πολιτικό κίνημα.
Πχ, η προσπάθεια να υποχρεωθούν οι ξεχωριστοί κεφαλαιοκράτες σε κάποιο ξεχωριστό
εργοστάσιο ή και σε κάποιο ξεχωριστό κλάδο της βιομηχανίας με απεργίες κλπ να
περιορίσουν τις ώρες εργασίας, είναι ένα καθαρά οικονομικό κίνημα. Απεναντίας το κίνημα
που έχει για σκοπό να επιβάλει την ψήφιση ενός νόμου για το οκτάωρο κλπ είναι ένα
21/67
πολιτικό κίνημα. Και έτσι από τα σποραδικά οικονομικά κινήματα των εργατών φουντώνει
παντού ένα πολιτικό κίνημα, δηλαδή ένα κίνημα της τάξης για να επιβάλει τα συμφέροντά
της με γενική μορφή, με μορφή που έχει γενική, κοινωνικά αναγκαστική ισχύ[53].
Το ζήτημα εδώ είναι ότι καθώς η πάλη για το οκτάωρο αναπτύσσεται, καθώς γενικεύεται,
κινείται πέρα από τις ιδιαίτερες διεκδικήσεις μιας στενά καθορισμένης ομάδας εργατών και
γίνεται μια διεκδίκηση του συνόλου της τάξης, και συνεπώς μια πολιτική διεκδίκηση. Αυτό
ανταποκρίνεται σ’ ένα ιστορικό κίνημα το οποίο ξεκινά με τις διεκδικήσεις μιας ποσοτικά
μικρής ομάδας εργατών αλλά κυκλοφορούν και γίνονται ένα νέο ποιοτικό σημείο εστίασης
της ταξικής πάλης. Τέτοιες διεκδικήσεις διαδίδονται αν ανταποκρίνονται στις υποκείμενες
κοινωνικές συνθήκες της τάξης γενικά. Ο Μαρξ παρακολούθησε κι ανέλυσε αρκετούς
τέτοιους αγώνες – σχετικά με διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, την ένταση της εργασίας, την
παραγωγικότητα, την εκμηχάνιση, τον κοινωνικό μισθό κλπ. Στο Κεφάλαιο αναπτύσσει
τόσο τη συγκεκριμένη ιστορία των εξελίξεών τους στην Αγγλία όσο και τη γενική τους θέση
εντός του κεφαλαίου, δηλαδή, εντός του συνόλου της ταξικής πάλης. Κατά καιρούς, όταν
αυτοί οι τομείς διαμάχης γενικεύονται, αναγνωρίζονται σαν ταξικές, οπότε σαν πολιτικές
σχέσεις. Ανά πάσα δεδομένη στιγμή, ορισμένες ομάδες εργατών ίσως να αγωνίζονται
ενεργά, ή και όχι, για τη τάδε ή δείνα διεκδίκηση, αλλά αν αγωνίζονται, ο μεμονωμένος
αγώνας σε κάθε εργοστάσιο ή βιομηχανία δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί σαν
απομονωμένος «καθαρά οικονομικός» αγώνας, αλλά πρέπει να κατανοηθεί σαν ένα τμήμα
του όλου, σαν ένας πολιτικός αγώνας για εξουσία. Σήμερα, μπορούμε να το δούμε αυτό
ακόμη πιο καθαρά απ’ ότι στην εποχή του Μαρξ, λόγω του μετασχηματισμένου ρόλου του
κράτους. Η άνοδος του κεϋνσιανού κράτους σήμαινε πρακτικά τη συγχώνευση όχι μόνο
του κράτους και της «οικονομίας», αλλά του κράτους και της ίδιας της «κοινωνίας».
Αυτό αποτελεί έναν δεύτερο θεμελιώδη κίνδυνο της ανάγνωσης του Μαρξ σαν πολιτική
οικονομία κι ως ιδεολογία. Μας παρουσιάζονται λεπτομερής κριτικές ερμηνείες αυτού του
αυτοδραστηριοποιούμενου τέρατος, με έναν τρόπο που αμελεί πλήρως τον τρόπο που η
πραγματική δύναμη της εργατικής τάξης πιέζει κι ελέγχει την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ο
Μαρξ είδε το πως η επιτυχής πάλη για μια μικρότερη εργάσιμη ημέρα προκάλεσε μια κρίση
για το κεφάλαιο. Αυτοί οι πολιτικοί οικονομολόγοι όχι: βλέπουν την απόλυτη υπεραξία σαν
μια πραγμοποιημένη αφηρημένη έννοια. Ο Μαρξ είδε το πως η πάλη ανάγκασε την
ανάπτυξη καινοτομιών που αυξάνουν την παραγωγικότητα, οι οποίες αυξήσαν την
οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Είδε οπότε τη σχετική υπεραξία σαν μια στρατηγική
καπιταλιστική ανταπάντηση. Αυτοί οι πολιτικοί οικονομολόγοι όχι: βλέπουν μόνο
ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστών. Ο Μαρξ είδε πως οι μισθολογικοί αγώνες των
εργατών μπορούσαν να βοηθήσουν στην επίσπευση των καπιταλιστικών κρίσεων. Αυτοί οι
πολιτικοί οικονομολόγοι βλέπουν μόνο αφηρημένους «νόμους κίνησης»[54]. Αυτά τα είδη
των ερμηνειών εκθειάζουν τη δυναμική του κεφαλαίου, έστω και αρνητικά, και
παρουσιάζουν την εργατική τάξη σαν ένα κακότυχο θύμα. Λόγω αυτού, ακόμη κι αν κανείς
επιθυμεί να δει την ιδεολογική κριτική σαν ένα όπλο στη ταξική πάλη, πρέπει να
συμπεράνει ότι τέτοιες θεωρίες οι οποίες αποδίδουν όλη την εξουσία στο κεφάλαιο
μπορούν να λειτουργήσουν μόνο για το συμφέρον του κεφαλαίου. Τέτοιες κριτικές είναι
ιδιαίτερα ταιριαστές στις ανάγκες των λενινιστικών κομμάτων ή σε οποιαδήποτε άλλη
ελιτίστικη ομάδα που αυτοπαρουσιάζεται σαν η μόνη λύση για τη τάξη. Αν η τάξη είναι
αδύναμη στην «οικονομική» πάλη, όπως λένε οι θεωρίες, τότε η μόνη λύση είναι
προφανώς «να ενταχθεί στο Κόμμα και να συνθλίψει το κράτος». Το πως μια μάζα
22/67
άμοιρων θυμάτων θα επιτύχει έναν τέτοιο άθλο φαίνεται σαν ένα μυστήριο που κατανοεί
μόνο η ιεραρχία του Κόμματος, η οποία θα παρέχει της αναγκαία ηγεσία και σοφία. Όμως,
η αλήθεια είναι ότι η τάξη δεν είναι καθόλου αδύναμη κι ότι οι ηγέτες του Κόμματος
αναζητούν να κινητοποιήσουν τη δύναμή της σαν ένα πρελούδιο για την ανάληψη του
ελέγχου για τους εαυτούς τους, για να γίνουν οι διαχειριστές μιας ορθολογικής,
σχεδιασμένης «σοσιαλιστικής» οικονομίας στην οποία οι εργάτες, ελπίζουν, θα δουλεύουν
ακόμη σκληρότερα από πριν.
Λόγω αυτών των περιορισμών και κινδύνων στις αναγνώσεις του Κεφαλαίου σαν πολιτική
οικονομία, υπήρξαν εκείνοι οι οποίοι προσπάθησαν να πάνε πέρα απ’ αυτές. Ο πρώτος
περιορισμός -η ανικανότητα της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας να συλλάβει την πλήρη
έκταση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων εκτός του εργοστασίου και τη
συνεπακόλουθη ανικανότητα να εξηγήσει τις κοινωνικές κρίσεις στα μέσα του 20ού αιώνα-
έριξε την πολιτική οικονομία ιστορικά σε μια βαθιά κριτική που αναπτύχθηκε επί αρκετές
δεκαετίες από έναν αριθμό μαρξιστών που αναζητούσαν να γεμίσουν το κενό. Οι
προσπάθειές τους θα εξεταστούν στην επόμενη ενότητα. Θα δούμε ότι η δεύτερη και
βαθύτερη αποτυχία -η παραμέληση της εργατικής τάξης- διατρέχει το έργο όχι μόνο των
πολιτικών οικονομολόγων αλλά επίσης και των επικριτών τους.
Διαβάζοντας τον Μαρξ φιλοσοφικά
Η παράδοση της ανάγνωσης του Μαρξ σαν φιλόσοφο είναι τουλάχιστον εξίσου παλιά με
εκείνη της ανάγνωσής του σαν πολιτικού οικονομολόγου, αν και πολύ πιο ποικιλόμορφη.
Κατά την μαρξιστική αναβίωση των δεκαετιών του 1960 και 1970, η παράδοση του
φιλοσοφικού μαρξισμού κατέλαβε μια περίοπτη θέση. Εντός της παράδοσης αυτής
μπορούμε να σκιαγραφήσουμε δύο γενικές τάσεις: την ορθόδοξη και τη ρεβιζιονιστική. Η
πρώτη, μακράν η στενότερη, είναι εκείνη που υιοθετήθηκε από τον κομμουνιστικό
μαρξισμό: ο διαλεκτικός υλισμός του οποίου η εξέλιξη διατρέχει από το έργο του Ένγκελς
έως τη σταλινική περίοδο και από εκεί έως την πιο πρόσφατη «επαναδιατύπωση» από τον
Αλτουσέρ και τους ακολούθους του. Η ρεβιζιονιστική τάση, πιο ευρεία και σύνθετη,
ανασυντάσσει όλες εκείνες τις προσπάθειες επανερμηνείας του Μαρξ υπό το φως άλλων
φιλοσόφων και νέων στοιχείων στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Εδώ
συμπεριλαμβάνονται τέτοια διακριτά ρεύματα όπως ο λεγόμενος δυτικός μαρξισμός των
Γκεόργκι Λούκατς, Αντόνιο Γκράμσι και Καρλ Κορς, οι οποίοι όλοι τους έδωσαν έμφαση
στην επιρροή του Χέγκελ στον Μαρξ· ο νεοκαντιανισμός των Galvano Delavolpe και
Λούτσιο Κολέτι· ο μαρξιστικός εγελιανισμός των Jean Hyppolite και Alexandre Kojève· ο
υπαρξισμός του Ζαν-Πωλ Σαρτρ, της Σιμόν ντε Μποβουάρ και του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ· ο
φαινομενολογικός μαρξισμός των Τραν Ντουκ Τάο και Karel Kosík· και η κριτική θεωρία
εκείνων που σχετίζονταν με τη Σχολή της Φρανκφούρτης, για παράδειγμα ο Χέρμπερτ
Μαρκούζε, ο Μαξ Χορκχάιμερ, ο Τέοντορ Αντόρνο κι ο Γιούργκεν Χάμπερμας. Το μεγάλο
εύρος των φιλοσοφικών ζητημάτων που ερευνήθηκαν απ’ αυτούς τους συγγραφείς, είτε
ορθόδοξους είτε ρεβιζιονιστές, αψηφεί κάθε προσπάθεια σύνοψης αυτής της παράδοσης,
όπως υπήρξε εφικτή με την πολιτική οικονομία. Αντί μιας τέτοιας σύνοψης, θα αναλύσω εν
συντομία δύο στοιχεία αυτής της παράδοσης για να απεικονίσω μερικούς από τους
περιορισμούς της ανάγνωσης του Μαρξ σαν φιλόσοφο: (α) τη σύγχρονη προσπάθεια
23/67
αναβίωσης του διαλεκτικού υλισμού μέσω μιας «φιλοσοφικής» ανάγνωσης του Κεφαλαίου
από τον Λουί Αλτουσέρ, και (β) μερικές πτυχές της ανάλυσης της «πολιτιστικής σφαίρας»
του ανεπτυγμένου καπιταλισμού στον δυτικό μαρξισμό και την κριτική θεωρία.
Αναγεννημένη ορθοδοξία
Είναι λυπηρό, αλλά αληθές, ότι μια από τις πολιτικά σημαντικότερες φιλοσοφικές
αναγνώσεις του Κεφαλαίου αυτής της περιόδου είναι εκείνη του Λουί Αλτουσέρ, ενός
κορυφαίου θεωρητικού του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας. Στα Για τον Μαρξ
(1965) και Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο (1965), ο Αλτουσέρ κι οι συνάδελφοί του εκκινούν
να επανερμηνεύσουν το πλήρες εύρος του έργου του Μαρξ, από τον νεαρό έως τον ώριμο
Μαρξ, αποσκοπώντας να αναζωογονήσουν τον διαλεκτικό υλισμό σαν μια ιδεολογία για
την μεσολάβηση των ευρέως απαξιωμένων πολιτικών πρακτικών του Κομμουνιστικού
Κόμματος της Γαλλίας[55]. Το έργο τους εκπροσωπεί την πιο ενδελεχή προσπάθεια του
παλιού ορθόδοξου μαρξισμού να εξιλεωθεί και να αναπληρώσει το χαμμένο έδαφος των
περασμένων δεκαετιών.
Ως η ορθόδοξη εκδοχή του μαρξισμού-σαν-φιλοσοφία, ο διαλεκτικός υλισμός χρονολογείται
από τις διατυπώσεις του Ένγκελς στο Αντι-Ντίρινγκ, το Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το
Τέλος της Κλασσικής Γερμανικής Φιλοσοφίας και τη Διαλεκτική της Φύσης[56]. Σ’ αυτά τα
έργα επιδίωξε να διευρύνει την ανάλυση του Μαρξ για το κεφάλαιο σε ένα καθολικό
φιλοσοφικό σύστημα το οποίο θα μπορούσε να συμπεριλάβει όχι μόνο το σύνολο της
ανθρώπινης ιστορίας, αλλά επίσης και το σύνολο του φυσικού κόσμου. Το εγχείρημα αυτό
σήμαινε μια επιστροφή στο πεδίο του ντιμπέιτ με τον γερμανικό ιδεαλισμό που ο Μαρξ είχε
εγκαταλείψει αφότου ολοκλήρωσε την Αγία Οικογένεια, τη Γερμανική Ιδεολογία και την
μελέτη του για τον Φόυερμπαχ[57]. Ο Ένγκελς, παραμελώντας την 11η Θέση για τον
Φόυερμπαχ με την οποία ο Μαρξ είχε κλείσει τους λογαριασμούς του με τη φιλοσοφία,
επιχείρησε μια επανερμηνεία της σχέσης μεταξύ του Μαρξ και του Χέγκελ,
παρουσιάζοντας τον «μαρξισμό» τόσο σαν μια αντιστροφή όσο και σαν μια διόρθωση του
εγελιανού συστήματος. Συγχέοντας τόσο τον Χέγκελ όσο και την κριτική του Μαρξ, ο
Ένγκελς ερμήνευσε τον ισχυρισμό του Μαρξ ότι η εγελιανή διαλεκτική «βρίσκεται με το
κεφάλι κάτω» και «[χ]ρειάζεται να την αναποδογυρίσουμε και να τη στηρίξουμε στα πόδια
για ν’ αποκαλύψουμε το λογικό πυρήνα μέσα στο μυστικιστικό περίβλημα», σαν να σήμαινε
ότι η διαλεκτική του Χέγκελ ήταν μια μέθοδος (ο λογικός πυρήνας) που μπορούσε να
απαγκιστρωθεί από τον ιδεαλισμό του (το μυστικιστικό περίβλημα) και να εφαρμοστεί εντός
ενός υλιστικού πλαισίου – εξού κι η διατύπωση του «διαλεκτικού υλισμού». Αυτή η
ερμηνεία αντιλήφθηκε τον ιδεαλισμό του Χέγκελ σαν μια επιβεβαίωση ότι μόνο οι ιδέες ήταν
πραγματικές κι η υλική πραγματικότητα αποτελούσε απλώς μια χλωμή αντανάκλαση αυτών
των ιδεών. Σύμφωνα με τον Ένγκελς, ο υλισμός αντέστρεφε τη σχέση, κάνοντας τις ιδέες
μια αντανάκλαση της υλικής πραγματικότητας. Όμως, αυτό αποτελούσε μια πλήρης
παρανόηση της εγελιανής έννοιας του «πραγματικού», η οποία δεν αναφερόταν στην
ύπαρξη αλλά στη λογική. Αντί να δει ότι το Zeitgeist του Χέγκελ αποτελούσε τελικά μια
φιλοσοφική διατύπωση της διαλεκτικής του κεφαλαίου και ότι ο ιδεαλισμός του κείτεται στην
αντίληψη μιας απεριόριστης ικανότητας για τη λογική επίλυση των αντιφάσεων εντός της
καπιταλιστικής κοινωνίας, ο Ένγκελς νόμιζε ότι το πρόβλημα ήταν να μπορέσει να
προσαρμοστεί αυτή η διαλεκτική στην ανάλυση του κόσμου. Έθεσε οπότε ένα πρότυπο, το
οποίο σε μερικές ομάδες επιβιώνει μέχρι και σήμερα, για την κατανόηση της διαλεκτικής όχι
24/67
σαν ένα χαρακτηριστικό του κεφαλαίου που η εργατική τάξη επιδιώκει να καταστρέψει,
αλλά αντ’ αυτού σαν μια καθολική λογική και μέθοδο που πρέπει να υιοθετήσει! Κατά
ειρωνικό τρόπο, ο Ένγκελς και οι ακολουθητές του αντιλήφθηκαν οπότε το εγελιανό όραμα
ενός διαλεκτικού κόσμου με έναν διαστρεβλωμένο τρόπο – ένα όραμα που μπορεί να
θεωρηθεί σαν μια αισιόδοξη στιγμή της αστικής φιλοσοφίας, που θεωρητικοποιεί τη τάση
του κεφαλαίου να αποδώσει και να επιβάλλει τη λογική του στον κόσμο.
Αφού η διαλεκτική διαχωρίστηκε από το κεφάλαιο, αφού ο υλισμός δεν νοούνταν πλέον ως
η ικανότητα της εργατικής τάξης να καταστρέψει τον ιδεαλισμό του κεφαλαίου αλλά αντ’
αυτού σαν αφηρημένη «ύλη», αφού, εν ολίγοις, η διαλεκτική μορφή διαχωρίστηκε από το
περιεχόμενό της, ο Ένγκελς μπορούσε να εφαρμόσει τη διαλεκτική μορφή οπουδήποτε:
στην ανάλυση τόσο της φύσης όσο και της ανθρώπινης ιστορίας. Στην πρώτη περίπτωση,
όπως έχει χρήσιμα επιδείξει ο Λούτσιο Κολέτι, το αποτέλεσμα δεν υπήρξε κάτι
περισσότερο από μια εξεζητημένη επανεπεξεργασία του Χέγκελ[58]. Συγκεκριμένα, κατά
την άποψη του Κολέτι, Η Διαλεκτική της Φύσης του Ένγκελς αποτελεί μια διαστρεβλωμένη
διασκευή της Φιλοσοφίας της Φύσης του Χέγκελ που έχασε τελείως το νόημα πως όλο του
έργο του Χέγκελ βασιζόταν στη διαλεκτική της ύλης στο εσωτερικό μιας απεριόριστα
αθροιστικής κίνησης[59]. Στην περίπτωση της ανάλυσης της ανθρώπινης ιστορίας, ο
Ένγκελς επανεπεξεργάστηκε τις ιδέες της Γερμανικής Ιδεολογίας και του Προλόγου της
Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας στον «ιστορικό υλισμό» – όπου η διαλεκτική (του
κεφαλαίου) προβάλλεται προς τα πίσω σε όλες τις προηγούμενες κοινωνίες. Το
αποτέλεσμα υπήρξε η ανάλυση της κοινωνίας με τους όρους της διάσημης διχοτόμησης
βάσης/εποικοδομήματος, όπου το εποικοδόμημα της πολιτικής, του δικαίου, της
κουλτούρας, κλπ, καθορίζεται από την οικονομική βάση που έχει τα θεμέλιά της σε έναν
δεδομένο «τρόπο παραγωγής». Η εξέλιξη του τρόπου παραγωγής ερμηνεύτηκε με τη σειρά
του από τη διαλεκτική αλληλεπίδραση των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων.
Αυτή η απλή διατύπωση υιοθετήθηκε με τη μία ή άλλη της μορφή από τους συμμετέχοντες
της Δεύτερης Διεθνούς (πχ Κάουτσκι στο The Agrarian Question, Λένιν στο Η Ανάπτυξη
του Καπιταλισμού στη Ρωσία)[60]. Οι δυσκολίες αυτής της διατύπωσης είναι διαβόητες. Η
συνήθης παρουσίαση βρωμάει καθαρό οικονομικό ντετερμινισμό – τα οικονομικά του
τρόπου παραγωγής καθορίζουν μονομερώς το εποικοδόμημα. Παρά τη διάσημη επιστολή
του Ένγκελς στον Τζ. Μπλοχ όπου αρνείται μια τέτοια πρόθεση, το πρόβλημα του
νοήματος της αμοιβαίας αλληλεπίδρασης μεταξύ βάσης κι εποικοδομήματος παραμένει
άλυτο[61]. Μεταξύ άλλων καλά γνωστών προβλημάτων, υπάρχει εκείνο της ανάλυση της
αλληλεπίδρασης των διαφορετικών μοντέλων (πχ καπιταλιστικό/σοσιαλιστικό) για την
επεξήγηση σύνθετων ή μεταβατικών κοινωνιών. Ο ιστορικός υλισμός τελικά απλοποιήθηκε
περαιτέρω από τον Στάλιν σε μια δύσκαμπτη, γραμμική προοδευτική διαδοχή των τρόπων
παραγωγής από την οποία θα έπρεπε να περάσουν όλες οι κοινωνικές ομάδες[62]. Στη
σταλινική του ενσάρκωση, ο ιστορικός υλισμός έγινε μια χυδαίη ιδεολογία κυριαρχίας – η
θεωρητική δικαιολόγηση για την εκμετάλλευση των Ρώσων εργατών[63]. Ο σκοπός αυτός
υπηρετούνταν ερμηνεύοντας την αλληλεπίδραση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και
σχέσεων σαν έναν αληθινό τεχνολογικό ντετερμινισμό. Οι παρατηρήσεις του Μαρξ στον
Πρόλογο αναφορικά με τις δυνάμεις οι οποίες σπάνε τα δεσμά που επιβάλλονται από τις
παραγωγικές σχέσεις μετασχηματίστηκαν σε μια θεωρία που ισχυριζόταν ότι η ανάπτυξη
των παραγωγικών δυνάμεων δεν ήταν μόνο αναγκαία αλλά επίσης ικανή συνθήκη για την
εγγύηση του μόνιμου μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων. Αυτό παρείχε μια
25/67
ιδεολογική δικαιολόγηση στη χρήση βίας για την προώθηση, με μέγιστη ταχύτητα, της
«σοσιαλιστικής» συσσώρευσης η οποία εγγυούνταν ότι δεν θα υπάρξει επανεμφάνιση του
«καπιταλισμού» στη Σοβιετική Ένωση. Αυτός ο εμφανώς αντιδραστικός ρόλος που έπαιξε
τόσο ο ιστορικός υλισμός όσο κι ο διαλεκτικός υλισμός στη Σοβιετική Ένωση υπήρξε ένας
λόγος για την εγκατάλλειψή του από τους πολιτικούς οικονομολόγους στη Δύση κατά την
μεταπολεμική περίοδο (βλέπε παραπάνω). Στην Ανατολή, οι Κινέζοι κομμουνιστές
επαναδιατύπωσαν τον ιστορικό υλισμό για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες. Απέφυγαν
τον οικονομικό και τεχνολογικό ντετερμινισμό του Στάλιν δίνοντας έμφαση στη σχετική
αυτονομία του εποικοδομήματος (πολιτική) από την οικονομική βάση (οικονομία). Αυτό
αποτέλεσε μια ανεστραμμένη ερμηνεία που ένας κυνικός ίσως να υπαινισσόταν ότι υπήρξε
χρήσιμη για τη δικαιολόγηση της Κομματικής παρέμβασης και της απόπειρας του
αυστηρού πολιτικού ελέγχου όλων των σφαιρών της παραγωγής μέσω της ιδεολογικής
επανεκπαίδευσης[64].
Συνεπώς, αυτή υπήρξε η λυπηρή κατάσταση της ορθόδοξης μαρξιστικής φιλοσοφίας τη
δεκαετία του 1950. Ξεκινώντας από τις πρώιμες εσφαλμένες προσπάθειες του Ένγκελς να
μετατρέψει τον Μαρξ σε φιλόσοφο, ο ορθόδοξος μαρξισμός είχε εξελιχτεί σε μια
εξεζητημένη μα στείρα και δογματική ιδεολογία κυριαρχίας. Ήταν απ’ αυτή την απαξιωμένη
θέση που ο Αλτουσέρ κι οι φίλοι του εκκίνησαν για να τη διασώσουν στις αρχές της
δεκαετίας του 1960.
Είδαμε ήδη στην προηγούμενη ενότητα τον πολιτικό ρόλο που έπαιξε η επανερμηνεία του
ιστορικού υλισμού από τον Αλτουσέρ και τους φίλους του – στον αντιξιφισμό του
Κομμουνιστικού Κόμματος ενάντια στους πολιτικούς οικονομολόγους που επιτέθηκαν στην
Κομματική στήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης ενάντια των «φεουδαρχικών στοιχείων»
στον Τρίτο Κόσμο. Αυτή η επανεπεξεργασία του ιστορικού υλισμού παρουσιάστηκε στο Να
Διαβάσουμε το Κεφάλαιο σαν μια νέα «επιστήμη της ιστορίας» και βασίστηκε σε μια σειρά
φιλοσοφικών θέσεων αναφορικά με τη φύση του μαρξισμού και της μαρξιστικής
μεθοδολογίας.
Στην αρχή του Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, ο Αλτουσέρ περιγράφει με σαφήνεια το
εγχείρημά του σαν μια φιλοσοφική ανάγνωση του Κεφαλαίου αντιθετικά με αυτή ενός
οικονομολόγου, ενός ιστορικού ή ενός επιστήμονα της λογικής[65]. Προσδιορίζει αυτό το
εγχείρημα ως να θέτει το ερώτημα του «συγκεκριμένου αντικειμένου» της ανάλυσης του
Μαρξ και να ανακαλύπτει το «επιστημολογικό στάτους» που διακρίνει την ενότητα της
ανάλυσης και το αντικείμενό της από άλλες μορφές ανάλυσης. Ποιο το νόημα αυτού; Η
ανακάλυψη «της θέσης που καταλαμβάνει το Κεφάλαιο στην ιστορία της γνώσης». Από την
αρχή, οπότε, πρέπει να περιμένουμε μια καθαρά θεωρητική άσκηση ιδεολογίας. Όταν ο
Αλτουσέρ συνεχίζει για να κατηχήσει τους αναγνώστες του σχετικά με την ανάλυση των
«σιωπών» και των «αορατοτήτων» σε μια πραγματεία, οδηγούμαστε αναπόφευκτα να
ανακαλύψουμε στον ίδιο τον Αλτουσέρ την απόλυτη σιωπή αναφορικά με τους
πραγματικούς αγώνες και τις επαναστατικές δοκιμασίες της εργατικής τάξης[66]. Για τον
Αλτουσέρ δεν υπάρχει καμία τέτοια ιστορία. Υπάρχει μόνο η «επιστήμη της ιστορίας». Τι
είναι αυτή η «επιστήμη» που ο Αλτουσέρ θα κατασκευάσει αγνοώντας ολοκληρωτικά την
ιστορία; Είναι η κατασκευή μιας ανιστορικής, παγωμένης εννοιολόγησης των αιθέριων
θεωρητικών δομών. Είναι η κατασκευή ενός παλιού δογματισμού.
Για να επανακαθιερώσει αυτόν τον παλιό δογματισμό, ο Αλτουσέρ συνέχισε με τουλάχιστον
26/67
δύο τρόπους. Πρώτον, απέκλεισε την εξέταση των πρώιμων έργων του Μαρξ όπως τα
Χειρόγραφα του 1844 επιβεβαιώνοντας μια επιστημολογική ρήξη μεταξύ του νεαρού,
παραπλανημένου εγελιανού Μαρξ και του ώριμου «επιστημονικού» Μαρξ – τον Μαρξ του
Κεφαλαίου[67]. Αυτή η θέση εξάλειψε έξυπνα μια ολόκληρη σειρά ερωτημάτων αναφορικά
με τη φύση και την ποιότητα της εργασίας (πχ την προβληματική της αλλοτρίωσης) που
είναι σήμερα το ίδιο ντροπιαστική τόσο στη Σοβιετική Ένωση -για την οποία ο Αλτουσέρ
συνεχίζει να απολογείται- όσο και στη Δύση. Δεύτερον, και πιο σημαντικό, ισχυρίζεται ότι το
επιστημονικό έργο του ώριμου Μαρξ –Κεφάλαιο– υπήρξε ένα καθαρά θεωρητικό έργο το
αντικείμενο του οποίου, η έννοια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αναλύεται με
έναν αφηρημένο τρόπο. Αυτή η έννοια τότε γενικεύεται ως η βασική κατηγορία μιας
θεωρητικής επιστήμης της ιστορίας στην οποία όλη η ανθρώπινη εμπειρία
κατηγοριοποιείται στον τάδε ή τον δείνα τρόπο παραγωγής.
Ισχυριζόμενος την αυτονομία της «θεωρητικής πρακτικής» του, ο Αλτουσέρ δημιούργησε
ταυτόχρονα τόσο έναν χώρο για το έργο του εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος της
Γαλλίας όσο και μια ανάγνωση του Κεφαλαίου η οποία το διαχώρισε απόλυτα από τη
συγκεκριμένη ιστορία που ανέλυε στο εσωτερικό του, και από οποιαδήποτε άλλη ιστορία
στην οποία θα μπορούσε να εννοηθεί. Το ιστορικό υλικό με το οποιο είναι γεμάτο το
Κεφάλαιο θεωρήθηκε απλώς επεξηγηματικής φύσης και άσχετο με το αναπτυσσόμενο
θεωρητικό μοντέλο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο
Αλτουσέρ ξεφεύγει ταχυδακτυλουργικά από οποιαδήποτε ντροπιαστική ανάγκη να
επαληθεύσει τη θεωρία του στην ιστορία (μια συνήθως ουσιαστική πτυχή οποιασδήποτε
«επιστήμης») και ταυτόχρονα μετατρέπει τη θεωρία του σε έναν βαρετά δογματικό
επιστημονισμό[68].
Παρά τις αμφιβολίες μερικών της Κομματικής ιεραρχίας σχετικά με τη «νέα» αυτή
προσέγγιση, από την οπτική της το θετικό του στρουκτουραλιστικού μαρξισμού (όπως
ονομάστηκε γρήγορα από σχολιαστές) ήταν ότι, σε κάθε περίπτωση, συνέχισε να
απομακρύνει τη ταξική πάλη από την κεντρική σκηνή και να την εξορίζει σε μια υποδομή
μιας δομής (οι παραγωγικές σχέσεις εντός της οικονομικής δομής). Το Κεφάλαιο, οπότε,
θεωρήθηκε να αναλύει την έννοια του κεφαλαίου ανεξάρτητα από τη ταξική πάλη που ίσως
(ή και όχι) να εισερχόταν αργότερα σαν μια περαιτέρω, παραγόμενη εξέλιξη. Η ερμηνεία
αυτή είναι εμφανώς βολική για ένα Κομμουνιστικό Κόμμα αφοσιωμένο στην υποτίμηση της
πάλης της εργατικής τάξης και της διατήρησης του ελέγχου της. Για να επιλύσει τα αδιέξοδα
προβλήματα του οικονομικού και τεχνολογικού ντετερμινισμού, ο Αλτουσέρ μπορούσε μόνο
να δανειστεί από τον Φρόυντ την έννοια του υπερκαθορισμού κι από τον Μάο τη «σχετική
αυτονομία» του εποικοδομήματος. Το αποτέλεσμα υπήρξε ένα ετερογενές συνονθύλευμα:
μια παραδοχή ενός οποιουδήποτε αριθμού «καθορισμών», αλλά το δικαίωμα του
καθορισμού (η έννοια του οποίου ποτέ δεν ορίζεται ξεκάθαρα) τελικά επιφυλάσσεται για
την οικονομία. Αυτή η διατύπωση ανέρχεται μόνο σε μια λίγο πιο εκλεπτυσμένη
δικαιολόγηση ενός μαρξισμού-λενινισμού όπου ο μαρξισμός συνεχίζει να προσφέρει μια
ανάλυση της οικονομίας κι ο λενινισμός να παρέχει την ανάλυση της πολιτικής σφαίρας την
οποία ο Μαρξ δεν ανέπτυξε ποτέ.
Παρά το γεγονός ότι ο Αλτουσέρ στο Στοιχεία Αυτοκριτικής κι ο Νίκος Πουλαντζάς -ένας εκ
των πιο πολυγραφότατων αλτουσερικών- στο New Left Review παραδέχτηκαν ότι τα
προηγούμενά τους έργα (Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Για τον Μαρξ και Πολιτική Εξουσία
27/67
και Κοινωνικές Τάξεις) παραμέλησαν γενικά τη ταξική πάλη, παρέμειναν προσκολλημένοι
στη βασική τους θεωρητική δομή με όλες τις πολιτικές της συνέπειες[69]. Η περιορισμένη
έκταση της αναθεώρησης που ένιωσε αναγκαία ο Αλτουσέρ, υποδεικνύεται από την αλλαγή
του ορισμού της φιλοσοφίας από το να αποτελεί μια «θεωρία της θεωρητικής πρακτικής»
στο να είναι «η ταξική πάλη στη θεωρία». Η μόνη ταξική πάλη με την οποία φαίνεται
πρόθυμος ν’ ασχοληθεί είναι οι ιδεολογικές διαμάχες των αριστερών διανοούμενων.
Η όλη αυτή άσκηση είναι τόσο αξιοσημείωτη όσο και καταθλιπτική. Γίνεται γρήγορα
εμφανές στον καθένα που έχει διαβάσει Ένγκελς και Στάλιν, ότι ο Αλτουσέρ κι οι φίλοι του
δεν έχουν προσθέσει σχεδόν τίποτα στις αρχικές συζητήσεις του ιστορικού υλισμού περά
από ένα πιο ασαφές λεξιλόγιο και μια βαθύτερη επιστημονική λάμψη. Το μόνο που μένει
είναι μια άψυχη κοινωνιολογική ταξινομία των τρόπων παραγωγής, τα άλυτα προβλήματα
των αλληλεπιδράσεων μεταξύ του δυισμού βάσης/εποικοδομήματος, το μυστήριο της
διάρθρωσης των τρόπων παραγωγής[70], η απουσία της ταξικής πάλης κι ένας φετιχισμός
της παραγωγής που δικαιολογεί τον σύγχρονο σοσιαλισμό[71]. Η ευρεία αποδοχή αυτών
των θέσεων από εκείνους που αγκιστρώνονται στις υποσχέσεις της «επιστημονικής
μεθόδου» και προσπαθούν να αποδεσμεύσουν την «επιστήμη» από την πολιτική
φιλοσοφία του Κόμματος που τη δημιούργησε, υποδηλώνει τη διανοητική και πολιτική
απομόνωση πολλών εκ των οποίων προσπαθούν να αναβιώσουν τον Μαρξ εκείνη την
περίοδο από τους συγκεκριμένους αγώνες της εργατικής τάξης.
Σ’ αυτό το σημείο, θα ανακεφαλαιώσω συνοπτικά όσα έχουν ειπωθεί ως τώρα αναφορικά
με την ανάγνωση του Μαρξ κατά τη σύγχρονη αναβίωση, σαν σημείο αναφοράς για την
ανάλυση που ακολουθεί. Βασική επίκριση της ανάγνωσης του Κεφαλαίου σαν πολιτική
οικονομία ήταν ότι αποδέχτηκε την παράδοση της βαθιά διχοτόμησης μεταξύ οικονομίας
και πολιτικής και περιόρισε το Κεφάλαιο στην πρώτη σφαίρα. Όπως έχουμε δει, η
παράδοση αυτή έχει επίσης δικαιολογηθεί «φιλοσοφικά» στις διάφορες μορφές του
διαλεκτικού υλισμού, συμπεριλαμβανομένης της αλτουσερικής του εκδοχής. Είτε στην
περίπτωση της αναβιωμένης μαρξιστικής παράδοσης της θεωρίας της κρίσης είτε στην
περίπτωση του νεομαρξιστικού κεϋνσιανισμού, η ανάλυση εστιάζει κυρίως στην άναπτυξη
του κεφαλαίου καθεαυτού – προσδιορισμένου αυτόνομα από τη ταξική πάλη. Εν ολίγοις, η
πολιτική οικονομία έχει καταπιαστεί με τη θεωρητικοποίηση του καπιταλιστικού
εργοστασίου σαν τον τόπο της παραγωγής υπεραξίας, μαζί με την κυκλοφορία και την
πραγματοποίηση της αξίας. Εντός του εργοστασίου, η καπιταλιστική κυριαρχία βλέπεται να
είναι σχεδόν ολοκληρωτική. Παρότι οι εργάτες μπορεί, θεμιτά, να παλεύουν ενάντια στη
συμπίεση των μισθών τις περιόδους της κρίσης, τέτοιοι «οικονομικοί» αγώνες είναι τελικά
περιορισμένοι εντός της δυναμικής της καπιταλιστικής ανάπτυξης και δεν μπορούν να
θέσουν κάποια πραγματική απειλή στην ύπαρξή της. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα αυτής
της ανάλυσης είναι να θέσει όλη την ελπίδα για αποτελεσματική πάλη στην «πολιτική»
σφαίρα, το οποίο συνήθως συνεπάγεται τη στήριξη σε κάποιο είδος κομματικής
οργάνωσης. Σε μια τέτοια περίσταση, η συζήτηση για την άνοδο και την οργάνωση της
ταξικής πάλης γενικά περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα της «ταξικής συνείδησης». Υπό
ποιες περιστάσεις και μέσω ποιων διαδικασιών αποκτούν οι εργάτες συνείδηση του εαυτού
τους ως τάξη, συνείδηση που θεωρείται αναγκαία για να οργανωθούν και να ανατρέψουν
το κεφάλαιο; Αναφορικά μ’ αυτό το ζήτημα, όπως έχουμε δει, η μαρξιστική ορθοδοξία έχει
συσχετιστεί με την απάντηση που έδωσε ο Λένιν στο Τι να Κάνουμε;: ονομαστικά, ότι οι
εργάτες πρέπει να εκπαιδευτούν από ένα ειδικευμένο κόμμα επαγγελματιών
28/67
επανασταστών οι οποίοι είναι οι μόνοι που μπορούν να δουν πέρα από τα ιδιαίτερα
οικονομίστικα συμφέροντα της κάθες ομάδας εργατών, τα συμφέροντα της τάξης στο
σύνολό της[72].
Κριτική Θεωρία: το εργοστάσιο κι η πολιτιστική σφαίρα
Είναι με φόντο την μαρξιστική-λενινιστική παράδοση που μπορούμε να εξετάσουμε εκείνη
του δυτικού μαρξισμού και της Κριτικής Θεωρίας και να ξεκινήσουμε να βλέπουμε τόσο τις
καινοτομίες τους όσο και τις ομοιότητές τους. Παρακάτω, θα εστιάσω σε μόνο δύο απ’ τα
πιθανά σημεία σύγκρισης: (α) την ανάλυση του καπιταλιστικού εργοστασίου, όπου οι
κριτικές θεωρίες της Σχολής της Φρανκφούρτης επιδεικνύουν αξιοσημείωτη ομοιότητα με
τη βασική αιχμή της παραδοσιακής μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, και (β) την ανάλυση
της πολιτιστική σφαίρας, οπου ο δυτικός μαρξισμός κι η Κριτική Θεωρία πήγαν πέρα από
τον ορθόδοξο μαρξισμό την ίδια στιγμή που αναπαρήγαγαν το βασικό του ελάττωμα.
Τεχνολογική ορθολογικότητα και σχεδιασμός
Ο δυτικός μαρξισμός κι η Κριτική Θεωρία συσχετίζονται συνήθως με την επιστροφή στον
Χέγκελ και τις προβληματικές της συνείδησης, της αλλοτρίωσης και της κουλτούρας – μια
επιστροφή που συνέβη στο πλαίσιο μιας προσπάθειας αναθεώρησης του μαρξισμού υπό
το φως της κατάρρευσης της Δεύτερης Διεθνούς το 1914, της Ρώσικης Επανάστασης το
1917 και των εμπειριών των εργατικών συμβουλίων τα πρώτα χρόνια του μεσοπολέμου.
Όμως, πίσω απ’ αυτά τα καθοριστικά πολιτιστικά θέματα κείτονται υπόρρητες, και μερικές
φορές ρητές, θέσεις των παραδοσιακών μαρξιστικών θεμάτων της πολιτικής οικονομίας.
Αυτό μπορεί να ειδωθεί σε διαφορετικούς βαθμούς στο έργο του Κορς, του Γκράμσι και του
Λούκατς, αλλά είναι ιδιαίτερα αληθές για τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Στην
πραγματικότητα, καθώς η Κριτική Θεωρία αναπτύχθηκε γύρω από το Ινστιτούτο
Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης, υπήρξε μια σημαντική συζήτηση αναφορικά με
την πολιτική οικονομία με τους εκφραστές των πιο παραδοσιακών απόψεων, όπως ο
Henryk Grossman και οι συμβουλιακοί κομμουνιστές Πωλ Μάτικ και Άντον Πάνεκουκ (των
οποίων το έργο αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα για την ανάγνωση του Κεφαλαίου
σαν πολιτική οικονομία). Μεγάλο κομμάτι αυτής της συζήτησης επικεντρώθηκε στο ζήτημα
της καπιταλιστικής κρίσης και τις πολιτικές συνέπειες του αναπόφευκτού της. Οι θέσεις
διέφεραν ευρέως αναφορικά τόσο με το αναπόφευκτό της όσο και με τις πολιτικές της
συνέπειες. Ο Λούκατς, για παράδειγμα, υιοθέτησε την έννοια των τυφλών νόμων της
κρίσης στο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, και τελικά παρέμεινε πιστός στο λενινιστικό
κόμμα. Οι Grossman, Μάτικ και Χορκχάιμερ αποδέχτηκαν επίσης το αναπόφευκτο της
κατάρρευσης, αν κι αρνήθηκαν το λενινιστικό πολιτικό συμπέρασμα. Απ’ την άλλη, ο
Πάνεκουκ κι ο Κορς (τελικά) απέρριψαν τόσο το αναπόφευκτο όσο και τη λενινιστική
πολιτική[73]. Ωστόσο, τελικά το ντιμπέιτ για τη θεωρία της κρίσης υπήρξε ένα παράγωγο
ζήτημα. Η βάση της όλης συζήτησης υπήρξε η κοινή βεβαιότητα της απόλυτης
καπιταλιστικής κυριαρχίας στην οικονομική σφαίρα – του καπιταλιστικού δεσποτισμού στο
εργοστάσιο. Σ’ αυτό το επίπεδο, διέφεραν μόνο στις διατυπώσεις του χαρακτήρα αυτού του
ελέγχου. Και σ’ αυτό το επίπεδο, οι Κριτικοί Θεωρητικοί πήγαν παραπέρα ακόμη και απ’
τους περισσότερους πολιτικούς οικονομολόγους στην ανάλυση του χαρακτήρα αυτού του
δεσποτισμού.
29/67
Η θεμελιώδης αιχμή που, σ’ αυτό τον τομέα, πήγε όσους συνδέονταν με τη Σχολή της
Φρανκφούρτης πέρα από την παραδοσιακή μαρξιστική οικονομία, υπήρξε αφενός η
ανάλυσή τους για τη τεχνολογική κυριαρχία, και, αφετέρου, του καπιταλιστικού σχεδιασμού.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και 1930, ο κριτικός μαρξισμός έπρεπε να
αποδεχτεί όχι μόνο την αποτυχία των εργατικών συμβουλίων αλλά επίσης και τις
επακόλουθες δραματικές μετατοπίσεις στη διαχείριση της καπιταλιστικής συσσώρευσης
που συνδέονταν με την άνοδο του ευρωπαϊκού φασισμού, της «σοσιαλιστικής»
συσσώρευσης στη Σοβιετική Ένωση και του κεϋνσιανού κράτους κατά τη διάρκεια του
αμερικάνικου New Deal. Τα τελικά αποτελέσματα αυτού είναι αρκετά γνωστά.
Περιλαμβάνουν την ανάλυση της Σοβιετικής Ένωσης σαν κρατικό καπιταλισμό (μια θέση
που μοιράζονταν οι συμβουλιακοί κομμουνιστές), την ανάλυση του Μαρκούζε για τον
μονοδιάστατο άνθρωπο και τη διατύπωση του Χορκχάιμερ για τον κρατικό καπιταλισμό,
είτε του «φιλελεύθερου», είτε του «φασιστικού» είτε του «σοσιαλιστικού» τύπου, ως
απολυταρχικό κράτος. Μέχρι πρόσφατα, η ουσιαστική βάση αυτών των θέσεων δεν
αναγνωρίζονταν ιδιαίτερα: η αντίληψη ότι ο καπιταλισμός είχε ξεπεράσει τις κρίσεις των
δεκαετιών του 1920 και 1930 μέσω της επιβολής του συστηματικού οικονομικού
σχεδιασμού όχι μόνο από τη σοβιετική γραφειοκρατία αλλά επίσης κι από τα καπιταλιστικά
κράτη της Δύσης. Μια σημαντική φιγούρα για την αποσαφήνιση αυτής της ανάλυσης
υπήρξε ο Friedrich Pollock του Ινστιτούτου της Φρανκφούρτης[74]. Οι μελέτες του για τον
οικονομικό σχεδιασμό, τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή, τον οδήγησε στο
συμπέρασμα ότι οι παλιοί «αυτόματοι» μηχανισμοί του ανταγωνισμού της καπιταλιστικής
αγοράς που είχαν οδηγήσει στην πρόσφατη διεθνή κρίση είχαν εγκαταληφθεί από το
κεφάλαιο για χάρη μιας «οικονομικά σχεδιασμένης νέας τάξης πραγμάτων», βασισμένη
στην κρατική παρέμβαση. Αυτή η νέα, κεντρικά διοικούμενη, συσσώρευση κεφαλαίου
υπήρξε η ουσία του «κρατικού καπιταλισμού» και του «απολυταρχικού κράτους». Για τον
Pollock, αυτή η εξέλιξη υπήρξε μια συνέπεια της αναπτυσσόμενης συγκέντρωσης
κεφαλαίου, η οποία κατέστησε εφικτή τη διευρύνση του εργοστασιακού μοντέλου του
δεσποτικού ελέγχου στο σύνολο της κοινωνίας. Αναπόσπαστο στοιχείο για την ανάπτυξη
αυτής του της άποψης υπήρξε η έρευνά του για τον νέο τρόπο οργάνωσης της τεχνολογίας
σαν κυριαρχία εντός του σχεδίου του μονοπωλιακού κεφαλαίου: ο αυτοματισμός. «Μεταξύ
των σοβαρότερων συνεπειών του αυτοματισμού», έγραφε, είναι «ο κίνδυνος ότι ενισχύει
την ήδη υπάρχουσα τάση προς μια ολοκληρωτική κοινωνία»[75]. Αυτό μας βοηθάει να
καταλάβουμε γιατί η Κριτική Θεωρία θα έστρεφε την προσοχή της προς την ανάλυση του
«πολιτιστικού πεδίου». Θεωρώντας τον καπιταλιστικό έλεγχο στο εργοστάσιο απόλυτο και
βλέποντας το απολυταρχικό κράτος σαν διεύρυνση αυτής της ηγεμονίας στην υπόλοιπη
κοινωνία, η προφανής συνέπεια υπήρξε η μελετή των αναδυόμενων νέων μορφών
κυριαρχίας που συγκροτούσαν αυτή τη διεύρυνση.
Σ’ αυτό το φόντο, γίνεται σαφές ότι η γενική ενασχόληση του δυτικού μαρξισμού και της
Κριτικής Θεωρίας με «πολιτιστικά» θέματα υπήρξε εγγενώς πολιτική και όχι, τουλάχιστον
στην πιο γόνιμή τους εποχή (δεκαετία του 1930), μια οπισθοχώρηση σε «καθαρά
φιλοσοφικά» πεδία εικασιών, όπως έχουν ισχυριστεί κάποιοι[76]. Η εγκατάλλειψη τις
δεκαετίες του 1940 και 1950 από τον Χορκχάιμερ, τον Αντόρνο και άλλους, του
εγχειρήματος της δημιουργίας μια πολιτικά ριζοσπαστικής κριτικής της καπιταλιστικής
κοινωνίας υπήρξε ένα ξέχωρο κεφάλαιο της εξέλιξης της Κριτικής Θεωρίας. Για
παράδειγμα, πολλά γραπτά του Γκράμσι τη δεκαετία του 1920 για τον ρόλο των
30/67
διανοούμενων και των εκπαιδευτικών, θρησκευτικών και άλλων πολιτιστικών θεσμών,
υπήρξαν μέρος της προσπάθειάς του να αναλύσει τον τρόπο που το κεφάλαιο πέτυχε την
ηγεμονία του μέσω της ιδεολογικής εμφύσησης της συναίνεσης – μια προβληματική η
σημασία της οποίας μεγάλωσε με την αυξανόμενη διείσδυση και σχεδιασμό των θεσμών
αυτών από το καπιταλιστικό κράτος. Παρότι τις δεκαετίες του 1930 και 1940 ο Αντόρνο, ο
Χορκχάιμερ και ο Μαρκούζε καταπιάστηκαν κι επέκτειναν το έργο του Pollock σχετικά με τη
τυραννία της τεχνολογικής ορθολογικότητας καθώς και με τη διεύρυνηση του
εργοστασιακού αυστηρού ελέγχου και της εμπορευματικής μορφής στο σύνολο της
κοινωνίας, ήταν πρωτίστως μέσω του έργου του Μαρκούζε τη δεκαετία του 1960 που οι
ιδέες αυτές διατηρήθηκαν κι έγιναν ευρέως γνωστές, και επηρεάσαν τη Νέα Αριστερά.
Στον Μονοδιάστατο Άνθρωπο, ο Μαρκούζε επεξεργάστηκε τις θεμελιώδεις ιδέες της
κριτικής της Σχολής της Φρανκφούρτης για τη νέα «κοινωνία ευημερίας»[77]. Το κεϋνσιανό
κράτος ως συλλογικός καπιταλιστής ερμηνεύεται σαν η διοίκηση όχι μόνο του συλλογικού
εργοστασίου αλλά επίσης της σφαίρας της κατανάλωσης, στην οποία οι διεκδικήσεις της
εργατικής τάξης εργαλειοποιούνται από μια νέα καταναλωτική λογική κυριαρχίας.
Ικανοποιώντας τις ποσοτικές απαιτήσεις της εργατικής τάξης την ίδια στιγμή που
χειραγωγεί και διαμορφώνει τις απαιτήσεις αυτές ποιοτικά, ο προηγμένος καπιταλισμός
καθίσταται ικανός να ενσωματώνει τους οικονομίστικους αγώνες των εργατών στο
κεφάλαιο, και συνεπώς να αμβλύνει τον σχηματισμό της ταξικής συνείδησης και της
εξέγερσης. Αυτή είναι η «πολιτιστική» πτυχή του σχεδιασμού. Δεν έχουμε πλέον μια
σύνθλιψη των μισθολογικών αγώνων των εργατών μέσω περιοδικών κρίσεων αλλά αντ’
αυτού μια ποσοτική και ποιοτική διαχείριση των αναγκών της εργατικής τάξης ώστε η
τελευταία να μην αμφισβητεί το σύστημα. Με τη διεύρυνηση της εμπορευματικής μορφής
σε όλες τις πτυχές της ζωής, αυτό περιλαμβάνει τον έλεγχο σχεδόν του συνόλου της
πολιτιστικής σφαίρας μέσω της χειραγώγισης της κατανάλωσης. Σε θεσμούς όπως το
εκπαιδευτικό σύστημα, αυτού του είδους ο έλεγχος συμπληρώνεται από άλλες μορφές
ενσωμάτωσης, οι οποίες παίρνουν επίσης την μορφή της αφομοίωσης παρά της άμεσης
καταστολής. Αυτή ήταν η βασική έννοια της διάσημης πραγματείας του Μαρκούζε για την
«κατασταλτική ανοχή» της διαφωνίας εντός του πλαισίου της ακαδημαϊκής «ελευθερίας», η
οποία εκδόθηκε το 1956[78]. Βρίσκουμε εδώ ένα νέο πλαίσιο επανάληψης πολλών από
των θεμάτων της Σχολής της Φρανκφούρτης της δεκαετίας του 1940. Η επίθεση του
Μαρκούζε στη θεσμοποιημένη βία του κεφαλαίου επικαλλείται την ανάλυση του
Χορκχάιμερ του 1940 για τη διάχυτη κατασταλτικότητα του απολυταρχικού κράτους[79].
Ήταν επίσης τη δεκαετία του 1960 που η Κριτική Θεωρία συνδέθηκε ξανά, αδύναμα, με την
πολιτική οικονομία. Η ανάλυση του Μαρκούζε για την καπιταλιστική ηγεμονία, η οποία στο
δοκίμιο Για την Απελευθέρωση κατανοείται ρητά σαν έναν παγκόσμιο φαινόμενο, αντήχησε
στα γραπτά του Μπάραν και του Σουήζυ[80]. Μια ορισμένη επιρροή από τη Σχολή της
Φρανκφούρτης υπήρξε ήδη εμφανής στην Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης (1956) του
Μπάραν, ο οποίος είχε περάσει ένα εκπαιδευτικό έτος σαν προπτυχιακός βοηθός ερευνητή
του Pollock στη Φρανκφούρτη το 1931[81]. Αυτή η επιρροή δεν εμφανίστηκε μόνο στους
ισχυρισμούς του Μπάραν ότι η αμερικάνικη εργατική τάξη είχε ενσωματωθεί πλήρως στον
αμερικάνικο «λαϊκό» ιμπεριαλισμό, αλλά επίσης και στη διατύπωσή του για την αντίφαση
μεταξύ της καπιταλιστικής ορθολογικότητας και της προόδου του ιστορικού λόγου[82]. Στο
Monopoly Capital, η κριτική των Μπάραν και Σουήζυ στην «ανορθολογικότητα» του
προηγμένου κεφαλαίου κι η διαρκής τους απόρριψη της επαναστατικής δυνητικότητας της
31/67
αμερικάνικης εργατικής τάξης παραλληλίζεται με το έργο του Μαρκούζε, όπως κι η
αναζήτησή τους για επαναστατικούς παράγοντες «εκτός» του κεφαλαίου μεταξύ των,
εξωτερικών της εργατικής τάξης, ομάδων των αγροτών του Τρίτου Κόσμου, των
απογοητευμένων φοιτητών και των μαύρων ανέργων[83]. Όπως ο Μαρκούζε,
αποδοκίμαζαν τον καταναλωτισμό, τη σπατάλη και τη βία του κεϋνσιανού καταπιταλισμού
σαν αναπόσπαστα στοιχεία της οικονομικής και πολιτιστικής του ηγεμονίας. Σ’ όλα αυτά, ο
Μαρκούζε, ο Μπάραν κι ο Σουήζυ εξέφραζαν σημαντικά ζητήματα του κύκλου αγώνων της
δεκαετίας του 1960 με έναν τρόπο που επισκίαζε τις αποστεωμένες θεωρίες του
ορθόδοξου μαρξισμού και της Παλιάς Αριστεράς και ταυτόχρονα αναβίωνε την πρόοδο που
έκανε ο δυτικός μαρξισμός κι η Κριτική Θεωρία τις δεκαετίες του 1930 και 1940. Δυστυχώς,
όπως επισημάνθηκε στην προηγούμενη ανάλυση για τους Μπάραν και Σουήζυ και πρέπει
να επαναληφθεί κι εδώ για τον Μαρκούζε και την Κριτική Θεωρία, οι προσεγγίσεις αυτές
περιέχουν ένα βασικό ελάττωμα το οποίο υπονομεύει την ικανότητά τους να κατανοήσουν
πλήρως την εμφάνιση των αγώνων της δεκαετίας του 1960 ή της επακόλουθης περιόδου
της καπιταλιστικής αντεπίθεσης στη δεκαετίας του 1970.
Το μειονέκτημα που κείτεται στην καρδιά της έννοιας της αστικής πολιτιστικής ηγεμονίας
που χρησιμοποιεί η Κριτική Θεωρία (το οποίο καραδοκεί και στη θεωρία της πολιτικής
οικονομίας για την καπιταλιστική τεχνολογική κυριαρχία στο εργοστάσιο) είναι η απόλυτη
μονομέρειά της. Η διατύπωση της πολιτιστικής ηγεμονίας, όπως κι αυτή της παντοδύναμης
τεχνολογικής ορθολογικότητας, αντανακλά την ανικανότητα αναγνώρισης ή
θεωρητικοποίησης της ανάπτυξης μιας εργατικής ισχύος ικανής να απειλήσει το σύστημα.
Παρότι η θεωρία μπορεί να έχει εκφράσει με ακρίβεια τα νέα ζητήματα που συνοδεύσαν την
άνοδο του Χίτλερ, του Στάλιν και του Ρούζβελτ, η υπερβολική της απαισιοδοξία
εκδηλώθηκε τη δεκαετία του 1960. Η λογική της θεωρίας της απόλυτης καταναλωτικής
ενσωμάτωσης ανάγκασε τον Μαρκούζε, τον Μπάραν και τον Σουήζυ να ερμηνεύσουν τις
αναταραχές της περιόδου σαν να βρίσκονται «εκτός» της ταξικής πάλης, και εναποθέσαν
τις ελπίδες τους σ’ αυτό που είδαν σαν εξεγέρσεις ενάντια στη φυλετική κι έμφυλη
καταπίεση και ενάντια στη γενική ανορθολογικότητα του συστήματος. Αυτή η
εξωτερικοποίηση της αντίφασης τους απέτρεψε να δουν την αποτελεσματικότητα των
πραγματικών αγώνων των μισθωτών καθώς και την αλληλεπίδρασή τους με τους
συμπληρωματικούς αγώνες των άμισθων. Ως αποτέλεσμα, ο Μαρκούζε μπορούσε να δει
μόνο ήττα στη διάλυση του «κινήματος» στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και τον
αναδυόμενο κίνδυνο ενός νέου φασισμού. Μη μπορώντας να κατανοήσει πως o κύκλος
αγώνων της δεκαετίας του 1960 είχε θέσει το κεφάλαιο σε κρίση, ο Μαρκούζε επανήλθε
στην πολιτική οικονομία των Μπάραν και Σουήζυ αναζητώντας μια ερμηνεία της διεθνούς
οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1970[84]. Κατά ειρωνικό τρόπο, ενώ μιλούσε για μια
καπιταλιστική «αντεπανάσταση» που μπορούσε να οδηγήσει σ’ ένα 1984, δεν μπόρεσε να
δει την «επανάσταση» στην οποία αντιτέθηκε η «αντεπανάσταση», οπότε την ανακήρυξε σε
μια «προληπτική» δράση του κεφαλαίου[85]. Δεν βλέπει την εξέγερση ενάντια στην εργασία
αλλά ερμηνεύει τις αχαλίνωτες κοπάνες, την πτώση της παραγωγικότητας, το βιομηχανικό
σαμποτάζ, τις άγριες απεργίες και την εγκατάλειψη των σπουδών σαν απλά «προ-
πολιτικά» σημάδια δυσαρέσκειας και πιθανής κατάρρευσης της αστικής πολιτιστικής
ηγεμονίας μέσω του διαχειρισμένου καταναλωτισμού[86]. Ως αποτέλεσμα, ξεκίνησε στο
Αντεπανάσταση και Εξέγερση (1972) να αναδιαμορφώνει την κριτική του θεωρία σε μια
θεωρία για τον τρόπο που η καταναλωτική λογική του σύγχρονου καπιταλισμού μπορεί να
υπονομεύσει τον εαυτό της με την παραγωγή μη-ενσωματώσιμων, υπερβατικών αναγκών.
32/67
Προβλέπει μια αναπτυσσόμενη απόκλιση μεταξύ των καταναλωτικών υποσχέσεων της
καπιταλιστικής ιδεολογίας που αναπαράγονταν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και της
προθυμίας να ανταποκριθεί σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης: «μια αντίφαση μεταξύ
αυτού που είναι, και αυτού που είναι εφικτό και θα έπρεπε να είναι»[87]. Τα πολιτικά
συμπεράσματα που αντλεί ο Μαρκούζε απ’ αυτή την ανάλυση διατυπώνουν την παρούσα
πολιτική κατάσταση με τους όρους του ιδεολογικού ερωτήματος αναφορικά με το εάν η
αναπτυσσόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια μπορεί να μετασχηματιστεί, μέσω μιας
αναζωογονημένης εκπαιδευτικής κι οργανωτικής προσπάθειας της Νέας Αριστεράς, σε μια
πραγματική απειλή για το σύστημα. Παρά την επιβεβαίωσή του ότι ο καταναλωτισμός έχει
διευρύνει τη βάση της εκμετάλλευσης και της πολιτικής αναταραχής, και παρά τις εκκλήσεις
του για μια αναβίωση της Νέας Αριστεράς, πρέπει να ειπωθεί ότι επανειλημμένως
υποδεικνύει προς κάποιες φαινομενικά ανυπέρβλητες δυσκολίες στην εκτέλεση αυτού του
προγράμματος. Δεδομένης της επιμονής του στην απομόνωση των ριζοσπαστών, η
επαναλαμβανόμενη επιβεβαίωσή του για την «πολιτική αδυναμία και την μη-επαναστατική
στάση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης» κι η στήριξή του για την αναγκαιότητα μιας
«μακράς πορείας μέσα απ’ τους θεσμούς» (δουλεύοντας εντός του συστήματος), δεν
πρέπει να εκπλήσσεται κανείς όταν βρίσκει στη τελική του διακήρυξη την παραδοσιακή
παλαιοαριστερή επίκλησης του «μακρύ δρόμου»: «η επόμενη επανάσταση θα αποτελέσει
την έγνοια ολόκληρων γεννεών και η “τελική κρίση του καπιταλισμού” ίσως πάρει έως κι
έναν αιώνα»[88]. Χάθηκε η αίσθηση της αισιοδοξίας του που ίππευσε το κύμα αγώνων της
δεκαετίας του 1960. Ο Μαρκούζε φαίνεται να ανακάλυψε εκ νέου την εγγενή απαισιοδοξία
της Σχολής της Φρανκφούρτης για την έννοια της ηγεμονίας, καθώς και το περιορισμένο
της πολιτικό πρόγραμμα για μια μακρά διαδικασία «έγερσης συνείδησης» μέσω της
ιδεολογικής κριτικής της κοινωνίας. Μη βλέποντας την πραγματική δύναμη που ανέπτυξαν
και κατέχουν οι εργάτες σήμερα, ο Μαρκούζε δεν μπορεί να δει ούτε την έκταση και τις
δυσκολίες των σύγχρονων καπιταλιστικών προσπαθειών αναδιάρθρωσης ούτε το πως οι
διαρκείς αγώνες των εργατών ανακόπτουν αυτές τις προσπάθειες. Απ’ αυτό το δράμα,
μπορεί να συλλάβει μόνο την κατασταλτική πλευρά της καπιταλιστικής επίθεσης και
υποχωρεί σε ένα λιγότερο ή περισσότερο παραδοσιακό αριστερό πρόγραμμα άμυνας
ενάντια στον απολυταρχικό κρατικό καπιταλισμό μέσω των ιδεολογικών αγώνων της
Κριτικής Θεωρίας.
Συνοψίζοντας: παρά την εφευρετικότητα και τη χρησιμότητα της έρευνάς τους για τους
μηχανισμούς της καπιταλιστικής κυριαρχίας τόσο στην οικονομική όσο και στην πολιτιστική
σφαίρα, και επακριβώς λόγω της διατύπωσης αυτών των μηχανισμών σαν μονομερώς
ηγεμονικών, οι Κριτικοί Θεωρητικοί δεν μπορέσαν να δουν την ικανότητα που έχουν οι
αγώνες της εργατικής τάξης να μετασχηματίσουν κι απειλήσουν την ίδια την ύπαρξη του
κεφαλαίου. Η έννοια τους για την κυριαρχία είναι τόσο ολοκληρωτική που οι
«κυριαρχούμενοι» σχεδόν εξαφανίζονται από ενεργό ιστορικό υποκείμενο. Συνεπώς, οι
φιλόσοφοι αυτοί απέτυχαν να ξεφύγουν από το πλαίσιο της απλής ιδεολογικής κριτικής της
καπιταλιστικής κοινωνίας.
Για να επιστρέψουμε στη στρατιωτική αναλογία που χρησιμοποιήσαμε προηγουμένως σε
αυτή την εισαγωγή, μπορούμε να θέσουμε τη δυσκολία ως εξής: αν η προσοχή ενός
εστιάζει αποκλειστικά στις δραστηριότητες του εχθρού στο πεδίο της μάχης, η μάχη
σίγουρα θα χαθεί. Στον ταξικό πόλεμο, όπως και στις συμβατικές στρατιωτικές
συγκρούσεις, πρέπει κανείς να ξεκινά με τη στενότερη μελέτη των ίδιων του των δυνάμεων,
33/67
δηλαδή, της δομής της δύναμης της εργατικής τάξης. Χωρίς μια κατανόηση της ίδιας σου
της δύναμης, η άμπωτη κι η παλίρροια των πολεμικών μετώπων μπορεί να εμφανιστεί σαν
μια ατελείωτη διαδικασία ηγούμενη μόνο από την μονομερή αυτοδραστηριότητα του
εχθρού. Όταν ο εχθρός ανασυντάσσεται ή αναδιαρθρώνεται, όπως κάνει το κεφάλαιο στην
παρούσα κρίση, οι προσπάθειές του πρέπει να ερμηνευτούν με όρους ήττας των
προηγούμενών του τακτικών ή στρατηγικών από τις δικές μας δυνάμεις – όχι απλώς σαν
μια ακόμη έξυπνη κίνηση. Το γεγονός πως είναι αναγκαία μια ανάλυση της στρατηγικής
του εχθρού είναι προφανές. Το ουσιαστικό σημείο είναι ότι μια επαρκής κατανόηση της
στρατηγικής αυτής μπορεί να αποκτηθεί μόνο κατανοώντας τη σε σχέση με τις δικές μας
δυνάμεις και αδυναμίες.
Στη ταινία Πάττον, ο Θρύλος της Νορμανδίας, υπάρχει μια πολύ διδακτική σκηνή στην
οποία ο Πάττον βλέπει ότι θα κερδίσει την άμυνα του Ρόμελ στη Βόρεια Αφρική και φωνάζει
«Διάβασα το βιβλίο σου, μπάσταρδε!». Αναφέρεται σε μια μετάφραση του βιβλίου του
Ρόμελ αναφορικά με τις εχθροπραξίες με τανκς. Αν ο Πάττον είχε διαβάσει το βιβλίο του
εχθρού του με τον τρόπο που διάβασαν οι Κριτικοί Θεωρητικοί τους αστούς συγγραφείς, θα
καθόταν ακόμη στο αρχηγείο του γράφοντας «κριτικές» της τάδε ή δείνα άποψης του
Ρόμελ, ενώ ο Ρόμελ θα τον είχε πατήσει με τον στρατό του. Αντ’ αυτού, διάβασε το βιβλίο
σαν ένα όπλο του εχθρού, που τέτοιο ήταν, ώστε να αναπτύξει καλύτερες στρατηγικές για
να τον νικήσει. Επίσης, δεν θα τον βοηθούσε ιδιαίτερα αν, όταν τελικά αντιμετώπιζε τον
στρατό του Ρόμελ, δεν είχε κατανοήσει τα δυνατά σημεία της ίδια του της δύναμης
πυρός[89].
Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να μελετήσουμε τις δομές της καπιταλιστικής κυριαρχίας, εκτός κι
αν τις αναγνωρίσουμε σαν στρατηγικές που το κεφάλαιο προσπαθεί να επιβάλει. Η
επαναστατική στρατηγική δεν μπορεί να δημιουργηθεί από μια ιδεολογική κριτική·
αναπτύσσεται εντός της πραγματικής συνεχής ανάπτυξης της πάλης της εργατικής τάξης.
Όποιος δεν το βλέπει αυτό, αναπόφευκτα ωθείται πίσω στο πεδίο της «έγερσης
συνείδησης» ως τον μοναδικό τρόπο για τη γεφύρωση του θεωρούμενου χάσματος μεταξύ
της αδυναμίας της εργατικής τάξης (καπιταλιστική ηγεμονία) και της νίκης της εργατικής
τάξης (επαναστατική ήττα του κεφαλαίου).
Αυτή η σύντομη γενική περιγραφή της Κριτικής Θεωρίας δεν προσποιείται με κανένα τρόπο
ότι παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της ανάπτυξης και του βάθους της – μόνο μια
αίσθηση της βασικής της αιχμής και των περιορισμένων της. Μια διεξοδική αξιολόγηση του
έργου της Κριτικής Θεωρίας θα πρέπει να ασχοληθεί με το πλήρες εύρος των έργων των
προαναφερθέντων συγγραφέων, καθώς και με σύγχρονες φιγούρες όπως ο Oskar Negt, ο
Alfred Schmidt και, ιδίως, ο Γιούργκεν Χάμπερμας. Ωστόσο, όπως θα επιδείξει μια
ανάγνωση των έργων τους, όπως το Legitimation Crisis του Χάμπερμας, τα βασικά
χαρακτηριστικά της ανάλυσής τους διατηρούν τη δέσμευσή τους στην ιδεολογική κριτική και
την ανικανότητά τους να αντιμετωπίσουν την ανάπτυξη και την εξέλιξη της ισχύος της
εργατικής τάξης.
Διαβάζοντας το Κεφάλαιο πολιτικά
Η εναλλακτική στην ιδεολογική κριτική είτε της πολιτικής οικονομίας είτε της φιλοσοφίας,
είναι να ξεκινήσουμε από μια στρατηγική ανάλυση του μοτίβου της ανάπτυξης της δύναμης
της εργατικής τάξης ως το μόνο δυνατό έδαφος για την απάντηση του ερωτήματος του πως
34/67
μπορεί να αυξηθεί αυτή η δύναμη. Μια τέτοια ανάλυση απαιτεί να ξεκινήσουμε με μια
εξέταση των πραγματικών αγώνων των εργατών: το περιεχόμενό τους, το πως
αναπτύσσονται και προς τα που κατευθύνονται. Μ’ αυτό εννοώ τους αγώνες των ίδιων των
εργατών, όχι των «επίσημων» οργανώσεών τους (συνδικάτα, κόμματα κλπ). Οι δράσεις
αυτών των οργανώσεων ίσως να εκφράζουν με ακρίβεια τους αγώνες των ίδιων των
εργατών, αλλά ίσως και όχι. Συχνά έρχονται σε πλήρη αντίθεση μεταξύ τους. Λόγω αυτού,
πρέπει να ξεκινήσουμε με τους ίδιους τους αδιαμεσολάβητους αγώνες. Από τη στιγμή που
η τάξη δεν είναι μονολιθική αλλά διαιρεμένη -το κεφάλαιο βασιλεύει διαιρώντας- η εξέταση
αυτών των αγώνων απαιτεί μια ανάλυση των διαφορετικών τμημάτων της τάξης και της
αλληλοσυσχέτισής τους, ειδικά του πως οι αγώνες ενός τμήματος κυκλοφορούν, ή δεν
κυκλοφορούν, στα άλλα τμήματα. Είναι μόνο μέσω της κυκλοφορίας των αγώνων, στην
οποία οι αγώνες των διάφορων τμήματων της τάξης αλληλοσυνδέονται για να
συμπληρώσουν ο ένας τον άλλον, που επιτυγχάνεται η πραγματική ενότητα ενάντια στο
κεφάλαιο. Χωρίς μια τέτοια συμπληρωματικότητα, η «ταξική συνείδηση» αποτελεί μόνο ένα
ιδεολογικό λούστρο· μ’ αυτή, η «ταξική συνείδηση» είναι περιττή. Οπότε, για μια αξολόγηση
της παρούσας δύναμης της εργατικής τάξης, είναι αναγκαίο να αντιληφθούμε με σαφήνεια
τόσο τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της τάξης -οι οποίες πρέπει να κατανοηθούν, βασικά,
σαν ιεραρχικές διαιρέσεις ισχύος σε σχέση με το κεφάλαιο- όσο και τον βαθμό στον οποίο
οι διαιρέσεις αυτές ξεπερνιούνται. Είναι μόνο εντός αυτού του πλαισίου που μπορούμε να
χωροθετήσουμε ορθά τον ρόλο των «επίσημων» οργανώσεων της τάξης. Είναι μόνο εντός
αυτού του πλαισίου που μπορούμε να αξιολογήσουμε γόνιμα τις πρωτοβουλίες του
κεφαλαίου τόσο στο εργοστάσιο όσο και στην ευρύτερη «πολιτιστική» σφαίρα.
Για να προβούμε σε μια τέτοια αξιολόγηση της ταξικής πάλης από τη σκοπιά της εργατικής
τάξης, είναι αρχικά αναγκαίο να αντιληφθούμε το σημείο εκκίνησής της: την
αυτοδραστηριότητα της τάξης, η οποία την κάνει κάτι παραπάνω από ένα θυματοποιημένο
γρανάζι της μηχανής του κεφαλαίου, από μια κατακερματισμένη μάζα που χρειάζεται
οδηγίες για τα ταξικά της συμφέροντα. Αυτή η βασική αντίληψη φαίνεται να έχει επιβληθεί
επανειλημμένως σε μερικούς τουλάχιστον μαρξιστές σε περιόδους επαναστατικών
αναταραχών, και συχνά υποχωρούσε ξανά σε περιόδους ήττας. Για τον Μαρξ, η
κατανόησή του της αυτονομίας της εργατικής τάξης σε σχέση με τις άλλες τάξεις
κινητοποιήθηκε από τη συμμετοχή του στις επαναστάσεις του 1848 κι από τις μελέτες του
για την Κομμούνα του 1871, και επικυρώθηκε στις λεπτομερείς του μελέτες για την ιστορική
ανάπτυξη του καπιταλισμού. Βρίσκουμε πολλά εκπληκτικά παραδείγματα αυτής της
κατανόησης στο Κεφάλαιο, για παράδειγμα, στην ανάλυσή του για τους αγώνες των
εργατών σχετικά με τη μείωση της εργάσιμης ημέρας (βλέπε παρακάτω το δεύτερο
κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου).
Για τον Λένιν, η ραγδαία ανάπτυξη των σοβιέτ από τους Ρώσους εργάτες το 1905, και ξανά
το 1917, τον ανάγκασε να επαναθεωρήσει την προηγούμενή του ανάλυση στο Τι να
Κάνουμε; (1902). Προηγουμένως είχε επιμείνει στην κατακερματισμένη κι αμυντική φύση
των εργατικών αγώνων και την ανάγκη για επαγγελματίες επαναστάτες που θα διδάξουν
στη τάξη τα συμφέροντά της. Ως αποτέλεσμα της αυτονομίας που επέδειξαν τα σοβιέτ σε
σχέση τόσο με το κεφάλαιο όσο και με τους μπολσεβίκους, επέστρεψε στο παράδειγμα της
Κομμούνας γράφοντας το Κράτος και Επανάσταση και λάνσαρε το σύνθημα «Όλη η
εξουσία στα σοβιέτ». Αργότερα, με τη γραφειοκρατικοποίηση των σοβιέτ και την πάλη
35/67
αναφορικά με τη «σοσιαλιστική συσσώρευση», η έννοια της αυτόνομης δύναμης των
εργατών διαγράφηκε από το λεξικό των σοβιετικών σχεδιαστών και του ορθόδοξου
μαρξισμού[90].
Όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα, παρά τα βιώματά τους στα εργατικά συμβούλια,
οι συμβουλιακοί κομμουνιστές απέτυχαν να αναπτύξουν κάποια έννοια της αυτονομίας των
εργατών που να διαρκέσει. Για παράδειγμα, ο Καρλ Κορς, ο οποίος συμμετείχε στις
γερμανικές εργατικές κυβερνήσεις του 1923, διατήρησε μια λενινιστική θέση σαν αυτή του
Τι να Κάνουμε; καθόλη τη διάρκεια της περιόδου. Όταν αργότερα εγκατέλειψε αυτή τη θέση,
ήταν στο πλαίσιο της αποβολής του από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας και μιας
ανάλυσης των εργατικών αγώνων στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση. Μέχρι τότε (1927),
ωστόσο, η αντεπανάσταση είχε εδραιωθεί για τα καλά τόσο στη Δυτική Ευρώπη όσο και τη
Σοβιετική Ένωση, και οι εργατικοί αγώνες ήταν πρωτίστως αμυντικού χαρακτήρα[91]. Αυτό
το υπόβαθρο μας βοηθάει να ερμηνεύσουμε την ανικανότητα των δυτικών μαρξιστών να
εννοιολογήσουν έναν οποιονδήποτε αυτόνομο ρόλο της πάλης της εργατικής τάξης εντός
του κεφαλαίου.
Η τάση Johnson-Forest
Μια σημαντική στιγμή της αναγνώρισης της πραγματικότητας της αυτονομίας μπορεί να
βρεθεί στο έργο της λεγόμενης τάσης Johnson-Forest, η οποία αναδύθηκε από το
τροτσκιστικό κίνημα τη δεκαετία του 1940 κι ύστερα διασπάστηκε απ’ αυτό το 1950[92]. Η
τάση Johnson-Forest πήρε το όνομά της από τα ψευδώνυμα J. R. Johnson και F. Forest
που χρησιμοποιούσαν εκεινή την περίοδο ο Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς κι η Raya Dunayevskaya
αντίστοιχα. Η πάλη της τάσης αυτής για την αναγνώριση της αυτοδραστηριότητας των
εργατών κι ενάντια στις κομματικές λενινιστικές έννοιες του Τι να Κάνουμε; δόθηκε σε
πολλά επίπεδα.
Ο Τζέιμς, ένας μαύρος από το Τρινιδάδ, φαίνεται να κατέληξε στη θέση του αυτή μέσω της
συμμετοχής του σε διάφορους εργατικούς αγώνες και τους δεσμούς του μ’ αυτούς, για
παράδειγμα, με το κίνημα της ανεξαρτησίας του Τρινιδάδ, και τους αγώνες των μαύρων
Αμερικάνων στο Νότο και τις αυτοκινητοβιομηχανίες του Ντητρόιτ. Από τα τέλη της
δεκαετίας του 1930, επιχειρηματολογούσε για την αναγνώριση της ζωτικότητας και της
σημασίας της ανεξαρτησίας των αγώνων των μαύρων στις ΗΠΑ, και ενάντια σε κάθε
προσπάθεια υπαγωγής τους σε κάποιο αριστερό κόμμα. Πράγματι, έως τα τέλη της
δεκαετίας του 1940, ο Τζέιμς ισχυριζόταν ότι οι μαύροι εργάτες συγκροτούσαν την
«πρωτοπορία των εργατικών αγώνων» στην αυτοκινητοβιομηχανία και αλλού[93].
Ωστόσο, η αναγνώριση της αυτονομίας απ’ αυτή τη τάση πήγαινε πέρα από εκείνη των
μαύρων εργατών. Αναγνώριζαν επίσης την αυτονομία της ίδιας της εργατικής τάξης, τόσο
από το κεφάλαιο όσο κι από τις «επίσημες» οργανώσεις της: το Κόμμα και τα συνδικάτα.
Αυτό φαίνεται καθαρά στη στάση τους για τις εξελίξεις τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Σοβιετική
Ένωση τις δεκαετίες του 1930 και 1940. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, τόσο ο
Τζέιμς όσο κι η Dunayevskaya πραγματοποίησαν εντατικές μελέτες για τη φύση του
συστήματος της Σοβιετικής Ένωσης και τη σχέση του με τον δυτικό καπιταλισμό, σαν
τμήμα των προσπαθειών τους να κατανοήσουν εκείνη την περίοδο της ταξικής πάλης και το
νόημα του Β’ ΠΠ. Καθώς προχωρούσαν την ανάλυσή τους, ήρθαν σε αυξανόμενη
σύγκρουση με την ορθόδοξη τροτσκιστική ανάλυση της κατάστασης στις ΗΠΑ και την
36/67
ΕΣΣΔ σαν ένα «εκφυλισμένο εργατικό κράτος», καθώς και με τις αντιλήψεις των ορθών
πολιτικών κατευθύνσεων που συνεπάγονταν αυτές οι αναλύσεις. Σε μια σειρά άρθρων,
μπροσούρων και δηλώσεων, έθεσαν τις δικές του θέσεις γι’ αυτά τα ζητήματα. Πιθανώς το
πιο σημαντικό απ’ αυτά τα κείμενα της περιόδου, όντας το πιο ολοκληρωμένο, ήταν το
State Capitalism and World Revolution, το οποίο φαίνεται να γράφτηκε κυρίως από τον Σ.
Λ. Ρ. Τζέιμς, και υποβλήθηκε το 1950 στο Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού
Κόμματος[94]. Ήταν λίγο ύστερα απ’ αυτό το συνέδριο που η τάση αποχώρησε επίσημα και
ανασυγκροτήθηκε το 1951 ως Εκδοτική Επιτροπή της εφημερίδας Correspondence.
Στο State Capitalism and World Revolution, ο Τζέιμς ανέλυσε τον τρόπο παραγωγής στις
ΗΠΑ κι ισχυρίστηκε ότι η άνοδος του ταιηλορισμού και του φορντισμού ανήγγειλε μια νέα
φάση για τη ταξική πάλη. Όπως κι η Σχολή της Φρανκφούρτης, αν και δεν μπόρεσα να
βρω κάποια άμεση σύνδεση μεταξύ τους[95], ο Τζέιμς είδε ότι οι νέες τεχνολογίες
συγκροτούσαν νέες μεθόδους κυριαρχίας. Αντίθετα μ’ αυτούς, είδε επίσης τη δύναμη των
εργατών και γνώριζε πολύ καλά τη θεμελιώδη σημασία αυτής της αναγνώρισης.
Ισχυρίστηκε ότι ο ταιηλορισμός είχε κινηθεί από μια προπολεμική φάση πειραματικής
εφαρμογής στο να γίνει ένα «κοινωνικό σύστημα» όπου το εργοστάσιο «έχει σχεδιαστεί για
τη συνεχή ροή της παραγωγής και για έναν προηγμένο σχεδιασμό της παραγωγής, της
λειτουργίας και του ελέγχου»[96]. Κι ύστερα ο φορντισμός, μεταξύ του 1924 και 1928,
προσέθεσε μια περαιτέρω «εξορθολόγιση της παραγωγής» που συνδέοταν με «τη διαρκή
ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας, την μείωση της ανάγκης για εξειδίκευση και τον
καθορισμό της αλληλουχίας των λειτουργιών και της ταχύτητας της μηχανής»[97]. Αυτή η
νέα οργάνωση της παραγωγής παρείχε τη βάση ενός σύγχρονου ολοκληρωτισμού όχι
μόνο στις ΗΠΑ, αλλά επίσης στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση. «Το φορντικό
καθεστώς πριν τη συνδικαλοποίηση», έγραψε, «αποτελεί το πρότυπο των παραγωγικών
σχέσεων της φασιστικής Γερμανίας και της σταλινικής Ρωσίας»[98]. Αλλά το σημείο που ο
Τζέιμς κι η τάση Johnson-Forest διέφεραν ριζικά από άλλους που επίσης είδαν αυτή την
κυριαρχία, ήταν η ισότιμή τους επιμονή στη δύναμη των εργατών να αντιτεθούν σ’ αυτές τις
νέες μορφές: «Όμως -και χωρίς αυτό, όλος ο μαρξισμός χάνεται- αναπόσπαστα
συνυφασμένη με την ολοκληρωτική τάση είναι η απάντηση της εργατικής τάξης. Ένα
ολόκληρο νέο στρώμα εργατών, αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης, ξέσπασε σε
εξέγερση στη CIO»[99].
Όταν ύστερα ανέλυσε την μετέπειτα περίοδο, στην οποία οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες
στραφήκαν ενάντια στους εργάτες και μετασχηματίστηκαν «σε ένα όργανο της
καπιταλιστικής παραγωγής», είδε ξανά περισσότερα από απλή κυριαρχία. Είδε αντ’ αυτού
την αυτόνομη εξέγερση της βάσης ενάντια τόσο στην εντατικοποίηση της εργασίας όσο και
στο συνδικάτο: «Αλλά μαζί με την εντατικοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής και την
πενταετή δέσμευση του εργάτη [μέσω της σύμβασης] πρέπει αναπόφευκτα να υπάρξει μια
αύξηση των αναταραχών, των άγριων απεργιών […] Αυτός είναι επακριβώς ο λόγος που η
γραφειοκρατία, αφού προσπάθησε επί ματαίω να σταματήσει τις άγριες απεργίες
απαγορεύοντάς τες στις συμβάσεις, έχει αναλάβει τώρα το καθήκον της βίαιης καταστολής
αυτής της διακοπής της παραγωγής»[100].
Η κριτική της Σοβιετικής Ένωσης από τον Τζέιμς και τη Dunayevskaya ήταν επίσης
παρόμοια μ’ εκείνη της Σχολής της Φρανκφούρτης. Ισχυρίστηκαν ότι η Σοβιετική Ένωση
ήταν κρατικοκαπιταλιστική και, βασικά, μόνο μια παραλλαγή της παρούσας ιστορικής
37/67
φάσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης[101]. «Η σταλινική γραφειοκρατία», έγραφε ο Τζέιμς,
«είναι η αμερικανική γραφειοκρατία τραβηγμένη στο τελικό και λογικό της άκρο, και οι δύο
προϊόντα της καπιταλιστικής παραγωγής στην εποχή του κρατικού καπιταλισμού»[102].
Όπως και με το έργο του Friedrich Pollock, το συμπέρασμα αυτό βασιζόταν σε μια μελέτη
της οργάνωσης της παραγωγής στη Σοβιετική Ένωση. Ο Τζέιμς ιχνηλάτησε το μοτίβο της
εισαγωγής της απλήρωτης εργασίας, του μισθού με το κομμάτι και του ταιηλορικού
συστήματος. Όμως, παρά τη σταλινική επιτυχία και τις ήττες των εργατών εκείνη την
περίοδο, ισχυρίστηκε ότι ήταν μόνο προσωρινές κι ότι οι εργάτες θα λαμβάναν ξανά την
πρωτοβουλία. Η οργάνωση αυτής της πρωτοβουλίας δεν θα ερχόταν, κατά τη γνώμη του,
από τις παραδοσιακές λενινιστικές οργανώσεις. «Το προλεταριάτο», έγραφε, «πάντα
διαλύει την παλιά οργάνωση παρορμητικά, με ένα άλμα […] Η νέα οργάνωση, ο νεός
οργανισμός θα ξεκινήσει αυθόρμητα, δηλαδή, με την ελεύθερη δημιουργική δραστηριότητα
σαν την αναγκαιότητά της»[103]. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι καθώς οι εργάτες αναπτύσσουν
νέες μορφές «πειθαρχημένου αυθορμητισμού» αυτό θα σημαίνει την καταστροφή των
Κομμουνιστικών Κομμάτων, τα οποία είχαν γίνει πράκτορες του κεφαλαίου. Όταν πράγματι
ξέσπασε η εξέγερση το 1956, ο Τζέιμς υποστήριξε τα ουγγρικά εργατικά συμβούλια ενάντια
στη σοβιετική παρέμβαση. Όσο η τάση Johnson-Forest παρέμενε φραξιά του τροτσκιστικού
κινήματος, υπήρχαν περιορισμοί στη διορατικότητα με την οποία μπορούσε να καθοριστεί η
απόρριψή τους των παλιών προτύπων οργάνωσης. Όταν αποχώρησαν, ωστόσο,
αντιμετώπισαν πράγματι αυτό το ζήτημα πολύ καθαρά. Στον Πρόλογο της δεύτερης
έκδοσης (1956) του State Capitalism and World Revolution, η επίθεση προς τον λενινισμό
υπήρξε άμεση: «Τα πολιτικά συμπεράσματα αυτής της οικονομικής ανάλυσης μπορούν να
συνοψιστούν στην απόλυτη απόρριψη για την εποχή μας της θεωρίας και της πρακτικής
της λενινιστικής θεωρίας του κόμματος-πρωτοπορία»[104].
Όσο για τη φύση των νέων οργανωτικών μορφών οι οποίες θα ήταν κατάλληλες για τη νέα
εποχή, ο Τζέιμς κι όσοι τηρήσαν παρόμοια θέση μ’ αυτόν κοίταξαν προς τα ίδια τα εργατικά
κινήματα:
Οι μεγάλες οργανώσεις των λαϊκών κι εργατικών μαζών του παρελθόντος δεν υπήρξαν
προϊόν επεξεργασίας κάποιας θεωρητικής ελίτ ή πρωτοπορίας. Αναδύθηκαν από το βίωμα
εκατομμυρίων ανθρώπων και την ανάγκη τους να ξεπεράσουν τις αφόρητες πιέσεις που
τους είχε επιβάλλει επί σειρά γενέων η κοινωνία […] οι νέες οργανώσεις θα έρθουν όπως
και το Κόμμα των Levellers του Λίλμπουρν, όπως οι σέχτες κι οι λαϊκές εταιρείες του
Παρισίου το 1793, όπως η Κομμούνα το 1871 και τα σοβιέτ το 1905, χωρίς κανένας να έχει
κάποια συγκεκριμένη ιδέα σχετικά με το πως θα εμφανιστούν, με όλη τους τη δύναμη και το
μεγαλείο τους.
Όμως, όταν έχουμε μια καθαρή ιστορική οπτική, μπορούμε να δούμε το περίγραμμα του
μέλλοντος να αναδύεται στην ανατολική Γερμανία το 1953, την μεγάλη απεργία στη Νάντη
το 1955, τη γενική απεργία ενάντια στον Reuther των Ηνωμένων Εργατών της
Αυτοκινητοβιομηχανίας [ο ηγέτης του εν λόγω συνδικάτου] […] τον απίστευτο 10ετή αγώνα
των Βρετανών λιμενεργατών, και σήμερα, καθώς γράφονται αυτά τα λόγια, των εργατών
στο Κόβεντρι […] Όλοι αυτοί οι αγώνες, που διαφέρουν στην έκτασή τους και τη σημασία
τους, έχουν ένα κοινό, ότι όλοι τους ενσωματώνουν σχηματισμούς και δραστηριότητες οι
38/67
οποίες υπερισχύουν, ανατρέπουν ή στοχεύουν συνειδητά να υποκαταστήσουν τις
παραδοσιακές οργανώσεις των εργατών με νέες κοινωνικές μορφές. Όσο ψηλά κι αν
φτάσουν, χτίζουν επί οργανώσεων βάσης και δράσεων στον χώρο εργασίας[105].
Αυτή η έμφαση στην πρωτοβουλία των εργατών στη βάση, προερχόταν από μελέτες κι
επαφές της τάσης Johnson-Forest, και μετέπειτα της Εκδοτικής Επιτροπής της
Correspondence, με εργοστασιακούς εργάτες, και ήταν το σήμα κατατεθέν της πολιτικής
τάσης που εκπροσωπούσαν. Απ’ αυτή την οπτική, πιθανώς οι πιο σημαντικές απ’ τις
δημοσιεύσεις τους ήταν εκείνες που παρουσιάζαν κι ανέλυαν τους αγώνες των εργατών
ενάντια τόσο στη διοίκηση όσο και τα συνδικάτα. Οι δημοσιεύσεις αυτές περιλαμβάνουν
εκθέσεις όπως το The American Worker (1947) που πραγματεύεται τους καθημερινούς
αγώνες σε ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων, το Punching Out (1952) σχετικά με τη ζωή στο
εργοστάσιο και το Union Committeemen and Wild Cat Strikes (1955) σχετικά με τις άγριες
απεργίες του 1955 στην αυτοκινητοβιομηχανία και τον ρόλο των μελών των ριζοσπαστικών
συνδικαλιστικών επιτροπών[106]. Κατά τη δεκαετία του 1950 και τις αρχές εκείνης του
1960, κρατήσαν ζωντανή την πολιτική της αυτοδραστηριότητας των εργατών μέσω
μελετών, συγγραφής και ενεργής παρέμβασης στους εργατικούς αγώνες[107].
Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα
Η αναπτυσσόμενη κρίση του τροτσκισμού στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ αλλά και
μεταπολεμικά, από την οποία αναδύθηκε κι η τάση Johnson-Forest, υπήρξε παράλληλη
μιας παρόμοιας κρίσης στην Ευρώπη. Η ίδια δυσαρέσκεια με την ανάλυση του Τρότσκι για
τη Σοβιετική Ένωση και τον ρόλο του Κόμματος οδήγησε αρκετά μέλη του γαλλικού
τμήματος της Τέταρτης Διεθνούς (το Partie Communiste Internationale) αρχικά να
σχηματίσουν μια αντιπολιτευτική φραξιά κι ύστερα μια τελείως ξεχωριστή ομάδα η οποία
έκδιδε την επιθεώρηση Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα (1949-1965)[108]. Όχι μόνο η εξέλιξη
της ομάδας γύρω απ’ το Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα είχε πολλές εντυπωσιακές ομοιότητες
με τη τάση Johnson-Forest, αλλά επίσης οι δύο ομάδες βρίσκονταν σε άμεση επαφή
μεταξύ τους, εκδίδαν η μία το υλικό της άλλης και συνυπέγραψαν πολλά κείμενα, τα οποία
υποδεικνύουν τις ομοιότητες των απόψεών τους. Το πιο σημαντικό για το ενδιαφέρον μου
εδώ, μοιράζονταν μια παρόμοια αντίληψη για τον θεμελιώδη ρόλο της αυτονομίας της
εργατικής τάξης και ακολούθησαν παρόμοια εγχειρήματα έρευνας κι ανάλυσης της
συγκεκριμένης πραγματικότητας των εργατικών αγώνων.
Όπως η τάση Johnson-Forest, το Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα είχε δύο κύριους
εκπροσώπους: τον Κορνήλιο Καστοριάδη, έναν Έλληνα οικονομολόγο, και τον Κλωντ
Λεφόρ. Η αποχώριση του Καστοριάδη από τον τροτσκισμό πήγαζε από τα βιώματά του
στην Ελλάδα κατά τον Β’ ΠΠ, όταν ξεκίνησε να αντιλαμβάνεται ότι η τροτσκιστική ανάλυση
για το ΚΚΕ ήταν επικίνδυνα ανεπαρκής. Αντιλήφθηκε ότι το ΚΚΕ δεν ήταν περισσότερο
πιθανό να γίνει «ασταθές» αν ερχόταν στην εξουσία (όπως υποστήριζαν οι Έλληνες
τροτσκιστές) απ’ ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσίας, το οποίο είχε αναδυθεί από τον
πόλεμο ισχυρότερο από ποτέ. Όπως οι Αμερικάνοι ομόλογοί του, θεώρησε ότι η
πραγματικότητα της αναπτυσσόμενης δύναμης της ρώσικης γραφειοκρατίας ερχόταν
δογματικά σε αντίφαση με τη θεωρία του Τρότσκι για το «εκφυλισμένο Εργατικό
Κράτος»[109]. Ο Λεφόρ, ο οποίος μοιραζόταν αυτή την αντίληψη, έφερε επίσης στην
κριτική της τροτσκιστικής ορθοδοξίας την επιρροή του παλιού καθηγητή του, του
φιλοσόφου Μερλώ-Ποντύ, και μια γερή δόση υπαρξιακής φαινομενολογίας[110]. Μαζί με
39/67
άλλους στην ομάδα τους, προώθησαν όχι μόνο μια λεπτομερή ανάλυση της Σοβιετικής
Ένωσης (βασισμένη στην μελέτη των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, όπως το έργο του
Τζέιμς και της Dunayevskaya) αλλά επίσης την αναπόφευκτη κριτική των λενινιστικών
εννοιών του Κόμματος και του σοσιαλισμού[111].
Παρότι η κριτική της γραφειοκρατίας που αναπτύχθηκε στο Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα
διέφερε σε πολύ σημαντικές απόψεις από τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού, τόσο οι
γαλλικές όσο κι οι αμερικάνικες ομάδες μοιράζονταν μια απόρριψη των πραγμοποιημένων
κατηγοριών του ορθόδοξου μαρξισμού καθώς και μια έμφαση στην ανάλυση των εργατικών
αγώνων στην παραγωγή και στην κοινότητα, αμεσολάβητων από οποιαδήποτε επίσημη
οργάνωση. Σε μια πρόσφατη (1975) συνέντευξη σχετικά με την εξέλιξη του Σοσιαλισμός ή
Βαρβαρότητα, ο Κλωντ Λεφόρ σχολίασε τη σχέση τους με την αμερικάνικη ομάδα: «Εκείνοι
[ο Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς κι η R. Dunayevskaya] είχαν καταλήξει σε συμπεράσματα παρόμοια με τα
δικά μας για την ΕΣΣΔ, τη γραφειοκρατία και τις συνθήκες για μια αυτόνομη πάλη των
εκμεταλλευόμενων. Η αντίληψή τους για την καθημερινή αντίσταση των εργατών στη
βιομηχανία υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη»[112]. Το ενδιαφέρον του Καστοριάδη και του Λεφόρ
σ’ αυτή την αντίληψη εκφράστηκε αρχικά από την μετάφραση και επανέκδοση του The
American Worker (σαν σειρά άρθρων ξεκινώντας από το πρώτο τεύχος του Σοσιαλισμός ή
Βαρβαρότητα) κι ύστερα μέσα από πολλά άρθρα στα οποία η προσέγγιση αυτή
αναπτύχθηκε στο γαλλικό πλαίσιο. Το έργο αυτό το ανέλαβαν εν μέρει ο Daniel Mothé κι ο
Henri Simon, οι οποίοι ήταν εργάτες και συνδικαλιστές μιλιτάντηδες όπως ο Paul Romano.
Όπως ο Romano είχε γράψει για τους αγώνες του σ’ ένα εργοστάσιο της General Motors, ο
Mothé έγραφε για τους αγώνες του σ’ ένα εργοστάσιο της Renault κι ο Simon για τη
δουλειά του σε μια μεγάλη ασφαλιστική εταιρεία. Ο Καστοριάδης, όπως και άλλοι,
συνείσφερε επίσης στην ανάλυση τέτοιων αγώνων μέσω διάφορων άρθρων.
Τόσο στην περίπτωση του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα όσο και στη τάση Johnson-Forest,
ο ανορθόξος μαρξισμός τους κι η εστίασή τους στους εργατικούς αγώνες τους οδήγησε
επίσης πέρα από το εργοστάσιο προς την κοινότητα. Στις ΗΠΑ, το έργο του Τζέιμς για τους
αγώνες των μαύρων προέβλεψε την άνοδο του κινήματος για τα πολιτειακά δικαιώματα και
του κινήματος για την μαύρη δύναμη. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Γαλλιά, οι δύο ομάδες
υπήρξαν ανάμεσα στις πρώτες που εστιάσαν σε μη-εργοστασιακούς αγώνες,
συμπεριλαμβανομένων των αγώνων της νεολαίας και των γυναικών, οι οποίοι αργότερα θα
γίνονταν πολύ σημαντικοί την επόμενη δεκαετία.
Παρά το γεγονός ότι κι οι δύο ομάδες παρέμειναν μικρές καθόλη τη διάρκεια της ύπαρξής
τους, και παρά το γεγονός ότι, τουλάχιστον στην περίπτωση του Καστοριάδη και του
Λεφόρ, οι κύριοί τους εκπρόσωποι κατέληξαν να απορρίψουν όχι μόνο τον ορθόδοξο
μαρξισμό αλλά το σύνολο του μαρξισμού, η συνεισφορά τους στην ανάπτυξη μιας
χρήσιμης κατανόησης των εργατικών αγώνων στη σύγχρονη κοινωνία υπήρξε σημαντική.
Αφενός, μέσω των γραπτών τους άφησαν μια ανεκτίμητη τεκμηρίωση των αναλύσεών τους
σε θέματα όπως η φύση της σοβιετικής κοινωνίας, οι μορφές κι ο χαρακτήρας των
εργατικών αγώνων, η κριτική του ορθόδοξου μαρξισμού και το ζήτημα της οργάνωσης.
Αφετέρου, παρότι η διανομή του έργου τους υπήρξε περιορισμένη και τα μέλη τους λίγα, το
έργο τους μολαταύτα συγκρότησε μια σημαντική εμπειρία και σημείο αναφοράς για
πολλούς που ακολούθησαν. Όπως η αναγνώριση κι η εκτίμηση των γραπτών τους φαίνεται
μόλις τώρα να ξεκινά να φτάνει σε επίπεδα αντίστοιχα της βαρύτητάς τους, έτσι κι οι
40/67
γραμμές της επιρροής που ασκήσαν μόλις τώρα ξεκινούν να μελετούνται. Μια σημαντική
γραμμή επιρροής η οποία θα αναφερθεί, αν δεν εξερευνηθεί επαρκώς, στην επόμενη
ενότητα ήταν η επιρροή των αναλύσεών τους για τους αυτόνομους εργατικούς αγώνες σε
σημαντικές φιγούρες της πτέρυγας της «εργατικής αυτονομίας» της ιταλικής Νέας
Αριστεράς τις δεκαετίες του 1960 και 1970.
Η ιταλική Νέα Αριστερά
Η νέα επίγνωση της αυτονομίας των εργατών που αναδύθηκε τη δεκαετία του 1960
παρήγαγε πολλές νέες αναλύσεις των θεωρητικών και πολιτικών συνεπειών αυτού του
φαινομένου. Αυτό υπήρξε ιδιαίτερα αληθές στη Γαλλία και την Ιταλία, όπου η ανάπτυξη της
εργατικής εξέγερσης έλαβε την μορφή της αντιπαράθεσης κι απόρριψης του πανίσχυρου
Κομμουνιστικού Κόμματος από μεγάλη μερίδα των βιομηχανικών εργατών, φοιτητών και
διανοούμενων. Σ’ αντίθεση με την κατάσταση στις ΗΠΑ, όπου η επιστροφή στον Μαρξ
έλαβε χώρα ενάντια στην κυρίαρχη επιρροή του νεομαρξισμού, στην Ιταλία και τη Γαλλία
αναδύθηκε από τη σύγκρουση με το Κομμουνιστικό Κόμμα και τα κυριαρχούμενα απ’ αυτό
συνδικάτα. Η αντιπαράθεση αυτή εμφανίστηκε καθώς η ραγδαία κυκλοφορία νέων μορφών
αγώνων της εργατικής τάξης τόσο στο εργοστάσιο όσο και στην κοινότητα ξεκίνησαν να
ξεφεύγουν από τον έλεγχο του Κόμματος. Στη Γαλλία, το σημείο καμπής ήρθε με τα
δραματικά γεγονότα του Μάη του 1968, όταν εκατομμύρια εργατών και εκατοντάδες
χιλιάδες φοιτητών κατέλαβαν τα εργοστάσια και έστησαν οδοφράγματα σε μια αυτόνομη
αναταραχή που ξάφνιασε πλήρως τόσο το Κόμμα όσο και την κυβέρνηση. Στην Ιταλία, η
εξέγερση υπήρξε λιγότερη δραματική αλλά αναπτύχθηκε ραγδαία μέσα στη δεκαετία του
1960, ξεφεύγοντας τόσο από τον έλεγχο όσο και την αντίληψη της μαρξιστικής ορθοδοξίας.
Όταν, και στις δύο περιπτώσεις, το Κομμουνιστικό Κόμμα συμπαρατάχθηκε με
καπιταλιστικές δυνάμεις για να προσπαθήσει να περιορίσει τα εξεγερσιακά κινήματα,
αποκάλυψε τη φύση του σαν μια οργάνωση εντός του κεφαλαίου. Όπως στην Ασία και τη
Λατινική Αμερική, η αυξανόμενη σύγκρουση μεταξύ της εργατικής τάξης και των
διανοούμενων μιλιτάντηδων με τις «επίσημες» οργανώσεις της τάξης οδήγησε σε
διασπάσεις και τον σχηματισμό νέων οργανώσεων και νέων θεωριών, ως κομμάτι μιας
νέας πολιτικής. Ένα ουσιαστικό στοιχείο σε αρκετές απ’ αυτές τις νέες ομάδες υπήρξε η
κεντρικότητα της έννοιας της αυτονομίας των εργατών.
Στην Ιταλία, μερικές από τις σημαντικότερες αναλύσεις εκείνων που συνδέονταν με τις νέες
τάσεις της «εξωκοινοβουλευτικής» Αριστεράς εκδίδονταν σε μια σειρά νέων περιοδικών:
για παράδειγμα, Quaderni Rossi (1960-1966), Classe Operaia (1964-1967), Lavoro Zero
(1975- ), Contropiano (1967-1972), Primo Maggio (1973- ) και Quaderni del Territorio
(1976- ). Οι εξωκοινοβουλευτικές ομάδες που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της
περιόδου περιλαμβάνουν οργανώσεις όπως οι Potere Operaio, Il Manifesto και Lotta
Continua.
Το κεντρικό γεγονός ότι οι αγώνες της εργατικής τάξης επανειλημμένως κινήθηκαν προς τα
εμπρός αυτόνομα από την επιρροή των συνδικάτων και του Κόμματος, και συχνά ενάντιά
τους, υπήρξε ένα βασικό θέμα συζήτησης, θεωρητικοποίησης και διαβούλευσης μεταξύ της
νέας αυτής γενιάς μιλιτάντηδων. Από την έρευνα της πραγματικότητας της αυτονομίας
μεταξύ των εργατών στη βάση, και από μια επανεξέταση της ιστορίας της εργατικής πάλης,
ειδικά στις ΗΠΑ, κατάφεραν να διατυπώσουν με νέα οξύτητα και βάθος τη θέση ότι η
εργατική τάξη δεν αποτελεί απλά ένα παθητικό, αντιδραστικό θύμα το οποίο αμύνεται των
41/67
συμφερόντων του ενάντια στην καπιταλιστική επέλαση, και ότι η ύστατη δύναμή της να
ανατρέψει το κεφάλαιο βασίζεται στην υπάρχουσά της δύναμη να κινήσει αγώνες για να
εξωθήσει το κεφάλαιο να αναδιοργανωθεί και να αναπτυχθεί.
Οι μελέτες των εξεγέρσεων στα ιταλικά εργοστάσια και της ιστορίας της εργατικής τάξης,
περιλάμβανε κι ενημερωνόταν από μια επανεπεξεργασία των καλύτερων μαρξιστικών
αναλύσεων των προηγούμενων περιόδων. Για παράδειγμα, μια ηγετική φιγούρα των
Quaderni Rossi, ο Raniero Panzieri, συνδύασε μια ανάλυση της ανάπτυξης του
φορντισμού στην Ιταλία και της ανάδυσης του αποειδικευμένου «εργάτη-μάζα», με μια
επαναξιολόγηση του έργου της Σχολής της Φρανκφούρτης και μια επανεξέταση του Μαρξ
αναφορικά με τη τεχνολογική κυριαρχία. Στην πορεία, ανακάλυψε εκ νέου την ιδέα που είχε
διατυπωθεί νωρίτερα (από την Κριτική Θεωρία, τη τάση Johnson-Forest και το Σοσιαλισμός
ή Βαρβαρότητα) ότι η οργάνωση της εργασίας συγκροτούσε ένα καπιταλιστικό σχέδιο για
τον καταμερισμό και τον έλεγχο της εργατικής τάξης. Και εάν η τάση Johnson-Forest και το
Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα πήγαν πέρα από τον Pollock και είδαν τη δύναμη της
εργατικής τάξης ενάντια σ’ αυτή την κυριαρχία, ο Panzieri πήγε ακόμη παραπέρα. Μέσα
από τις μελέτες του, κατάφερε να διατυπώσει τη τεχνολογική εξέλιξη του κεφαλαίου με
όρους μιας καπιταλιστικής απάντησης στην εργατική πάλη μέσω αυξανόμενων επιπέδων
σχεδιασμού. Στο άρθρο του «Surplus Value and Planning: Notes on the Reading of
Capital», ο Panzieri ξεκίνησε μια ανάλυση για το πως η αυτόνομη εργατική πάλη ξεπερνά
τις διαιρέσεις του κεφαλαίου και το αναγκάζει να αναδιοργανώσει την παραγωγή στο
εργοστάσιο και να διευρύνει τον σχεδιασμό του σε υψηλότερα επίπεδα[113]. Κατάφερε
οπότε να χωροθετήσει τη νέα φάση του καπιταλιστικού σχεδιασμού της δεκαετίας του
1930, η οποία είχε αναγνωριστεί από τη Σχολή της Φρανκφούρτης και τον Τζέιμς, εντός
ενός γενικού θεωρητικού πλαισίου αναφορικά με την ανάλυση των επαναστάσεων της
καπιταλιστικής τεχνολογίας και της εργατικής οργάνωσης εντός της δυναμικής της ταξικής
πάλης. Στην πραγματικότητα, εκείνο που αναδύεται από το έργο του είναι η έννοια ότι,
τελικά, ο μόνος αστάθμητος παράγοντας του κεφαλαίου είναι η εργατική τάξη. Αυτό
αποτέλεσε τόσο μια θεωρητική όσο και μια πολιτική πρόοδο πέρα από τη Σχολή της
Φρανκφούρτης η οποία είχε δει μόνο τον καπιταλιστικό σχεδιασμό, καθώς και μια
θεωρητική πρόοδο πέρα από εκείνους που είχαν δώσει έμφαση στην αυτόνομη εργατική
πάλη ενάντια σ’ αυτό τον σχεδιασμό αλλά δεν είχαν επεξεργαστεί μια τέτοια γενική θεωρία.
Η ενσωμάτωση της αυτονομίας της εργατικής τάξης στη θεωρία της καπιταλιστικής
ανάπτυξης συνεπάγοταν έναν νέο τρόπο κατανόησης της ανάλυσης της ταξικής πάλης
εντός της εξελισσόμενης δομής του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας. Όχι μόνο ο
καταμερισμός της εργασίας βλεπόταν σαν μια ιεραρχική διαίρεση της δύναμης της
εργατικής τάξης με σκοπό την εξασθένισή της -μια συγκεκριμένη σύνθεση της εξουσίας-
αλλά επίσης, ενάντια σ’ αυτή την καπιταλιστική χρήση της τεχνολογίας, η εργατική τάξη
βλέπεται να αγωνίζεται ενάντια σ’ αυτές τις διαιρέσεις ανασυνθέτοντας πολιτικά τις σχέσεις
εξουσίας σύμφωνα με τα συμφέροντά της. Αυτό, με τη σειρά του, συνεπάγεται έναν νέο
τρόπο κατανόησης τόσο της φύσης του κεφαλαίου όσο και του προβλήματος της
οργάνωσης της εργατικής τάξης.
Αν η δύναμη των αυτόνομων εργατων εξωθεί μια αναδιοργάνωση του κεφαλαίου οι οποίες
το αναπτύσσουν, τότε το κεφάλαιο δεν μπορεί να κατανοηθεί σαν μια εξωτερική δύναμη
ανεξάρτητη από την εργατική τάξη. Πρέπει να κατανοηθεί σαν η ίδια η ταξική σχέση. Αυτό
οδήγησε τον Μάριο Τρόντι, μια άλλη σημαντική φιγούρα των Quaderni Rossi κι αργότερα
42/67
της Classe Operaia, να δώσει ξανά έμφαση στη θεωρητική αντιπαράθεση της εργασιακής
δύναμης με την εργατική τάξη. Με άλλα λόγια, το κεφάλαιο προσπαθεί να ενσωματώσει
εντός του την εργατική τάξη σαν απλή εργασιακή δύναμη, ενώ η εργατική τάξη
επιβεβαιώνεται σαν μια ανεξάρτητη τάξη δι’ εαυτήν μόνο μέσω αγώνων οι οποίοι
διαρρηγνύουν την αυτοαναπαραγωγή του κεφαλαίου[114].
Αυτού του είδους οι σκέψεις έδωσαν υπόσταση σε δύο είδη περαιτέρω μελετών. Το πρώτο
υπήρξε η συγκεκριμένη μελέτη των σύγχρονων ταξικών αγώνων. Όπως υποδεικνύει το
έργο του Danilo Montaldi, ο οποίος μετέφρασε το The American Worker στα ιταλικά από τη
γαλλική έκδοση του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, και ο οποίος είχε επίσης μεταφράσει ένα
μέρος του έργου του Daniel Mothé από το ίδιο περιοδικό, οι Ιταλοί είχαν επηρεαστεί και
αντλήσει από αυτή τη γαλλοαμερικανική εμπειρία της άμεσης εξέτασης των εργατικών
αγώνων[115].
Σε αυτό προστέθηκε η εκ νέου ανακάλυψη της Εργατικής Έρευνας του Μαρξ, μια
περιγραφή του Μαρξ μιας προτεινόμενης εμπειρικής μελέτης της ζωής και των αγώνων
των εργατών. Μεταφράστηκε στα ιταλικά και αναλύθηκε στα Quaderni Rossi[116]. Η
εκτέλεση αυτού του είδους της έρευνας στην Ιταλία ηγήθηκε από έναν φίλο του Montaldi,
τον Romano Alquati, ο οποίος ξεκίνησε να παίρνει συνεντεύξεις από εργάτες των ιταλικών
εργοστασίων και μελέτησε τις συγκεκριμένες διαδικασίες της σύνθεσης και της πολιτικής
ανασύνθεσης της ιταλικής εργατικής τάξης[117]. Το δεύτερο είδος μελέτης περιλάμβανε μια
επαναξιολόγηση των προηγούμενων αγώνων της ιστορίας της εργατικής τάξης διεθνώς. Ο
Μάριο Τρόντι, ο Σέρτζιο Μπολόνια και άλλοι, ανέλαβαν την επανεξέταση της εμπειρίας των
ευρωπαϊκών και αμερικάνικων εργατικών τάξεων, τόσο με τους όρους των αγώνων τους
ενάντια στον καπιταλιστικό σχεδιασμό όσο και με τους όρους της οργανωτικής τους
ιστορίας. Ανατρέχοντας και επιστρέφοντας στην άνοδο του φορντισμού, εξέτασαν τη σχέση
μεταξύ της ταξικής σύνθεσης και της οργάνωσης της εργατικής τάξης. Στο άρθρο του
«Class Composition and the Theory of the Party», ο Μπολόνια τοποθέτησε την εμπειρία
της οργανωτικής μορφής των σοβιέτ και των γερμανικών εργατικών συμβουλίων στη
συγκέντρωση των ειδικευμένων εργατών των οποίων ο προϋπάρχων μερικός έλεγχος επί
των οργάνων της παραγωγής τους οδήγησε να αντιληφθούν την οργάνωση με τους όρους
της πλήρης κατάληψης των εργαλείων τους[118]. Αντιπαρέβαλε αυτή την εμπειρία με εκείνη
των Αμερικανών Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου, των οποίων η πολύ διαφορετική
οργανωτική εμπειρία εξέφραζε μια διαφορετική ταξική σύνθεση – την υψηλά κινητική
ανειδίκευτη εργασιακή δύναμη της αμερικανικής δύσης. Στο «Workers and Capital», ο
Τρόντι ανέτρεξε παρομοίως στην εμπειρία τόσο της περιόδου της γερμανικής
σοσιαλδημοκρατίας όσο και του αμερικάνικου βιομηχανικού συνδικαλισμού, με τους όρους
της υποκείμενης ταξικής σύνθεσης και της αλληλεπίδρασης μεταξύ των εργατικών αγώνων
και του καπιταλιστικού σχεδιασμού[119]. Σ’ αυτές τις μελέτες, βλέπουμε μια πλούσια
ανάπτυξη του θεμελιακού επιχειρήματος του Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς μια δεκαετία νωρίτερα: «Το
προλεταριάτο πάντα διαλύει παρορμητικά την παλιά οργάνωση, [και κάνει] ένα άλμα». Οι
εργατικοί αγώνες επιτυγχάνουν μόνο την ανασύνθεση ενός συγκεκριμένου καταμερισμού
της εργασίας (πχ ειδικευμένη εργασία ή εργάτης-μάζα) μέσω των κατάλληλων οργανωτικών
μορφών (πχ εργατικά συμβούλια ή βιομηχανικά συνδικάτα). Με άλλα λόγια, για κάθε στάδιο
της ταξικής σύνθεσης αλλάζει η κατάλληλη οργανωτική μορφή. Αυτές οι μελέτες
δημιουργήσαν μια νέα μαρξιστική κατανόηση τόσο της αυτονομίας της εργατικής τάξης όσο
και της οργάνωσης. Επιδεικνύοντας το πως οι εργάτες ανέπτυξαν και απέρριψαν διάφορες
43/67
μορφές οργάνωσης ανάλογα με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα της ταξικής σχέσης, ο
συνδικαλισμός, η σοσιαλδημοκρατία, τα εργατικά συμβούλια και το λενινιστικό κόμμα, όλα
τους αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ιστορικά προϊόντα. Μετατοπίζοντας το επίκεντρο της μελέτης
από την αυτοανάπτυξη του κεφαλαίου σε εκείνη της εργατικής τάξης, οι συγγραφείς αυτοί
αποκάλυψαν τον ιδεαλισμό εκείνων των μαρξιστών που μεταχειρίζονταν την οργανωτική
μορφή τόσο του κεφαλαίου όσο και της εργατικής τάξης σαν αιώνια δεδομένα (βλέπε το
πέμπτο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου). Μ’ αυτό τον τρόπο, ανέπτυξαν ένα θεωρητικό
πλαίσιο για την κατανόηση της αναπτυσσόμενης δυσαρέσκειας των Ιταλών εργατών για τις
«επίσημες» οργανώσεις τους, καθώς και για την μετατόπιση του δικού τους πεδίου
αναφοράς με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορέσουν να «δουν» τις αναδυόμενες νέες
οργανωτικές μορφές.
Αυτές οι έννοιες δεν εφαρμόστηκαν μόνο στις εργοστασιακές μέλετες του εργάτη-μάζα (πχ
Alquati) αλλά επίσης στην μελέτη του ρόλου του κεϋνσιανού κράτους στο ιταλικό
μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα». Εδώ, πάλι, έγινε σημαντική πρόοδος πέρα από το
περασμένο έργο. Σχολίασα εν συντομία την αντίληψη της Σχολής της Φρανκφούρτης για
τον κεϋνσιανισμό σαν ικανοποίηση των εργατικών ποσοτικών αναγκών ενώ οι ίδιες αυτές
ανάγκες διαμορφώνονται ποιοτικά για τον έλεγχο της τάξης μέσω μιας νέας καταναλωτικής
λογικής. Η ανάλυση του κεϋνσιανισμού από θεωρητικούς όπως ο Τρόντι κι ο Αντόνιο
Νέγκρι εκείνη την περίοδο συγκρότησε μια σημαντική μερική απάντηση σ’ αυτές τις
θεωρίες κυριαρχίας[120]. Αρχικά, κατανοώντας την κεϋνσιανή στρατηγική σαν την
απάντηση του κεφαλαίου στην επιτυχία των εργατών, ώστε να γίνουν οι μισθοί «κολλώδεις
προς τα κάτω», αναγνώρισαν τη στρατηγική αυτή σαν μια απάντηση στη δύναμη της
εργατικής τάξης – και όχι απλώς σαν ένα ακόμη πονηρό σχέδιο. Δεύτερον, μέσω μιας
επανεπεξεργασίας της ανάλυσης του Μαρξ για τη σχετική υπεραξία και την κρίση, και μέσω
μιας στενής μελέτης της κεϋνσιανής στρατηγικής, κατάφεραν να προσδιορίσουν τον
πυρήνα της «ποσοτικής στρατηγικής»: το κεϋνσιανό ντηλ της παραγωγικότητας που
προσπάθησε να προσδέσει τις μισθολογικές αυξήσεις στην αύξηση της παραγωγικότητας
και συνεπώς να εκμεταλλευτεί τη ταξική πάλη σαν έναν κινητήρα για καπιταλιστική
ανάπτυξη. (Ο Τζέιμς κι οι ακολουθητές του είχαν επίσης μελετήσει το αντιστάθμισμα
μισθού/παραγωγικότητας τη δεκαετία του 1950, καθώς και την αντίσταση των εργατών).
Όταν αυτή η αντίληψη συναντήθηκε με τις μελέτες των ιταλικών εργατικών αγώνων τη
δεκαετία του 1960, συνειδητοποίησαν ότι η έκρηξη των μισθολογικών διεκδικήσεων κι η
αναπτυσσόμενη εξέγερση ενάντια στην εργασία και την παραγωγικότητα διέρρυγνε αυτό το
ντηλ. Έγινε εμφανές ότι η κεϋνσιανή «ποσοτική» στρατηγική, όπως εφαρμόστηκε στην
εισοδηματική πολιτική της ιταλικής κυβέρνησης, ήδη κατέρρεε. Στην πραγματικότητα,
τοποθέτησαν την αναπτυσσόμενη κρίση της ιταλικής οικονομίας εν μέρει σ’ αυτή τη
διάρρηξη του ντηλ της παραγωγικότητας. Αντιλαμβανόμενοι την κεϋνσιανή οικονομική
στρατηγική σαν μια πολιτική απόκριση του κεφαλαίου προς την κρίση των δεκαετιών του
1930 και 1940, η οποία προκλήθηκε εν μέρει από την ανάπτυξη της ισχύος των εργατών,
κατέληξαν να δουν ότι η διάκριση μεταξύ της οικονομίας και της πολιτικής που κυριαρχούσε
την αριστερή σκέψη από τη Δεύτερη Διεθνή είχε ήδη καταρρεύσει από το κεφάλαιο με ένα
νέο και δραματικό τρόπο.
Στην Ιταλία, αυτές οι σκέψεις έφεραν μεγάλη πολιτική σημασία. Στη βάση αυτής της
ανάλυσης, ομάδες όπως η Potere Operaio (PO) επιτέθηκαν στη συμμετοχή του
Κομμουνιστικού Κόμματος σε κυβερνητικές προσπάθειες για την επιβολή του κεϋνσιανού
44/67
ντηλ της παραγωγικότητας στους Ιταλούς εργάτες σαν μια καπιταλιστική στρατηγική για τον
έλεγχο και την εκμετάλλευση της ισχύος των εργατών. Η PO στήριξε την αυτόνομη
στρατηγική των εργατών για τη διεκδίκηση μεγαλύτερων μισθών και λιγότερης εργασίας,
λιγότερης παραγωγικότητας – μια στρατηγική αιχμή η οποία υπονόμευε άμεσα την
κεϋνσιανή στρατηγική[121].
Η θέση στηρίχτηκε επίσης θεωρητικά από την εγκατάλλειψη της παλιάς αριστερής
αντίληψης για την εργασία (η οποία ήταν βασισμένη στην εμπειρία των ειδικευμένων
εργατών από την περίοδο του πρώιμου καπιταλισμού έως τα συμβούλια και τα σοβιέτ): ότι
η πάλη αποσκοπούσε να απελευθερώσει την εργασία από το κεφάλαιο, να επιτύχει μη-
αλλοτριωμένη εργασία. Όπως υπέδειξε ο Τρόντι, υπό τις συνθήκες του ανειδίκευτου
εργάτη-μάζα, η ίδια η εργασία μπορούσε να ειδωθεί μόνο σαν ένα μέσο κοινωνικού
ελέγχου που πρέπει να καταργηθεί, όχι να αναβαθμιστεί. Αυτή η αντίληψη οδήγησε ευθέως
στη συνειδητοποίηση ότι το βασικό χαρακτηριστικό της πάλης της εργατικής τάξης αυτή την
περίοδο δεν είναι μόνο μια απόδραση από το κεφάλαιο, αλλά επίσης μια απόδραση από
την ύπαρξή της σαν εργατική τάξη. Ο στόχος του εργάτη-μάζα είναι να παύσει να είναι
εργάτης, όχι να κάνει την εργασία τη νέα θρησκεία του[122]. Αυτό, ξανά, αναπαριστούσε
ένα βήμα πέρα από το προηγούμενο έργο. Ο Τζέιμς, για παράδειγμα, ο οποίος είχε
αναγνωρίσει και μελετήσει τους αυτόνομους εργατικούς αγώνες ενάντια στην εργασία στις
ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950, είχε μολαταύτα διατηρήσει την παραδοσιακή άποψη ότι αυτό
που αναζητούσαν πραγματικά οι εργάτες ήταν η «ικανοποίηση στην ίδια την
εργασία»[123]. Στις ΗΠΑ, αυτή η αναγνώριση ότι η εξέγερση ενάντια στην εργοστασιακή
εργασία πηγαίνει πέρα από την απόρριψη της «αλλοτριωμένης» εργασίας, μπορεί να
βρεθεί στις αναλύσεις του Τζον Ζερζάν («Organized Labor versus the Revolt against
Work», 1974) και των συγγραφέων του περιοδικού Zerowork[124].
Μ’ αυτό τον τρόπο, μέσω της μελέτης και της εμπειρίας των εργατικών αγώνων των
δεκαετιών του 1950 και 1960, οι παλιές θεωρίες της απόλυτης καπιταλιστικής κυριαρχίας
στο εργοστάσιο έχουν υπονομευτεί. Οι νέες θεωρίες που αναδύθηκαν, και η πολιτική της
οποίας αποτελούν μέρος, έχουν καταφέρει τόσο να ενσωματώσουν όσο και να ξεπεράσουν
τις προηγούμενες έννοιες της καπιταλιστικής τεχνολογίας των μαρξιστών πολιτικών
οικονομολόγων. Στη θέση των παλιών θεωριών που είδαν τη τεχνολογική αλλαγή σαν ένα
υποπροϊόν του ανταγωνισμού, ή των πιο προηγμένων αναλύσεων της Σχολής της
Φρανκφούρτης περί της τεχνολογικής ορθολογικότητας, σήμερα έχουμε παραδείγματα
αναλύσεων που πηγαίνουν πέρα από τις μονομερείς έννοιες της καπιταλιστικής
αυτονομίας και κυριαρχίας. Ενσωματώνουν την εργοστασιακή τεχνολογία, την
καπιταλιστική στρατηγική και την αυτονομία της εργατικής τάξης σε μια πραγματική
διαλεκτική κατανόηση της ταξικής πάλης από τη σκοπιά των στρατηγικών αναγκών της
εργατικής τάξης. Οι μελέτες στις οποίες αυτή η ενσωμάτωση έχει επιτευχθεί περιλαμβάνουν
την έρευνα μιας ποικιλίας διαφορετικών βιομηχανικών τομέων καθώς και την μελέτη της
καπιταλιστικής στρατηγικής σε κρατικό επίπεδο, τόσο εθνικά όσο και διεθνώς. Στην Ιταλία,
για παράδειγμα, έχουν γίνει αρκετές μελέτες στον τομέα των πετροχημικών, ο οποίος
αναδιοργανώνεται ως κομμάτι μιας προσπάθειας για την αντιμετώπιση των εργατικών
αγώνων στην παρούσα κρίση[125]. Παρόμοιες μελέτες για την αναδιοργάνωση της
αυτοκινητοβιομηχανίας έχουν πραγματοποιηθεί όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά επίσης στη
Βρετανία και τις ΗΠΑ[126]. Άλλες έχουν πραγματοποιηθεί στις εξορυκτικές βιομηχανίες,
όπως τα ορύχεια και η γεωργία[127]. Σ’ όλες αυτές τις μελέτες, αντικείμενο ήταν η
45/67
αλληλεπίδραση της ισχύος της εργατικής τάξης και του καπιταλιστή ως η βάση για την
οικοδόμηση της πρώτης. Την ίδια στιγμή, η βασική αναγνώριση της αυτοδραστηριότητας
της εργατικής τάξης όχι μόνο έδινε υπόσταση σ’ αυτές τις εργοστασιακές ή βιομηχανικές
μελέτες, αλλά επίσης δέσμευε μια αναθεώρηση της δομής της καπιταλιστικής κοινωνίας
στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένης της καταναλωτικής «πολιτιστικής σφαίρας» και της
«ποιότητας».
Ξεκινώντας από την αναγνώριση ότι το κεφάλαιο περιλαμβάνει εντός του την εργατική τάξη
(μέχρι να επιτύχει με τους αγώνες της να διαφύγει), ο Μάριο Τρόντι στράφηκε στον Μαρξ
για να αναλύσει τη συνολική διαδικασία συσσώρευσης. Δεν του ήταν δύσκολο να εντοπίσει
το θεμελιώδες σημείο του Κεφαλαίου όπου ο Μαρξ εμμένει ότι η διαδικασία της
συσσώρευσης είναι, στον πυρήνα της, η διαδικασία της συγκέντρωσης των τάξεων, της
καπιταλιστικής τάξης και της εργατικής τάξης. Στο άρθρο του με τίτλο «Capital’s Plan», που
εκδόθηκε αρχικά στα Quaderni Rossi το 1963, προχώρησε πέρα από αυτή την
παρατήρηση για να εξετάσει τους διάφορους τρόπους που ο Μαρξ ανέλυσε το «συνολικό
κοινωνικό κεφάλαιο»[128]. Εστιάζει στο γεγονός πως η ανάλυση της κυκλοφορίας και της
αναπαραγωγής στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου περιλαμβάνει επίσης την αναπαραγωγή
των τάξεων. Αυτή η διορατικότητα σημαίνει ότι η εξίσωση του κεφαλαίου με το
«εργοστάσιο», χαρακτηριστική της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, ήταν εμφανώς
ανεπαρκής. Η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης δεν περιλαμβάνει μόνο την εργασία στο
εργοστάσιο αλλά επίσης την εργασία στο σπίτι και στην κοινότητα των σπιτιών. Αυτή η
συνειδητοποίηση έφερε στο επίκεντρο τη σημασία της μακράς ανάλυσης του Μαρξ για τον
εφεδρικό στρατό αναφορικά με τη συσσώρευση. Συσσώρευση σημαίνει συσσώρευση του
εφεδρικού στρατού καθώς και του ενεργού στρατού, εκείνων που δουλεύουν για την
αναπαραγωγή της τάξης καθώς κι εκείνων οι οποίοι παράγουν άλλα εμπορεύματα (πέρα
από την εργασιακή δύναμη). Το «εργοστάσιο» στο οποίο εργάζεται η εργατική τάξη ήταν η
κοινωνία στο σύνολό της, ένα κοινωνικό εργοστάσιο. Η εργατική τάξη έπρεπε να
επαναπροσδιοριστεί ώστε να περιλάβει τους μη-εργοστασιακούς εργάτες. Η θεωρία αυτή
παρείχε ένα σημείο εκκίνησης για την κατανόηση εντός της μαρξιστικής ανάλυσης όχι μόνο
του αυξανόμενου αριθμού αγώνων της δεκαετίας του 1960 στους οποίους συμμετείχαν
φοιτητές, γυναίκες και άνεργοι στην Ιταλία, αλλά επίσης παρόμοιων αγώνων αλλού στην
Ευρώπη και τις ΗΠΑ, καθώς και τους αγώνες των αγροτών στον Τρίτο Κόσμο.
Η έννοια του κεφαλαίου σαν κοινωνικού ελέγχου, ή σαν κοινωνικό εργοστάσιο, ανέρχεται
σε μια αναδιατύπωση της προβληματικής της «πολιτιστικής σφαίρας» που τέθηκε από την
Κριτική Θεωρία. Όπου αυτή είδε μια κεντρικότητα της «κατανάλωσης» που αμφισβητεί το
σύνολο της σημασίας του μαρξισμού (νοούμενου να αντιμετωπίζει την παραγωγή σαν
θεμελιακά καθοριστική στιγμή), το έργο του Τρόντι ανέρχεται σε μια επανένταξη αυτού του
οράματος εντός του μαρξισμού κατανοώντας την «κατανάλωση» ως την παραγαγωγή κι
αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Όπως κι η Κριτική Θεωρία, βλέπει το σχέδιο του
κεφαλαίου σαν να περικλείει την ολότητα της κοινωνίας, όμως, σ’ αντίθεση μ’ αυτή, βλέπει
περισσότερα απ’ την παραγωγή της αδράνειας της ενσταλλαγμένης συγκατάβασης.
Κατανοεί το σχέδιο του κεφαλαίου σαν μια στρατηγική για την αντιμετώπιση μιας εξέγερσης
της εργατικής τάξης που έχει διαδωθεί εκτός του εργοστασίου μέσω της κοινότητας. Και,
όπως και στο εργοστάσιο, βλέπει αυτή τη στρατηγική να τίθεται αυξανόμενα σε κίνδυνο
από αυτή την εξέγερση. Από τη σκοπιά της θεώρησης της αναταραχής των εργατών
ενάντια στη θέση τους ως εργάτες, δεν απέχει το να δούμε ότι η αναταραχή στην κοινότητα,
46/67
ή την πολιτιστική σφαίρα, ανέρχεται σε μια διάρρηξη της παραγωγής της εργασιακής
δύναμης. Στη θέση της μονομερούς θεωρίας της αστικής πολιτιστικής ηγεμονίας, έχουμε τη
βάση μιας διαλεκτικής θεωρίας της πάλης σ’ αυτόν τον τομέα του κοινωνικού εργοστασίου.
Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει την υιοθέτηση πολλών εκ των νέων (και παλιών) μαρξιστικών
αναλύσεων του βιομηχανικού καταμερισμού της εργασίας στην πολιτιστική σφαίρα, και τη
δυνατότητα ενσωμάτωσης πολλών εκ των χρήσιμων διαισθήσεων της Σχολής της
Φρανκφούρτης, ενώ αποφεύγει τα ελαττώματά της.
Στην Ιταλία, οι επιπτώσεις αυτών των διαισθήσεων για τη φύση του κοινωνικού
εργοστασίου ήταν άμεσες για πολλούς απ’ όσους εμπλέκονταν σ’ αυτούς τους
εξωκοινοβουλευτικούς αγώνες. Οι διάφοροι αγώνες που αναδύονταν στην κοινότητα εκτός
του βιομηχανικού εργοστασίου μπορούσαν να κατανοηθούν και υποστηριχτούν σαν
συστατικά στοιχεία της πάλης της εργατικής τάξης ενάντια στην καπιταλιστική εργασία σε
όλες τις μορφές της. Ενώ μερικές ομάδες, όπως η PO, συνέχισαν να εστιάζουν κυρίως
στους εργοστασιακούς αγώνες, άλλες ομάδες, όπως η Lotta Continua, κινήθηκαν
αυξανόμενα προς τη στήριξη των κοινοτικών συγκρούσεων (όπως εκείνες αναφορικά με
την αυτομείωση στη στέγαση, τη τροφή και τις δημόσιες υπηρεσίες) και προσπάθησαν να
βοηθήσουν στη σύνδεση αυτών των συγκρούσεων με τους εργοστασιακούς αγώνες. Οι
προσπάθειές τους οδήγησαν σε τέτοιους ισχυρούς δεσμούς που οι εργοστασιακοί εργάτες
στο Τορίνο έστησαν επιτροπές κινητοποιήσεων προς στήριξη των αγώνων αυτομείωσης
που ηγούνταν από τις νοικοκυρές ενάντια στην κρατικά ελεγχόμενη εταιρεία
ηλεκτρισμού[129]. Αυτά υπήρξαν τα είδη των αγώνων που τόσο προξένησαν τις
θεωρητικές εξελίξεις όσο και αποσαφηνίστηκαν απ’ αυτές.
Μια πολύ σημαντική πολιτική στιγμή στην εξέλιξη αυτών των αγώνων στην κοινότητα, και
τη θεωρητικοποίησή τους, υπήρξε η συνένωση των αυτόνομων αγώνων των γυναικών σε
ενσυνείδητες, οργανωμένες πολιτικές ομάδες. Σ’ αυτή την εξέλιξη μπορούμε να δούμε την
αυτονομία εκείνη που είδε δύο δεκαετίες νωρίτερα ο Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς στην ανάλυσή του για
τους αγώνες των μαύρων στις ΗΠΑ: την αυτονομία ενός τμήματος της εργατικής τάξης από
τα άλλα τμήματα[130]. Αυτό το νέο αυτόνομο κίνημα αναδύθηκε μέσα από την πάλη
ενάντια σ’ εκείνο που πολλές γυναίκες είδαν σαν αντρική κυριαρχία στις οργανώσεις της
Νέας Αριστεράς και την υπερβολική τους έμφαση στο εργοστάσιο. Οι γυναίκες αυτές δεν
αντιλήφθηκαν μόνο τη θεωρητική έννοια του κοινωνικού εργοστασίου, αλλά επίσης τον
κεντρικό ρόλο της πάλης των μη-εργοστασιακών εργατών – οι περισσότεροι εκ των οποίων
είναι γυναίκες. Ο Μάριο Τρόντι, και άλλοι άντρες στην PO, μπόρεσε να δει ότι τα σχήματα
αναπαραγωγής του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου περιλάμβαναν την αναπαραγωγή της
εργασίας. Οι γυναίκες στην PO μπόρεσαν να δουν ότι ήταν η εργασία τους εκείνη η οποία
επιτυγχάνει αυτή την αναπαραγωγή, και ότι ήταν η πάλη των γυναικών ενάντια στην
εργασία στην κοινότητα εκείνη η οποία βρισκόταν στον πυρήνα του κινήματος αυτομείωσης
και άλλων κοινοτικών αγώνων στην Ιταλία και αλλού.
Καθώς το να φέρουν αυτό το ζήτημα στο προσκήνιο υπήρξε μέρος των αγώνων τους,
γυναίκες όπως η Μαριαρόζα Νταλα-Κόστα ανέπτυξαν τόσο νέες θεωρητικές εμφατικότητες
όσο και νέες οργανώσεις. Οργανωτικά, αποχώρισαν από την PO και δημιούργησαν τη
Lotta Femminista στην Ιταλία και, έπειτα, τη διεθνή εκστρατεία Μισθοί για την Οικιακή
Εργασία. Σε θεωρητικό επίπεδο, διεύρυναν το έργο του Τρόντι για το μη-εργοστασιακό
τμήμα της εργατικής τάξης. Εστιάσαν στον κεντρικό ρόλο που παίζει ο μισθός στην
47/67
απόκρυψη όχι μόνο του απλήρωτου τμήματος της εργάσιμης ημέρας στο εργοστάσιο, αλλά
επίσης και της απλήρωτης εργασίας έξω απ’ αυτό. Αντλήσαν από το έργο του Μαρξ για
τον εφεδρικό στρατό και τον μισθό, όμως πήγαν παραπέρα βλέποντας την αναπαραγωγή
της εργασιακής δύναμης ως μέρος του καπιταλιστικού σχεδιασμού. Υπογραμμίσαν τον
τρόπο που ο μισθός διαιρεί ιεραρχικά τη τάξη σε μισθωτούς (εργοστάσιο) και άμισθους
(νοικοκυρές, φοιτητές, αγρότες κλπ) ώστε οι τελευταίες ομάδες να εμφανίζονται σαν
εξωτερικές της εργατικής τάξης απλώς επειδή δεν λαμβάνουν μισθό. Προώθησαν την
ανάλυση της εργασίας για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης και ανέλυσαν τη
δομή της τόσο στο σπίτι όσο και στις κοινωνικοποιημένες μορφές των σχολείων, των
νοσοκομείων κλπ[131].
Η κατανόηση του μισθού ως το θεμελιώδες εργαλείο για την ιεραρχική διαίρεση της τάξης,
έφερε μια σημαντική διορατικότητα για το παλιό πρόβλημα του ρόλου του σεξισμού και του
ρατσισμού στο κεφάλαιο. Όπως έχει ισχυριστεί η Σέλμα Τζέιμς στο πρωτοποριακό έργο
της σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα, ο σεξισμός κι ο ρατσισμός μπορούν να κατανοηθούν σαν
ιδιαίτερες περιπτώσεις διαίρεσης που αποτελούν ταυτόχρονα σχεδόν πάντα και μια
μισθολογική διαίρεση[132]. Αυτό αληθεύει ακόμη κι όταν οι φυλετικές ή έμφυλες διαιρέσεις
είναι μεταξύ των αμίσθων. Εδώ η ιεραρχία είναι εκείνη του άμισθου εισοδήματος. Η
επέκτασή αυτής της ανάλυσης στην περίπτωση των αγροτών, άνοιξε την πόρτα για μια
επανεννοιολόγηση του διεθνούς χαρακτήρα του κεφαλαίου κι έναν αυστηρό
επαναπροσδιορισμό του ρόλου των αγροτών εντός του διεθνούς καπιταλιστικού
συστήματος στο σύνολό του. Εδώ βρίσκεται η απάντηση στον ανακαινισμένο αλλά
αποστειρωμένο ιστορικό υλισμό των τρόπων παραγωγής του Αλτουσέρ, καθώς και μια πιο
στέρεη βάση για την απόρριψη της πολιτικής αυτής της θεωρίας. Αν οι νεομαρξιστές όπως
ο Frank είχαν αντιληφθεί ορθά την παγκόσμια φύση του κεφαλαίου αλλά απέτυχαν να
αναπτύξουν μια θεωρία που να ερμηνεύει την ευρεία ποικιλία των διατάξεων παραγωγής -
ειδικά μεταξύ των αγροτών- τότε το έργο της Τζέιμς παρείχε αυτή τη θεωρία, ειδικά όταν
συνδέεται με τις έννοιες της αυτονομίας της εργατικής τάξης και της πολιτικής ανασύνθεσης
για να εξηγήσει την εξέλιξη της δομής της παραγωγής με το πέρασμα του χρόνου.
Οι πολιτικές συνέπειες αυτών των νέων διαισθήσεων υπήρξαν εκτεταμένες. Ως γυναίκες, τα
μέλη της Lotta Femminista και των Μισθών για την Οικιακή Εργασία μπορέσαν να δουν ότι
οι αριστερές στρατηγικές για τις γυναίκες πους τις καλούσαν να «προσχωρήσουν» στην
εργατική τάξη βρίσκοντας δουλειά στα εργοστάσια, υπήρξε αντιπαραγωγική. Η έκκληση
αυτή όχι μόνο σήμαινε ότι θα δουλεύαν διπλά, καθώς εργάζονταν ήδη για το κεφάλαιο στο
σπίτι, αλλά επίσης ότι οι έμμισθες ιεραρχίες του κεφαλαίου, διαιωνισμένες από τα
συνδικάτα και το Κόμμα, είτε θα τις κρατούσαν κάτω είτε θα τις διαιρούσαν καταστρέφοντας
οπότε τη συλλογική τους δύναμη. Όπως ο Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς είχε υποστηρίξει την αναγκαία
αυτονομία του κινήματος των μαύρων, έτσι εκείνες αρνήθηκαν να υπαχθούν σε τέτοιες
οργανώσεις[133]. Οι γυναίκες αυτές είδαν ότι η βασική διαφορά ανάμεσα στους μισθωτούς
και τους άμισθους ήταν η ισχύς. Ο μισθός -χρήμα- προσφέρει δύναμη, υλικούς πόρους ως
βάση της πάλης. Συνεπώς, θέτουν μπροστά την ποιοτική διεκδίκηση να πληρώνονται
μισθοί για την οικιακή εργασία από τον συλλογικό καπιταλιστή: το κράτος. Όσο για τον
ποσοτικό καθορισμό των μισθών, αυτός θα βασιζόταν στη δύναμη των γυναικών κι όχι σε
κάποιο καπιταλιστικό μέτρο της παραγωγικότητας. Ήταν μια διεκδίκηση που στόχευε
48/67
ενάντια στη διαίρεση μισθωτών/αμίσθων. Επιδίωκε να αυξήσει τη δύναμη των γυναικών,
και μέσω αυτού, τη δύναμη της εργατικής τάξης στο σύνολό της, εγείροντας την ισχύ
εκείνων στο χαμηλότερο επίπεδο[134].
Το έργο αυτό αποτέλεσε μια καθοριστική πρόοδο επί του προηγούμενου έργου του Τρόντι
και άλλων. Όχι μόνο επέτρεψε μια επαρκέστερη κατανόηση της πολιτικής ανασύνθεσης της
ιταλικής εργατικής τάξης, αλλά επίσης άνοιξε τον δρόμο για τη γενίκευση του
προηγούμενου έργου σχετικά με την καπιταλιστική κρίση στο παγκόσμιο επίπεδο. Η
αναγνώριση του ηγετικού ρόλου των άμισθων στους αγώνες της δεκαετίας του 1960 στην
Ιταλία, κι η επέκταση της έννοιας στους αγρότες, παρείχε ένα θεωρητικό πλαίσιο εντός του
οποίου οι αγώνες των Αμερικανών και Ευρωπαίων φοιτητών και νοικοκυρών, των
ανέργων, των εθνοτικών και φυλετικών μειονοτήτων, των αγροτών του Τρίτου Κόσμου,
μπορούσαν όλοι να νοηθούν ως στιγμές ενός διεθνούς κύκλου αγώνων της εργατικής
τάξης.
Ενσωματώνοντας στην ανάλυση της καπιταλιστικής κρίσης το έργο της Νταλα-Κόστα, της
Τζέιμς και άλλων από τον Μισθό για την Οικιακή Εργασία, υπήρξε εφικτό να διευρυνθεί
αυτή η ανάλυση στις ΗΠΑ και το σύνολο του κόσμου. Ένας αυξανόμενος αριθμός άρθρων
τόσο στις ΗΠΑ όσο και την Ευρώπη έχουν υπογραμμίσει τη θέση και τη σημασία των
άμισθων στην παρούσα κρίση. Για παράδειγμα, το Operaio Multinazionale (1974) περιέχει
έναν αριθμό άρθρων τα οποία επιδιώκουν, μέσω της ανάλυσης του μετανάστη ή
«πολυεθνικού» εργάτη, να ενοποιήσουν την κατανόησή μας για τη σύνδεση μεταξύ των
αγροτικών αγώνων στον Τρίτο Κόσμο, των φοιτητών, των γυναικών, των αγώνων των
«τριτοκοσμικών» στις ανεπτυγμένες χώρες και των αγώνων της μισθωτής εργατικής
τάξης[135]. Αυτά τα άρθρα βοηθούν να εντοπιστεί η καταγωγή της τρέχουσας διεθνής
κρίσης σαν μια κρίση του κοινωνικού εργοστασίου στο σύνολό του, και οπότε να την
αντιμετωπίσουμε σαν πολύ βαθύτερη απ’ ότι της αναγνωρίζεται.
Το 1975, το πρώτο τεύχος του περιοδικού Zerowork ισχυρίστηκε, μέσω λεπτομερών
μελετών των αγώνων στις ΗΠΑ, ότι υπήρξαν του ίδιου είδους μ’ εκείνους των ιταλικών
συγκρούσεων που η PO επέδειξε να έχουν υπονομεύσει την μεταπολεμική κεϋνσιανή τάξη
πραγμάτων και εξώθησαν το κεφάλαιο να υιοθετήσει την κρίση σαν στρατηγική για την
ανάκτηση του ελέγχου – να καλέσει μια πολιτική απεργία στις επενδύσεις. Όμως, η
κατάρρευση της κεϋνσιανής προσπάθειας να κινητοποιηθεί η ενέργεια της εργατικής τάξης
δεν υπήρξε μόνο στο επίπεδο του ντηλ της παραγωγικότητας στο εργοστάσιο. Η ανάλυση
του κινήματος των πολιτειακών δικαιωμάτων/της μαύρης δύναμης, της δύναμης των
φοιτητών, των αντιπολεμικών και γυναικείων κινημάτων, έδειξε ότι η κατάρρευση διέτρεχε
το σύνολο του κοινωνικού εργοστασίου. Όχι μόνο οι βιομηχανικές επενδύσεις σε ηγετικούς
τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία κι οι εξορύξεις παραπέσαν υπό τα χτυπήματα μιας
νέας εργατικής εξέγερσης, αλλά ταυτόχρονα οι επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο της
εποχής Κένεντι-Τζόνσον στο γκέτο και το πανεπιστήμιο επίσης υπονομεύτηκαν από τα νέα
κινήματα των αμισθών. Όλοι αυτοί οι αγώνες είχαν ειδωθεί παλαιότερα από τους
θεωρητικούς της Νέας Αριστεράς, αλλά ποτέ πριν η ανάλυση των αγώνων αυτών δεν
ενσωματώθηκε στην ανάλυση της εργατικής τάξης, ούτε είχε ειδωθεί η αυτονομία αυτών
των αγώνων, ούτε είχε αναλυθεί το μοτίβο της κυκλοφορίας τους μεταξύ των διάφορων
τμημάτων της τάξης[136].
Περαιτέρω έργο στο δεύτερο τεύχος του Zerowork για τους αγώνες των μισθωτών και
49/67
άμισθων στον Τρίτο Κόσμο και το σοσιαλιστικό μπλοκ, υπογράμμισε τον αληθινά διεθνή
χαρακτήρα του κύκλου των αγώνων. Μια επαναξιολόγηση των αγώνων των αγροτών και
των εργατών γης στην Ανατολική Ευρώπη, τη Σοβιετική Ένωση και το Βιετνάμ, έδειξε ότι το
μοτίβο τόσο της επίθεσης των εργατών όσο και της καπιταλιστικής στρατηγικής είχε πολλά
κοινά με τους αγώνες των αγροτών και των εργατών γης στη «Δύση». Αυτές οι μελέτες
συνεισφέραν στην επανερμηνεία ενός αριθμού κεντρικών φαινομένων, όπως ο ρόλος της
πρόσβασης σε γη κι ο ρόλος των πολυεθνικών εργατών. Ενάντια στις παραδοσιακές
αντιλήψεις της ιδιοκτησίας γης σαν απλώς ένα μικροαστικό ή φεουδαρχικό χαρακτηριστικό,
οι μελέτες αυτές παρουσιάσαν τον τρόπο με τον οποίο η γη εμφανίζεται ταυτόχρονα ως ο
εγγυητής ενός εισοδήματος και ως ένα εργαλείο για τη διαίρεση των άμισθων. Ενάντια στην
οπτική της εργασιακής μετανάστευσης ως απλά ένα θέαμα θυματοποιημένων εργατών που
οδηγούνται από την καπιταλιστική χειραγώγιση, τονίζεται ο ρόλος της αυτόνομης
εργασιακής κινητικότητας σαν μια μορφή πάλης ενάντια στο κεφάλαιο[137].
Όλα αυτά οδηγήσαν σε μια θεμελιώδη επανερμηνεία της θεωρίας της κρίσης του Μαρξ. Με
την εργατική τάξη νοημένη εντός του κεφαλαίου αλλά κατέχοντας αυτόνομη δύναμη για να
διαρρήξει τη διαδικασία συσσώρευσης και συνεπώς να αποδράσει από το κεφάλαιο, η
κρίση δεν μπορεί πλέον να νοηθεί σαν μια τυφλή «κατάρρευση» που δημιουργείται από
τους μυστηριωδώς αόρατους νόμους του ανταγωνισμού. Ξεκινώντας με το έργο του Νέγκρι
για τη θεωρία της κρίσης του Μαρξ, η κρίση έχει επανερμηνευτεί με όρους συσχετισμού
δυνάμεων μεταξύ των τάξεων, και ο ανταγωνισμός εντοπίζεται μόνο σαν μια οργάνωση
αυτής της σχέσης[138]. Η θεώρηση του Μαρξ για τη κρίση σαν ένα μέσο για την
αποκατάσταση των όρων ανάπτυξης, βλέπεται με τους όρους της αποκατάστασης του
επαρκούς ελέγχου επί της εργατικής τάξης. Συνεπώς, η σύγχρονη κρίση αναδύεται σαν ένα
φαινόμενο αποτελούμενο από δύο στιγμές: μια πρώτη, όπου η εργατική πάλη επιβάλλει
την κρίση στο κεφάλαιο, και μια δεύτερη, οπού το κεφάλαιο προσπαθεί να στρέψει την
κρίση ενάντια στην εργατική τάξη ώστε να αποκαταστήσει τον έλεγχο. Συνεπώς, στον
παρόντα κύκλο της διεθνούς κρίσης, η δεκαετία του 1960 παρουσιάζεται σαν η περίοδος
στην οποία το κεφάλαιο έχασε τον έλεγχο του κοινωνικού εργοστασίου στο σύνολό του,
λόγω ενός διεθνούς κύκλου επιθέσεων της εργατικής τάξης. Και η δεκαετία του 1970
παρουσιάζεται σαν η περίοδος στην οποία το κεφάλαιο έχει ξεκινήσει μια διεθνής επίθεση
στην οποία η άμεση χειραγώγιση των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας κι η άμεση
χειραγώγιση των συναλλαγματικών ισοτιμιών και του διεθνούς χρέους χρησιμοποιείται για
την επίτευξη, μέσω διεθνών διόδων, εκείνου που οι κεϋνσιανές πολιτικές απέτυχαν να
κάνουν σε εθνικό επίπεδο: να ανακτήσουν τον έλεγχο περιορίζοντας τους μισθολογικούς
αγώνες εντός των ορίων της αυξανόμενης παραγωγικότητας. Την ίδια στιγμή, η οργάνωση
του κεφαλαίου σ’ αυτή τη δεύτερη φάση της διεθνούς κρίσης, έχει συμπεριλάβει την
προσπάθεια για την αποσύνθεση της ενότητας της εργατικής τάξης, αναδιαρθρώνοντας τη
τάξη τεχνολογικά και γεωγραφικά. Με θεωρητικούς όρους, αυτό έχει συμπεριλάβει μια νέα
εκτίμηση της ανάλυσης του Μαρξ για την μακροπρόθεσμη τάση του κεφαλαίου να
αντικαθιστά μεταβλητό κεφάλαιο με σταθερό – μια τάση που ο Μαρξ θεώρησε πως οδηγεί
σε μια θεμελιακή κρίση για ένα σύστημα βασισμένο στην απασχόληση της εργασίας[139].
Αυτές είναι μερικές από τις κύριες διαισθήσεις οι οποίες μαζί συγκροτούν την αρχή μιας
στρατηγικής ανάλυσης του μοτίβου της δύναμης της εργατικής τάξης: (1) η εργατική τάξη
σαν μια αυτόνομη δύναμη· (2) το κεφάλαιο περιλαμβάνει εντός του την εργατική τάξη,
οπότε, κεφάλαιο ως ταξική πάλη· (3) η τεχνολογία σαν μια ιδιαίτερη διαίρεση της δύναμης
50/67
της εργατικής τάξης που παράγεται μέσω της ταξικής πάλης· (4) η οργάνωση της εργατικής
τάξης σαν μια λειτουργία της σύνθεσης της τάξης και συνεπώς της ιστορικής ιδιαιτερότητας
του συνδικαλισμού, της σοσιαλδημοκρατίας και του λενινισμού σαν έγκυρες οργανωτικές
λύσεις της εργατικής τάξης· (5) η πολιτική ανασύνθεση σαν το ξεπέρασμα της διαίρεσης
που επιβάλλει το κεφάλαιο από την εργατική τάξη· (6) η εργατική τάξη περιλαμβάνει τους
μισθωτούς και τους άμισθους· και συνεπώς (7) το κεφάλαιο σαν κοινωνικό κεφάλαιο ή σαν
κοινωνικό εργοστάσιο· (8) η καπιταλιστική κρίση σαν κρίση εξουσίας μεταξύ των τάξεων·
και (9) η πολιτική ανασύνθεση της εργατικής τάξης και η καπιταλιστική αποσύνθεση ως η
ουσία των δύο στιγμών της κρίσης.
Στο παραπάνω σχέδιο, προσπάθησα να παρουσιάσω το πως η νέα ανάγνωση του Μαρξ
έχει υπάρξει μια σημαντική στιγμή στην ανάπτυξη αυτών των στοιχείων. Η ανάγνωση του
Μαρξ από τον Panzieri αναφορικά με την οργάνωση της εργασίας, η ανάγνωση του
Κεφαλαίου από τον Τρόντι αναφορικά με τη συσσώρευση, η ανάγνωση της ανάλυσης του
Μαρξ σχετικά με τον εφεδρικό στρατό και τον μισθό από τον Μισθό για την Οικιακή
Εργασία, η ανάγνωση των Grundrisse από το Zerowork για το τέλος της εργασίας,
υπήρξαν, μεταξύ άλλων, αναγκαίες και σημαντικές στιγμές στην ανάπτυξη μιας ανάλυσης η
οποία προσφέρει μεγαλύτερη στρατηγική χρήση για την ανάπτυξη της ισχύος της εργατικής
τάξης συγκριτικά με τον ορθόδοξο και τον δυτικό μαρξισμό. Τι είδους αναγνώσεων είναι
αυτές; Πως διαφοροποιούνται, αν διαφοροποιούνται, από τις παραδοσιακές προσεγγίσεις;
Οι αναγνώσεις αυτές, κατά την άποψή μου, δεν αποτελούν ασκήσεις ιδεολογίας ή δόμησης
μιας καπιταλιστικής στρατηγικής. Δεν αναζητούν μια [ιδεολογική] κριτική του καπιταλισμού.
Αντ’ αυτού, αναζητούν νέα εργαλεία για την ανάπτυξη της δύναμης της εργατικής τάξης. Ο
Panzieri ανακαλύπτει την αυτονομία της εργατικής τάξης στην εξώθηση του
μετασχηματισμού της καπιταλιστικής τεχνολογίας και σχεδιασμού. Ο Τρόντι ανακαλύπτει
τις θεωρητικές βάσεις για την εξερεύνηση του πως μπορούν να συνδεθούν οι
εργοστασιακοί και μη-εργοστασιακοί αγώνες. Ο Μισθός για την Οικιακή Εργασία
ανακαλύπτει εκ νέου τον μισθό σαν ένα κλειδί για την ισχύ του ξεπεράσματος των
διαιρέσεων της τάξης. Το Zerowork τοποθετεί τους σύγχρονους αγώνες ενάντια στην
εργασία ως να δημιουργούν μια ιστορική κρίση για το κεφαλαίου.
Δεδομένου του στόχου μιας στρατηγικής ή πολιτικής ανάγνωσης του Κεφαλαίου (εξαγμένη
από τις ανάγκες των σύγχρονων αγώνων), τι υπάρχει στο Κεφάλαιο που να μπορούμε να
το διαχωρίσουμε από τις καταβολές του στον 19ο αιώνα και να το χρησιμοποιήσουμε για
να ρίξουμε φως στους αγώνες της παρούσας κρίσης; Η απάντηση είναι ότι παρέχει μια
θεμελιακή διορατικότητα για τη φύση των κατηγοριών και των σχέσεων της καπιταλιστικής
κοινωνίας: υπάρχουν πάντα δύο οπτικές, εκείνη του κεφαλαίου εναντίον εκείνης της
εργατικής τάξης! Η ανάλυση κάθε κατηγορίας και φαινομένου πρέπει να είναι διμερής· δεν
υπάρχει καμία αντικειμενικότητα πέρα από αυτές τις δύο οπτικές. Η αναζήτηση του
Αλτουσέρ, και άλλων, για μια «αντικειμενική επιστήμη» είναι τόσο μάταια όσο εκείνη της
κλασσικής πολιτικής οικονομίας ή του Καρλ Μάνχαϊμ. Το να αναγνωρίσουμε τον
αναπόφευκτο διμερή χαρακτήρα της ανάλυσης δεν σημαίνει απλώς να φανερώσουμε τη
ταξική πάλη, αλλά να την αναπαράγουμε.
Σαν παράδειγμα, ας αναλογιστούμε την ανάλυση του Μαρξ για τον μισθό. Πρώτον, ο
μισθός είναι εισόδημα για έναν εργάτη αλλά έξοδο για έναν καπιταλιστή. Δεύτερον, το
κεφάλαιο χρησιμοποιεί την μισθωτή μορφή για να κρύψει την εκμετάλλευση και τον
51/67
διαχωρισμό του μεταβλητού κεφαλαίου και της υπεραξίας. Αλλά στη συνέχεια, η εργατική
τάξη χρησιμοποιεί τις μισθολογικές διεκδικήσεις για να επιτεθεί στην εκμετάλλευσή της.
Τέλος, ο μισθός αποτελεί ένα κεντρικό όργανο για τη διαίρεση και την αποδυνάμωση της
εργατικής τάξης ώστε να διασφαλιστεί η εκμεταλλευσιμότητά της. Όμως, την ίδια στιγμή,
μπορεί να μετατραπεί σε ένα όπλο για μια επίθεση στην ίδια αυτή τη διαίρεση.
Εφαρμόζοντας μια τέτοια διμερή, ή ταξική, ανάλυση, η οποία εξερευνά το νόημα της κάθε
κατηγορίας από τις διαφορετικές προοπτικές των δύο τάξεων, σε όλες τις άλλες κατηγορίες
του Κεφαλαίου, μπορούμε να ερμηνεύσουμε τον Μαρξ και να ανακαλύψουμε πως το έργο
του μπορεί να μας φανεί χρήσιμο. Δεν πρέπει να τελματώσουμε στις μυστικοποιήσεις της
φιλοσοφίας ή της πολιτικής οικονομίας οι οποίες, αποτυγχάνοντας να δείξουν πως οι
καθορισμοί του κεφαλαίου τόσο επιβάλλονται επί της εργατικής τάξης όσο και
διαμορφώνονται από τους αγώνες εναντίον τους, στην καλύτερη αποκαλύπτουν την
μονομερή σκοπιά του κεφαλαίου καθεαυτού. Δεν πρέπει να ικανοποιούμαστε με τέτοιες
προσεγγίσεις επειδή μέσω της οπτικής των παρόντων αγώνων μπορούμε τώρα να δούμε
πως το έργο του Μαρξ αποκαλύπτει την οπτική των εργατών τόσο ως αντιθετική προς το
κεφάλαιο όσο και ως κατέχουσα τη δύναμη να καταστρέψει τον καθορισμό του κεφαλαίου.
Η επαναστατική στρατηγική δεν είναι κάτι το επιπλέον. Αποτελεί ένα αναπόσπαστο τμήμα
της μελέτης της ταξικής σχέσης. Παρότι αυτή η σχέση μετατοπίζεται συνεχώς, παρότι ο
19ος αιώνας έχει περάσει προ πολλού, η διμερής φύση του κεφαλαίου παραμένει. Η
ανάλυσή της δεν είναι απλή, αλλά την ίδια στιγμή δεν έχουμε κανένα προσωπικό
συμφέρον στο να πανηγυρίσουμε τις υποτιθέμενες ακατανόητες περιπλοκότητες με τις
οποίες οι «επαγγελματίες μαρξιστές» αποκρύπτουν το νόημα του Κεφαλαίου.
Αυτό μου φαίνεται να είναι ένα σημαντικό μάθημα του πρόσφατου έργου που περιγράφτηκε
παραπάνω. Συνεπάγεται έναν πολιτικό τρόπο ανάγνωσης του Κεφαλαίου που
περιλαμβάνει δύο βήματα: να δείξει πως η κάθε κατηγορία και κάθε σχέση σχετίζεται με τη
φύση της ταξικής πάλης και την αποσαφηνίζει, και να δείξει τι σημαίνει αυτό για την πολιτική
στρατηγική της εργατικής τάξης[140]. Αυτές οι δύο στιγμές είναι άμεσα αλληλένδετες και
συχνά το να κάνουμε το πρώτο σημαίνει να κάνουμε σιωπηλά και το δεύτερο. Για
παράδειγμα, δείχνοντας πως το χρήμα αποτελεί ένα αναπόσπαστο τμήμα του κεφαλαίου -
μια μεσολάβηση επιβεβλημένη από το κεφάλαιο ως μέρος της εμπορευματικής μορφής- ο
Μαρξ μας λέει σιωπηλά ότι κάθε στρατηγική της εργατικής τάξης να καταστρέψει το
κεφάλαιο πρέπει τελικά να συμπεριλαμβάνει την καταστροφή του χρήματος.
Η απαίτηση αυτή ότι η κάθε κατηγορία πρέπει να σχετίζεται ρητά με τη ταξική πάλη δεν
σημαίνει ότι τα πάντα ανάγονται στη ταξική πάλη, επειδή η ταξική πάλη δεν αποτελεί μια
ανεξάρτητη, εξωτερική αιτία των κατηγοριών και των σχέσεων. Ούτε αποτελεί μια
εξωτερική, εξαγώμενη συνέπεια αυτών. Το κεφάλαιο, όπως έχουμε ξεκινήσει να βλέπουμε,
είναι η ταξική σχέση, και η σχέση αυτή είναι μια σχέση πάλης. Η ταξική πάλη αποτελεί την
αντιπαράθεση μεταξύ της προσπάθειας της καπιταλιστικής τάξης να επιβάλλει τη δική της
κοινωνική τάξη πραγμάτων -με όλες τις κατηγορίες και τους καθορισμούς της- και τις
προσπάθειες της εργατικής τάξης να επιβάλλει τα αυτόνομα συμφέροντά της. Η εργατική
πάλη είναι η επαναστατική εκείνη δραστηριότητα η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση τους
«κανόνες του παιχνιδιού» της καπιταλιστικής κοινωνίας. Γι’ αυτό όλοι οι κανόνες και
προσδιορισμοί πρέπει να διαβαστούν από μια οπτική η οποία επιμένει να αξιολογεί κάθε
πτυχή του κεφαλαίου από τη σκοπιά της στρατηγικής της εργατικής τάξης. Αυτό αποτελεί
52/67
την πηγή του διμερούς χαρακτήρα των καπιταλιστικών κατηγοριών. Η «επιστήμη» των
φιλοσόφων και των πολιτικών οικονομολόγων αποτελεί μόνο την οπτική του κεφαλαίου για
τον ίδιο του τον εαυτό. Η πολιτική ανάγνωση του Κεφαλαίου, και του κεφαλαίου, αποτελεί
μια στρατηγική δραστηριότητα της εργατικής τάξης. Δεν υπάρχει τρίτο, αντικειμενικό σημείο
πάνω από την πάλη, επειδή η επαναστατική δραστηριότητα αποκαλύπτει παντού την άλλη
πλευρά. Η ζωτική σημασία του έργου που επισκόπησα συνοπτικά παραπάνω είναι ότι έχει
ανακαλύψει εκ νέου αυτό το γεγονός και ξεκίνησε να διενεργεί αυτό το στρατηγικό
εγχείρημα.
Αυτό το εγχείρημα αποτελεί ακριβώς το εγχείρημα που εκλήθη από την ανάλυση του Μαρξ
για τον φετιχισμό. Πρέπει να θυμόμαστε ότι είναι ύστερα απ’ αυτή τη λεπτομερή ανάλυση
της εμπορευματικής μορφής στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου που ο Μαρξ την
αποκηρύττει ως φετιχιστική, επειδή καταπιάνεται αποκλειστικά με σχέσεις μεταξύ
αντικειμένων αντί κοινωνικών σχέσεων μεταξύ τάξεων. Ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι πρέπει να
δούμε πίσω απ’ αυτό τον φετιχισμό των εμπορευμάτων στον οποίο εμφανίζονται, όπως οι
θρησκευτικές ίδεες, σαν «να είναι προικισμένα με δική τους ζωή, σαν αυτοτελείς μορφές
που βρίσκονται σε σχέσεις μεταξύ τους και με τους ανθρώπους». Πρέπει, με άλλα λόγια, να
δούμε πίσω από την ίδια την έκθεση του Μαρξ για την εμπορευματική μορφή, στην οποία
τα εμπορεύματα εμφανίζονται να αλληλεπιδρούν από μόνα τους αναμεταξύ τους. Όταν ο
Μαρξ πηγαίνει στο δεύτερο κεφάλαιο του Κεφαλαίου να αναλύσει την ανταλλαγή σαν μια
δραστηριότητα μεταξύ ανθρώπων και ύστερα, στο υπόλοιπο βιβλίο, να αναλύσει άλλες
πτυχές των κοινωνικών σχέσεων του κεφαλαίου, κάνει ακριβώς αυτό που όρισε – θέτει τα
εμπορεύματα και όλους τους καθορισμούς τους στη θέση τους εντός της ταξικής σχέσης.
Αυτό αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι τους εγχειρήματος που σκιαγραφώ εδώ: να
αναλύσουμε το νόημα της κάθε κατηγορίας του κεφαλαίου εντός του πλαισίου της ταξικής
σύγκρουσης.
Υπάρχουν, βεβαίως, κανονικότητες, ή «νόμοι», της εμπορευματικής ανταλλαγής, ακριβώς
όπως υπάρχει μια λογική στην ίδια την εμπορευματική μορφή, όμως η λογική κι οι νόμοι
αυτοί είναι μόνο εκείνοι που το κεφάλαιο επιτυγχάνει να επιβάλλει. Εκείνο το οποίο μας
δείχνει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο είναι οι «κανόνες του παιχνιδιού» που καθορίζονται από το
κεφάλαιο. Οι κάνονες αυτοί αντανακλούν τη δική του εσωτερική δομή – την αντιφατική
πάλη των δύο τάξεων. Το πρόβλημά μας είναι να αποσαφηνίσουμε τη σημασία και το
νόημα του καθενός εξ αυτών των καθορισμών και «κανόνων» για την εργατική τάξη, και όχι
απλά να τους αποδεχτούμε σαν αντικειμενικά δοσμένους.
Διαβάζοντας το πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου
Μια από τις βασικότερες έννοιες του Κεφαλαίου, η οποία έχει υπάρξει κεντρική στις
αναγνώσεις του Μαρξ που περιέγραψα παραπάνω, είναι εκείνη της αξίας. Δυστυχώς, η
ίδια η έννοια δεν υποβλήθηκε ποτέ, απ’ όσο γνωρίζω, σε μια πολιτική ανάγνωση, και αυτό
έχει οδηγήσει σε μερικές μπερδεμένες και αντιφατικές χρήσεις της. Νομίζω ότι αυτό μπορεί
να αποφευχθεί μέσω μιας πολιτικής ανάγνωσης της ανάλυσης του Μαρξ για την αξία στο
πρώτο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου. Για να γίνει αυτό, προσπαθώ να
εφαρμόσω αυτή τη διμερή προσέγγιση, όπως την περιέγραψα παραπάνω, στην
αποσαφήνιση κι ερμηνεία των διάφορων εννοιών και κατηγοριών του πρώτου κεφαλαίου
του Κεφαλαίου.
53/67
Η «ανάγνωση» του πρώτου κεφαλαίου απαιτεί προσοχή, επειδή ο Μαρξ ασχολείται μόνο
με μερικούς από τους καθορισμούς του κεφαλαίου – αυτό που αποκαλεί εμπορευματική
μορφή. Πολλοί απ’ τους άλλους καθορισμούς του κεφαλαίου εκτίθονται προσεκτικά στον
υπόλοιπο πρώτο τόμο, καθώς και τους δύο άλλους τόμους, με τον τρόπο που ο ίδιος (κι ο
Ένγκελς, ο οποίος επιμελήθηκε τον δεύτερο και τον τρίτο τόμο) ένιωσε πως αποτελούσε
μια λογικά αναπτυσσόμενη εξέλιξη όλο και πιο σύνθετων καθορισμών. Γι’ αυτό, η
εργασιακή δύναμη ως εμπόρευμα, η υπεραξία, το κεφάλαιο, η συσσώρευση, το κέρδος, ο
μισθός, κλπ, δεν εμφανίζονται, κατά κύριο λόγο, σ’ αυτό το κεφάλαιο. Παραδόξως, λόγω
αυτού, η δυσκολία του πρώτου κεφαλαίου δεν κείτεται στην περιπλοκότητα αλλά στην
απλότητά του. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η ερμηνεία του έχει υπάρξει
παραδοσιακά δύσκολη, ακόμη και μυστήρια. Επειδή το πρώτο κεφάλαιο αποκλείει την πιο
σαφή ανάλυση της σχέσης μεταξύ της εμπορευματικής μορφής και του καπιταλισμού,
πολλοί ερμηνευτές έπεσαν ακριβώς στην παγίδα του φετιχισμού του εμπορεύματος για την
οποία μας προειδοποίησε ο Μαρξ. Είδαν τους καθορισμούς της εμπορευματικής μορφής
σαν να πρόκειται για αφηρημένα χαρακτηριστικά οποιασδήποτε εμπορευματικής
ανταλλαγής – από εκείνες ενός απλού ή «μικροεμπορευματικού τρόπου παραγωγής» έως
την εμπορευματική ανταλλαγή του κεφαλαίου. Μ’ αυτό τον τρόπο, το σύνολο της ανάλυσης
του πρώτου μέρους του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένης της
ανάλυσης της ανταλλαγής στο δεύτερο κεφάλαιο και του χρήματος στο τρίτο, έχει
αντιμετωπιστεί σαν ξεχωριστό από την ανάλυση του κεφαλαίου, η οποία θεωρείται να
αρχίζει μόνο στο δεύτερο μέρος του πρώτου τόμου, με τίτλο «Η Μετατροπή του Χρήματος
σε Κεφάλαιο» – λες και το χρήμα στο πρώτο μέρος υπήρξε κάποια ανιστορική κατηγορία ή
το χρήμα σε κάποιον προκαπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Όμως, η σειρά της παρουσίασης του Μαρξ δεν είναι ούτε ανιστορική ούτε στοχεύει στην
αναπαραγωγή μιας ιστορικής εξέλιξης, με την προκαπιταλιστική κατηγορία του χρήματος
να προηγείται των κατηγοριών του κεφαλαίου. «Θα ήταν λοιπόν άβολο και λαθεμένο να
αφεθούν οι οικονομικές κατηγορίες να διαδεχτούν η μία την άλλη με τη σειρά που ιστορικά
υπήρξαν καθοριστικές. Η σειρά τους καθορίζεται, αντίθετα, από τη σχέση που έχουν
μεταξύ τους μέσα στη σύγχρονη αστική κοινωνία […]»[141].
Όσον αφορά το ζήτημα της φύσης της αξίας και του χρήματος στην προκαπιταλιστική
κοινωνία, θα έλεγα το εξής: καλό είναι να λάβουμε στα σοβαρά την προειδοποίηση του
Μαρξ από την εισαγωγή του 1857 (τετράδιο Μ) στα Grundrisse, ότι δεν είναι έγκυρο να
εφαρμόζουμε κατηγορίες κατάλληλες για τον καπιταλισμό σε άλλα κοινωνικά συστήματα
χωρίς να τις τροποποιούμε. «[Η] αστική οικονομία μας δίνει το κλειδί για την αρχαία, κλπ.
Οπωσδήποτε όμως όχι με τον τρόπο των οικονομολόγων, που σβήνουν όλες τις ιστορικές
διαφορές και βλέπουν σε όλες τις κοινωνικές μορφές τις αστικές. Μπορεί κανείς να
καταλάβει τον φόρο υποτελείας, τη δεκάτη, κλπ, όταν γνωρίζει τη γαιοπρόσοδο. Αλλά δεν
πρέπει να τις ταυτίζει»[142].
Ως τμήμα αυτής της μεθοδολογικής ανάλυσης, ο Μαρξ αναλύει λεπτομερώς την
περίπτωση του χρήματος. Σημειώνει ότι, ενώ ασφαλώς αληθεύει ότι το «χρήμα μπορεί να
υπάρξει, και ιστορικά έχει υπάρξει, πριν από το κεφάλαιο, τις τράπεζες, την μισθωτή
εργασία κλπ», υπήρξε μολαταύτα λιγότερο ανεπτυγμένο στην προκαπιταλιστική κοινωνία,
και συνεπώς ήταν διαφορετικό. «Έτσι, παρόλο που η απλούστερη κατηγορία [χρήμα]
54/67
μπορεί να έχει υπάρξει ιστορικά πριν από την πιο συγκεκριμένη [κεφάλαιο], μπορεί στην
πλήρη της εκτατική και εντατική ανάπτυξη να ανήκει ακριβώς σε μια σύνθετη κοινωνική
μορφή […]»[143].
Συνεπώς, αν κανείς ελπίζει να αναλύσει τη φύση της αξίας και του χρήματος στην
προκαπιταλιστική κοινωνία -που δεν είναι ο σκοπός μου εδώ- καλά θα κάνει να
ακολουθήσει το παράδειγμα του Μαρξ και να προσπαθήσει να δει ότι η θεωρία του
Κεφαλαίου, η οποία είναι κατάλληλη για τον καπιταλισμό, χρειάζεται να τροποποιηθεί ώστε
να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί σε άλλες περιπτώσεις.
Το πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου θέτει τους καθορισμούς ενός πλήρως ανεπτυγμένου
συστήματος εμπορευματικής ανταλλαγής – ένα σύστημα το οποίο έχει υπάρξει μόνο ως μια
πτυχή του καπιταλισμού. Επειδή ο καπιταλισμός αποτελεί ένα τέτοιο πλήρως ανεπτυγμένο
σύστημα -για λόγους που θα αναλύσω στο επόμενο κεφάλαιο- αυτοί οι καθορισμοί
αποτελούν επίσης καθορισμούς του κεφαλαίου και πρέπει να κατανοηθούν ως τέτοιοι. Αν ο
Μαρξ έκανε μια διάκριση μεταξύ χρήματος που χρησιμοποιείται σαν κεφάλαιο στην
απασχόληση μισθωτής εργασίας και χρήματος που δεν χρησιμοποιείται σαν κεφάλαιο στην
αγορά προσωπικών υπηρεσιών, όπως κι έκανε, ήταν επειδή αντιλαμβανόταν περιστάσεις
στις οποίες το κεφάλαιο αποτύγχανε να χρησιμοποιήσει πλήρως το χρήμα για τη διεύρυνση
του συστήματός του. Αυτή η διάκριση είναι σίγουρα έγκυρη, όπως είναι και η
διαφοροποίηση της χρήσης του χρήματος από την εργατική τάξη ή τη χρήση του χρήματος
από τον εισοδηματία. Όμως, αυτές οι χρήσεις δεν είναι χρήσεις του χρήματος σαν κάποιο
αφηρημένο χρήμα καθεαυτό, αλλά χρήματος εντός ενός ιδιαίτερου ιστορικού ταξικού
πλαισίου. Από την οπτική του κεφαλαίου, όλες αυτές οι χρήσεις του χρήματος πρέπει να
είναι υποδεέστερες και να ενσωματωθούν εντός της διευρυμένης αναπαραγωγής του ίδιου
του κεφαλαίου. Αν όχι, τότε δεν λειτουργεί σαν χρήμα για το κεφάλαιο. Αυτό αναδεικνύει
επακριβώς τον λόγο που η κατανόηση της αξίας και του χρήματος σαν αναπόσπατα
κομμάτια του κεφαλαίου είναι ζωτικής σημασίας. Πρέπει να καταλάβουμε γιατί αποτελούν
μορφές κατάλληλες για το κεφάλαιο και γιατί αναπαράγονται απ’ αυτό, ώστε να
κατανοήσουμε τι σημαίνει το να τις καταστρέψουμε.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι πως είναι πολύ εύκολο να ερμηνεύσουμε τον Μαρξ σαν να
αποδέχεται τις σχέσεις που εκθέτει ως φυσικό γεγονός. Αυτό περιλαμβάνει το σφάλμα, το
οποίο επαναλαμβάνεται συχνά από τους μαρξιστές πολιτικούς οικονομολόγους, να
θεωρήσουμε την ανάλυση του Μαρξ για την εμπορευματική μορφή σαν διαφορετική από
αυτή της κλασσικής πολιτικής οικονομίας μόνο στο γεγονός ότι, σ’ αντίθεση με τη τελευταία,
είναι ορθή. Ο Μαρξ πράγματι αντιλαμβάνεται και διορθώνει τα «λάθη» των προκάτοχών
του – αυτό αποτελεί το εγχείρημα του τέταρτου τόμου του Κεφαλαίου (Θεωρίες για την
Υπεραξία). Είναι ικανός να μας παρουσιάσει καλύτερα τη λογική συνοχή του συνόλου των
κανόνων που συνδέονται με την εμπορευματική μορφή. Όμως, ήταν ικανός αυτού επειδή
βγήκε εκτός της οπτικής τους (εκείνης του κεφαλαίου) και μπόρεσε να δει την
εμπορευματική μορφή σαν εγγενής του κεφαλαίου – τόσο σαν την μορφή με την οποία το
κεφάλαιο αναγκάζει την εργατική τάξη να δουλέψει «ελεύθερα» γι’ αυτό, όσο και σαν τον
τρόπο που αποκρύπτει αυτόν τον καταναγκασμό μέσω μιας επίκλησης των σχέσεων της
αγοράς. Ο Μαρξ δεν μας δείχνει γιατί το «αόρατι χέρι» λειτουργούσε ακόμη καλύτερα απ’
ότι νόμιζε ο Άνταμ Σμιθ. Μας δείχνει την ιδεατή δομή που το κεφάλαιο προσπαθεί να
55/67
επιβάλλει, και τον τρόπο με τον οποίο ταυτόχρονα επιτυγχάνει και μεταμφιέζει αυτή την
επιβολή με τη μεσολάβηση των εμπορευμάτων – μια μεταμφίεση η οποία αναπαράγεται
φετιχιστικά στην οικονομική θεωρία του αόρατου χεριού.
Το πρόβλημά μας είναι διαφορετικό από εκείνο της παρουσίασης του Μαρξ. Το να
καταλάβουμε την αξιακή θεωρία στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου σημαίνει να δούμε το
πως να κάνουμε αυτό που ο Μαρξ μας λέει ότι πρέπει να κάνουμε: να ενσωματώσουμε την
ανάλυση της εμπορευματικής μορφής στην κατανόησή μας των ταξικών σχέσεων τις
οποίες αναπτύσσει περαιτέρω στο Κεφάλαιο και τις οποίες αναπτύσσουμε σήμερα ακόμη
παραπέρα. Για να το επιτύχουμε αυτό, πρέπει να φέρουμε στην ανάγνωση αυτού του
πρώτου κεφαλαίου όλη μας τη γνώση και τις ερμηνείες του υπόλοιπου Κεφαλαίου και
της ταξικής πάλης που αυτό αναλύει. Ο Μαρξ εκθέτει την ανάλυση του σε μια λογική εξέλιξη
για χάρη μιας σαφέστερης παρουσίασης. Πρέπει να επανεντάξουμε την ολότητα και να
συσχετίσουμε τα ξεχωριστά τμήματα αναμεταξύ τους. Δεν επαρκεί να επιβεβαιώσουμε σαν
μεθοδολογική αρχή ότι η ανάλυση της υπεραξίας περιλαμβάνει εκείνη της αξίας επειδή η
πρώτη αποτελεί μια πιο ανεπτυγμένη μορφή της δεύτερης. Πρέπει να δείξουμε ρητά το
πως οι καθορισμοί της αξίας διατηρούνται και προστίθενται στην υπεραξία, ακριβώς όπως
πρέπει να δείξουμε το πως οι καθορισμοί της υπεραξίας διατηρούνται και προστίθενται
στην ολότητα των ταξικών σχέσεων. Αυτή είναι η έννοια της πολιτικής ανάγνωσης του
Κεφαλαίου που ανέλυσα παραπάνω. Μόνο επιτυγχάνοντας αυτό μπορούμε να δούμε το
«πως κάθε κατηγορία και σχέση συνδέεται με τη φύση της ταξικής πάλης και την
αποσαφηνίζει». Είναι ο μόνος τρόπος που μπορούμε να ξεκινήσουμε να βλέπουμε τι
σημαίνει αξία και χρήμα «για την πολιτική στρατηγική της εργατικής τάξης εν γένει». Και
μόνο κατανοώντας αυτές τις σχέσεις όχι σαν αφηρημένες στιγμές ενός αφηρημένου
μοντέλου αλλά σαν πραγματικές στιγμές της σύγχρονης πραγματικότητας της ταξικής
αντιπαράθεσης είναι που μπορούμε να ανακαλύψουμε τι σημαίνουν, συγκεκριμένα,
σήμερα. Είναι στη βάση μιας τέτοιας κατανόησης της αξίας που θεωρώ ότι μπορούμε να
αξιολογήσουμε σε ποιον βαθμό το υπόλοιπο Κεφάλαιο και οι προεκτάσεις του έχουν
επανερμηνευτεί, ή μπορούν να επανερμηνευτούν, χρήσιμα και με συνέπεια.
Παρακάτω, «ξαναδιαβάζω» με τη σειρά τις τρεις πρώτες ενότητες του πρώτου κεφαλαίου
του Κεφαλαίου, και καταπιάνομαι διαδοχικά με την εμπορευματική μορφή εντός του
κεφαλαίου· την ανάλυση της εμπορευματικής μορφής στην αξία χρήσης και την
ανταλλακτική αξία, και στις ποιοτικές και ποσοτικές πτυχές της· την αφηρημένη εργασία
σαν την ουσία της αξίας· τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας ως το μέτρο της
αφηρημένης εργασίας· τις μορφές της αξίας (καταλήγοντας στη χρηματική μορφή)· και,
τέλος, με τις πτυχές εκείνες του χρήματος που προκύπτουν από τη χρηματική μορφή. Σε
κάθε περίπτωση, προσπάθησα να παρουσιάσω τις δύο ταξικές οπτικές και να αναλύσω
συνοπτικά τις συνέπειες της εργατικής πάλης. Δεν αναλύω ξεχωριστά τη τέταρτη ενότητα
του πρώτου κεφαλαίου που ασχολείται με τον φετιχισμό, απλά επειδή, όπως έχω ήδη
εξηγήσει, όλο αυτό το δοκίμιο αποσκοπεί στο να δούμε πίσω από τις αναπαραστάσεις της
εμπορευματικής μορφής για να εντοπίσουμε τις κοινωνικές σχέσεις. Τέλος, συνοψίζω
μερικά από τα κυριότερα αποτελέσματα αυτής της ανάγνωσης του πρώτου κεφαλαίου του
Κεφαλαίου.
56/67
Σημειώσεις:
1. Για τον Μαρξ, και για τους περισσότερους μαρξιστές που τον ακολούθησαν, ο όρος
«εργατική τάξη» αναφερόταν πρωτίστως στη βιομηχανική εργατική τάξη των μισθωτών
εργατών που παρήγαγαν εμπορεύματα (είτε κατασκευάζαν αγαθά, είτε γεωργικά προϊόντα
είτε υπηρεσίες). Για λόγους που θα γίνουν σαφέστεροι αργότερα στο παρόν κείμενο,
χρησιμοποιώ τον όρο «εργατική τάξη» για να υποδείξω όχι μόνο τους μισθωτούς
βιομηχανικούς εργάτες, αλλά επίσης μια ευρεία ποικιλία άμισθων εργατών.
Συμπεριλαμβανομένων των νοικοκυρών, των παιδιών, των φοιτητών και των αγροτών των
οποίων η εργασία υπό τον καπιταλισμό αποτελείται πρωτίστως από την παραγωγή και
αναπαραγωγή της ικανότητας και προθυμίας για την εκτέλεση διάφορων δραστηριοτήτων
(συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανικής εργασίας) οι οποίες συνεισφέρουν στη διατήρηση
του συστήματος.
2. [Σ. τ. Μ.]: Ο όρος niggermation (nigger + automation, δηλαδή, μαύροι +
αυτοματοποίηση) χρησιμοποιούνταν από τους μαύρους βιομηχανικούς εργάτες για να
περιγράψει την κατάσταση στις αυτοκινητοβιομηχανίες. Δηλώνει ότι με την άνοδο της
αυτοματοποίησης έβαζαν τους μαύρους εργάτες να κάνουν τη τριπλή δουλειά απ’ αυτή που
έκαναν οι λευκοί πριν την αυτοματοποίηση της παραγωγής.
3. [Σ. τ. Μ.]: Ο όρος Σουν-το [Ανοιξιάτικη Επίθεση] αναφέρεται στις ετήσιες μισθολογικές
διαπραγματεύσεις που γίνονται στην Ιαπωνία μεταξύ των συνδικάτων και των εργοδοτών.
Χιλιάδες συνδικάτα και σωματεία εισέρχονται ταυτόχρονα σε διαπραγματεύσεις ξεκινώντας
από τις αρχές του Μαρτίου. Αρχικά ξεκίνησε τη δεκατία του 1940, καταλήγοντας να γίνει
θεσμός από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως και σήμερα. Ο Ιαπωνικός Κόκκινος
Στράτος υπήρξε κομμουνιστική ομάδα η οποία συμμετείχε σε αρκετές τρομοκρατικές
επιθέσεις.
4. Steve Weissman, «Why the Population Bomb Is a Rockefeller Baby», Ramparts 8, no.
11, Μάιος 1970, σελ. 42-47.
5. Μια μερική ανάλυση αυτού του κύκλου αγώνων μπορεί να βρεθεί στα δύο πρώτα τεύχη
του Zerowork (1975 και 1977 αντίστοιχα).
6. Οι αγώνες της δεκαετίας του 1960 μετασχημάτισαν την προηγούμενη κατάσταση της
δεκαετίας του 1950, στην οποία υπήρχε μόνο ένας μόνιμος μαρξιστής καθηγητής που
δίδασκε οικονομικά σε ένα και μόνο αμερικάνικο πανεπιστήμιο (ο Πωλ Μπάραν στο
πανεπιστήμιο του Στάνφορντ), καταλήγοντας σήμερα να υπάρχουν δεκάδες μαρξιστές που
διδάσκουν σε πανεπιστήμια όλης της χώρας, με πολλούς εξ αυτών να είναι μόνιμοι.
Υπάρχουν προγράμματα σπουδών που οδηγούν σε διδακτορικό στον μαρξισμό σε αρκετά
πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένων των πανεπιστημίων της Μασαχουσέτης (Άμχερστ),
της Νέας Σχολής Κοινωνικών Ερευνών (Νέα Υόρκη) και το Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο
(Ουάσινγκτον). Αλλού, όπως στο Στάνφορντ, το πανεπιστήμιο του Τέξας, το Γέιλ και το
Χάρβαρντ, οι φοιτητές μπορούν να πάρουν ειδίκευση στα μαρξιστικά οικονομικά και να
βρουν αρκετούς συμπαθώντες αναγνώστες για να γράψουν μαρξιστικές διατριβές.
7. Η ανάλυση αυτή έχει αναπτυχθεί στο Μάριο Τρόντι, «Workers and Capital», Telos 14,
Χειμώνας 1972, σελ. 25-62· Guido Baldi, «Theses on Mass Worker and Social Capital»,
Radical America 6, no. 1, Μάιος-Ιούνιος, σελ. 3-21· και Αντόνιο Νέγκρι, «John M. Keynes e
la teoria capitalistica dello stato nel ’29», στο Operai e Stato του Σέρτζιο Μπολόνια [στα
αγγλικά, «Keynes and the Capitalist Theory of the State post-1929», στο Νέγκρι,
Revolution Retrieved]. Μια πιο λεπτομερής παρουσίαση αυτής της ανάλυσης μπορεί να
βρεθεί παρακάτω στην ενότητα «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο πολιτικά». [Σ. τ. Μ.]: Το ντηλ της
57/67
παραγωγικότητας είναι η πρόσδεση των μισθών στην παραγωγικότητα ώστε η αύξηση της
παραγωγικότητας της εργασίας συνεπάγεται μισθολογικές αυξήσεις. Όμως, ο ρυθμός της
αύξησης των μισθών πρέπει να παραμένει χαμηλότερος από εκείνον της αύξησης της
παραγωγικότητας, ώστε να αυξάνεται το ποσοστό της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
8. Παράλληλα με την αναβίωση του Μαρξ υπήρξε μια αναβίωση του Χέγκελ, του μόνου
αστού διανοητή του οποίου το αθροιστικό όραμα ταίριαζε μ’ εκείνο του Μαρξ. Για έρευνες
σχετικά με την αναβίωση του Χέγκελ, βλέπε Antony Quinton, «Spreading Hegel’s Wings»,
New York Review of Books, 29 Μαίου 1975, σελ. 34-37· Mark Poster, «The Hegel
Renaissance», Telos 16, Καλοκαίρι 1973, σελ. 109-127· και John Heckman, «Hyppolite
and the Hegel Revival in France», Telos 16, Καλοκαίρι 1973, σελ. 128-145.
9. Ένας αριθμός αστικών αξιολογήσεων της χρησιμότητας του Μαρξ στην αστική θεωρία
περιλαμβάνεται στο Ντέιβιντ Χόρογουιτζ, Marx and Modern Economics. Βλέπε ειδικότερα
τις εκθέσεις των O. Lange, Β. Λεόντιεφ, J. Robinson, Fan-Hung, L. R. Klein και S. Tsuru.
Άλλοι που έχουν ρητά αντλήσει από τον Μαρξ για το έργο τους περιλαμβάνουν τον William
Baumol στο Economic Dynamics και την Irma Adelman στο Theories of Economic Growth
and Development. Το χρέος οικονομολόγων όπως ο Γιόζεφ Σουμπέτερ προς τον Μαρξ
είναι καλά γνωστό.
10. Παραδείγματα τέτοιων εκθέσεων ριζοσπαστικής σκέψης σε επαγγελματικά περιοδικά
και τον ελίτ τύπο είναι Martin Bronfenbrenner, «Radical Economics in America: A 1970
Survey», Journal of Economic Literature 8, no. 3, Σεπτέμβριος 1970, σελ. 747-766· S. T.
Worland, «Radical Political Economics as a “Scientific Revolution”», Southern Economics
Journal 39, no. 2, Οκτώβριος 1972, σελ. 274-284· και «The Marx Men», Wall Street
Journal, 5 Φεβρουαρίου 1975. Οι New York Times έφτασαν στο σημείο να ζητήσουν από
τον ριζοσπάστη οικονομολόγο David Gordon από τη Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών να
παρουσιάσει τις απόψεις του για τη τρέχουσα κρίση στο New York Times Magazine,
«Recession Is Capitalism as Usual», 27 Απριλίου 1975.
11. Ο ισχυρισμός του Κλάουζεβιτς είναι: «Η στρατηγική διαμορφώνει το πλάνο του
πολέμου, καταστρώνει την προτεινόμενη πορεία των διαφορετικών εκστρατειών οι οποίες
συνθέτουν τον πόλεμο, και ρυθμίζει τις μάχες που δίδονται στην κάθε εκστρατεία»
(παρατίθεται στο B. H. Liddell Hart, Strategy, σελ. 319).
12. Η 11η θέση για τον Φόυερμπαχ. Καρλ Μαρξ & Φρίντριχ Ένγκελς, Η Γερμανική
Ιδεολογία, τόμος πρώτος, εκδόσεις Gutenberg, 1997, σελ. 48.
13. Καρλ Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2010, σελ.
19.
14. Τέτοιες διακρίσεις για το εάν ο Μαρξ συμπλήρωσε το έργο των κλασσικών
οικονομολόγων ή αν διόρθωσε τα λάθη τους, απασχόλησαν τον Henryk Grossman στο
«Marx, Classical Political Economy and the Problem of Dynamics», Capital and Class 2,
Καλοκαίρι 1977, σελ. 32-55.
15. Για περαιτέρω ανάλυση αυτών των σχέσεων, βλέπε Τρόντι, Workers and Capital, σελ.
31-37, και Σέρτζιο Μπολόνια, «Class Composition and the Theory of the Party at the Origin
of the Workers-Councils Movement», Telos 13, Φθινόπωρο 1972, σελ. 14-21.
16. Έντουαρντ Μπέρνσταϊν, Evolutionary Socialism.
17. Λούτσιο Κολέτι, «Bernstein and the Marxism of the Second International», στο From
Rousseau to Lenin του ιδίου.
18. Το Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;, αποτελείται από δύο άρθρα
της που εκδόθηκαν στο Leipziger Volkszeitung το 1898 και το 1899 αντίστοιχα.
58/67
19. Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, Χρηματιστικό Κεφάλαιο, εκδόσεις Γκοβόστης-«Μπάυρον». Η
κριτική του Όττο Μπάουερ εμφανίζεται στο Neue Zeit, 7-14 Μαρτίου 1913.
20. Fritz Sternberg, Der Imperialismus.
21. Henryk Grossman, Die Akkumulations und Zusammenbruchsgesetz des
Kapitalistischen Systems, το οποίο δεν έχει ακόμη μεταφραστεί ολόκληρο στα αγγλικά. Μια
συντμημένη έκδοση από τον Jairus Banaji έχει κυκλοφορήσει στα αγγλικά ως Henryk
Grossman, The Law of Accumulation and Breakdown of the Capitalist System, εκδόσεις
Pluto Press, 1992.
22. Ναταλί Μοσκόβσκα, Θεωρίες για τις Οικονομικές Κρίσεις, εκδόσεις Κριτική, 1988. Το
Zur Dynamik des Spätkapitalismus δεν έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, αλλά μια σύντομη
παρουσίαση μερικών εκ των ισχυρισμών της μπορεί να βρεθεί στο Karl Schoer, «Natalie
Moszkowska and the Falling Rate of Profit», New Left Review 95, Ιανουάριος-Φεβρουάριος
1976, σελ. 92-96.
23. Άντον Πάνεκουκ, «Η Θεωρία της Κατάρρευσης του Καπιταλισμού», μπορεί να βρεθεί
στα ελληνικά στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
https://coghnorti.wordpress.com/texts/pannekoek-zusammenbruchstheorie
Για την άποψη του Πωλ Μάτικ, βλέπε Marx and Keynes του ιδίου, και τις αναφορές του
Peter Rachleff στο βιβλίο του Marxism and Council Communism.
24. Peter Rachleff, ό.π.
25. Για την κριτική του Νικολάι Μπουχάριν στη Λούξεμπουργκ, βλέπε το Imperialism and
the Accumulation of Capital του ιδίου, εκδόσεις Monthly Review Press, 1972.
26. Ο όρος «ηρωική περίδος» χρησιμοποιείται από τον Ντέιβιντ Χόρογουιτζ στην εισαγωγή
του για τη συλλογή Marx and Modern Economics. Εντοπίζει ορθά ότι «τα προβλήματα που
εγείρονταν κι οι απαντήσεις που δώθηκαν στην ΕΣΣΔ προβλέπουν σε εκπληκτικό βαθμό
το έργο που έγινε στο ίδιο πεδίο [εκβιομηχάνιση ή αναπτυξιακή θεωρία] με ένα πολύ
υψηλότερο επίπεδο επιτήδευσης, εντός ενός διαφορετικού εννοιολογικού πλαισίου, από
οικονομολόγους εκτός της σοβιετικής τροχιάς κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων
δεκαετιών», αλλά το σημειώνει εγκρίνοντας το γεγονός αυτό.
27. Παρατίθεται στο Douglas Kellner, «Korsch’s Revolutionary Historicism», Telos 26,
Χειμώνας 1975-1976, σελ. 70-93. Όπως υποδεικνύει ο Kellner, ακόμη κι ο Κορς ενέκρινε τη
θέση του Στάλιν στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
28. Όσκαρ Λάνγκε, «Marxian Economics and Modern Economic Theory», Review of
Economic Studies, Ιούνιος 1935· επανατυπώθηκε στο Marx and Modern Economics, ed.
Χόρογουιτζ, σελ. 68-87.
29. Δεν είναι δύσκολο να δούμε τον συνδυασμό της σοβιετικής πίεσης προς τα τοπικά
Κομμουνιστικά Κόμματα να απορρίψουν την εξέγερση, με την οικονομική της στήριξη στην
Κούβα για να βοηθήσει την ανάπτυξη στην πατρίδα, ως σημαντική συμβολή στην
καπιταλιστική σταθεροποίηση της Λατινικής Αμερικής.
30. Η θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ινδίας διέφερε σημαντικά με την πάροδο του
χρόνου, αλλά ύστερα από τη διακοπή της Εξέγερσης στη Τελανγκάνα (1946-1951), το
Κόμμα έγινε, κατά κύριο λόγο, ένας αφοσιωμένος σύμμαχος του Κογκρέσου. Αυτή η θέση
είχε ως αποτέλεσμα τις πολλαπλές διασπάσεις που δημιούργησαν το Κομμουνιστικό
Κόμμα της Ινδίας (Μαρξιστικό) και τα διάφορα Μαρξιστικά-Λενινιστικά Κομμουνιστικά
Κόμματα, και διήρκησε έως και την Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης της Ίντιρα Γκάντι.
31. Βλεπε τα βιβλία Essays in the Theory of Economic Fluctuations, Studies in Economic
Dynamics, και Theory of Economic Dynamics του Michael Kalecki.
59/67
32. Βλέπε Τζοάν Ρόμπινσον, An Essay on Marxian Economics, και το άρθρο της «Marx
and Keynes», Critica Economica, Νοέμβριος 1948, το οποίο επανατυπώθηκε στο Marx and
Modern Economics, ed. Χόρογουιτζ, σελ. 103-116. Οι απόψεις της Ρόμπινσον για τον
Μαρξ έχουν παραμείνει ουσιαστικά οι ίδιες τα τελευταία τριάντα χρόνια. Για μια πρόσφατη
έκθεσή τους, βλέπε την κριτική της για το Ronald Meek, Studies in the Labor Theory of
Value στο Monthly Review 29, no. 7, Δεκέμβριος 1977, σελ. 50-59, όπου συνοψίζει τη δική
της θέση κι αυτή του Sraffa.
33. Πωλ Σουήζυ, Η Θεωρία της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης, εκδόσεις Gutenberg, 2004.
34. Ό.π.
35. Ό.π. Βλέπε επίσης Shigeto Tsuru, «Keynes versus Marx: The Methodology of
Aggregates», στο Marx and Modern Economics, ed. Χόρογουιτζ.
36. Για μια ανάλυση της ιστορίας της θέσης του Σουήζυ για τη Σοβιετική Ένωση και την
Κίνα, βλέπε Peter Clecak, Radical Paradoxes.
37. Πωλ Μπάραν, Η Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης, εκδόσεις Κάλβος, 1977, και Πωλ
Μπάραν & Πωλ Σουήζυ, Monopoly Capital.
38. Η έννοια του «πραγματικού πλεονάσματος» που χρησιμοποιεί ο Μπάραν είναι απλώς η
κεϋνσιανή εξοικονόμηση από το τρέχον εισόδημα που διατίθεται για επενδύσεις. Η αρκετά
κακόφημή του έννοια του «δυνητικού πλεονάσματος» είναι κατά κάποιο τρόπο πιο
ενδιαφέρουσα. Παρότι οι ορισμοί τους για τη «βασική» κατανάλωση και τη «δυνητική»
απόδοση αποτελούν δημιουργήματα των δικών του ιδεών ορθολογικότητας, την οποία
αντιπαραβάλει στην ανορθολογικότητα του καπιταλισμού, είναι μολαταύτα τουλάχιστον
υποδηλωτικοί μιας εργατικής σκοπιάς. Είναι αλήθεια ότι το κεφάλαιο έχει τη δική του
«ορθολογικότητα» και ότι είναι ανώφελο να το χαρακτηρίζουμε ηθικολογικά σαν
«ανορθολογικό» όπως ο Μπάραν κι ο Σουήζυ. Αλλά αληθεύει επίσης ότι η εργατική τάξη
έχει τη δική της ορθολογικότητα κι ότι μπορεί κανείς, αρκετά θεμιτά, να ακολουθήσει το
παράδειγμα του Μαρξ και να υποδείξει πως το κεφάλαιο δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες
της εργατικής τάξης.
39. Η επιμονή της πλειοψηφίας των μαρξιστών πολιτικών οικονομολόγων να επικρίνουν
τους αστούς οικονομολόγους, όπως τον Κέυνς, για το γεγονός πως δεν είναι μαρξιστές (για
παράδειγμα, βλέπε Μάτικ, Marx and Keynes), είναι, κατά τη γνώμη μου, λυπηρή. Το
πραγματικό ενδιαφέρον στον Κέυνς, ή σε οποιοδήποτε άλλο συγγραφέα, έγκειται στο τι
μπορούμε να μάθουμε σχετικά με τη φύση και τις παραμέτρους της ταξικής σύγκρουσης
και των στρατηγικών που χρησιμοποιούνται σ’ αυτή. Απ’ τη σκοπιά εκείνων που
εμπλέκονται στην πάλη, είτε είναι εργάτες είτε καπιταλιστές, το έργο του Κέυνς δεν υπήρξε
στην ουσία του θεωρητικό· ήταν στρατηγικό. Κι εάν σήμερα βρισκόμαστε σ’ έναν
μετακεϋνσιανό κόσμο δεν είναι επειδή οι «θεωρίες» του ήταν ανεπαρκείς, αλλά επειδή οι
στρατηγικές του έχουν ηττηθεί από την εργατική τάξη.
40. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο βιβλίο τους Monopoly Capital και στις σελίδες του
περιοδικού του Σουήζυ, το Monthly Review.
41. Για ένα παράδειγμα μιας τέτοιου είδους στρατηγικής αξιολόγησης του πολιτικού ρόλου
των πανεπιστημίων, η οποία έθεσε τη βάση για δράση εναντίον τους, βλέπε Ανν Μποέρ &
Χάρρυ Κλήβερ, «Minority Report on the Stanford Research Institute», στο The Radical
Attack on Business, ed. Charles Perrow.
42. Βλέπε Andre Gunder Frank, Capitalism and Underdevelopment in Latin America,
Lumpenbourgeoisie: Lumpendevelopment, και «Not Feudalism — Capitalism», Monthly
Review, Δεκέμβριος 1963, σελ. 468-478. Βλέπε επίσης Martin Nicolaus, «Who Will Bring
60/67
the Mother Down?» στο Readings in U.S. Imperialism, eds. K. T. Fann & D. C. Hodges, και
γενικότερα το Monthly Review.
43. Το Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο των Λουί Αλτουσέρ & Ετιέν Μπαλιμπάρ υπήρξε μια
από τις πρώτες τουφεκιές αυτής της αντεπίθεσης. Τα φιλοσοφικά και πολιτικά του θεμέλια
θα εξεταστούν συνοπτικά στην επόμενη ενότητα.
44. Ερνέστο Λακλάου, «Feudalism and Capitalism in Latin America», New Left Review 67,
Μάιος-Ιούνιος 1971, σελ. 19-38.
45. Μεταξύ των πιο γνωστών μαρξιστών ανθρωπολόγων που επηρεάστηκαν βαθιά από
αυτές τις έννοιες είναι ο Claude Meillassoux, ο Maurice Godelier, ο Emmanuel Terray κι ο
Pierre-Philippe Rey.
46. Για μια σύνοψη και κριτική του ινδικού ντιμπέιτ, βλέπε Χάρρυ Κλήβερ, «The
Internationalization of Capital and the Mode of Production in Agriculture», Economic and
Political Weekly, 27 Μαρτίου 1976. Για ένα μέρος του λατινοαμερικάνικου ντιμπέιτ, βλέπε
Latin American Perspectives 1, no 1, Άνοιξη 1974, ειδικό τεύχος: «Dependency Theory: A
Reassessment».
47. Η βασική ιδέα του Σαμίρ Αμίν να αναλύσει αυτό το ζήτημα στη Συσσώρευση σε
Παγκόσμια Κλίμακα είναι εξαιρετική. Δυστυχώς, παρά τα διάφορα σημεία διορατικότητας
και λαμπρότητας, ο τρόπος που πηδάει εμπρός-πίσω μεταξύ θεωρητικών πλαισίων, εδώ
μαρξιστικό, εκεί αστικό, κάνει το βιβλίο ένα κόψε-ράψε από μπαλώματα χωρίς καμία
εσωτερική συνοχή. Εν ολίγοις, απέτυχε πλήρως να ενσωματώσει τον νεομαρξικό
κεϋνσιανισμό είτε σε μια προσέγγιση του τρόπου παραγωγής είτε σε μια μαρξιστική αξιακή
θεωρία.
48. Βλέπε τα βιβλία του Ερνέστ Μαντέλ, Marxist Economic Theory και Late Capitalism,
καθώς και το κείμενό του «Where Is America Going», στο Readings in U.S. Imperialism,
eds. Fann & Hodges, και το άρθρο του «The Laws of Uneven Development», New Left
Review 59, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1970, σελ. 19-38. Για την επίθεση του Πωλ Μάτικ
στους Μπάραν και Σουήζυ, βλέπε το άρθρο του «Marxism and “Monopoly Capital”»,
Progressive Labor 6, no. 1, Μάιος 1967, σελ. 34-49.
49. Mario Cogoy, «Les Theories neo-Marxistes, Marx et l’accumulation du capital», Les
Temps Modernes 314-315, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1972, σελ. 396-426, και «The Fall of
the Rate of Profit and the Theory of Accumulation of Capital: A Reply to Paul Sweezy»,
Bulletin of the Conference of Socialist Economists, Χειμώνας 1973, σελ. 52-67· David
Yaffe, «Marxian Theory of Crisis, Capital and the State», Bulletin of the Conference of
Socialist Economists, Χειμώνας 1972, σελ. 5-58· και Michael Kidron, Western Capitalism
since the War.
50. Πωλ Σουήζυ, «On the Theory of Monopoly Capitalism», Monthly Review 23, no. 11,
Απρίλιος 1972, σελ. 1-23, και «Some Problems in the Theory of Capital Accumulation»,
Monthly Review 25, no. 12.
51. Το «καπιταλιστικό εργοστάσιο» χρησιμοποιείται εδώ σαν μια μεταφορά για το σύνολο
του δικτύου των βιομηχανικών εταιρειών οι οποίες συγκροτούν το βιομηχανικό κεφάλαιο.
Είναι σ’ αυτές τις εταιρείες που λέγεται ότι βρίσκονται οι «παραγωγικοί» εργάτες, και είναι
εκείνο που συμβαίνει στην παραγωγή και την πώληση των εμπορευμάτων που παράγουν
αυτοί οι μισθωτοί που θεωρείται γενικά ότι καθορίζει όλα τα υπόλοιπα.
52. Μερικές απ’ αυτές τις προσπάθειες θα εξεταστούν στην επόμενη ενότητα. Οι δύο τομείς
της κοινωνικής ζωής εκτός του εργοστασίου οι οποίοι έχουν πιθανότατα λάβει την
περισσότερη προσοχή από τους πολιτικούς οικονομολόγους είναι το σχολείο κι η οικεία. Για
61/67
παράδειγμα, βλέπε Samuel Bowles & Herbert Gintis, Schooling in Capitalist America·
Martin Carnoy, Education as Cultural Imperialism· και Wendy Edmond & Suzie Fleming,
eds. All Work and No Pay.
53. Καρλ Μαρξ, Επιστολή στον Μπόλτε, 23 Νοεμβρίου 1871, στο Καρλ Μαρξ & Φρίντριχ
Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος δεύτερος, σελ. 547.
54. Σήμερα υπάρχουν μερικοί πολιτικοί οικονομολόγοι οι οποίοι έχουν ξεκινήσει να
βλέπουν ότι η δύναμη της εργατικής τάξης πράγματι παίζει έναν ρόλο στην ανάδυση της
καπιταλιστικής κρίσης. Δυστυχώς, παραμένουν εγκλωβισμένοι εντός των όρων της
ανάλυσης του Μαρξ στο Μισθός, Τιμή και Κέρδος και το 23ο κεφάλαιο του πρώτου τόμου
του Κεφαλαίου [«Ο γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης»], όπου αυτοί οι
αγώνες αφορούν ουσιαστικά διανεμητικά μερίδια, ευθύνονται στην καλύτερη περίπτωση για
τον πληθωρισμό, και πάντα ελέγχονται αποτελεσματικά από την καπιταλιστική κρίση.
Βλέπε, για παράδειγμα, A. Glyn & B. Sutcliffe, British Capitalism, Workers and the Profits
Squeeze· R. Boddy & J. Crotty, «Class Conflict, Keynesian Policies, and the Business
Cycle», Monthly Review 26, no. 5, Οκτώβριος 1974, σελ. 1-17· και John G. Gurley,
«Unemployment and Inflation», Monthly Review 29, no. 7, Δεκέμβριος 1977, σελ. 23-29.
55. Λουί Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, εκδόσεις Εκτός Γραμμής, 2015, και Αλτουσέρ &
Μπαλιμπάρ, Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2008.
56. Το Αντι-Ντίρινγκ γράφτηκε το 1876-1878, το Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το Τέλος της
Κλασσικής Γερμανικής Φιλοσοφίας το 1886 και Η Διαλεκτική της Φύσης κατά την περίοδο
1873-1883.
57. Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς έγραψαν την Αγία Οικογένεια, ή Κριτική της Κριτικής Κριτικής το
1844· τη Γερμανική Ιδεολογία την έγραψαν το 1845-1846· κι ο Μαρξ έγραψε τις Θέσεις για
τον Φόυερμπαχ το 1845.
58. Βλέπε το «From Hegel to Marcuse» του Κολέτι στο From Rousseau to Lenin του ιδίου.
59. Ό.π., σελ. 123-128.
60. Καρλ Κάουτσκι, The Agrarian Question, εκδόσεις Zwan Publications, 1988. Βλέπε
επίσης Β. Ι. Λένιν, «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», Άπαντα, τόμος 3, εκδόσεις
Σύγχρονη Εποχή, 2012.
61. Ο ισχυρισμός του Ένγκελς προς τον Μπλοχ ήταν: «Για το γεγονός ότι η νεολαία κάποτε
δίνει στην οικονομική πλευρά μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ ότι της αναλογεί, φταίμε εν μέρει
εμείς οι ίδιοι, ο Μαρξ κι εγώ. Απέναντι στους αντιπάλους μας, είμασταν υποχρεωμένοι να
τονίζουμε τη βασική αρχή που την αρνιόνταν κι έτσι δεν υπήρχε πάντα ο χρόνος, ο τόπος κι
η ευκαιρεία να δώσουμε τη θέση που ταιριάζει και στους άλλους παράγοντες που
συμμετέχουν στην αλληλεπίδραση». Ένγκελς, Επιστολή στον Μπλοχ, 21-22 Σεπτεμβρίου
1890, στο Καρλ Μαρξ & Φρίντριχ Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος δεύτερος, σελ. 574-575.
62. Ι. Β. Στάλιν, «Διαλεκτικός και Ιστορικός Υλισμός» στο Λενινισμός στη Θεωρία και Πράξη
– Διαλεκτικός και Ιστορικός Υλισμός, έκδοση Γερ. Αναγνωστίδης.
63. Charles Bettleheim, Class Struggles in the USSR.
64. Βλέπε, για παράδειγμα, Hung Hsueh-ping, «The Essence of “Theory of Productive
Forces” Is to Oppose Proletarian Revolution», Peking Review, 19 Σεπτεμβρίου 1969, σελ.
5-8.
65. Αλτουσέρ & Μπαλιμπάρ, Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο.
66. Ό.π.
67. Βλέπε την εισαγωγή του Αλτουσέρ στο Για τον Μαρξ.
68. Για μια από τις πιο απολαυστικές κι ενδελεχείς κριτικές του επιστημονισμού του
62/67
Αλτουσέρ, βλέπε François George, «Reading Althusser», Telos 7, Άνοιξη 1971, σελ. 73-
98.
69. Η, σχετικά απρόθυμη, παραδοχή του Νίκου Πουλαντζά ότι αυτός κι ο Μπαλιμπάρ
«υποτίμησαν» τον «ρόλο» της ταξικής πάλης, μπορεί να βρεθεί στο άρθρο του Πουλαντζά
«The Capitalist State», New Left Review 95, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1976, ιδιαίτερα στις
σελ. 74 & 78. Για την αυτοκριτική του Αλτουσέρ, βλέπε το βιβλίο του Στοιχεία Αυτοκριτικής,
εκδόσεις Πολύτυπο, 1983.
70. Για μια απ’ τις σοβαρότερες προσπάθειες επανεπεξεργασίας μιας θεωρίας της
«διάρθρωσης» των τρόπων παραγωγής που επιδεικνύει τα όρια της έννοιας, βλέπε Pierre-
Philippe Rey, Les Alliances de Classes.
71. Για μια χρήσιμη κριτική του φετιχισμού της παραγωγής από πολλούς μαρξιστές, βλέπε
Ζαν Μποντριγιάρ, Ο Καθρέφτης της Παραγωγής, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1990. Δυστυχώς, η
χρήση του της στρουκτουραλιστικής γλωσσολογίας κι η παρανόησή του έργου του Μαρξ
περιορίζουν τη χρησιμότητα του έργου του σ’ αυτή τη κριτική.
72. Το γεγονός πως το Τι να Κάνουμε; δεν υπήρξε ούτε η μοναδική ούτε η τελευταία θέση
του Λένιν αναφορικά με το ζήτημα της οργάνωσης έχει επιδειχτεί επιδέξια στο Antonio
Carlo, «Lenin on the Party», Telos 17, Φθινόπωρο 1973, σελ. 2-40.
73. Ράσελ Γιακόμπυ, «The Politics of the Crisis Theory: Towards the Critique of Automatic
Marxism II», Telos 23, Άνοιξη 1975, σελ. 3-52.
74. Η σημασία του έργου του Pollock κι η επιρροή του στην Κριτική Θεωρία τονίζεται στο
Giacomo Marramao, «Political Economy and Critical Theory», Telos 24, Καλοκαίρι 1975,
σελ. 56-80.
75. Friedrich Pollock, Automation, παρατίθεται στο Marramao, ό.π., σελ. 75.
76. Βλέπε, για παράδειγμα, Πέρρυ Άντερσον, Ο Δυτικός Μαρξισμός, εκδόσεις Κέδρος,
2008. Στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τη τροτσκιστική εκδοχή του μαρξισμού-
λενινισμού, αποτυγχάνει να κατανοήσει την πραγματική διορατικότητα του δυτικού
μαρξισμού και χάνει τελείως τη βασική του αιχμή κάνοντας το λάθος να θέσει υπό αυτή την
κατηγορία αντιεγελιανούς όπως ο Αλτουσέρ, ο Delavolpe κι ο Κολέτι.
77. Χέρμπερτ Μαρκούζε, Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος, εκδόσεις Παπαζήση, 1971.
78. R. P. Wolff, B. Moore, Jr., & Χ. Μαρκούζε, A Critique of Pure Tolerance, εκδόσεις
Beacon Press.
79. Μαξ Χορκχάιμερ, «The Authoritarian State», Telos 15, Άνοιξη 1973, σελ. 3-20.
80. Χέρμπερτ Μαρκούζε, Για την Απελευθέρωση, εκδόσεις Διογένης, 1971.
81. Πωλ Σουήζυ & Λίο Χιμπέρμαν, eds. Paul Baran: A Collective Portrait, σελ. 32-33.
82. Μπάραν, Η Πολιτική Οικονομία της Ανάπτυξης, εκδόσεις Κάλβος, 1977, σελ. 171.
83. Βλέπε τα κεφάλαια 9 & 10, «The Quality of Monopoly Capitalist Society» και «The
Irrational System», στο Μπάραν & Σουήζυ, Monopoly Capital.
84. Χέρμπερτ Μαρκούζε, Αντεπανάσταση και Εξέγερση, εκδόσεις Παπαζήσης, 1974.
85. Ό.π.
86. Ό.π.
87. Ό.π.
88. Ό.π.
89. Παρότι η χρήση στρατιωτικών αναλογιών μας βοηθάει στη σύλληψη της ταξικής πάλης
ως ταξικό πόλεμο, υπάρχουν ορισμένα όρια σ’ αυτή τη γραμμή σκέψης. Πιθανώς πιο
προφανές είναι το γεγονός ότι ένας πόλεμος μεταξύ στρατών, σ’ αντίθεση μ’ αυτόν μεταξύ
των τάξεων, συνήθως διευθύνεται από στρατηγούς. Το να συλλάβουμε τη στρατηγική της
63/67
εργατικής τάξης σαν να διαμορφώνεται κι εφαρμόζεται από στρατηγούς θα ήταν πολύ
κοντά στη συνήθη έννοια της μαρξιστικής-λενινιστικής πρωτοπορίας. Ενώ αληθεύει ότι η
καπιταλιστική τάξη έχει πράγματι ενός είδους κοινών αρχηγών προσωπικού στο σώμα των
θεσμών σχεδιασμού, είναι σπάνιο η εργατική τάξη να έχει μια συγκεντροποιημένη
οργάνωση (παρά τις λενινιστικές φιλοδοξίες). Συνεπώς, η έννοια της στρατηγικής της
εργατικής τάξης πρέπει να κατανοηθεί με όρους ενός αποτελασματικού χτυπήματος της
πάλης της εργατικής τάξης. Η πραγματική ενότητα της στρατηγικής εξαρτάται από τον
βαθμό συμπληρωματικότητας των στρατηγικών των διάφορων τμημάτων της τάξης.
90. Carlo, «Lenin on the Party».
91. Βλέπε την ανάλυση του Douglas Kellner για την αλλαγή της θέσης του Κορς, στο
«Korsch’s Revolutionary Historicism».
92. Η τάση Johnson-Forest αρχικά αναδύθηκε το 1941 εντός του Τροτσκιστικού Εργατικού
Κόμματος το οποίο είχε διασπαστεί από το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (το αμερικανικό
παρακλάδι της Τέταρτης Διεθνούς) έναν χρόνο νωρίτερα. Το 1947, η τάση Johnson-Forest
αποχώρησε από το Τροτσκιστικό Εργατικό Κόμμα κι επέστρεψε στο Σοσιαλιστικό Εργατικό
Κόμμα, όπου και παρέμεινε μέχρι που αποχώρισε γενικά από το τροτσκιστικό κίνημα το
1950. Η μόνη ιστορία αυτής της τάσης, και των μετάπειτα ομάδων που σχετίζονταν μαζί
της, που να έχει καταγραφτεί από κάποιον εξωτερικό αυτής είναι η εισαγωγή του Bruno
Cartosio στην ιταλική ανθολογία γραπτών του Μαρτίν Γκλαμπέρμαν, Classe Operaia,
Imperialismo e Rivoluzione negli USA. Αρκετά από τα κείμενα της ίδιας της τάσης
περιγράφουν την ανάπτυξή της κι υπάρχει μια παρτιζάνικη αναφορά της Raya
Dunayevskaya στο βιβλίο της For the Record, the Johnson-Forest Tendency or the Theory
of State-Capitalism, 1941–51: Its Vicissitudes and Ramifications. Πολλά από τα κείμενα της
τάσης αυτής μπορούν να βρεθούν στο Αρχείο Εργατικής Ιστορίας και Αστικών Υποθέσεων,
βιβλιοθήκη Walter Reuther, Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Γουέιν, Ντητρόιτ, Μίσιγκαν.
93. Βλέπε Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς, «The Revolutionary Solution to the Negro Problem in the United
States (1947)», Radical America 4, no. 4, Μάιος 1974, σελ. 18, τεύχος αφιερωμένο στον Σ.
Λ. Ρ. Τζέιμς.
94. Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς, State Capitalism and World Revolution, εκδόσεις Charles H. Kerr
Publishing Company, 1986. Η πραγματεία αρχικά παρουσιάστηκε σαν έγγραφο και
μετέπειτα εκδόθηκε σε μορφή βιβλίου. Ο Μαρτίν Γκλαμπέρμαν δίνει στην εισαγωγή την
εκδοχή του για τη συγγραφή του βιβλίου: «Η προέλευση του παρόντος έργου ως συλλογική
οπτική της τάσης Johnson-Forest επέβαλε επίσης ότι η συγγραφή του θα ήταν ανώνυμη.
Με χαρά μπορώ να καταγράψω ότι, με βοήθεια και από άλλα μέλη της ομάδας του όπως
είναι σύνηθες για πολιτικά κείμενα, ο συγγραφέας ήταν ο Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς».
95. [Σ.τ.Μ.]: Ο Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς είχε επαφές με τον Μαρκούζε και είχε συναντηθεί μερικές
φορές με τον Αντόρνο στη Ν. Υόρκη τη δεκαετία του 1940. Βλέπε Paul Buhle, C.L.R.
James: The Artist as Revolutionary, εκδόσεις Verso, σελ. 106, Andrew J. Douglas, In the
Spirit of Critique: Thinking Politically in the Dialectical Tradition, εκδόσεις State University of
New York Press, σελ. 160 και Enzo Traverso, Left-Wing Melancholia: Marxism, History and
Memory, εκδόσεις Columbia University Press, σελ. 166-167.
96. Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς, State Capitalism and World Revolution, εκδόσεις Charles H. Kerr
Publishing Company, 1986.
97. Ό.π.
98. Ό.π.
99. Ό.π.
64/67
100. Ό.π.
101. Ενώ τόσο ο Τζέιμς όσο κι η Dunayevskaya έγραψαν για την κρατικοκαπιταλιστική
θεωρία της Σοβιετικής Ένωσης, το μεγαλύτερο τμήμα της έρευνας φαίνεται να έχει γίνει
από την μετέπειτα επεξεργασία στο Σλαβικό Τμήμα της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου. Για
ένα παράδειγμα αυτού του πρώιμου έργου, βλέπε Raya Dunayevskaya, The Original
Historical Analysis: Russia as State Capitalist Society, 1942.
102. Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς, ό.π.
103. Τζέιμς, «Notes on the Dialectic», Radical America 4, Μάιος 1974, σελ. i.
104. Τζέιμς, State Capitalism and World Revolution.
105. Ό.π. Η έμφαση του Κλήβερ.
106. Paul Romano & Ria Stone [Raya Dunayevskaya], The American Worker· Μαρτίν
Γκλαμπέρμαν, Punching Out· Μαρτίν Γκλαμπέρμαν, Union Committeemen and Wild Cat
Strikes. Υπήρξαν πολλές πτυχές στο έργο της τάσης Johnson-Forest και των ομάδων που
αναπτύχθηκαν απ’ αυτή. Τόσο ο Τζέιμς όσο κι η Dunayevskaya είχαν, απ’ την αρχή, μια
αξιοσημείωτη τάση προς τη φιλοσοφική γενίκευση. Ως τμήμα του θεωρητικού τους έργου
κατά την αποχώρησή τους απ’ τον τροτσκισμό, ξαναδιάβασαν και μελέτησαν εκ νέου όχι
μόνο Μαρξ αλλά και Χέγκελ. Η ισχυρή εγελιανή πλευρά του μαρξισμού τους είναι εμφανής
σε έργα όπως τα Τζέιμς, Notes on Dialectics (1948) και Dunayevskaya, Philosophy and
Revolution (1973). Οποιαδήποτε προσπάθεια ανάλυσης της συνολικής τους εξέλιξης θα
πρέπει να λάβει υπόψη αυτές τις πολυποίκιλες ενασχολήσεις, καθώς και την εξέλιξή τους.
107. Επειδή το μόνο μου ενδιαφέρον εδώ βρίσκεται στην εστίαση της αναγνώρισης της
αυτόνομης ισχύς των εργατών από εκείνους της τάσης Johnson-Forest, δεν εμβαθύνω
περισσότερο στην εξέλιξή τους. Όσοι ενδιαφέρονται για την μετέπειτα ιστορία της τάσης, η
οποία περιλαμβάνει τη διάσπαση του 1955 όταν η Raya Dunayevskaya κι ο κύκλος της
αποχώρισαν για να σχηματίσουν την Εκδοτική Επιτροπή της εφημερίδας News and Letters,
και τη διάσπαση του 1962, όταν ο Τζέιμς Μπογκγς κι η Γκρέις Λι Μπόγκγς αποχώρισαν κι η
Εκδοτική Επιτροπή της Correspondence μετατράπηκε στη Facing Reality, μπορούν να
συμβουλευτούν τις παραπομπές της σημείωσης 92 παραπάνω.
108. Όπως κι η τάση Johnson-Forest, δεν υπάρχει επαρκής ιστορία/ανάλυση του
Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Ωστόσο, ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να
συμβουλευτεί, στ’ αγγλικά, τις εισαγωγικές σημειώσεις του Dick Howard σε μια συνέντευξη
με τον Καστοριάδη καθώς και την ίδια τη συνέντευξη, η οποία περιέχει κάποιο ιστορικό
υλικό, στο Telos 23, Άνοιξη 1975, σελ. 131-155· μια παρόμοια συνέντευξη με τον Κλωντ
Λεφόρ στο Telos 30, Χειμώνας 1976-1977, σελ. 173-192· και André Liebich, «Socialisme
ou Barbarie, a Radical Critique of Bureaucracy», Our Generation 12, no. 2, Φθινόπωρο
1977, σελ. 55-62. Αυτές οι εκθέσεις, ειδικά η τελευταία, περιέχουν πολλές περαιτέρω
αναφορές στα έργα του Καστοριάδη και του Λεφόρ που είναι διαθέσιμα στα αγγλικά και τα
γαλλικά.
109. Βλέπε «An Interview with C. Castoriadis», Telos 23, Άνοιξη 1975, σελ. 131-132.
110. Βλέπε «An Interview with Claude Lefort», Telos 30, Χειμώνας 1976-1977, σελ. 173-
174.
111. Για μερικά παραδείγματα αυτού του έργου, βλέπε Κορνήλιος Καστοριάδης, «From
Bolshevism to the Bureaucracy», Our Generation 12, no. 2, Φθινόπωρο 1977, σελ. 43-54·
και Κλωντ Λεφόρ, «What Is Bureaucracy?», Telos 22, Χειμώνας 1974-1975.
112. «An Interview with Claude Lefort», ό.π., σελ. 177.
113. Raniero Panzieri, «Surplus Value and Planning: Notes on the Reading of Capital», στο
65/67
The Labour Process and Class Strategies, σελ. 4-25.
114. Μάριο Τρόντι, «Social Capital», Telos 17, Φθινόπωρο 1973, σελ. 113-121.
115. Η μετάφραση του The American Worker από τον Montaldi εμφανίστηκε στο Battaglia
Communista, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1954. Η αμερικανική εμπειρία είχε υπάρξει ένα
σημαντικό σημείο αναφοράς καθόλη τη θεωρητική και πολιτική ανάπτυξη αυτού του
ιταλικού έργου. Οι λόγοι αυτού βρίσκονται όχι μόνο στο καινοτόμο έργο της τάσης
Johnson-Forest (έργα, μεταξύ άλλων, όπως αυτά του Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς, του Τζέιμς Μπόγκγς,
του Τζορτζ Ράοικ και του Μαρτίν Γκλαμπέρμαν, έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά και πιθανώς
κυκλοφόρησαν και συζητήθηκαν ευρύτερα στην Ιταλία απ’ ότι στις ΗΠΑ) αλλά επίσης και
στην αντίληψη ότι, όπως ο αμερικάνικος καπιταλισμός είναι ο πιο ανεπτυγμένος στον
κόσμο κι οπότε η μελέτη του έχει ιδιαίτερη σημασία, το ίδιο ακριβώς ισχύει για τους αγώνες
των Αμερικανών εργατών οι οποίοι έχουν εξαναγκάσει, και συνεχίζουν να προκαλούν, αυτή
την ανάπτυξη. Όπως πολλοί έχουν πει, πιθανώς ορθά, η εξέλιξη των επαναστατικών
αγώνων στις ΗΠΑ είναι καθοριστική για τους αγώνες παντού.
116. Βλέπε Dario Lanzardo, «Intervento Socialista nella lotta operaia: l’Inchiesta Operaia di
Marx», Quaderni Rossi 5, σελ. 1-30. Η μετάφραση των Mariuccia Salvati και Piero
Scaramucci της έρευνας επισυνάπτηκε ως παράρτημα στην ανάλυση του Lanzardo.
117. Βλέπε Romano Alquati, Sulla Fiat e Altri Scritti.
118. Μπολόνια, «Class Composition and the Theory of the Party at the Origin of the
Workers-Councils Movement».
119. Τρόντι, «Workers and Capital». Πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η πραγματεία
αποτελεί μετάφραση του υστερόγραφου του 1970 στο βιβλίο Operai e Capitale του Τρόντι,
το οποίο γράφτηκε ύστερα από την επιστροφή του Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας.
Συνεπώς, παρά τη χρήσιμη στορική του ανάλυση, η ερμηνεία του στρέφεται προς την
παροχή μιας δικαιολογίας για τα τρέχοντα σοσιαλδημοκρατικά προγράμματα του
Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας. Η εκτίμησή του για τον βαθμό στον οποίο οι
Αμερικάνοι εργάτες κερδίσαν με τους αγώνες τους τη δεκαετία του 1930, λαμβάνεται σαν
μοντέλο για τους εργάτες της σημερινής Ιταλίας – ένα συντηρητικό επιχείρημα για τον
περιορισμό των αγώνων στις συνδικαλιστικές δραστηριότητες και της ανάθεσης του
μέλλοντος στο Κόμμα.
120. Νέγκρι, «John M. Keynes e la teoria capitalistica dello stato nel ’29».
121. Potere Operaio, «Italy 1969-1970: A Wave of Struggles», ένθετο στην Potere Operaio,
27 Ιουνίου-3 Ιουλίου 1970· Potere Operaio, «The Communism of the Working Class»·
Potere Operaio, «Italy 1973: Workers’ Struggles and the Capitalist Crisis», Radical America
7, no. 2, Μάρτιος-Απρίλιος, σελ. 15-32.
122. Μάριο Τρόντι, «The Struggle against Labor», Radical America 6, no. 1, Μάιος-Ιούνιος
1972, σελ. 22-25.
123. Τεύχος αφιερωμένο στον Τζέιμς, Radical America 4, no. 4, Μάιος 1974, σελ. 23.
124. Τζον Ζερζάν, «Organized Labor versus “The Revolt against Work”: The Critical
Contest», Telos 21, Φθινόπωρο 1974, σελ. 194-206.
125. Σέρτζιο Μπολόνια, «Questions of Method for Analysis of the Chemical Plan», στο
Quaderni Piacentini, Ιανουάριος 1973. Potere Operaio, «Porto Marghera: An Analysis of
Workers’ Struggles and the Capitalists’ Attempts to Restructure the Chemical Industry, a
Worker’s Inquiry», στο Potere Operaio, Νοέμβριος 1971.
126. Ferruccio Gambino, «Workers’ Struggles and the Development of Ford in Britain»,
Bulletin of the Conference of Socialist Economists, Μάρτιος 1976, σελ. 1-18. Πίτερ
66/67
Λίνεμπου & Bruno Ramierez, «Crisis in the Auto Sector», Zerowork 1, Δεκέμβριος 1975,
σελ. 60-84.
127. William Cleaver, «Wildcats in the Appalachian Coal Fields», Zerowork 1, Δεκέμβριος
1975, σελ. 113-126· και Χάρρυ Κλήβερ, «Food, Famine and the International Crisis»,
Zerowork 2, Φθινόπωρο 1977, σελ. 7-70.
128. Το άρθρο του Τρόντι εκδόθηκε στα αγγλικά με τον τίτλο «Social Capital».
129. Bruno Ramierz, «The Working Class Struggle against the Crisis: Self-Reduction of
Prices in Italy», Zerowork 1, Δεκέμβριος 1975, σελ. 142-150.
130. Τζέιμς, «The Revolutionary Solution to the Negro Problem in the United States».
131. Μαριαρόζα Νταλα-Κόστα & Σέλμα Τζέιμς, The Power of Women and the Subversion
of the Community.
132. Σέλμα Τζέιμς, «Wageless of the World», στο Edmond & Fleming, eds. All Work and
No Pay και «Φύλο, Φυλή και Τάξη», στο Άντζελα Ντέιβις, Γυναίκες, Φυλή και Τάξη,
εκδόσεις Αρχείο 71 & Μιγάδα, 2014.
133. Σέλμα Τζέιμς, «Women, the Unions and Work, or… What Is Not To Be Done», Radical
America 7, nos. 4-5, Ιούλιος-Οκτώβριος 1973, σελ. 51-72. Αρχικά, μπροσούρα της Notting
Hill Women’s Liberation Workshop Group, 1972.
134. Σίλβια Φεντερίτσι, Wages against Housework.
135. Alessandro Serafini, et al., L’Operaio Multinazionale in Europa.
136. Zerowork 1, Δεκέμβριος 1975.
137. Zerowork 2, Φθινόπωρο 1977.
138. Αντόνιο Νέγκρι, «Marx sul ciclo e la crisi», στο Μπολόνια et al, Operai e Stato [στα
αγγλικά ως «Marx on Cycle and Crisis», στο Νέγκρι, Revolution Retrieved]. Βλέπε επίσης
Σέρτζιο Μπολόνια, «Moneta e crisi: Marx Corrispondente della “New York Daily Tribune”,
1856-1857», στο Σ. Μπολόνια, P. Caprignano & Α. Νέγκρι, Crisi e Organizzazione Operaia.
139. Βλέπε τις τελευταίες σελίδες του Mario Montano, «Notes on the International Crisis»,
Zerowork 1, Δεκέμβριος 1975, σελ. 32-59. Για μια επισκόπηση των διαφορών μεταξύ της
θεωρίας της κρίσης που συνεπάγεται απ’ αυτό το έργο και των παραδοσιακών
προσεγγίσεων της πολιτικής οικονομίας, βλέπε Peter F. Bell, «Marxist Theory, Class
Struggle and the Crisis of Capitalism», στο The Subtle Anatomy of Capitalism, ed. J.
Schwartz.
140. Σε μια ανάλυση των αρχών του Μάρσαλ, ο Μάριο Τρόντι υποδεικνύει την μονομέρειά
του και την ανάγκη να δούμε τη σκοπιά της εργατικής τάξης: «Αυτό είναι ακριβώς αντίθετο
από την αλήθεια της δικής μας σκοπιάς, όπου κάθε ανακάλυψη μιας αντικειμενικής
κοινωνικής επιστήμης μπορεί και πρέπει να μεταφραστεί στη γλώσσα των αγώνων. Το πιο
αφηρημένο θεωρητικό πρόβλημα θα έχει το πιο συγκεκριμένο ταξικό νόημα» («Workers
and Capital», σελ. 30).
141. Καρλ Μαρξ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας [Grundrisse],
τόμος Α, εκδόσεις Στοχαστής, 1989, σελ. 71.
142. Ό.π., σελ. 70.
143. Ό.π., σελ. 67-68 & 68.
67/67

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου