οικονομια,πολιτικη,κοινωνικα,τεχνη,ψυχολογια,λογιοι

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Από τη «Φωλιά του κούκου» στον «Τζόκερ», ένας

καπιταλισμός δρόμος!


Ορεγκον 1963: εποχή πλήρους απασχόλησης και επικράτησης του αμερικανικού
μικροαστικού ονείρου. Ο αποκλίνων εγκληματίας Ραντλ Πάτρικ Μακ Μέρφι (Τζακ
Νίκολσον) ζει μια κόλαση στην ψυχιατρική κλινική όπου μεταφέρεται, προκειμένου να
«προσαρμοστεί» και να υποταχθεί στους παράλογους κανόνες και στον σαδισμό της
προϊσταμένης. Ο απροσάρμοστος, απείθαρχος και αντικομφορμιστής τύπος
καταστέλλεται με επιθετική φαρμακευτική αγωγή, ηλεκτροσόκ και, τελικά, λοβοτομή.
«Γκόθαμ Σίτι» (Νέα Υόρκη), 1981: «Νεοφιλελεύθερη συναίνεση» με τον μανδύα του
Ριγκανισμού και μαζικές περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, σαν μια προσπάθεια
εξόδου από τις πετρελαϊκές κρίσεις εις βάρος του κοινωνικού κράτους. Θύματα οι
δημόσιες μεταφορές, οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και –φυσικά– η ψυχική υγεία. Ο
κωμικός Αρθουρ Φλεκ –άνθρωπος με ψυχολογικά προβλήματα– αδυνατεί να κρατήσει
τη δουλειά του, η Πρόνοια του κόβει τα φάρμακα και καλείται να αντιμετωπίσει το
φάσμα της μοναξιάς, της κατάθλιψης και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Δύο «στιγμές» της αμερικανικής Ιστορίας που –δοσμένες μέσα από την τέχνη του
κινηματογράφου– λένε πολλά για τη μητρόπολη του καπιταλισμού: την έλλειψη ανοχής
στο διαφορετικό, τη βίαιη καταστολή της απόκλισης, την ψυχιατρικοποίηση και τον
στιγματισμό, τον ορισμό του «φυσιολογικού» και της «τρέλας» και τη διάβρωση του
χαρακτήρα από ένα σύστημα που έχει θεό το χρήμα, τη φήμη και το στάτους.
1/2
Ο Τζόκερ είναι ο «απειλητικός άλλος», το ασυνείδητο που δεν θέλω να ξέρω, ο
διαφορετικός μέσα μου. Είναι οι «παράξενες» κατώτερες τάξεις που η ελίτ
αντιμετωπίζει όπως οι αποικιοκράτες τους «άγριους» και τους «ιθαγενείς». Για την
ακρίβεια, είναι οι «άγριοι» και οι «ιθαγενείς» των μητροπόλεων. Ο καπιταλισμός του
χρηματιστηρίου –μια οικονομία «πέρα από το καλό και το κακό», το ηθικό και το
ανήθικο–, τα κέρδη, τα πολιτικά πόστα, τα ψεύτικα λόγια και η υποκρισία οδηγούν σε
μια ψυχική κλιμάκωση που καταλήγει τελικά σε μια γιορτή βίας, καταστροφής και
εξέγερσης.
Οι γκροτέσκες φιγούρες του τσίρκου –ο κλόουν, ο νάνος και ο «χοντρός»– δένονται σε
μια κολασμένη χορογραφία με τις φιγούρες του χρηματιστή, του πολιτικού και του
ψυχιάτρου. Ενας κόσμος «άσχημος», αλλά γεμάτος εσωτερική τρυφερότητα απέναντι σ’
έναν κόσμο άψυχο, σκληρό και απρόσωπο που βλέπει τα πάντα, ακόμα και τις
ανθρώπινες ζωές, σαν αριθμούς και ισολογισμούς. Οι «αποκάτω» απέναντι στους
«αποπάνω». Ιστορίες βιοπολιτικής και κυριαρχίας. Βάναυσης καταστολής και
εγκλεισμού. Και από την άλλη, η τρέλα σαν απελευθερωτικό κίνημα, σαν εξέγερση και
σαν γλέντι καταστροφής και βίας.
Η τελευταία σκηνή, με τον Χοακίν Φοίνιξ, αφού έχει, υποτίθεται, σκοτώσει την ψυχίατρο
στο τρελάδικο που μεταφέρεται, να περπατά στον άσπρο διάδρομο αφήνοντας
πατημασιές από αίμα, θυμίζει την αγνότητα-παρθενιά ενός συστήματος που χάθηκε για
πάντα. Ο πρωταγωνιστής λίγο νωρίτερα, όταν η γιατρός τον ρωτά γιατί γελάει, της
απαντά ότι θυμήθηκε ένα αστείο και όταν εκείνη θέλει να μάθει γιατί δεν το μοιράζεται
μαζί της, της απαντά: «Δεν θα το καταλάβαινες έτσι και αλλιώς!»
Δύο κόσμοι χωριστά, με τις γέφυρες κομμένες. Ο κόσμος των προνομιούχων και ο
κόσμος των φτωχοδιάβολων. Τότε και τώρα. Η ταινία δεν μιλά για το παρελθόν ούτε για
την Γκόθαμ Σίτι. Mutato nomine de te fabula narratur: αλληγορικά ο μύθος μιλά για
σένα και για το σήμερα!

Κρίση και τεχνοκρατία


Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη για την παράθεση ενός μεγάλου αποσπάσματος από
ένα, κατά τη γνώμη μου, σημαντικότατο βιβλίο, το «Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη
στον σοσιαλισμό», ενός από τους κορυφαίους Σοβιετικούς (αντισταλινικούς)
φιλοσόφους, του Εβαλντ Ιλένκοφ, αλλά το θεωρώ απαραίτητο.
Γράφει, λοιπόν, ο εκλιπών στοχαστής σχετικά με το τι συνιστά την τεχνοκρατική
ιδεολογία:
[Είναι] η ιδέα σύμφωνα με την οποία η μηχανή, η μεγάλη μηχανή, σαν σύνολο όλων
των υπαρχόντων και των μελλοντικών μηχανισμών και μηχανών, είναι ο υπέρτατος
σκοπός, ή ο αυτοσκοπός της ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού, της ιστορίας της
επιστήμης και της τεχνικής, της θεωρίας και της πρακτικής.
»Και ο άνθρωπος, ο ζωντανός άνθρωπος, είναι μόνο ένα μέσο, μόνο ένα εργαλείο που
μιλάει, διαμέσου του οποίου πραγματοποιείται αυτός ο μεγάλος παν-περιεκτικός
σκοπός

Γιατί το αναφέρω; Μα, γιατί σήμερα ζούμε στο απόγειο της τεχνοκρατίας, βιώνοντας τις
συνέπειες για τις οποίες προειδοποιούσε ήδη από το μακρινό 1976 ο Ιλένκοφ.
1/2
Εάν η κατάσταση στην Ευρώπη εξακολουθεί να θεωρείται μια «χρηματοπιστωτική
κρίση», τότε επιμένουμε ότι μπορεί να υπάρξει μια διαχειριστική λύση στην κρίση. Αρα
εμείς οι ίδιοι αναβαθμίζουμε την εξουσία της διαχείρισης, δίνοντας τον πρώτο λόγο σε
άχρωμους τεχνοκράτες, οι οποίοι απλώς εφαρμόζουν (πολλές φορές με μεγάλη
φαντασία, είναι αλήθεια) τα σχέδια και τις εντολές των «επενδυτών» και των «κατόχων
κεφαλαίου».
Οπως λέει όμως η Αμερικανίδα φιλόσοφος Τζούντιθ Μπάτλερ, «αυτή η στάση αναμονής
της διαχειριστικής λύσης διαφέρει πολύ από μια ριζοσπαστική δημοκρατική εξέγερση
ενάντια στη μαζική εξάπλωση της επισφάλειας, από τη μία, και της συσσώρευσης
πλούτου σε όλο και λιγότερους, από την άλλη».
Η λογική της ΤΙΝΑ (Δεν Υπάρχει Εναλλακτική) είναι το αποκορύφωμα του τεχνοκρατικού
«ορθολογισμού», αφού θεωρεί ότι ο σκοπός (η απρόσκοπτη αναπαραγωγή των
καπιταλιστικών σχέσεων) δεν μπορεί να αλλάξει και ότι το μόνο που μπορεί να γίνει
είναι να βρεθεί η βέλτιστη οικονομική διαχείριση για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
Η συγκεκριμένη αντίληψη οδηγεί στη δήμευση των όποιων επιλογών των πολιτών και
στην ανάθεσή τους στους τεχνοκράτες και τους «ειδικούς». Οι πολίτες μπορούν απλώς
να εκλέγουν τους «άριστους», τους «βέλτιστους», αυτούς με τα «τρία πτυχία», με τα
διδακτορικά και την εργασιακή εμπειρία –κατά προτίμηση στην εξυπηρέτηση του
χρηματοπιστωτικού συστήματος
.
Η Λαγκάρντ, ο Ντράγκι, ο Μόντι, ο Παπαδήμος, ο Στουρνάρας κ.λπ. αποτελούν τα
αρχέτυπα ενός αποστειρωμένου και πλήρως «απελευθερωμένου» από τις δημοκρατικές
δεσμεύσεις τεχνοκράτη, ο οποίος μπορεί να έχει τα χέρια λυμένα για να παίρνει
δύσκολες (για τους «από κάτω») αποφάσεις.

Η τεχνοκρατία υποβιβάζει τον άνθρωπο σε «ένα εξάρτημα μιας επιμέρους μηχανής»
(Μαρξ) όχι μόνο με την έννοια της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά ένα γρανάζι σ’ ένα
μηχανισμό που σχεδιάζουν και οργανώνουν κάποιοι που έχουν «βγει» από την
κοινωνία, έχουν αποκοπεί απ’ αυτήν και λειτουργούν ανταγωνιστικά προς αυτήν,
αντιμετωπίζοντάς την σαν ένα υλικό για «ζύμωση», σαν αντικείμενο εκμετάλλευσης και
επεξεργασίας.
Αυτό ακριβώς το πλαίσιο είναι που πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση και όχι απλώς οι
εναλλακτικές τεχνικές διαχείρισης, εάν πραγματικά επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε
συνθήκες που δεν θα αποξενώνουν το άτομο, δεν θα δημεύουν τις δυνατότητές του και
δεν θα απαλλοτριώνουν το μέλλον του στο όνομα του όποιου «χρέους» ή «κέρδους».

Κοινωνιολογία των αισθήσεων – The Art of Crime


Simmel, Georg, Μητροπολιτική αίσθηση : Οιμεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της
συνείδησης. Η κοινωνιολογία των αισθήσεων,
μετάφραση: Ιωάννα Μεϊτάνη (Αθήνα :
Εκδόσεις Άγρα, 2017)
Το καλαίσθητο βιβλίο με τον τίτλο
«Μητροπολιτική αίσθηση» [Εκδόσεις Άγρα,
Αθήνα, 2017] με εισαγωγή του Philippe Simay
και μετάφραση της Ιωάννας Μεϊτάνη,
περιλαμβάνει ένα φημισμένο δοκίμιο του
Georg Simmel, το «Οι μεγαλουπόλεις και η
διαμόρφωση της συνείδησης», το οποίο
ακολουθείται από το εννοιολογικά
συμπληρωματικό με τίτλο «Κοινωνιολογία
των αισθήσεων». Στο παρόν σημείωμα θα
ασχοληθούμε με το πρώτο δοκίμιο, το οποίο
λειτουργεί, τρόπον τινά, ως προοίμιο για την
ανάγνωση του δευτέρου.
Αν επιθυμούσαμε να συμπυκνώσουμε σε ελάχιστες λέξεις το περίφημο εγχείρημα του
Simmel θα λέγαμε ότι με αυτό υποδεικνύει ότι η γεωγραφία της μητρόπολης αποτελεί
μία ιδιαίτερη χαρτογραφία των διανοητικών και ψυχικών δυνατοτήτων ύπαρξης και
δράσης των ανθρώπων ως ατόμων μέσα σε αυτήν. Ωστόσο, η ούτως ή άλλως πυκνή
εκφραστική ποιότητα του λόγου του Simmel δεν επιτρέπει εύκολες συμπυκνώσεις,
αφού αυτές σημαίνουν αυτόματα εκπτώσεις στην εκλεπτυσμένα διαμορφωμένη και
γλαφυρά εκτεθειμένη υποστήριξη των επιχειρημάτων του.
Η μητρόπολη για τον Simmel, αλλά και για όλους εμάς που ζούμε σε μεγαλόσχημες
πόλεις, δεν είναι απλά ένας τόπος αμοιβαίας συνύπαρξης με πολλούς άλλους
ανθρώπους σε ένα αστικό πεδίο, αλλά κυρίως ένας τρόπος διανοητικής διαχείρισης και
ψυχικής οικονομίας απέναντι στις αθρόες, εναλλασσόμενες και ενίοτε κατακλυσμιαίες
παραστάσεις που προσφέρει η καθημερινότητα. Είναι απαρχής δηλωμένο στο δοκίμιο,
το γεγονός ότι πεδίο ανάλυσης αποτελεί το άτομο, ως υποκείμενο που δρα διαρκώς
απέναντι σε δυνάμεις που το καθορίζουν και ανταγωνίζονται την αυτονομία του όσο
και την ιδιοτυπία του Είναι του, τον ιδιαίτερο εκείνο τρόπο που έχει επιλέξει ο καθένας
για να πραγματώσει το σχέδιο του εαυτού του.

Μαρία Αρχιμανδρίτου,
Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής
Νομική Σχολή ΑΠΘ

Η μητρόπολη, εξ ορισμού, ως τόπος αθρόων, εναλλασσόμενων και μη προμελετημένων
συναντήσεων, επιφυλάσσει μία εξαιρετικά έντονη κοινωνική συνύπαρξη τέτοια που
απαιτεί οξεία εγρήγορση και ευέλικτη διαχείριση των πολλαπλών δεδομένων των
αισθήσεων. Τούτο σημαίνει μία σημαντική αύξηση του επιπέδου της νευρικής
δραστηριότητας, γεγονός που συνιστά συνθήκη που επιβάλλει μία διαμεσολαβητική
διαχείριση των εξωτερικών εναλλαγών. Ο άνθρωπος της μητρόπολης, διαγιγνώσκει ο
Simmel, δεν αντιδρά με το θυμικό, αλλά με πρόταξη της νόησής του, η οποία ως ασπίδα
προστασίας υπερασπίζεται το τρωτό και ευάλωτο ψυχικό όργανο από την έκθεσή του
σε υπερβολικά και ανεπεξέργαστα ερεθίσματα.
Αντίθετα, άνθρωποι που διαβιώνουν σε μικρότερης κλίμακας τόπους υπόκεινται σε μία
επαναλαμβανόμενη ομοιομορφία των ερεθισμάτων με αποτέλεσμα να επενδύουν στο
θυμικό και να διαμορφώνουν την καθημερινότητά τους μέσα από διαπροσωπικές,
συναισθηματικά επενδυμένες σχέσεις.
Η πρόταξη της νοητικής διεργασίας καθιστά περισσότερο μηχανική και λιγότερο
εκτεθειμένη σε ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία της προσωπικότητας του άλλου (στοιχεία που
εμπλέκουν το θυμικό) κάθε διαχείριση των δεδομένων της καθημερινότητας. Με τον
τρόπο λειτουργίας τους οι σχέσεις νόησης είναι υπολογιστικές καθώς σε αυτές οι
άνθρωποι ενδιαφέρουν μόνον ως προς τις αντικειμενικά μετρήσιμες αποδόσεις τους,
ενώ αντίθετα στις προσωπικές σχέσεις συναλλαγής των μικρότερης κλίμακας τόπων, τα
ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία της κάθε προσωπικότητας αποκτούν ειδικό βάρος.
Η οικονομία του χρήματος που αποτελεί βασικό πολιτισμικό παράγοντα που
διαμορφώνει [ή διαμορφώνεται από] το κοινωνικό κλίμα της μητρόπολης οδηγεί τόσο
στην υπολογιστική ακρίβεια της πρακτικής ζωής όσο και στη συνέπειά της, δηλαδή την
όλο και μεγαλύτερη μετατροπή των ποιοτικών αξιών σε ποσοτικά προσδιορισμένες,
μετρήσιμες μονάδες.
Οι δομικοί περιορισμοί που επιβάλλει η διαβίωση στη μεγαλούπολη απαιτούν
ακρίβεια, υπολογισιμότητα, χρονική συνέπεια, με αποτέλεσμα την κατά το δυνατόν
μέγιστη αποβολή των άλογων, παρορμητικών και κυρίαρχων χαρακτηριστικών της
ύπαρξης. Αυτά, όμως, ακριβώς τα χαρακτηριστικά συνιστούν τις προσωπικές
ιδιοχρωμίες που καθιστούν μοναδική την κάθε προσωπικότητα. Είναι άραγε η διαβίωση
στη μητρόπολη απαγορευτική για τις ιδιοσυγκρασιακές προσωπικότητες; Η απάντηση
που προκρίνει ο Simmel, εκλαμβάνει την διαβίωση στη μητρόπολη ως πεδίο που
επιτρέπει την μέγιστη ανάπτυξη των προσωπικών δεξιοτήτων, ως πεδίο μεγαλύτερης
θετικής ελευθερίας, ελευθερίας δράσης, η οποία, ωστόσο, προϋποτίθεται ότι ασκείται
με τους προδιαγεγραμμένους για το κοινωνικό κλίμα της μεγαλούπολης όρους. Ο
επιτρεπτός βαθμός, επομένως, της καλλιέργειας της ατομικότητας, των ατομικών
δεξιοτήτων αλλά και των ατομικών ιδιοσυγκρασιακών στοιχείων της προσωπικότητας
είναι μεγαλύτερος στη μητρόπολη από αυτόν στην κωμόπολη αρκεί να μπορεί κάποιος
να διαχειριστεί δημιουργικά το πλέγμα των δομικών περιορισμών της μεγαλούπολης.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Simmel: «τα πιο ευρέα και γενικά περιεχόμενα ζωής είναι
εσωτερικά συνδεδεμένα με τα πιο ατομικά. Κοινό πρώτο στάδιο και των δύο, ή και

κοινός αντίπαλος είναι τα στενά μορφώματα και οι στενές ομάδες, που για να
αυτοσυντηρηθούν αμύνονται τόσο απέναντι στο ευρύ και γενικό στο εξωτερικό τους
όσο και στο ελεύθερα κινούμενο και ατομικό στο εσωτερικό τους» (Simmel, 48).
Αφήσαμε για το τέλος δύο θεμελιώδεις στάσεις του ανθρώπου που είναι
εγκλιματισμένος στη ζωή στην πόλη: η πρώτη είναι η ψυχική απάθεια. Η απάθεια, το να
μην αντιδρά κανείς σε νέα ερεθίσματα καταβάλλοντας την ενέργεια που τους αναλογεί,
προκύπτει καθώς το ανθρώπινο νευρικό σύστημα ανακαλύπτει πως η τελευταία του
δυνατότητα να συμφιλιωθεί με το περιεχόμενο και τον τρόπο ζωής στη μεγαλούπολη
συνίσταται στο να πάψει να αντιδρά σε αυτά. Συνέπεια αυτού είναι η άμβλυνση του
ενδιαφέροντος για τις διαφορές των πραγμάτων με την έννοια ότι αναγνωρίζονται ως
τέτοιες αλλά εκλαμβάνονται ως μη αρκούντως σημαντικές. Η δεύτερη, συνιστά μία
πνευματική στάση των ανθρώπων της μεγαλούπολης στις μεταξύ τους σχέσεις και είναι
η επιφυλακτικότητα (κάποτε μεταφρασμένη σε αδιαφορία ή και εχθρότητα). Η απάθεια
και η επιφυλακτικότητα έχουν όψεις ιανού: εκφράζουν παθολογίες της διαβίωσης στην
πόλη αλλά και αμφίθυμες πρακτικές διασφάλισης ζωτικού προσωπικού χώρου.
Συνιστούν γκρίζες ζώνες αλλά και διόδους ύστατης διαφυγής.
Την ίδια όψη ιανού παρουσιάζει η μητρόπολη ως προς τις δυνατότητες διάκρισης μέσα
από επιτεύγματα που επιτρέπει στον εξατομικευμένο άνθρωπο. Η πόλη με τις μέγιστες
αντικειμενοποιημένες δυνατότητες δράσης δεν επιτρέπει εύκολα την ατομική διάκριση
καθώς απαιτεί όλο και πιο εξειδικευμένα περιεχόμενα επιτεύξεων. Συνιστά ιστορικά το
μέγιστο πολιτισμικό επίτευγμα αλλά και ένα διαρκές στοίχημα για τον άνθρωπο που
αγωνίζεται να καθορίσει τις συντεταγμένες του σε ένα περιβάλλον που επιβάλλεται με
όρους αναγκαιότητας. Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να συζητήσουμε τα ιστορικά
προσδιορισμένα πεδία διάκρισης και τις δυνατότητες διεύρυνσής τους. Τη σημασία της
μικρής ή της μεγάλης γεωγραφικής κλίμακας στην διαμόρφωση μεγεθών διακρίσεων και
πολλά άλλα ζητήματα από τον κύκλο των πολιτισμικών σπουδών. Θα μπορούσαμε,
επίσης, να συζητήσουμε τον βαθμό στον οποίο οι παθολογίες της διαβίωσης στη
μητρόπολη συνδράμουν, αν συνδράμουν τελικά, στις αρνητικές διακρίσεις των
μητροπόλεων που είναι τα εγκλήματα. Στη συζήτηση αυτή θα εμπλέκαμε δημιουργικά
και άλλους συγγραφείς. Είναι, όμως, μία συζήτηση την οποία χρειάζεται συχνά να
κάνουμε, όχι για να καταδικάζουμε ή να συγχωρούμε, αλλά για να κατανοούμε,
σύμφωνα με την προτροπή του Georg Simmel.

Το ποτάμι της ζωής και η αντίσταση


«Τα βαθύτερα προβλήματα της σύγχρονης ζωής πηγάζουν από την αξίωση του ατόμου να
διατηρήσει την αυτονομία και την ιδιοτυπία τού Είναι του απέναντι σε υπερκείμενες δυνάμεις
της κοινωνίας, της ιστορικής κληρονομιάς, της εξωτερικής κουλτούρας και της τεχνικής
οργάνωσης της ζωής, της πιο πρόσφατης μορφής μάχης με τη φύση».
Με τα λόγια αυτά περιγράφει ο Γερμανός κοινωνιολόγος Γκέοργκ Ζίμελ την περιπέτεια
του σύγχρονου ανθρώπου, στο δοκίμιό του με τίτλο «Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση
της συνείδησης», γραμμένο το μακρινό 1902, το οποίο περιέχεται στο βιβλίο
«Μητροπολιτική αίσθηση» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αγρα.
Περισσότερο από έναν αιώνα μετά, το ζητούμενο μιας ουσιαστικής χειραφέτησης
παραμένει το ίδιο: «η αντίσταση του υποκειμένου στην ισοπέδωση και στην ανάλωση μέσα
σε έναν κοινωνικό-τεχνολογικό μηχανισμό». Και δεν είναι τυχαία η χρήση των δύο
εννοιών: «ισοπέδωση» και «ανάλωση».
Η πρώτη αφορά την ολοκληρωτική τάση των κρατών και των μηχανισμών τους να
ενσωματώνουν και να αφομοιώνουν -καταπίνοντας- το άτομο, ενώ η δεύτερη την
επιλογή που θεωρητικά διαθέτει καθένας και καθεμιά ανάμεσα στο να ξοδέψει τη ζωή
του/της υπακούοντας στις «υπερκείμενες δυνάμεις της κοινωνίας » και στο να αντισταθεί
και να επιβεβαιώσει τη μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητα της ύπαρξής του.

Ο Ζίμελ μιλά για το χρήμα που λειτουργεί σαν «ισοπεδωτής, ζυγίζοντας με το ίδιο ζύγι
όλη την ποικιλομορφία των πραγμάτων», αλλά και για τις μεγαλουπόλεις, την έδρα της
κυκλοφορίας του χρήματος, οι οποίες, όπως λέει, «είναι τελικά οι τόποι της απάθειας ».
Φυσικά σήμερα το χρήμα έχει αλώσει όχι μόνο τις πόλεις και την περιφέρεια, αλλά έχει
εντάξει στους νόμους της αγοράς το σύνολο του πλανήτη, ενώ το «πιστό υποκειμενικό
αντανακλαστικό της οικονομίας του χρήματος» είναι η ψυχική διάθεση της παθητικότητας.
Σε ένα έξοχο κομμάτι της ανάλυσής του ο Γερμανός στοχαστής λέει ότι σήμερα μπορεί η
ζωή να γίνεται απίστευτα εύκολη με τη διαμεσολάβηση των ανέσεων, των ποικίλων
ερεθισμάτων και «τρόπων πλήρωσης του χρόνου και της συνείδησης», αλλά ταυτόχρονα ο
άνθρωπος «παρασύρεται από το ρεύμα, χωρίς να χρειάζεται να κολυμπάει ».
Αυτή η ψευδαίσθηση κοινότητας, η αίσθηση ενός ανήκειν σε ένα σύνολο, το αγελαίο
συναίσθημα προσφέρουν ασφάλεια και απαλλάσσουν από την υποχρέωση των
επιλογών.
Ομως άνθρωποι με την πλήρη έννοια του όρου γινόμαστε μόνο όταν κολυμπάμε
ενάντια στο ρεύμα, όταν αντιπαρατάσσουμε τη δική μας συνείδηση στην όποια
ιστορική κληρονομιά, στην όποια εξωτερική κουλτούρα και φυσικά στη μεγαμηχανή της
τεχνοκρατίας.
Μπορούμε να ζήσουμε σε μια πραγματικά ανθρώπινη κοινότητα μόνο ως ισότιμα μέλη,
με τις ιδιομορφίες και την ιδιοπροσωπία μας. Ή, όπως λέει ο Ζίμελ, «μόνο όταν γίνουμε
διακριτοί από τους άλλους αποδεικνύουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχουμε δεν μας έχει
επιβληθεί από τους άλλους».
Πρόκειται για την εύθραυστη διαλεκτική και τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην
προσωπική ολοκλήρωση και τη συλλογική χειραφέτηση, την οποία μέχρι σήμερα δεν
μπόρεσαν να εξασφαλίσουν οι αγώνες, οι εξεγέρσεις, οι πειραματισμοί και οι
επαναστάσεις κάθε είδους τα τελευταία διακόσια πενήντα χρόνια.
Ο κίνδυνος σήμερα δεν αφορά μόνο την απώλεια της ιστορικής (συλλογικής) μνήμης,
αλλά και την ατομική αποπροσωποποίηση και την αφομοίωση από το ποτάμι της ζωής
που, ενώ γι’ αλλού κινήσαμε, αλλού μας πάει.

Ο καπιταλισμός σαν αυτοάνοσο νόσημα

 

Η δεκαετία του 1990 υπήρξε μια περίοδος οικονομικών αντικατοπτρισμών και μαζικών
ψευδαισθήσεων, καθώς η αριθμολαγνεία και η λογιστική προσέγγιση των πάντων
«έβλεπαν» να εκτυλίσσεται μπροστά μας η έκρηξη μιας «χαρούμενης
παγκοσμιοποίησης».
Η Νέα Οικονομία των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας στην Αμερική του Μπιλ Κλίντον
συνοδευόταν από το άνοιγμα των αγορών, ρυθμούς ανάπτυξης που θα ζήλευε και η
μεταπολεμική Χρυσή Τριακονταετία και μείωση της ανεργίας σε ΗΠΑ και Ευρώπη.
Παράλληλα όμως αναπτυσσόταν η οικονομία του χρέους και του δανεισμού που έφερε
τον εκτροχιασμό, αφού η χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση είναι ένας ισχυρός
παράγοντας συστημικής ευθραυστότητας: εκεί όπου όλα δείχνουν να πηγαίνουν καλά,
μπορεί να έρθει ξαφνικά η κατάρρευση, όπως στην περίπτωση των ηλεκτρικών
κυκλωμάτων που μπορεί να προκαλέσουν ένα γενικό μπλακ άουτ εξαιτίας ενός
φαινομενικά ασήμαντου γεγονότος.
Οσο πιο σύνθετο γίνεται ένα σύστημα τόσο περισσότερο υπόκειται σε στατιστικούς
νόμους, οι οποίοι καθιστούν «συχνά» τα «σπάνια φαινόμενα».

Η πρόσφατη οικονομική κρίση, το επεισόδιο με το μαζικό χάκινγκ χιλιάδων
υπολογιστών σε εκατοντάδες χώρες, αλλά και οι λιγότερο πρόσφατες επιδημίες των
«τρελών αγελάδων» και της νόσου των πτηνών δείχνουν ότι διασχίζουμε ένα νέο είδος
πολυπλοκότητας και αλληλεξάρτησης. Το πρόβλημα είναι ότι ως κοινωνία έχουμε την
ψευδαίσθηση πως η πολυπλοκότητα από μόνη της είναι καλή, κάτι σαν «φυσικό»
γεγονός.
Οι εξελίξεις αυτές και οι κίνδυνοι που συνεπάγονται συνυπάρχουν με νέες δυνατότητες
για την ανάδυση μιας νέας οικουμενικής κοινωνίας, με υψηλό βαθμό αλληλεξάρτησης,
αλλά και αντίστοιχα υψηλό βαθμό κοινωνικής λογοδοσίας των υπευθύνων τόσο για τις
πολιτικές όσο και τις οικονομικές και επιστημονικές αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή
και το μέλλον των κοινωνιών μας.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα είδος «συμμετοχικής εποπτείας», όπως το
ονομάζει ο οικονομολόγος Ντανιέλ Κοέν, ακριβώς αντίστροφο από εκείνο του
οργουελικού Μεγάλου Αδελφού.
Παρά τις μεταμοντέρνες (ρηχές) αναλύσεις που θεωρούν περίπου πρωτόγονες τις
ταξικές αναλύσεις, στην εποχή του διαδικτύου –περισσότερο από ποτέ– αναδεικνύεται
σε απόλυτο εμπόδιο για τη δημιουργία μιας ανθρώπινης κοινωνίας η αντίφαση
ανάμεσα στον όλο και περισσότερο κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την όλο
και μεγαλύτερη ατομική ιδιοποίηση του προϊόντος της.
Ο αρπακτικός καπιταλισμός μοιάζει με ένα αυτοάνοσο νόσημα της κοινωνίας, δηλαδή
με μια περίπτωση κατά την οποία ο οργανισμός, για άγνωστη αιτία, στρέφεται κατά
κάποιον τρόπο κατά του εαυτού του. Η λεηλασία της φύσης και των πόρων της και η
καταστροφή του περιβάλλοντος και των πλασμάτων που ζουν σ’ αυτό δεν είναι παρά
συμπτώματα.
Ο Ενγκελς έλεγε ότι με τον άνθρωπο η φύση φτάνει σ’ ένα σημείο όπου μπορεί και
στοχάζεται τον εαυτό της, αφού αποκτά αυτοσυνείδηση. Δυστυχώς η ιστορική
αλλοτρίωση μέσω του καπιταλισμού οδήγησε στη θεοποίηση της αρπακτικότητας και
της δαρβινικής μεταφοράς του αγώνα για την ύπαρξη (struggle for life), έτσι ώστε
σήμερα να θέτουμε σε κίνδυνο τις ίδιες τις βάσεις της φυσικής μας ύπαρξης.
Στερούμε έτσι από τους εαυτούς μας τη «δυνατότητα» (capability = capacity + ability) να
ζούμε μια ζωή αντάξια των προσδοκιών μας, με αξιοπρέπεια και αλληλεγγύη, έχοντας
τα μέσα και τους θεσμούς που θα επιτρέπουν να ασχοληθούμε με πράγματα πέρα από
τις άμεσες ανάγκες μας.


ΑΠΟ ΤΑΣΟ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ