οικονομια,πολιτικη,κοινωνικα,τεχνη,ψυχολογια,λογιοι

Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Κανενας δεν ερχεται να σε σωσει συντροφε.



Κανενας δεν ερχεται να σε σωσει συντροφε.

Λάβαμε: 30/6/2017

Κανείς δεν έρχεται να σε σώσει σύντροφε.
Κανένας.
Δεν αχνοφαίνεται επανάσταση στον ορίζοντα. Kανένα κόμμα, καμία μεγάλη ιδέα που επιτέλους θα αφυπνίσει την ουσία της ανθρωπότητας και θα μας ελευθερώσει από τις αλυσίδες μας.
Δεν υπάρχει προτωπορεία, σκοπός, καμία απόκρυφη μέθοδος εύχρηστη σε όλους μας, ώστε να ωθήσουμε τους ισχυρούς να παραιτηθούν στην μοίρα της καθημερινής ύπαρξης.
Υπήρξαν υποκριτές. Υπάρχουν κύρηκες, νταβάδες και ψευδείς θεοί που σε προτρέπουν να τους υμνήσεις. Θα σε προμηθεύσουν με άχρονες αλήθειες και αθάνατες προσωπικότητες, θα σε διαβεβαιώσουν πως αν αρκετοί άνθρωποι φορούσαν σωστή στολή ή ομιλούσαν με τον ορθό τρόπο όλα θα έβαιναν καλώς.
Υπάρχουν αυτοί φυσικά που σου αρνούνται ακόμα και αυτό, αρνητές κάθε πράξης στερουμένης σχολαστικού σχεδιασμού έως και της τελευταίας λεπτομέρειας. Ποιος θα διαχειριστεί τα σχολεία; Ποιος θα χτίσει δρόμους;
Θα χαρακτηρίσουν τα σχέδια σου αιθεροβάμοντα, αβάσιμα, μη πρακτικά, μια εξεγερσιακή ονείροξη.
Θα το δηλώσουν αυτό μισοκοιμησμένοι.
Αυτόι, τόσο σοφοί χασμουριούνται λέγοντας πως περιμένουν τον λαό να ξεσηκωθεί. Ο λαός ξεσηκώθηκε και συνετρίβη. Το occupy απέτυχε, το standing rock απέτυχε.Ότι απέμεινε είμαι εγώ και εσύ.
Αυτοί, τόσο ισχυροί χασμουριούνται λέγοντας πως αναμένουν να αναγνωριστούν τα δικαιώματα τους, το δικαίωμα να συνδιαλέγονται ή το δικαίωμα να ψηφίζουν μία αδιόρατη γραμμή που ούτε οι ίδιοι δεν πρόκειται να τηρήσουν. Που βρισκόντουσαν όλοι αυτοί στην εμφάνιση της πατριωτικής κίνησης ή του NDAA; Παραπονέθηκαν, μουρμούρησαν, ηττήθηκαν.
Διατείνονται πως προσμένουν ένα καινοφανές γεγονός σε έναν κόσμο με εκατομμύρια όμοιους τους καθημερινά. Κάθε μέρα τα κριτίρια αλλάζουν, κάθε μέρα βαλτώνουν και γερνάνε περισσότερο.
Όλοι περιμένουν μα κανένας δεν επιθυμεί να αρχίσει, όλοι θέλουν να συμμετάσχουν μα κανένας δεν θέλει να δημιουργήσει. Όλοι αδυμονούν για μία μεγάλη και γενικευμένη εξέγερση αλλά δοκίμασε να βουτήξεις ένα μήλο ή να κάψεις ένα μπατσικό και μονομιάς θα σε βαφτίσουν ”ερασιτέχνη”.
Όλοι πιστεύουν πως η αλλαγή κρύβεται στο επόμενο στενό, πως θεϊκές δυνάμεις θα μας κατευθύνουν με τον ορθό τρόπο. Όλοι είναι πεπεισμένοι πως ο χρόνος είναι με το μέρος μας, πως τα καλά κορίτσια πάντα θα νικούν και ότι τα πράγματα δεν πρόκειται να διατηρηθούν ως έχουν για πολύ ακόμα. Όλοι υποστηρίζουν ότι μια επανάσταση δίχως αιματοχυσίες και τραγωδίες είναι δυνατή, ότι όλοι θα ακουστούν και θα ενδιαφερθούν.
Όλοι είναι βέβαιοι πως η επανάσταση θα καταφτάσει σαν μια αγορά από το Amazon: γρήγορα, τακτοποιημένα και έτοιμη για χρήση στην εξώπορτα του σπιτιού τους. Έχουν παιδιά βλέπεις και πρέπει να τα θέσουν ως προτεραιότητα, αλλά ευχαρίστως θα στηριχτούν πάνω σου αν χαράξεις πορεία ώστε να βαδίσουν.
Όλοι περιμένουν. Περιμένουν κάτι. Περιμένουν κάποιον, κάποιον να τους σώσει.
Δεν θα έρθουν να σε σώσουν σύντροφε.
Κανείς δεν θα έρθει.
Αυτοί οι άνθρωποι θα πεθάνουν ακριβώς όπως έζησαν. Θα συνεχίσουν να στέκονται εκεί που βρίσκονται, στον καναπέ παίζοντας τους ρόλους τους στο διαδίκτυο αφού δεν τους κοστίζει τίποτα. Όπως το gang ball συνοδεύει διάφορες ξεχωριστές βραδιές η πολιτική είναι το κινκ που του κάνει να νιώθουν οι ίδιοι ξεχωριστοί.
Πάντα μιλούν με ιδιαίτερη θέρμη για τα συναισθήματα τους, για το πόση αλληλεγγύη προσφέρουν και χρειάζονται. Κάθε φορά που ένα έγχρωμο παιδί κείτεται σε μία λίμνη από το δικό του αίμα αισθάνονται πραγματικά άσχημα. Ειλικρινά. Αλλά έχουν δουλειές βλέπεις, και οικογένειες, τηλεοπτικές σειρές να παρακολουθήσουν και αυτοκίνητα να διατηρήσουν.
Θα λυπηθούν για σένα σύντροφε όταν θα χάσεις την δουλειά σου. Θα καλέσουν σε γενική απεργία φτιάχνοντας αφίσες, κονκάρδες και καρφίτσες. Υπό την προυπόθεση πως είναι σαββατοκύριακο εκτός της περιόδου των διακοπών φυσικά και με τα απαιτούμενα χρονικά αποθέματα, ώστε να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες συζητήσεις επί του θέματος.
Αναπτύσσονται μέχρις ότου να γεράσουν, αυτοί οι άνθρωποι, ευτυχισμένοι με την ιδέα πως αν διέθεταν την ευκαιρία θα πραγματοποιούσαν κάτι εξαίσιο. Δεν θα έχουν βαρύθυμες αλλά ευάρεστες μικρές κηδείες, όπου θα γιορτάζουν τις μέτριες ζωές τους, κομπάζοντας για το πόσο ”γενναίοι” υπήρξαν και πόσο ”σκληρά” πολέμησαν για την ελευθερία.
Το ποιος δεν αναφέρεται ποτέ. Το πως και που, μέσω επιδέξιων υπεκφυγών δεν τίθεται ως θέμα συζήτησης.
Υπάρχουν εκατομμύρια σαν αυτούς σύντροφε. Πάντα υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Θα γεννιούνται ώστε να σπαρταρίσουν τριγύρω για λίγο και σύντομα να επιστρέψουν πίσω στην τρύπα  από την οποία αναδύθηκαν.
Αναμένουν κάτι να ακολουθήσουν, σε συνεχή επιφυλακή να βρουν κάτι να συμμετάσχουν και περιμένουν υπομονετικά κάποιον να σπρώξει τροφή στο στόμα τους βοηθώντας τους έπειτα να την μασήσουν.
Θα τους περιμένεις εσύ σύντροφε;
Θα περιμένεις του ίδους ανθρώπους που προτιμούν να υποφέρεις ή να πεθάνεις προκειμένου να συνεχίσουν να παίζουν απρόσκοπτα risk;
Θα περιμένεις τους ίδιους ανθρώπους που δεν διατίθενται να σηκώσουν ούτε το δάχτυλο τους να σε βοηθήσουν έως ότου διαβεβαιωθούν πως η ασφάλεια τους είναι εγγυημένη και ο λόξυγγας έχει επεξεργαστεί;
Θα περιμένεις λανσάροντας σχέδια ώστε να πείσεις αυτούς που χρειάζονται πίστη, που δεν πρόκειται να κουνηθούν ίντσα μέχρι να σιγουρευτούν πόσα δέντρα θα φυτευθούν σε κάθε σχολείο, όταν ξαφνικά ελευθερωθεί, για τους κουφούς και τους τυφλούς;
Θα περιμένεις τους ανθρώπους που βαφτίζουν τις πράξεις σου αμαρτωλές καθώς γονατίζουν μπροστά στα γκλοπ των μπάτσων;
Θα περιμένεις όλον τον πλανήτη να συμφωνήσει με μια ιδέα; με ένα πρωτόφαντο ιστορικά οικουμενικό γεγονός;
Είσαι προετοιμασμένος αγαπητέ σύντροφε να πεθάνεις όπως αυτόι, πριτριγυρισμένος από προσφορές φθηνών πάρτυ και ακόμα φθηνότερης μουσικής καθώς οι φίλοι σου τραγουδούν ύμνους  σε μια κοινότυπη ύπαρξη;
Ή θα δράσεις;
Μην με περνάς για ανόητο σύντροφε, όπως με την σειρά μου ελπίζω να μην είσαι εσύ. Δεν θέλω να πεθάνω και σίγουρα δεν θέλω να καταλήξω στην φυλακή. Δεν έχω κάποιο ώφελος γινόμενος μάρτυρας διότι θέλω να είμαι ελέυθερος όπως θέλεις και εσύ.
Αλλά αν είσαι έτοιμος να δράσεις, να παραμερίσεις τους δισταγμούς και πραγματικά να χτίσεις τότε ίσως έχουμε κάποια ελπίδα. Εσύ και εγώ. Δεν πρόκειται να ξανααναφερθώ στους άλλους.
Τι θα γινόταν αν εστιάζαμε στην δική μας απελευθέρωση; Τι θα γινόταν αν κατασκευάζαμε τις αναγκαίες κατ’ εμάς δομές; Τι θα γινόταν αν αντί να συζητούσαμε για το χρώμα στις σημαίες και το στυλ μαλλιών συνδιαλεγόμασταν πάνω στο τι καλλιέργιες θα φυτεύαμε ή τι καταστήματα θα ληστεύαμε; Τι θα γινόταν αν δημιουργούσαμε μια ένωση, μια συμμορία, αφοσιωμένη στο κυνήγι της ελευθερίας; Τι θα γινόταν αν σταματούσαμε να επιχειρηματολογούμε διαδικτυακά και ξεκινούσαμε να γίνουμε πραγματικοί σύντροφοι, σύντροφοι οι οποίοι θα προστατέψουν ο ένας τον άλλον από τους μπάτσους και θα πρόσφεραν καταφύγιο;
Τι θα γινόταν αν μπορούσαμε να βασιστούμε αμφότεροι ο ένας στον άλλον σε τέτοιο βαθμό ώστε να ένιωθα ασφαλής όπου κι αν πήγαινα επειδή ένα πλήγμα στον έναν θα μεταφραζόταν ως πλήγμα και στον άλλον;  Τι θα γινόταν αν δεν περιμέναμε για έναν αποκαλυπτικό, ολοκληρωτικό πόλεμο και αντιθέτως εξαπολύαμε τον δικό ΜΑΣ πόλεμο καθημερινά, έναν πόλεμο ενάντια σε ότι μας υποδουλώνει;
Τι θα γινόταν αν επιδιώκαμε όλα αυτά; Τι θα γινόταν αν απομακρύναμε τις ιδεολογικές θεωρίες και  επικεντρώναμε σε όλα αυτά; Γιατί όχι; Γιατί να περιμένουμε;
Κανείς δεν πρόκειται να μας σώσει σύντροφε.
Κανείς.
Έτσι εξαρτάται από εσένα και εμένα.
Πηγή: https://theconjurehouse.com Μετάφραση: Ηorizontal Mortem

Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Ο Ρωμανός νίκησε, ρε κουφάλες


SaneJoker 12/9/2014
Ο Ρωμανός νίκησε, ρε κουφάλες
            «Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωήν των
               όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες»
              Κ.Π. Καβάφης
             ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ας κόψουμε πια τις μαλακίες.
Τις μαλακίες του στυλ: «Δεν συμφωνώ με τις ιδέες του, αλλά πρέπει η δικαιοσύνη μπλα-μπλα».
Τις μαλακίες του στυλ: «Είδε τον παιδικό του φίλο να δολοφονείται και κουβάλησε το φέρετρο.»
Τις πρωθυπουργικές μαλακίες του στυλ: «Μην ξεχνάτε ότι αυτός ο νεαρός λήστεψε μια τράπεζα με καλάσνικοφ».
Τις μαλακίες του υποφαινόμενου και του Ράσελ: «Ποτέ δεν θα πέθαινα για τις ιδέες μου… Γιατί μπορεί να κάνω και
λάθος.»
Τις μαλακίες του στυλ: «Δεν το κάνει για να σπουδάσει, αλλά για να αποδράσει.»
Τις μαλακίες του στυλ: «Είναι εγκληματίας και πρέπει να πληρώσει.»

Τις μαλακίες του στυλ: «Σταμάτα, Νίκο, δεν το αξίζουμε».
~
Ό,τι και να πείτε, κι εσείς κι εγώ κι οι άλλοι, οι κυβερνώντες κι οι αριστεροί, οι φασίστες κι οι απολιτικοί κι οι
αναρχικοί, οι αντιεξουσιαστές κι οι διανοούμενοι, οι δημοσιογράφοι, οι αστυνομικοί κι οι μπάτσοι, οι τραγουδιστές κι
οι μανάδες κι οι δικηγόροι και τα σωματεία και τα κόμματα κι οι βουλευτές και οι πρωθυπούργοι, ό,τι και να πείτε,
ό,τι και να πούμε, η αλήθεια είναι μία:
Ο Ρωμανός νίκησε.
Δεν έχει σημασία τί θα ακολουθήσει, ως που θ’ αντέξει να το φτάσει, αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει.
Δεν τον λυπάμαι, ακόμα κι αν πεθάνει, δεν τον λυπάμαι… Τον σέβομαι.
Αν βρισκόμουν σε μια μάχη θα ήθελα να τον έχω δίπλα μου, όχι εχθρό μου.
Δεν με νοιάζει πόσων χρονών είναι. Δεν είναι παιδί. Είναι άνθρωπος με ελεύθερη βούληση, κάτι που οι υπόλοιποι
έχουμε απωλέσει ή νερώσει.
~
Αυτός, ο γαμημένος ο Ρωμανός, αναρχικός, εγκληματίας, πορωμένος (πείτε ‘τον όπως θέλετε, σας έχει γραμμένους
στ’ αρχίδια του), αυτός έβαλε το σώμα του μπρος στο έκτρωμα που αποκαλούμε Ελληνική Δημοκρατία, στο σίχαμα
της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας.

Μόνος, ένας άνθρωπος φτιαγμένος από σάρκα και οστά, μόνος, ενάντια σε όλους.
Δεν είναι ήρωας ούτε μάρτυρας ούτε υπερασπίζεται τα δικαιώματα των χορτάτων που τον χαϊδεύουν εικονικά στη
Βουλή, στα καφενεία και στο φέισμπουκ.
Δεν φωνάζει «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» σε επετειακές συγκεντρώσεις και ψόφιες απεργίες, για να πάει μετά να
φάει ποπ-κορν και να δει την τελευταία ταινία του Κεν Λόουτς
.
Όχι, δεν τον νοιάζει να «μορφωθεί» στο μίζερο ΤΕΙ της κακομοιριάς μας.
Είναι ο μόνος άνθρωπος αυτή τη στιγμή, σε μια Έρημη Χώρα, που τα θέλει όλα!
~
Δεν έχει σημασία πια αν θα υποχωρήσει, αν θα τον σώσουν οι γιατροί, αν θα κάνουν πίσω οι υπούργοι κι οι
πρωθυπούργοι.
Ο Ρωμανός, ένας άνθρωπος μόνος, νίκησε ένα ολόκληρο έθνος. Χωρίς να σκοτώσει, χωρίς να ρίξει βόμβες
εμπλουτισμένες, χωρίς να είναι διάσημος, χωρίς να εκλεγεί στο κοινοβούλιο, χωρίς να παραδώσει μια χώρα στο
ΔΝΤ.
Μόνος. Με αντάλλαγμα τη ζωή του.
Πόσοι από εσάς, εμάς, έχετε τη δύναμη, τα κότσια, να το κάνετε;
Πόσοι είστε έτοιμοι να πεθάνετε για τις ιδέες σας (αν έχετε), που μπορεί να είναι και λάθος;
Να πεθάνετε για την Νέα Δημοκρατία, το Σύριζα και το ΚΚΕ, να πεθάνετε για την αστυνομία, για το Κράτος,
για την Αναρχία, για την Ορθοδοξία, για τη Δημοκρατία, για την Αγορά, για τη λογοτεχνία, για την οικολογία,
για τη δικαιοσύνη, για τις γαλάζιες φάλαινες του Αρχιπελάγους.

Βγείτε μπροστά λοιπόν, δώστε τη ζωή σας. Μπορείτε;
Ποιος μπορεί να πεθάνει για όσα πιστεύει κι αγαπά;

~
Αυτός, ο εγκληματίας κι αναρχικός, ο Ρωμανός, το κάνει, είναι έτοιμος να το κάνει.
Και ίσως να σας φαίνεται βλακώδες, αλλά αυτόν τον κόσμο τον άλλαξαν οι άνθρωποι που πίστευαν σε κάτι, τόσο
πολύ, ώστε να δεχτούν να πεθάνουν για τις πεποιθήσεις τους.
Κι αυτή είναι μια δύσκολη παραδοχή για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα, που δεν πιστεύει σε τίποτα.
~~{}~~
Ο Νίκος Ρωμανός έχει 28 μέρες να φάει στερεή τροφή.
Εγώ κι εσύ προσπαθούμε να κάνουμε δίαιτα, να χάσουμε τα κιλά που περισσεύουν, αλλά δεν μπορούμε να
αντισταθούμε στα μελομακάρονα.
Το θέμα δεν είναι ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, τ’ είναι καλό, τί μη καλό, και τι τ’ ανάμεσό τους.
Το θέμα είναι ποιος δίνει τη ζωή του για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη.
Και ποιοι μένουν να φυλάγουν Θερμοπύλες, τις δικές τους Θερμοπύλες, ενώ προβλέπουν πως οι Μήδοι επί τέλους
θα διαβούνε.
Ο Ρωμανός είναι εκεί. Μόνος και ηττημένος.
Αλλά έχει νικήσει, ρε κουφάλες.
Έχει νικήσει. Μόνος.

Ουλρίκε Μάϊνχοφ (Ulrike Marie Meinhof, Όλντενμπουργκ, 7 Οκτωβρίου 1934 – φυλακές Στανχάϊμ Στουτγάρδης, 9 Μαΐου 1976)






Ουλρίκε Μάϊνχοφ (Ulrike Marie Meinhof, Όλντενμπουργκ, 7
Οκτωβρίου 1934 – φυλακές Στανχάϊμ Στουτγάρδης, 9 Μαΐου
1976)
rassias.gr /1087meinhof.html
Ουλρίκε Μάϊνχοφ
(Ulrike Marie Meinhof, Όλντενμπουργκ, 7 Οκτωβρίου 1934 – φυλακές Στανχάϊμ Στουτγάρδης, 9 Μαΐου 1976)
Δυτικογερμανίδα δημοσιογράφος και ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης ανταρτών πόλης «Φράξια Κόκκινος
Στρατός» («Rote Armee Fraktion», RAF).

ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στο γεμάτο εθνικοσοσιαλιστές Όλντενμπουργκ (Oldenburg) στις 7 Οκτωβρίου 1934 από τον
ιστορικό τέχνης Βέρνερ Μάϊνχοφ (Dr. Werner Kurt Armin Meinhof) και την σύζυγό του Ίνγκεμποργκ (Dr.
Ingeborg Meinhof), σε ένα συγγενικό περιβάλλον, τουλάχιστον από την πλευρά του πατέρα της,
εθνικιστικό και φανατικά προτεσταντικό (με καταγωγή από την Βυρτεμβέργη και προγόνους πάμπολλους
θεολόγους) που, από τα μέσα της δεκαετίας, εκδηλώθηκε ως καθαρά εθνικοσοσιαλιστικό. Σε ηλικία 5 ετών,
στην Ιένα όπου ο πατέρας της ήταν διευθυντής στο εκεί μουσείο («Stadtmuseum Jena»), έμεινε ορφανή
από πατέρα και, μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν έγινε 14 ετών έχασε και την μητέρα της (και οι δύο
γονείς της πέθαναν από καρκίνο). Την επιμέλεια της Ουλρίκε και της κατά 3 χρόνια μεγαλύτερης αδελφής
της Βίνκε (Wienke), ανέλαβε η φίλη της μητέρας τους και καθηγήτρια Ιστορίας Ρενάτε Ρίμεκ (Renate
Katharina Riemeck, 1920 – 2003).
Μέχρι τα 20 της χρόνια, η Ουλρίκε ήταν μία θρήσκα προτεστάντισσα χριστιανή, επιμελής μαθήτρια,
βιολίστρια και λάτρης της όπερας. Τελείωσε την μέση εκπαίδευση στο «Gymnasium Philippinum Weilburg»
του Βάϊλμπουργκ, όπου και ίδρυσε μια σχολική εφημερίδα, την «Spektrum», και εν συνεχεία σπούδασε
Φιλοσοφία, Παιδαγωγική, Κοινωνιολογία και Γερμανική Φιλολογία στο Μάρμπουργκ (1955 – 1956) και το
Μύνστερ (1957 - 1958). Στο Πανεπιστήμιο του Μύνστερ προσχώρησε τον Μάϊο του 1958 στην «Sozialistischer
Deutsche Studentenbund» (SDS), την φοιτητική παράταξη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και αρθρογράφησε
στα διάφορα έντυπά της, αλλά και σε κάποια χριστιανικά περιοδικά.
ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ
Το 1958 εγκατέλειψε το SDS και προσχώρησε στο ήδη προ διετίας απαγορευμένο από το γερμανικό
συνταγματικό δικαστήριο Κομουνιστικό Κόμμα («Kommunistische Partei Deutschlands», KPD). Συμμετείχε ενεργά
στο αντιπυρηνικό κίνημα του 1958 – 1959, ενώ από το 1959 έως το 1969 εργάστηκε στο (μυστικά
χρηματοδοτημένο από την Ανατολική Γερμανία) αριστερό περιοδικό «Κονκρέτ» του Αμβούργου, στο οποίο είχε
την αρχισυνταξία την περίοδο 1962 – 1964. Είχε προηγηθεί στις 27 Δεκεμβρίου 1961 ο γάμος της με τον πλούσιο
εκδότη του περιοδικού Κλάους Ράϊνερ Ρελ (Klaus Rainer Röhl), με τον οποίο απέκτησε στις 21 Σεπτεμβρίου 1962
δύο δίδυμες θυγατέρες, τις Μπετίνα (Bettina) και Ρεγκίνε (Regine). Η αρθρογραφία της στην «Κονκρέτ» άφησε
εποχή, ιδίως τα κείμενά της που αποκάλυπταν την δραστηριότητα παλαιών ναζί σε ανώτερες θέσεις του κρατικού
μηχανισμού της Δυτικής Γερμανίας. Οδηγώντας επιτυχημένα το περιοδικό ανάμεσα στον στενά πολιτικό
χαρακτήρα και σε μια προηγμένη θεματογραφία που τολμούσε να θίγει θέματα όπως η σεξουαλική
απελευθέρωση, το περιοδικό γνώρισε τεράστια επιτυχία, πιάνοντας την μεγαλύτερη κυκλοφορία του τον
Σεπτέμβριο του 1965 με 100.000 αντίτυπα.
Οι Ρελ και Μάϊνχοφ χώρισαν το 1967, εξαιτίας της ερωτικής σχέσης του πρώτου με την παντρεμένη Ελληνίδα
Δανάη Κουλμάση, και πήραν διαζύγιο τον Μάρτιο του 1968. Από τον Φεβρουάριο του 1968, η απατημένη
Ουλρίκε είχε εγκατασταθεί μαζί με τις δύο θυγατέρες της στο Δυτικό Βερολίνο, όπου εργαζόταν ως ελεύθερη
δημοσιογράφος στο ραδιόφωνο και τον Τύπο και, παράλληλα, δίδασκε στο εκεί «Ελεύθερο Πανεπιστήμιο». Ήδη
θεωρείτο μία από τις πιο καταξιωμένες δημοσιογραφικές πένες της Δυτικής Γερμανίας, με συχνές εμφανίσεις στα

τηλεοπτικά πάνελς της εποχής.

Αριστερά: η Μάϊνχοφ φοιτήτρια
Επάνω: με τον Κλάους Ράϊνερ Ρελ
Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΝΤΟΥΤΣΚΕ
Καθοριστική ίσως στην ζωή της, υπήρξε η απόπειρα δολοφονίας κατά του ηγέτη του φοιτητικού και
εξωκοινοβουλευτικού αριστερού κινήματος «ΑΡΟ» Ρούντι Ντούτσκε (Rudi Dutschke, 1940 – 1979), στις 11
Απριλίου 1968, από τον ακροδεξιό Γιόζεφ Μπάχμαν. Σε κείμενο που δημοσίευσε, αναφέρει ανάμεσα σε άλλα και
τα εξής: «Διαμαρτυρία είναι όταν λέω πως αυτό κι αυτό δεν μου αρέσει. Αντίσταση είναι όταν φροντίζω αυτό που
δε μου αρέσει, να μη συνεχίζεται… Τώρα που έσπασαν τα δεσμά του ήθους και της αξιοπρέπειας, μπορεί και
πρέπει συζητηθεί εκ νέου η βία και η αντιβία… Τα αστεία τελείωσαν». Ένα άλλο απόσπασμα είναι επίσης
χαρακτηριστικό: «οι σφαίρες που ρίχτηκαν στον Ρούντι έβαλαν τέλος στο όνειρο της μη βίας. Όποιος δεν
οπλίζεται πεθαίνει. Όποιος δεν πεθαίνει είναι θαμμένος ζωντανός: στις φυλακές, στα αναμορφωτήρια, στις τρύπες
(τις πόλεις - δορυφόρους), στις απαίσιες πέτρες των καινούργιων κτιρίων, στους παιδικούς κήπους και στα
σχολεία, στις πλήρως εξοπλισμένες μοντέρνες κουζίνες, στα αναρίθμητα υπνοδωμάτια - παλάτια».



Δεξιά: η Μάίνχοφ σε μια τηλεοπτική συζήτηση
ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗ ΣΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΠΟΛΗΣ
Το Φεβρουάριο του 1970, ενώ είχε αρχίσει την παραγωγή μιας τηλεοπτικής ταινίας σε δικό της σενάριο, με θέμα
τις σκληρές συνθήκες ζωής σε ένα άσυλο κοριτσιών (με τίτλο «Bambule»), φιλοξένησε στο σπίτι της ένα ζευγάρι
νεαρών εξτρεμιστών, τους Αντρέας Μπάαντερ (Andreas Bernd Baader, 1943 – 1977) και Γκούντρουν Ένσλιν
(Gudrun Ensslin, 1940 – 1977), που κρύβονταν έπειτα από μία καταδίκη τους σε 3 χρόνια φυλάκιση για τον
«συμβολικό» εμπρησμό ενός πολυκαταστήματος στην Φρανκφούρτη. Η Μάϊνχοφ τους είχε γνωρίσει προ μηνών,
στα πλαίσια της από πλευράς της δημοσιογραφικής κάλυψης της δίκης τους, μαζί με τους συγκατηγορουμένους
τους Θόρβαλντ Προλ (Thorwald Proll) και Χορστ Σένλαϊν (Horst Söhnlein).

Επάνω: η Μάϊνχοφ την ημέρα της σύλληψής της
Στις 4 Απριλίου, ο Μπάαντερ συνελήφθη σε ένα αστυνομικό μπλόκο και οι σύντροφοί του ανέλαβαν την ένοπλη
απελευθέρωσή του. Η επιχείρηση έγινε στις 14 Μαϊου, ο κρατούμενος απελευθερώθηκε, όμως από έναν
μασκοφόρο άνδρα, που ποτέ δεν έγινε γνωστή η ταυτότητά του, τραυματίστηκε σοβαρά ο 64χρονος υπάλληλος
του «Γερμανικού Κεντρικού Ινστιτούτου για Κοινωνικά Ζητήματα» («Deutsches Zentralinstitut für Soziale Fragen»)
Γκέοργκ Λίνκε (Georg Linke). Η Μάϊνχοφ, που για άγνωστους λόγους είχε συμμετάσχει στο 4μελές «κομάντο» της
απελευθέρωσης, βρέθηκε ξαφνικά στην παρανομία, με πιστοποιημένη την ταυτότητά της από την αφημένη στον
τόπο του κτυπήματος τσάντα της. Η προβολή της ταινίας της, που ήταν προγραμματισμένη από το κανάλι ARD
στις 24 Μαΐου, ακυρώθηκε.
Λίγο αργότερα, τον Αύγουστο του 1970, ανακοίνωσε την ίδρυσή της η ένοπλη οργάνωση «Φράξια Κόκκινος
Στρατός» («Rote Armee Fraktion», RAF), μεταξύ των ιδρυτών της οποίας (Μπάαντερ, Ένσλιν, Χορστ Μάλερ,
Χόλγκερ Μάϊνς, Ίνγκριντ Σούμπερτ, Μπριγκίτε Άσντονκ, Πέτρα Σελμ, Γιαν – Καρλ Ράσπε, κ.ά.) ήταν και η
Μάϊνχοφ. Στο διάστημα που μεσολάβησε (Ιούνιος και Ιούλιος) οι ιδρυτές, μαζί με άλλους ομοϊδεάτες τους, είχαν
εκπαιδευτεί στον ανταρτοπόλεμο σε ένα στρατόπεδο της παλαιστινιακής οργάνωσης «Αλ Φατάχ» στην Ιορδανία,
αν και στο τέλος είχαν αποπεμφθεί λόγω της μεγάλης «χειραφέτησης» που επεδείκνυαν οι Γερμανίδες. Για
πολλούς μήνες, μέχρι το 1972, η οργάνωση, την οποία τα δυτικογερμανικά μέσα ενημέρωσης ονόμαζαν
«Συμμορία Μπάαντερ – Μάϊνχοφ», πραγματοποίησε σειρά βομβιστικών επιθέσεων στο εκδοτικό συγκρότημα
«Axel Springer» και σε νατοϊκούς στόχους (με 4 νεκρούς και περισσότερους από 50 τραυματίες), καθώς και σειρά
ληστειών σε τράπεζες για την αυτοχρηματοδότηση της (αρχής γενομένης στις 29 Σεπτεμβρίου 1970). Στο
διάστημα αυτό, η Μάϊνχοφ συνέγραψε τρεις διακηρύξεις της οργάνωσης, προσπαθώντας να κτίσει ένα θεωρητικό
υπόβαθρο του αντάρτικου πόλης.



Η αφίσσα καταζητουμένων της RAF


Προκειμένου να μην ανατεθεί η ανατροφή των δύο θυγατέρων της στον πρώην σύζυγό της
που ήδη συνεργαζόταν με τις δυτικογερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας για την σύλληψή της, η
Μάϊνχοφ τις είχε κρύψει σε ένα κοινόβιο, την «Γκιμπελίνα», στην Σικελία, όμως το μυστικό
προδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1970 από το πρώην μέλος της οργάνωσης Πέτερ Χόμαν
(Peter Homann, 1936 - ) που είχε λιποτακτήσει ήδη από τον Ιούλιο, όταν όλοι εκπαιδεύονταν
στην Ιορδανία.
ΣΥΛΛΗΨΗ
Η «Φράξια Κόκκινος Στρατός» είδε πολύ σύντομα την λενινιστική κοσμοδιορθωτική
αυταπάτη της πως τάχα «μια μαχητική πρωτοπορία» θα ξεσήκωνε το προλεταριάτο από την
κοινωνική αθλιότητα, να διαλύεται. Εγκλωβισμένη σε ληστείες και μεμονωμένες αντι-
αμερικανικές ενέργειες, με την «ένοπλη πάλη» να είναι πια αυτοσκοπός και με προκηρύξεις
που άνοιγαν με τσιτάτα του Μάο Τσε Τουνγκ, είχε απέναντί της μία ούτως ή άλλως
προβληματική και με ένοχο παρελθόν κοινωνία, που σε δημοσκόπηση του 1971 από το
«Ινστιτούτο Δημοσκοπήσεων Allensbach», της αναγνώριζε πολιτικά κίνητρα μόνον σε
ποσοστό 18%.
Αντίθετα, μία αντιτρομοκρατική υστερία πλημμύριζε όλη την χώρα και τα τηλέφωνα των
διωκτικών αρχών άναβαν καθημερινά από τις πάμπολλες καταγγελίες υπόπτων, που
πρόθυμα κατέδιδαν οι «νομιμόφρονες» Δυτικογερμανοί, ενώ ο Τύπος χρησιμοποιούσε κάθε
είδους βρωμιά για τον ψυχολογικό χειρισμό των καταδοτών αλλά και των διωκομένων, με
αποκορύφωμα μια δημοσίευση τον Απρίλιο του 1972 που παρουσίαζε την Μάϊνχοφ να έχει
τάχα
αυτοκτονήσει μέσα στην απελπισία της! Ήταν το μεγαλύτερο ανθρωποκυνηγητό που είχε δει η χώρα από το 1945
(κανένας από τα μέλη των Ες Ες, κανένας εγκληματίας πολέμου δεν είχε καταδιωχθεί με τόση λύσσα, έγραψε
μάλιστα η βιογράφος της Μάϊνχοφ και βουλευτής των «Πρασίνων» Γιούτα Ντίτφουρτ - Jutta Ditfurth).
Μία από αυτές τις χιλιάδες καταγγελίες, που δόθηκε στις 15 Ιουνίου 1972 από τον δάσκαλο Φριτς Ρόντεβαλντ
(Fritz Rodewald), είχε ωστόσο βάση. Στο σπίτι του στο Λανγκενχάγκεν (Langenhagen) του Αννόβερου, το οποίο
είχε εκμισθώσει σε κάποιον νέο, η ένοπλη έφοδος της αστυνομίας κατέληξε στην σύλληψη του οπλισμένου
Γκέρχαρντ Μύλλερ (Gerhard Müller, 1948 - ) και της, κοντοκουρεμένης για να μην αναγνωρίζεται εύκολα, Ουλρίκε
Μάϊνχοφ. Δύο εβδομάδες πριν, είχε τραυματιστεί και συλληφθεί και ο Μπάαντερ, μαζί με τους συντρόφους του
Γιαν - Καρλ Ράσπε (Jan - Carl Raspe, 1944 - 1977) και Χόλγκερ Μάϊνς (Holger Klaus Meins, 1941 - 1974).
ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ
Η Μάϊνχοφ κλείστηκε στις φυλακές Όσεντορφ Κολωνίας, κάτω από ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες, σε απόλυτη
απομόνωση, στην τρομακτική «νεκρή πτέρυγα». Μία μεγάλη απεργία πείνας που πραγματοποίησε τον Ιανουάριο
του 1973 απέδωσε μόνον αλλαγή πτέρυγας, με συνεχιζόμενη όμως την απομόνωση και το ίδιο άκαρπες ήσαν και
όσες άλλες απεργίες πείνας έκανε στην συνέχεια. Με κάποιον τρόπο πάντως, κατόρθωσε να φυγαδεύσει το
συγκλονιστικό κείμενό της «Επιστολή από την νεκρή πτέρυγα» («Brief aus dem Toten Trakt»), του οποίου η
δημοσίευση δημιούργησε ένα αρκετά μεγάλο (για μια κοινωνία που βρισκόταν ακόμα σε αντι-τρομοκρατική
υστερία) ρεύμα συμπαράστασης.
Στα τέλη του 1974, και αφού προηγουμένως (στις 29 Νοεμβρίου) είχε καταδικαστεί σε 8 χρόνια φυλάκιση για την
βομβιστική επίθεση στο συγκρότημα «Axel Springer», μεταφέρθηκε στις φυλακές Στάμχαϊμ της Στουτγάρδης, σε
ειδική για τους αντάρτες πόλης πτέρυγα με τα περιβόητα «λευκά κελιά», η ειδική κατασκευή των οποίων
αποσκοπούσε στην σταδιακή αισθητηριακή διαταραχή των κρατουμένων. Εκεί φυλακίστηκαν άλλα 9 στελέχη της
οργάνωσης.

Η δίκη των επιζώντων ηγετών της οργάνωσης (Μπάαντερ, Ένσλιν, Ράσπε και Μάϊνχοφ – ο Μάϊνς
είχε πεθάνει από απεργία πείνας), που ανάμεσα σε άλλα κατηγορούντο και για 4 ανθρωποκτονίες
Αμερικανών στρατιωτικών, 54 απόπειρες ανθρωποκτονίας και σύσταση συμμορίας, ξεκίνησε στις 21
Μαϊου 1975, ενώ το δυτικογερμανικό κράτος είχε ψηφίσει νέους ειδικούς έκτακτους νόμους. Τον
Σεπτέμβριο του 1975 οι ιατροί έκριναν τους κατηγορούμενους ανίκανους να παρακολουθήσουν τη
διαδικασία, λόγω του μακροχρόνιου βασανισμού τους με την αισθητηριακή απομόνωση των
«λευκών κελιών», όμως η δίκη συνεχίστηκε κανονικά, ερήμην τους.
Οι κατηγορούμενοι επέστρεψαν στο δικαστήριο στα τέλη του Απριλίου 1976, έχοντας αποφασίσει
μία κοινή στάση απέναντι στο Δυτικογερμανικό κράτος. Η ίδια η Μάϊνχοφ θα γκρέμιζε όλο το τμήμα
του κατηγορητηρίου που βασιζόταν στην στημένη κατάθεση του, συνεργάτη πια των διωκτικών
αρχών, Γκέρχαρντ Μύλλερ. Επίσης, ο δικηγόρος της είχε κανονίσει να καταθέσει αυτή ως μάρτυρας
στην Διεθνή Νομική Διάσκεψη της Γενεύης, ενάντια στην πρακτική της αισθητηριακής απομόνωσης
των κρατουμένων.
ΜΙΑ ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
Στις 9 Μαϊου 1976 η Ουλρίκε Μάϊνχοφ βρέθηκε απαγχονισμένη μέσα στο κελί 719 των φυλακών
Στάμχαϊμ, με μια πετσέτα δεμένη στα κάγκελα του κιγκλιδώματος, και η επίσημη νεκροψία (από
ιατροδικαστή που στα νιάτα του ήταν μέλος των Ες - Ες) αποφάνθηκε πως επρόκειτο για
αυτοκτονία,
ενώ δεν επετράπη ούτε στους δικηγόρους της, ούτε στην αδελφή της Βίνκε Τσίτσλαφ (Wienke Zitzlaff), να δουν το
πτώμα ή το κελί. Μία δεύτερη έρευνα με δικανικό παθολόγο, που προσπάθησε να ξεκινήσει αμέσως η αδελφή
της, και ενώ εσπευσμένα η διοίκηση των φυλακών είχε προβεί σε βάψιμο του κελιού, δεν προχώρησε αρκετά,
ωστόσο τα πορίσματα μίας Διεθνούς Εξεταστικής Επιτροπής που ακολούθησαν και δημοσιεύθηκαν το 1978
(«Der Tod Ulrike Meinhofs. Bericht der Internationalen Untersuchungskommission»), άφησαν αρκετά έκθετο το
δυτικογερμανικό κράτος ακόμα και στην πιθανότητα να έχει δολοφονήσει την Μάϊνχοφ. Η παράλειψη από τους
ιατροδικαστές του ισταμινικού ελέγχου, που θα αποδείκνυε εάν η νεκρή ζούσε όταν απαγχονίστηκε, κρίθηκε
ιδιαίτερα ύποπτη: «ο ισχυρισμός των κρατικών αρχών ότι η Ουλρίκε Μάϊνχοφ έθεσε μόνη της τέρμα στη ζωή της
με απαγχονισμό, παραμένει αναπόδεικτος. Τα ευρήματα της Εξεταστικής Επιτροπής συγκλίνουν περισσότερο στο
συμπέρασμα ότι η Ουλρίκε Μάινχοφ ήταν ήδη νεκρή πριν την κρεμάσουν».


H Μάϊνχοφ σε ελληνική εφημερίδα της εποχής H Μάϊνχοφ νεκρή

Λίγες μόνον ημέρες πριν τον θάνατό της, είχε δηλώσει στην αδελφή της: «μπορεί κάποιος να υψώνει ανάστημα
και να μάχεται μόνον όταν είναι ζωντανός. Εάν τυχόν μάθεις λοιπόν πως αυτοκτόνησα, να είσαι σίγουρη ότι θα
πρόκειται για δολοφονία!», ενώ, δύο μόλις ημέρες πριν, στις 7 Μαϊου, την είχε επισκεφθεί ο συνήγορος της
ιταλικής ένοπλης οργάνωσης «Ερυθρές Ταξιαρχίες» Καπέλι (Giovanni Capelli), μεταφέροντάς της την επιθυμία

των φυλακισμένων Ιταλών ανταρτών πόλης για επικοινωνία με τα φυλακισμένα μέλη της RAF, ανταλλαγή
απόψεων και αλληλοϋποστήριξη, καθώς και πρόταση για υπεράσπιση των Γερμανών ανταρτών από διεθνή
επιτροπή πολιτικά έμπειρων δικηγόρων («ήταν μία πολύ ανοιχτόμυαλη γυναίκα, με επιθυμία για ζωή», είπε
αργότερα ο Καπέλι).
ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ
Η Ουλρίκε Μάϊνχοφ κηδεύτηκε, παρουσία 4.000 φίλων, συγγενών και θαυμαστών της, στις 16 Μαϊου 1976 στην
θέση A-12-19 του νεκροταφείου του Μαρίεντορφ (Mariendorf) Δυτικού Βερολίνου. Τον επικήδειό της διάβασε ο
θεολόγος Χέλμουτ Γκόλβιτσερ (Helmut Gollwitzer), προσωπικός φίλος του Ντούτσκε, που μάλιστα το 1957 είχε
συνεργαστεί με την Μάϊνχοφ στο αντιπυρηνικό κίνημα «Anti-Atomtod-Ausschuss».
Όπως αποκαλύφθηκε το φθινόπωρο του 2002, μετά από έρευνες της θυγατέρας της Μπετίνα, ο εγκέφαλος της
Μάϊνχοφ είχε αφαιρεθεί και διατηρηθεί σε φορμαλδεϋδη, ως αντικείμενο νευρολογικής έρευνας γύρω από το
ζήτημα της υιοθεσίας της βίας («αναζητώντας εναγωνίως την "λυδία λίθο" της τρομοκρατίας» - να σημειωθεί ότι ο
πρώτος που «ερεύνησε» τον κλεμμένο εγκέφαλο, ένας νευρολόγος του Πανεπιστημίου του Τύμπιγκεν, ονόματι
Γίργκεν Πφάϊφερ είχε αποφανθεί πως η Μάϊνχοφ είχε το ακαταλόγιστο!). Το σκάνδαλο είχε ως αποτέλεσμα να
διαταχθεί τελικά από την εισαγγελία της Στουτγάρδης η αποτέφρωση του εγκεφάλου και η παράδοση της στάχτης
στους συγγενείς της, η οποία τάφηκε μαζί της στο Μαρίεντορφ στις 19 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Η αθλιότητα του κλεμμένου εγκεφάλου δεν ήταν βεβαίως η μοναδική. Εξαρχής, ακόμα και ενόσω ζούσε η
Μάϊνχοφ, το δυτικογερμανικό κατεστημένο προσπάθησε με κάθε τρόπο να κατατάξει στην παθολογία την
εναντίωσή της, μία εναντίωση που, λόγω του ότι το ίδιο ήταν πολλαπλά ένοχο, δεν μπορούσε να διαχειριστεί.
Προέβη λοιπόν σε αυτό που κάνουν όλα τα ένοχα καθεστώτα, στο να βγάζει διαγνώσεις, να συκοφαντεί και να
δαιμονοποιεί προτού κτυπήσει. Γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να αγγίξει την (χριστιανική) ρίζα του αριστερίστικου
κοσμοδιορθωτισμού, όντας και το ίδιο χριστιανικό και κοσμοδιορθωτικό, επιστράτευσε την ψυχολογία και την
ρητορική περί «νεύρωσης»: όποιος αντιστέκεται, είτε με ήπιο, είτε με ακραίο τρόπο, πρέπει σώνει και καλά να
είναι «προβληματικός». Ένα μόλις έτος μετά τον θάνατο της Μάϊνχοφ, το περιοδικό «Der Spiegel» παρουσίασε
απόψεις «ειδικών» για το φαινόμενο της αθρόας συμμετοχής γυναικών στις ένοπλες οργανώσεις της εποχής και
έβγαλε διάγνωση πως όλα οφείλονται στο ότι η Μάϊνχοφ και οι μιμήτριές της είχαν «διακόψει δεσμούς με την
θηλυκότητα». Προβληματική και εκδικητική είναι τέλος και η σκιαγράφηση που επιχείρησε να κάνει στην μητέρα
της, αλλά και στον πατέρα της, η Μπετίνα Ρελ, κυκλοφορώντας το 2007 το βιβλίο «Έτσι έχει πλάκα ο
Κομμουνισμός» («So macht Kommunismus Spass. Ulrike Meinhof, Klaus Rainer Röhl und die Akte Konkret»).
Αντίθετα, αρκετά αντικειμενικές βιογραφίες της συνέγραψαν ο Αλόϊς Πριντς (Alois Prinz, «Καλύτερα οργισμένη
από θλιμμένη», «Lieber wütend als traurig», 2003) και η Γιούτα Ντίτφουρτ («Ulrike Meinhof. Die Biografie», 2007).
Το 1978 οι Ντάριο Φο (Dario Fo) και Φράνκα Ράμε (Franca Rame) έγραψαν τον περίφημο θεατρικό μονόλογο
«Εγώ, η Ουλρίκε, καταγγέλλω…» («Moi, Ulrike, je crie...»), το 1990 ο Γιόχαν Κρέσνικ (Johann Kresnik) την όπερα
«Ulrike Meinhof», το 2005 ο Κάρλος Μπε (Carlos Be) το θεατρικό «Ο ασυνήθιστος θάνατος της Ουλρίκε Μ.» («La
extraordinaria muerte de Ulrike M.»), ενώ μουσικές αφιερώσεις τής έκαναν η Μ. Φαίηθφουλ (Marianne Faithfull,
στο άλμπουμ της «Broken English»), οι «Chumbawamba» (στο άλμπουμ τους «Slap!»), οι Βραζιλιάνοι «Legião
Urbana», ο Gonzalo Villa, η Τζιοβάνα Μαρίνι (Giovanna Marini, στο άλμπουμ της «Correvano Coi Carri»), κ.ά.
Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2014

Στο μυαλό της Μάινχοφ



Στο μυαλό της Μάινχοφ
stontoixo.com /2015/06/blog-post_29.html
Κατερίνα Γκαράνη

Λίγο-πολύ η ιστορία των Μπάαντερ-Μάινχοφ και της "RAF" (Rote Armee Fraction -Τμήμα του Κόκκινου Στρατού) είναι
γνωστή. Η δράση της RAF την δεκαετία του '70 στην Γερμανία χαρακτηρίστηκε από την εξουσία ως τρομοκρατική, ενώ
για την "Γενιά της Επανάστασης" σε όλο τον κόσμο, ως σύμβολο αντίστασης ενάντια στην κρατική βία και στην
ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ που είχαν ως σταθερή σύμμαχο στα πολεμικά τους σχέδια την Δυτική Γερμανία.
Μέχρι σήμερα είναι πολλοί αυτοί που ασχολήθηκαν αποκλειστικά με το φαινόμενο της Ουλρίκε Μάινχοφ. Μιας κυρίας
της δημοσιογραφίας, μιας καθηγήτριας πανεπιστημίου, μιας συζύγου εκδότη και μητέρας δύο κοριτσιών, που ξαφνικά
στην τέταρτη δεκαετία της ζωής της παράλληλα με την πένα, πήρε το όπλο. Τι κατάλαβε η Μάινχοφ παρακολουθώντας
ως δημοσιογράφος την πολιτική της χώρας της και το επικοινωνιακό παιχνίδι που στηνόταν από την εξουσία σε
παγκόσμιο επίπεδο μετατρέποντάς την από απλή ιδεαλίστρια σε στρατιώτη; Τι ήταν αυτό που είδε να αρχίζει από την
πατρίδα της και να εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη;
Η πένα για όπλο
Η Ουλρίκε γεννήθηκε το 1934, εποχές που ο ναζισμός ισχυροποιούνταν στην πατρίδα της. Πέντε χρονών χάνει τον
πατέρα της και στα 14 της, πεθαίνει η μητέρα της. Μέχρι την εφηβεία της έζησε την άνοδο και κάθοδο του ναζισμού και
τον θάνατο των γονιών της. Την κηδεμονία της την πήρε η Ρενάτε Ρίμεκ, φίλη της μητέρας της με έντονη πολιτική
δραστηριότητα τόσο στο ναζιστικό κόμμα το 1941, όσο και στο σοσιαλδημοκρατικό το 1946.
Ως ταλαντούχα φοιτήτρια πήρε υποτροφία για σπουδές Κοινωνιολογίας, Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής από το Ίδρυμα
Μελέτης του Γερμανικού Λαού. Προσχώρησε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και μετέπειτα στο κομουνιστικό κόμμα, που
το 1956 απαγορεύτηκε από το Ομοσπονδιακό Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο.
Ως φοιτήτρια αρθρογραφούσε σε εφημερίδες του φοιτητικού αριστερού κινήματος, αλλά η δημοσιογραφική της
Στο μυαλό της Μάινχοφ | στον Τοίχο http://www.stontoixo.com/2015/06/blog-post_29.html
δραστηριότητα ξεκίνησε το 1959 στο αριστερό περιοδικό "Konkret" ("Σκυρόδεμα") στο οποίο μέσα σε ένα χρόνο
κατάφερε να γίνει προϊστάμενος συντάκτης. Συμμετείχε ενεργά σε διαδηλώσεις και δημόσιες διαμαρτυρίες εναντίον της
κρατικής βίας και εναντίον των πολέμων των ΗΠΑ σε Βιετνάμ, Ινδονησία κ.λπ γράφοντας παράλληλα ως ρεπόρτερ και
αναλύτρια. Αυτό την έκανε συμβολική μορφή της γερμανικής αριστεράς.

Το 1961 παντρεύεται τον εκδότη του "Konkret" και αποκτά τις δίδυμες κόρες της, Ρεγγίνε και Μπετίνα. Η ζωή της
κυλούσε όπως κάθε "φυσιολογικού" ανθρώπου που έχει πολιτική άποψη αλλά δεν παύει να είναι άνθρωπος της
"κοινωνίας". Σύμφωνα με τον σύζυγό της, στέλεχος του παράνομου κομμουνιστικού κόμματος, Κλάους Ράινελ Ρελ οι
κοινωνικές επαφές τους με διανοούμενους της αριστεράς δεν ήταν κάτι που υπέβοσκε τρομοκρατία: "Συναντιόμαστε στις
ιδιωτικές βίλες τους, γεμάτες από παλιά έπιπλα και αναμνήσεις από τον ισπανικό εμφύλιο και πίναμε την καλή τους βότκα
και το ωραίο τους ουίσκι. Τσακωνόμαστε για το σταλινισμό και ενθουσιαζόμαστε μαζί τους για τον αληθινό κομμουνισμό
που κάποτε θα θριάμβευε σε πείσμα των γραφειοκρατών. Αυτές τις επισκέψεις δεν τις καλόβλεπε το `κόμμα' μας, αλλά
δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, γιατί κι εκείνοι σύντροφοι ήταν."
"Τελειώσαν τα αστεία"
Η Άνοιξη του 1968 ήταν μία χρονιά αποφάσεων για την συνηθισμένη δυτικοευρωπαία Ουλρίκε. Πιάνει "στα πράσα" τον
συζύγό της με την ερωμένη του και φεύγει από το σπίτι μαζί με τις κόρες της, ενώ ένα μήνα μετά, τον Απρίλιο του '68, η
απόπειρα δολοφονίας κατά του συμβόλου του αριστερού φοιτητικού και εξωκοινοβουλευτικού κινήματος, Ρούντι
Ντούτσκε, είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι "αντιβίας" της 34χρονης μεσοαστής.
Στο μυαλό της Μάινχοφ | στον Τοίχο http://www.stontoixo.com/2015/06/blog-post_29.html
Η γραφή της Μάινχοφ παύει να οριοθετείται από τον ιδεαλισμό και να είναι καλυμμένη με την ασφάλεια της
δημοσιογραφικής ταυτότητας. Σε απανωτά άρθρα της η Ουλρίκε τραβάει κόκκινη γραμμή με την κρατική εξουσία, η
οποία μέσω της αστυνομίας καταστέλλει ακόμη και με σφαίρες την διαφορετική άποψη: "Τώρα που δείχθηκε ότι είναι
διαθέσιμα και άλλα μέσα εκτός μονάχα από διαδηλώσεις, Springer-Hearings, διοργανώσεις διαμαρτυρίας, άλλα
εκτός από αυτά που απέτυχαν αφού δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την απόπειρα δολοφονίας κατά του Ρούντι
Ντούτσκε, τώρα που έσπασαν τα δεσμά του ήθους και της αξιοπρέπειας, μπορεί και πρέπει συζητηθεί εκ νέου η
βία και η αντιβία. (...) Η αντιβία διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει βία, όπου η βιαιότητα της αστυνομίας καθορίζει το
νόμο της δράσης, όπου η ανήμπορη οργή αντικαθιστά την ανώτερη φρόνηση, όπου η παραστρατιωτική
ενέργεια της αστυνομίας απαντάται με παραστρατιωτικά μέσα".
Η αντι-βία είναι μία έκφραση που η Μάιχνοφ χρησιμοποιεί συχνά στα κείμενά της από το 1968 και μετά. Αρχίζει πλέον
να ψάχνει αυτούς που μόνο με παραστρατιωτικά μέσα μπορούν να απαντήσουν στην ανεξέλεγκτη κρατική βία και την
κυβερνητική προπαγάνδα των ΜΜΕ. Μία φράση γραμμένη τόσο απλά είναι η τελευταία της προειδοποίηση στην
εξουσία πριν αφήσει την ήσυχη ασφαλή ζωή της για πάντα πίσω: "Τελειώσαν τα αστεία".
Το όπλο για πένα
Σε μια δημοσιογραφική της εργασία που αφορούσε στην πυρπόληση ενός πολυκαταστήματος, ως ένδειξη αντίδρασης
κατά του καταναλωτισμού made in America, την στιγμή που το Βιετνάμ δεχόταν ναπάλμ, γνωρίζει τον Αντρέα Μπάαντερ
και την σύντροφό του, Γκούντρουν Έσλιν.


Το 1970 η αστυνομία συλλαμβάνει τον Αντρέα Μπάαντερ για τρομοκρατική δράση και η Μάινχοφ αποφασίζει να
βοηθήσει στην απόδραση του Μπάαντερ. Κανονίζει με τις αρχές μια δήθεν συνέντευξη με τον φυλακισμένο κατά την
διάρκεια της οποίας οι σύντροφοί του με όπλα θα τον απελευθέρωναν. Ένας φύλακας τραυματίζεται και η Ουλρίκε
αποφασίζει να ακολουθήσει τους "τρομοκράτες". Η Μάινχομ επίσημα από την γερμανική κυβέρνηση χαρακτηρίζεται στα
36 της χρόνια ως τρομοκράτης και καταζητείται. Είναι η επίσημη γέννηση της ομάδας "RAF" ή ως πιο γνωστή "Ομάδα
Μπάαντερ και Μάινχοφ".
Η Ουρλίκε μπαίνει δυναμικά στον αγώνα εναντίον της εξουσίας και της φιλοαμερικανικής πολιτικής της Δυτικής
Γερμανίας και μεταβαίνει με τους συντρόφους της στην Ιορδανία όπου εκπαιδεύονται ως στρατιώτες κάνοντας την
θεωρία περί "παραστρατιωτικών μέσων", πραγματικότητα. Αποχαιρετά τις κόρες της, τις οποίες στέλνει στην Σικελία και
επιστρέφει στην Γερμανία ξεκινώντας με τους παράνομους αριστερούς αντάρτικο πόλεων. Για την οικονομική ενίσχυση
του αγώνα τους ληστεύουν τράπεζες ενώ εξαπολύουν βομβιστικές επιθέσεις σε φιλοκυβερνητικές εφημερίδες αλλά και
σε βάσεις και γραφεία του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ.
Τι είδε η Μάινχοφ;
Το ερώτημα όμως παραμένει. Τι διέκρινε το δημοσιογραφικό μάτι της Μάινχοφ και ο δρόμος για την ρήξη με την εξουσία
ήταν για αυτή μονόδρομος;



Η Μάινχοφ μιλούσε μέσα από τις αναλύσεις της. Το 1968 στο "Konkret"με αφορμή μία τηλεοπτική εκπομπή της κρατικής
τηλεόρασης η οποία ζητούσε από εκατομμύρια γερμανούς και αυστριακούς τηλεθεατές να "καρφώσουν" στην αστυνομία
υπόπτους που εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης εναντίον τους, η Ουλρίκε βγάζει στην επιφάνεια με μία συγκλονιστική
ανάλυση αυτό που έστηνε επικοινωνιακά η εξουσία για να είναι όλα στα μέτρα που αυτή ήθελε.
Γράφει η Μάινχοφ:"Από την ομολογία του παρουσιαστή της εκπομπής, Τσίμερμαν, από εκείνα που είπε ο ίδιος
στην επετειακή δέκατη εκπομπή του για το τι θέλει, για το ποια είναι κατά τη δική του αντίληψη η αντικειμενική
λειτουργία τούτης της εκπομπής. Εδώ γίνονται πράγματα, είπε, εδώ συμβαίνει επιτέλους κάτι. Και ακόμη: Αν
δεν καταφέρουμε να φρενάρουμε την όλο και μεγαλύτερη εγκληματικότητα, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να
εμφανιστεί και πάλι ένας ισχυρός άνδρας - όπως τότε".
Ο ισχυρός άνδρας που αναφέρεται η Μάιχνοφ δεν είναι άλλος από τον Χίτλερ. Και συνεχίζει
αναλύοντας την ψυχοσύνθεση των Γερμανών που προσελκύονται πάντα από κάποιον ισχυρό να τους φυλάει από τους
"κακούς" ή να γίνουν οι ίδιοι ισχυροί ή αλλιώς μικροί "αθώοι" Χίτλερ:
Στο μυαλό της Μάινχοφ | στον Τοίχο http://www.stontoixo.com/2015/06/blog-post_29.html
"Οι Γερμανοί βαρέθηκαν -όπως ξέρουμε- την πολιτική, μόνο ως εθνικοσοσιαλιστική μπορούν πλέον να
φανταστούν την πολιτική στράτευση. Έρχεται, λοιπόν, ο κύριος Τσίμερμαν και τους λέει, πρέπει να βοηθήσετε
στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας, αλλιώς θα έρθει ένας νέος Χίτλερ και θα το κάνει εκείνος στη θέση
σας. Με άλλα λόγια, ο Χίτλερ ήταν κι αυτός ένας διώκτης της εγκληματικότητας, βέβαια ξεπέρασε τα όρια, γι'
αυτό κι εμείς θα προλάβουμε τον επόμενο και θα καθαρίσουμε μόνοι μας το κράτος, κάθε ένας από εμάς κι ένας
ισχυρός άντρας. Έτσι θα διασωθεί και η αίσθηση του μεγαλείου που προσέφερε στους Γερμανούς ο Χίτλερ.
(...)".
Επίκαιρη 45 χρόνια μετά
Το ταλέντο της Μάινχοφ στην παρατήρηση και την γνώση της κοινωνίας που ζούσε αποδεικνύεται ακόμα και μετά από
45 χρόνια. Γνωρίζει ότι η επικοινωνία και οι ήπιοι φαινομενικά τρόποι τρομοκράτησης ενός λαού μέσω των Μέσων
Μαζικής Ενημέρωσης, μπορεί να κάνει τους λαούς συνεργούς σε έγκλημα παθιασμένους για το "καλό", που μόνο η
εξουσία ξέρει να διαφυλάττει.
45 χρόνια μετά από αυτή την ανάλυσή της βλέπουμε και κάτι προφητικό. Οι σημερινοί πολιτικοί της
γερμανοαμερικάνικης Ε.Ε έχουν στήσει ναζιστικά μορφώματα κάνοντάς τα το αντίπαλο δέος αν το "καλό" της δικής τους
εξουσίας δεν υπερισχύσει. Αν όχι μαζί μας, τότε θα έρθει πάλι "ο ισχυρός άνδρας, όπως τότε".
Επίσης, η Μάιχνοφ επιβεβαιώνει την δημοσιογραφική της διαχρονικότητα εφόσον όποιος σήμερα δεν είναι με την
οικονομοπολιτική γραμμή της Ε.Ε, τότε είναι χαρακτηρισμένος ως "ευρωσκεπτικιστής" ή ως επικίνδυνο φαινόμενο για
την πρόοδο και την ισορροπία των λαών της Ευρώπης.
Επισήμαινε το 1968 η Μάινχοφ: "Ξέρουμε ότι εμείς οι Γερμανοί έχουμε περισσότερες δυσκολίες από άλλους με
την καταπιεσμένη μας επιθετικότητα, γιατί εκείνους που πρέπει να μισούμε, αυτούς που καταπιέζουν και
καταπίεσαν την επιθετικότητά μας - προϊστάμενους, γονείς, αυτούς εκεί πάνω-. δεν επιτρέπεται να τους
μισήσουμε. Μισήσαμε τους Εβραίους και τους κομμουνιστές. Με τους Εβραίους δεν γίνεται πια, με τους
κομμουνιστές -όπως φαίνεται- δεν τραβάει και πολύ, με τους φοιτητές μάς το απαγορεύει η κατ' επίφασιν
δημοκρατία. Ο (παρουσιαστής) Τσίμερμαν μας προτείνει τους εγκληματίες. Τους αναγορεύει σε
αποδιοπομπαίο τράγο της γερμανικής ιστορίας - γι' αυτό ήρθε ο Χίτλερ-, τους μετατρέπει σε αποδιοπομπαίο
τράγο του παρόντος μας, εναντίον του οποίου μπορεί να εκλυθεί η πολιτική δυσφορία - έτσι, ώστε να μην έρθει
κάποιος νέος Χίτλερ. "
Η νεκρή πτέρυγα
Τόσο με την πένα της, όσο και με το όπλο της η Μάινχοφ είχε αποφασίσει η ίδια για το πού θα τελείωνε η πορεία που
επέλεξε η ίδια. Ακόμα και οι πιο δικοί της άνθρωποι "εργαζόνταν" με την γερμανική κυβέρνηση για να την
εξολοθρεύσουν. Ο πρώην σύζυγός της "κομουνιστής" Ρελ και η γυναίκα που την μεγάλωσε από τα 14 της, πρώην
ναζίστρια Ρενάτε Ρήμεκ, συνεργαζόταν με την αντιτρομοκρατική (BKA) για την σύλληψη της Ουλρίκε.


Στις 15 Ιουνίου του 1972 ένας δάσκαλος έκανε το καθήκον του και "κάρφωσε" τους "τρομοκράτες" που νοίκιαζαν το σπίτι
του. Από τις 16 Ιουνίου του 1972 μέχρι τις 9 Μαΐου του 1976 η Μάινχοφ κρατούνταν απομονωμένη στα "Λευκά Κελιά"
διαφόρων φυλακών της Γερμανίας. Στα 4 χρόνια πλήρους απομόνωσης έγραφε συνεχώς για την σκληρή φυλάκιση της
αλλά και για τον αγώνα εναντίον της ύπνωσης της μάζας καθοδηγούμενη πλήρως από πολιτικές ολοκληρωτισμού και
παιχνιδιών τρόμου.
Στην "Επιστολή από τη νεκρή πτέρυγα" στέλνει εις το διηνεκές ένα μήνυμα στους λαούς της Ευρώπης:
"Κοιμήσου ήσυχα καλοζωισμένε και αποχαυνωμένε κόσμε της μεγάλης Γερμανίας. Και σεις από την υπόλοιπη Ευρώπη,
οι υγιώς σκεπτόμενοι. Κοιμηθείτε ήσυχα σαν πεθαμένοι. Η κραυγή μου δεν θα σας ξυπνήσει. Δεν ξυπνούν ποτέ οι
κάτοικοι ενός νεκροταφείου. Όσοι αγανακτήσουν θα ξεσηκωθούν, είμαι σίγουρη. Θα είναι εκείνοι που δουλεύουν
ολημερίς, εκείνοι που τους σακατεύετε σωματικά για να μην μπορούν να σκεφτούν, όλοι οι μετανάστες: Τούρκοι, Ισπανοί,
Έλληνες, Άραβες κι όλοι οι άλλοι εξαθλιωμένοι και προδομένοι της Ευρώπης και μαζί με αυτούς και οι γυναίκες που
δέχτηκαν την καταπίεση, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση.
Όλες αυτές θα μάθουν γιατί με κρατάτε εδώ μέσα και γιατί το κράτος σας θέλει να με δολοφονήσει σα μάγισσα του
μεσαίωνα. Για σας, την εξουσία, υπάρχουν ακόμη και σήμερα μάγισσες που πρέπει να καθηλώνονται μπροστά στους
αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσες, τις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο και τις διαταγές.
Και γκάπα γκουπ πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, κινητήρας, καζάνια, φωνές και θόρυβος. Θόρυβος, φτάνει πια με τη σιωπή,
πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, καζάνια, αέριο και θόρυβο. Το αέριο, βγαίνει αέριο, εμετός, αηδία. Η αλυσίδα της παραγωγής έχει
το δικό της ρυθμό.
Δεν υπάρχει πια χρόνος, μόνο ρυθμός. Ρυθμός.
Σταματήστε τις μηχανές. Ησυχία. Τι υπέροχο πράγμα η σιωπή. Ευχαριστώ δεσμοφύλακες που μου χαρίσατε αυτή την
απίθανη και σπάνια απόλαυση της σιωπής. Το απόλυτο. Τι απόλαυση για όλες μου τις αισθήσεις! Σα να μοιάζει να
βρίσκομαι στον παράδεισο.
Δεσμοφύλακες, δικαστικοί, κομματάρχες σας αγνοώ όλους. Δεν θα μπορέσετε να με βγάλετε από εδώ μέσα τρελή εκτός
κι αν με σκοτώσετε. Μα το μυαλό μου θα είναι καθαρό, θα είμαι απόλυτα υγιής κι όλοι θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς
είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση, ένα κράτος δολοφόνων."
Το μυαλό της "μάγισσας"
Με αυτή της την επιστολή, η Ουλρίκε Μάινχοφ πρόλαβε να δηλώσει ότι θα δολοφονηθεί και δεν θα αυτοκτονήσει, όπως
αποφάνθηκε ο ιατροδικαστής. Κρεμάστηκε 42 χρονών στο κελί 719 των φυλακών Στάινχαμ της Στουτγάρδης στις 9
Μαΐου του 1976.

Όμως, η ηλιθιότητα της εξουσίας φαίνεται από αυτά που έκαναν μετά θάνατω στο "καθαρό μυαλό" που αναφερόταν η
Ουρλίκε σε γραπτά της από την φυλακή. Ο εγκέφαλός της αποκολλήθηκε από το κρανίο της κατά την νεκροψία και
επιστήμονες έκαναν αναλύσεις για να βρουν τι πηγαίνει "στραβά" με το φαινόμενο Μάινχοφ. Η κόρη της, Μπετίνα Ρελ,
έμαθε το 2002 ότι ο εγκέφαλος της μητέρας της ήταν ακόμη αντικείμενο κλινικών μελετών σε κλινική του Μαδεβούργου.

Κίνησε τις διαδικασίες και η επιτροπή ηθικής αναγκάστηκε να σταματήσει τις συνεχόμενες από το 1976 μέχρι το 2002
μελέτες του εγκεφάλου της Ουλρίκε, που μέχρι σήμερα δεν κατάλαβαν πώς σκεπτόταν. Η επιτροπή απαγόρευσε και την
δημοσιοποίηση οποιονδήποτε κλινικών αποτελεσμάτων που είχαν γίνει μέχρι τότε και έτσι δεν θα έχουμε το ιστορικό
ντοκουμέντο της "αναπτυγμένης" νοητικά Γερμανίας για την επίπονη επί δεκαετίες έρευνες στο μυαλό της Μάινχοφ.
Ωστόσο, η κόρη της παρέλαβε απλά στάχτη από τον αποτεφρωμένο εγκέφαλο της μητέρας της για να την θάψει με το
υπόλοιπο κορμί της στο νεκροταφείο Μαρίεντορφ του Δ. Βερολίνου. Ίσως ακόμα οι Γερμανοί κρατάνε σε φορμόλη το
μυαλό της Ουρλίκε αναζητώντας το κίνητρο που μετετρέψε μια μεσήλικη μεσοαστή σε στρατιώτη, και μία πένα σε
πιστόλι.