οικονομια,πολιτικη,κοινωνικα,τεχνη,ψυχολογια,λογιοι

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

'Φράξια Κόκκινος Στρατός', η βία, το χάος και ο θάνατος


 


'Φράξια Κόκκινος Στρατός', η βία, το χάος και ο θάνατος -




 

Δυτικό Βερολίνο, 14 Μα'ίου 1970, 9:45 το πρωί, τοπική ώρα. 0 Αντρέας Μπάαντερ, ο οποίος εκτίει ποινή τριετούς φυλάκισης (για εμπρησμούς πολυκαταστημάτων στη Φρανκφούρτη), μεταφέρεται από τις φυλακές Tegel της πόλης, στο αναγνωστήριο του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών, για να συναντηθεί με τη δημοσιογράφο Ουλρίκε Μάινχοφ, ώστε να συζητήσουν τη συγγραφή ενός βιβλίου. Μέσα στην αίθουσα, εκτός από τον Μπάαντερ και την Μάινχοφ, βρίσκονται επίσης δυο δικαστικοί υπάλληλοι που εποπτεύουν τον φυλακισμένο και ένας εργαζόμενος στο ινστιτούτο. Για περίπου 75 λεπτά, ο Μπάαντερ μιλάει και η Μάινχοφ κρατάει σημειώσεις. Αυτό που δε γνωρίζουν όμως οι φύλακες, είναι ότι ήδη έχει ξεκινήσει η επιχείρηση για την απελευθέρωση του κρατούμενου από τους συντρόφους του.

Κάτι άλλο που αγνοεί η αστυνομία, είναι ο ρόλος της Μάινχοφ στο όλο σχέδιο. Η απόδραση έχει σχεδιαστεί από την Γκούντρουν Ένσλιν, σύντροφο του Μπάαντερ και από τον δικηγόρο του, Χορστ Μάλερ και έχει αναλάβει να τη φέρει σε πέρας μια ομάδα αποτελούμενη από έξι άτομα: την ίδια την Ένσλιν, την Ιρένε Γκέργκενς, τηνΊνγκριντ Σούμπερτ, την Άστριντ Προλ, φυσικά την Μάινχοφ και έναν άντρα αγνώστων στοιχείων. Την προηγούμενη μέρα, στις 13 Μάίου, η Γκέργκενς και η Σούμπερτ έχουν επισκεφτεί το ινστιτούτο και έχουν ζητήσει μια αίθουσα για να μαζέψουν υλικό για μια - υποτιθέμενη - εργασία τους πάνω στις πιθανές θεραπείες για εγκληματίες ανήλικους, πετυχαίνοντας να κλείσουν ραντεβού για το πρωί της 14ης.

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑΣ ΜΠΑΑΝΤΕΡ


 

Η Γκέργενς έχει ήδη αγοράσει αντί 1.000 γερμανικών μάρκων, ένα περίστροφο τύπου Beretta με σιγαστήρα, ενώ όπλα έχουν προμηθευτεί τόσο η Σούμπερτ όσο και η Προλ. Παράλληλα, την παραμονή της επιχείρησης, έχει κλαπεί μια Alpha Romeo Giulia Sprint, που θα χρησιμοποιηθεί για τη διαφυγή της ομάδας. Την ώρα που Μπάαντερ και Μάινχοφ συζητούν για το βιβλίο, οι Γκέργκενς και Σούμπερτ εισέρχονται στο Ινστιτούτο και τους παραχωρείται μια αίθουσα ακριβώς απέναντι από το αναγνωστήριο. Οι δυο γυναίκες ανοίγουν στις 11 την κεντρική είσοδο του κτιρίου για να εισέλθει ένας άντρας που φοράει κουκούλα. Αυτός αμέσως ανοίγει πυρ εναντίον του υπαλλήλου του ινστιτούτου και τον τραυματίζει βαριά.

Στη συνέχεια, οι τρεις τους, ο κουκουλοφόρος, η Γκέργκενς και η Σούμπερτ, εισβάλλουν στο αναγνωστήριο φωνάζοντας "ψηλά τα χέρια, αλλιώς πυροβολούμε". Οι δυο δικαστικοί υπάλληλοι βγάζουν και αυτοί τα όπλα τους και ανταποδίδουν τους πυροβολισμούς, όμως τελικά τραυματίζονται αμφότεροι από τα πυρά της τριάδας και πέφτουν αναίσθητοι στο δάπεδο, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους εισβολείς να πηδήξουν από το παράθυρο, να βγουν στον κήπο του κτιρίου και από εκεί να μπουν στην κλεμμένη Alpha Romeo, στο τιμόνι της οποίας βρίσκεται η Άστριντ Προλ περιμένοντάς τους. Μαζί με τους τρεις, διαφεύγει και ο Μπάαντερ, όμως η μεγάλη έκπληξη έρχεται από την Μάινχοφ, που επίσης πηδάει από το παράθυρο και ακολουθεί τους υπόλοιπους στο αυτοκίνητο.


Ο Αντρέας Μπάαντερ στη δίκη για τους εμπρησμούς της Φρανκφούρτης (14/10/1968). © 1968 PETER
HILLEBRECHT/ASSOCIATED PRESS

 

Και αυτό γιατί ο ρόλος της στο σχέδιο είναι εκείνος του "δολώματος". Υποτίθεται ότι σύμφωνα με την επιχείρηση, η Μάινχοφ δε θα φύγει από το Ινστιτούτο, αλλά θα μείνει εκεί, παριστάνοντας την αιφνιδιασμένη από την όλη εξέλιξη και φυσικά την ανήξερη. Η αστυνομία, μέχρι τότε, δεν υποπτεύεται την αρκετά αξιοσέβαστη στο χώρο της δημοσιογράφο, όμως η ίδια, εκείνη την κρίσιμη στιγμή που οι φύλακες έχουν τεθεί εκτός μάχης και οι σύντροφοί της δραπετεύουν, παίρνει μια απόφαση που θα καθορίσει την υπόλοιπη ζωή της. Αλλάζει το "σενάριο" του σχεδίου και βγαίνοντας από το παράθυρο, στην ουσία μπαίνει μια για πάντα στην παρανομία. Όμως, εκτός από τη δική της ζωή, καθορίζει και το μέλλον της ίδιας της οργάνωσης.

Οι φυγάδες στο μεταξύ, αλλάζουν αρκετές φορές αυτοκίνητο περιφερόμενοι μέσα στο Δυτικό Βερολίνο και η αστυνομία χάνει τα ίχνη τους, κάτι που σημαίνει ότι η επιχείρηση έχει πετύχει. Η απελευθέρωση του Μπάαντερ από τη μια και η απόφαση της Μάινχοφ να τον ακολουθήσει από την άλλη, σηματοδοτούν ουσιαστικά το ξεκίνημα της "Rote Armee Fraktion" (Φράξια Κόκκινος Στρατός), μιας ακροαριστερής οργάνωσης που υιοθέτησε την πρακτική του αντάρτικου πόλεων και έδρασε κυρίως στη Δυτική Γερμανία. Στο σημερινό κείμενο θα κάνουμε μια μικρή αναδρομή στην πορεία αυτής της οργάνωσης, κυρίως δε στη δράση των μελών της πρώτης γενιάς. Θα δούμε πώς δημιουργήθηκε η RAF, πώς κινήθηκε στη δεκαετία του '70 και ποια ήταν η κατάληξή της.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗ Δ. ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '60

 Διαδήλωση κατά του πολέμου στο Βιετνάμ στο Δυτικό Βερολίνο (18/2/1968). © 1968 ASSOCIATED PRESS 

Ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά στο ιστορικό πλαίσιο της Δυτικής Γερμανίας και τις συνθήκες - πολιτικές και κοινωνικές - που οδήγησαν στη δημιουργία της RAF. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '60 συνέβη μια σειρά από γεγονότα, τα οποία ώθησαν μεγάλη μερίδα των νέων, πρώτα προς τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και στη συνέχεια προς την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση, η οποία συνοδεύτηκε από πράξεις βίας. Το ξεκίνημα του πολέμου του Βιετνάμ το 1967 και αμέσως μετά, ο Μάης του '68 στη Γαλλία, ήταν δυο σημαντικοί σταθμοί που καθόρισαν τις πρώτες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στο αντιπολεμικό κίνημα - που δημιουργήθηκε αμέσως - και στις κυβερνήσεις των κρατών, που σε καμία περίπτωση δεν είχαν την πρόθεση να ανεχτούν την οποιαδήποτε αποσταθεροποίηση.

Ενώ όμως σε κράτη όπως η Γαλλία και η Ιταλία, οι ιδεολογικές κατευθύνσεις φάνηκαν να είναι αρκετά ξεκάθαρες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε την ένταση και την αποφασιστικότητα της σύγκρουσης με το κατεστημένο, στη Γερμανία η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική και συγκεχυμένη, κάτι που σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στην ίδια την εξέλιξη της κρατικής ιδεολογίας σε εκείνα τα τελευταία είκοσι χρόνια, από την πτώση δηλαδή του ναζισμού και έπειτα. Η αλήθεια είναι ότι οι Γερμανοί, μετά τον πόλεμο, αφοσιώθηκαν στην ανοικοδόμηση της κατεστραμένης χώρας τους, ακολουθώντας το τρίπτυχο της σκληρής εργασίας, της πειθαρχίας και της υπακοής. Παράλληλα, απέφυγαν σε τεράστιο βαθμό την (αυτο)κριτική απέναντι στον ολοκληρωτισμό του Χίτλερ.


Ο Ρούντι Ντούτσκε μιλάει σε διαδήλωση κατά του πολέμου του Βιετνάμ στη Φρανκφούρτη (29/2/1968). © 1968
ASSOCIATED PRES

Η ενδοσκόπηση, ακριβώς επειδή εκ των πραγμάτων ήταν οδυνηρή, έμεινε εκτός εξίσωσης, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει ούτε ξεκάθαρη καταδίκη του ναζισμού, αλλά ούτε και μια αποφασιστική στάση για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, με την έννοια ότι ναι μεν το πολίτευμα ήταν το δημοκρατικό, όμως δεν υπήρξε σαφής "αγώνας" στην ιδεολογική καθοδήγηση από το κράτος, κάτι πάντως όχι απαραίτητα ακατανόητο, αφού οι συλλογικές τύψεις έπρεπε να μπουν το συντομότερο δυνατό στο περιθώριο και να δοθεί προτεραιότητα στα "πρακτικά" ζητήματα που σαν στόχο είχαν την παλινόρθωση της Γερμανίας. Αυτή όμως η πρακτική δημιούργησε ένα πολύ μεγάλο κενό πολιτικού αυτοπροσδιορισμού, κυρίως στις νεώτερες γενιές που πλέον ασφυκτιούσαν μέσα στη δίνη των 60s.

Το 1967 ήταν μια χρονιά ορόσημο στο πολιτικό "ξεκαθάρισμα" των Γερμανών. Από τη μια, είχαν ξεκινήσει μαχητικές - αλλά ειρηνικές - διαδηλώσεις κατά του πολέμου του Βιετνάμ, ενώ από την άλλη, υπήρχαν μεγάλες αντιπαραθέσεις για τον κυβερνητικό συνασπισμό ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) του καγκελάριου - πρώην Ναζί - Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ και τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Βίλι Μπραντ. Μια σημαντική ημερομηνία, ήταν η 2η Ιουνίου του 1967, όταν κατά την επίσημη επίσκεψη του Ρεζά Παχλαβί, Σάχη της Περσίας, στο Βερολίνο, η γερμανική αστυνομία επιτέθηκε βάναυσα εναντίον των συγκεντρωμένων φοιτητών που διαδήλωναν κατά της παρουσίας του Πέρση μονάρχη έξω από το κτίριο της κρατικής Όπερας.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΝΕΖΟΡΓΚ ΣΤΟΝ ΝΤΟΥΤΣΚΕ


Φοιτητική διαδήλωση στο Μόναχο, τρεις μέρες μετά τη δολοφονία του Μπένο Όνεζοργκ από Γερμανό αστυνομικό στο Βερολίνο. Το πανό γράψει: "Μπένο Όνεζοργκ, πολιτική δολοφονία". (5/6/1967) © 1967 HELMUTH
LOHMANN/ASSOCIATED PRESS

 

Το γεγονός που σημάδεψε τα επεισόδια εκείνης της ημέρας, ήταν η εν ψυχρώ δολοφονία του 27χρονου φοιτητή Μπένο Όνεζοργκ από Γερμανό αστυνομικό, κάτι που οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη ένταση ανάμεσα στο φοιτητικό κίνημα και το κράτος. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 11 Απριλίου του 1968, ένας από τους ηγέτες της εξωκοινοβουλευτικής αριστερός και μέλος της Σοσιαλιστικής Γερμανικής Φοιτητικής Ένωσης (SDS), ο Ρούντι Ντούτσκε, υπήρξε θύμα δολοφονικής απόπειρας από τον Γιόζεφ Έρβιν Μπάχμαν, έναν ακροδεξιό φανατικό, που τον πυροβόλησε δυο φορές στο κεφάλι και μια στο στήθος. Μετά από αλλεπάλληλα χειρουργεία, οι γιατροί κατάφεραν να του σώσουν τη ζωή, όμως ο Ντούτσκε δε συνήλθε ποτέ εντελώς από τα τραύματά του και πέθανε τελικά το 1979.

Λίγες μέρες πριν τη δολοφονική επίθεση στον Ντούτσκε, στις 2 Απριλίου του 1968, ο Αντρέας Μπάαντερ, η Γκούντρουν Ένσλιν, ο Τόρβαλντ Προλ και ο Χορστ Ζένλαϊν, τοποθέτησαν εμπρηστικούς μηχανισμούς σε δυο πολυκαταστήματα της Φρανκφούρτης, το Kaufhaus Μ. Schneider και το Kaufhof. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, μια γυναίκα επικοινώνησε τηλεφωνικά με το ειδησεογραφικό πρακτορείο Deutsche Presse- Agentur, λέγοντας: "Σε πολύ λίγο θα πιάσουν φωτιά το Schneider και το Kaufhof, πρόκειται για πολιτική πράξη". Αμέσως κινητοποιήθηκε η πυροσβεστική και έσβησε τις φλόγες, ενώ δεν υπήρξαν τραυματισμοί. Οι συνολικές ζημιές υπολογίστηκαν σε 670.000 μάρκα (περίπου 1.200.000 σημερινά ευρώ).

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΜΕΛΩΝ


Η ΓκούντρουνΈνσλιν μαζί με τον δικηγόρο της, Ερνστ Χάινιτς, στη διάρκεια της δίκης για τους εμπρησμούς της Φρανκφούρτης (31/10/1968). © 1968 PETER HILLEBRECHT/ASSOCIATED PRES

Την ώρα που τα δυο καταστήματα καίγονταν, ο Μπάαντερ και η Ένσλιν βρίσκονταν σε γειτονικό καφέ, στέκι αριστεριστών, γιορτάζοντας το γεγονός και αφήνοντας υπονοούμενα ότι εκείνοι ήταν οι δράστες! Δυο μέρες αργότερα, συνελήφθησαν και οι τέσσερις από τη γερμανική αστυνομία. Η δίκη για τον εμπρησμό ξεκίνησε στις 14 Οκτωβρίου του 1968, με δικηγόρους υπεράσπισης τον Χορστ Μάλερ και τον Ότο Σίλι, ενώ η Ουλρίκε Μάινχοφ κάλυπτε τη διαδικασία αρθρογραφώντας στο αριστερής κατεύθυνσης περιοδικό Konkret. Εκεί, οι τέσσερις κατηγορούμενοι δήλωσαν ότι οι εμπρησμοί είχαν γίνει ως διαμαρτυρία για τον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά και για την αδιαφορία των Γερμανών απέναντι σε αυτή τη γενοκτονία.

Ποιοι ήταν όμως οι πρωταγωνιστές εκείνης της δίκης και σε τελική ανάλυση, εκείνοι που δυο χρόνια μετά, θα δημιουργούσαν και επίσημα τη RAF; Ο Αντρέας Μπάαντερ, γεννημένος το 1943, ήταν ένας μικροκακοποιός που "ειδικευόταν" στις κλοπές αυτοκινήτων και μπαινόβγαινε στη φυλακή για πλημμελήματα. Είχε παρατήσει το σχολείο, συστηνόταν ως μποέμ και ήταν από τα ελάχιστα μέλη της RAF που δεν είχε πάει στο πανεπιστήμιο. Το 1967 γνώρισε την ΓκούντρουνΈνσλιν, κόρη ενός

πάστορα, άριστη μαθήτρια και φοιτήτρια αγγλικής και γερμανικής φιλολογίας. Πολύ γρήγορα οι δυο τους έγιναν ζευγάρι και ο Μπάαντερ εντυπωσιάστηκε από τις γνώσεις της πάνω στη μαρξιστική θεωρία, αλλά και τις εξτρεμιστικές πολιτικές της θέσεις.


Ο Φριτς Τόκρελ (κέντρο) και ο Ράινερ Λάνγκχανς (δεξιά με το κατσαρό μαλλί), από τους ιδρυτές της Kommune 1., σε διαδήλωση στο Δυτικό Βερολίνο (12/8/1967). © 1967 HERRMANN/ASSOCIATED PRES

 

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ένσλιν υπήρξε η κατεξοχήν διανοούμενη της οργάνωσης και ίσως η μοναδική που μπορούσε να ελέγχει τα βίαια ξεσπάσματα του Μπάαντερ. Ο Τόρβαλντ Προλ ήταν φοιτητής γερμανικής φιλολογίας, ποιητής και συγγραφέας, αλλά και ο μεγάλος αδερφός της Άστριντ, που όπως διαβάσαμε στην αρχή του κειμένου, ήταν εκείνη που οδήγησε την Alpha Romeo μετά την απόδραση του Μπάαντερ το 1970. Ο Χορστ Ζένλαϊν είχε ιδρύσει το 1967 το 'Action-Theater" (το οποίο συνέχισε το 1968 ο Ράινερ Βέρνερ Φάσμπιντερ ως "Antiteater") και ήταν στενός φίλος του Μπάαντερ. Όλοι τους είχαν γνωριστεί στην Kommune 1., μια πολιτική κομμούνα (κοινότητα) που είχε δημιουργηθεί τον Ιανουάριο του 1967 στο Δυτικό Βερολίνο.

Η Kommune 1. ήταν το κέντρο των πολιτικών ζυμώσεων στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστερός, εκεί από όπου στην ουσία γεννήθηκαν τόσο η RAF, όσο και η Bewegung 2. Juni (Κίνημα 2ης Ιουνίου), μια ακόμα αριστερή τρομοκρατική οργάνωση που πήρε το όνομά της από την ημερομηνία που δολοφονήθηκε ο Μπένο Όνεζοργκ. Η συζήτηση αφορούσε σε μεγάλο βαθμό το αν ο αγώνας θα έπρεπε να συνεχίσει να είναι ειρηνικός ή αν η βία - ενάντια στη βία της εξουσίας - θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα. Ο Ρούντι Ντούτσκε, μάλλον ο κορυφαίος εκπρόσωπος του γερμανικού φοιτητικού κινήματος στα 60s, ήταν υπέρ της μιας τάσης, αυτής που επιζητούσε την αποσταθεροποίηση των κέντρων ισχύος του καπιταλισμού, απορρίπτοντας όμως τον ένοπλο αγώνα.

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΠΑΜΑΡΟΣ ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ



Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, της Σχολής της Φρανκφούρτης, αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές επιρροές της πρώτης γενιάς της RAF. Εδώ τον βλέπουμε σε ομιλία του στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου (13/5/1968). © 1968 KURT
HILLIGES/ASSOCIATED PRESS

Από την άλλη, ο Μπάαντερ και η Ένσλιν θεωρούσαν ότι η πολιτική βία θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί μέσα σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, αρκεί να είχε μαζική μορφή. Πηγαίνοντας ακόμα πιο πέρα, πίστευαν πως ήταν εφικτό να υπάρξει αντάρτικο πόλεων στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, για να πολεμήσει τον ιμπεριαλισμό, έχοντας πάντα ως πρότυπο τους Τουπαμάρος (Moviriiento de Liberacion Nacional- Tupariaros), που εκείνη την εποχή δρούσαν στην Ουρουγουάη. Αμφότεροι ήταν πεπεισμένοι πως αν η αντίδραση των φοιτητών ενωνόταν με εκείνες των εργατών και της μεσαίας τάξης, με τον απλό λαό δηλαδή, τότε θα μπορούσε να δημιουργηθεί επαναστατικό κλίμα με τέτοιους όρους, ώστε πλέον τα όπλα να έχουν τον πρώτο λόγο.

Αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στο πανεπιστήμιο του Δυτικού Βερολίνου και στην Koririune 1. (συγκοινωνούντα δοχεία φυσικά και τα δυο μεταξύ τους), τη στιγμή που οι επιρροές και οι κοινωνικοπολιτικές αναφορές είχαν απ' όλα: Μαρξ και Λένιν, Τσε Γκεβάρα, Φραντς Φανόν, Χο Τσι Μινχ,

Μάο, Τρότσκι, Ρεζίς Ντεμπρέ, Ζαν Πολ Σαρτρ και βέβαια την περίφημη Σχολή της Φρανκφούρτης (μια ομάδα στοχαστών νεομαρξιστικής κριτικής θεωρίας, κοινωνιολογικής έρευνας και φιλοσοφίας που ξεπήδησε τη δεκαετία του '30 από το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης) με κυριότερους εκπρόσωπους τους Χέρμπερτ Μαρκούζε, Μαξ Χόρκχαϊμερ, Έριχ Φρομ, Ερνστ Μπλοχ, Φρίντριχ Πόλοκ και Τεοντόρ Αντόρνο.

Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΜΠΡΗΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ



Από αριστερά, Χορστ Ζένλαϊν, Τόρβαλντ Προλ, Αντρέας Μπάαντερ και ΓκούντρουνΈνσλιν, την πρώτη ημέρα της δίκης για τους εμπρησμούς της Φρανκφούρτης (14/10/1968). © 1968 PETER HILLEBRECHT/ASSOCIATED PRESS

 

Επιστρέφουμε στη δίκη για τους εμπρησμούς, όπου όπως είπαμε, δικηγόροι υπεράσπισης των τεσσάρων κατηγορούμενων, ήταν ο Χορστ Μάλερ και ο Ότο Σίλι. Ο πρώτος προσχώρησε λίγο αργότερα στην ακροαριστερή τρομοκρατία, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της RAF, πιο μετά το γύρισε στον Μαοϊσμό και τελικά κατέληξε φανατικός νεοναζιστής και αρνητής του Ολοκαυτώματος, καταδικασθείς σε πολύχρονη φυλάκιση για ρητορική μίσους! Ο Σίλι από τη μεριά του, άσκησε για χρόνια τη μαχητική δικηγορία, το 1980 υπήρξε συνιδρυτής του κόμματος των Πράσινων, το 1989 προσχώρησε στους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) και μετά τη νίκη του Γκέρχαρντ Σρέντερ το 1998, έγινε Υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας μέχρι το 2005.

Στη διάρκεια της δίκης, η συμπεριφορά των τεσσάρων ήταν τουλάχιστον προκλητική και σε κάθε ευκαιρία προσβλητική προς την έδρα. Ο Μπάαντερ και η Ένσλιν ήθελαν με κάθε τρόπο να δείξουν την περιφρόνησή τους απέναντι στο δικαστήριο, αφού συνολικά η δικαιοσύνη αντιπροσώπευε για αυτούς ένα από τα κυρίαρχα "εργαλεία" της άρχουσας τάξης. Τελικά η απόφαση βγήκε στις 31 Οκτωβρίου του 1968 και ήταν τριετής φυλάκιση για όλους τους κατηγορούμενους. Η υπεράσπιση κατέθεσε έφεση κατά της καταδίκης στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο και οι τέσσερις φυλακισμένοι αφέθηκαν ελεύθεροι τον Ιούνιο του 1969, μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή τους σε δεύτερο βαθμό τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.

ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΜΠΑΑΝΤΕΡ


Χορστ Μάλερ και Ότο Σίλι, οι δυο δικηγόροι υπεράσπισης των μελών της RAF στη δίκη για τους εμπρησμούς της
Φρανκφούρτης. © 1972 ASSOCIATED PRESS
 

Τελικά η έφεση απορρίφθηκε, όμως μόνο ο Ζένλαϊν επέστρεψε στη φυλακή για να εκτίσει την υπόλοιπη ποινή του. Οι υπόλοιποι τρεις είχαν εξαφανιστεί, αν και λίγο αργότερα, ο Προλ παραδόθηκε και αυτός στις αρχές. Ο Μπάαντερ και η Ένσλιν, μαζί με την αδερφή του Προλ, Άστριντ, κατέφυγαν πρώτα στη Γαλλία (φιλοξενούμενοι του Ρεζίς Ντεμπρέ) και κατόπιν στην Ιταλία, όπου παρέμειναν κρυμμένοι για λίγες εβδομάδες. Εκεί τους συνάντησε ο Χορστ Μάλερ και έγιναν οι πρώτες συζητήσεις για τη δημιουργία ενός αντάρτικου πόλεων με βάση το μοντέλο της Λατινικής Αμερικής, κυρίως δε των Τουπαμάρος. Τον Φεβρουάριο του 1970, μετά από παράινεση του Μάλερ, οι τρεις φυγάδες επέστρεψαν μυστικά στο Βερολίνο, διαμένοντας σε διαμέρισμα της ΚοπιπωΐΊθ 1.

Τον Απρίλιο του 1970, ο Μπάαντερ συνελήφθη από τη γερμανική αστυνομία σε έναν "στημένο" έλεγχο σε δρόμο του Βερολίνου. Ήταν ο ασφαλίτης Πέτερ Ούρμπαχ, προμηθευτής όπλων και εκρηκτικών σε πολλές αριστερές οργανώσεις, εκείνος που τον είχε ξετρυπώσει και είχε ενημερώσει την αστυνομία για τα ίχνη

του. Ο ρόλος του Ούρμπαχ δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως μέχρι σήμερα, το σίγουρο είναι ότι είχε συνεργαστεί και με τους Μπάαντερ και Μάλερ, με τον τελευταίο μάλιστα να αποκαλύπτει ότι ήταν ο Γερμανός ασφαλίτης εκείνος που του είχε προμηθεύσει το πρώτο του όπλο, ένα πιστόλι Browning. Μετά τη σύλληψή του, ο Μπάαντερ οδηγήθηκε στις φυλακές Tegel για να εκτίσει την ποινή του.

Η ΟΥΛΡΙΚΕ ΜΑΪΝΧΟΦ & Η ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ RAF


Η Ουλρίκε Μάινχοφ κατά τη σύλληψή της το 1972. © 1972 ASSOCIATED PRESS

 

Και κάπως έτσι, φτάσαμε στις 14 Μάίόυ, όταν πραγματοποιήθηκε η επιχείρηση για την απελευθέρωση του Μπάαντερ, την οποία διαβάσαμε με λεπτομέρειες στο ξεκίνημα του κειμένου. Οπότε αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να πούμε δυο λόγια και για την Ουλρίκε Μάινχοφ, η οποία γεννήθηκε το 1934 και έμεινε νωρίς ορφανή και από τους δυο γονείς της, με τη φίλη της μητέρας της, Ρενάτε Ρίμεκ, να αναλαμβάνει την κηδεμονία της. Σπούδασε ψυχολογία, παιδαγωγική και γερμανική φιλολογία, περνώντας στη συνέχεια στην ιστορία και την ιστορία της τέχνης. Σε μια από τις διαδηλώσεις κατά των πυρηνικών όπλων, γνώρισε τον Ράινερ Ρελ, εκδότη του αριστερού περιοδικού Konkret στο Αμβούργο. Το 1961 παντρεύτηκαν και αμέσως μετά απέκτησαν τις δίδυμες Ρεγκίνε και Μπετίνα.

Η Μάινχοφ υπήρξε μέλος του απαγορευμένου Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, άρχισε να αρθρογραφεί στο Konkret και γρήγορα έγινε γνωστή για τα επιθετικά της κείμενα που χαρακτηρίζονταν από τη μαρξιστική θεώρηση. Πήρε μέρος σε πολλές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ και του επανεξοπλισμού της Γερμανίας και στα μέσα της δεκαετίας του '60 ήταν πλέον ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα της γερμανικής αριστερός. Το 1968 πήρε διαζύγιο από τον Ρελ και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου καλύπτοντας τη δίκη για τους εμπρησμούς των καταστημάτων στη Φρανκφούρτη, γνωρίστηκε με τους Μπάαντερ, Ένσλιν, Προλ και Ζένλαϊν. Η απόπειρα δολοφονίας κατά του Ντούτσκε τον Απρίλιο του 1968, σηματοδότησε μια μεγάλη αλλαγή στην Μάινχοφ.

Ο οπλισμός που βρέθηκε στο σπίτι της Μάινχοφ, μετά τη σύλληψή της το 1972. © 1972 HELMUTH
LOHMANN/ASSOCIATED PRESS

 

Στα γραπτά της ήταν προφανής η ιδεολογική ριζοσπαστικοποίησή της, αφού η ίδια φρόντισε να θέσει με τον πιο σαφή τρόπο τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο πριν και το μετά: "Αφού δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την απόπειρα κατά του Ντούτσκε, τώρα που έσπασαν τα δεσμό του ήθους και της αξιοπρέπειας, μπορεί και πρέπει να συζητηθεί εκ νέου η βία και η αντιβία. Η παραστρατιωτική ενέργεια της αστυνομίας θα απαντάται με παραστρατιωτικά μέσα. Τα αστεία τέλειωσαν". Η Μάινχοφ έδειχνε έτοιμη για το επόμενο βήμα, το οποίο θα καθυστερούσε δυο χρόνια, αλλά όταν θα ερχόταν, θα ήταν απόλυτα συνειδητοποιημένο, αιφνιδιάζοντας ακόμα και τους Μπάαντερ, Ένσλιν και Μάλερ.

Ήταν εκείνο το ανοιχτό παράθυρο της 14ης Μάίου του 1970 στο αναγνωστήριο του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών στο Δυτικό Βερολίνο, από το οποίο λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα είχαν πηδήξει ο Μπάαντερ, η Σούμπερτ, η Γκέργκενς και ο κουκουλοφόρος, που αποδείχτηκε η "λεπτή κόκκινη γραμμή" στη ζωή της Μάινχοφ. Η απόφασή της να ακολουθήσει τους υπόλοιπους, δεν άλλαξε μόνο το σενάριο της επιχείρησης, αλλά ολόκληρο το "πεπρωμένο" της οργάνωσης. Γι' αυτό και όλοι οι ιστορικοί και ερευνητές της RAF, θεωρούν εκείνη την κίνηση της Γερμανίδας δημοσιογράφου ως τη στιγμή της πραγματικής ιδρυτικής πράξης της Rote Aimee Fraktion. Η επίσημη ανακοίνωση ήρθε λιγότερο από ένα μήνα αργότερα.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ RAF ΚΑΙ Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΦΑΤΑΧ




WER NIGHT kampft. stirbt auf raten

FRETHEir 1ST NUR MOGLfCH IM KAMPF UM BEFRETUNG

GEGEN ^ DEiN SPRUNG DER INPERIALISTISCHEN BEST IE ' UNSEREN... SPRUNG IN AUFBAU REVOLUTlONARER GEGENMACHT !

DIE BEDINGUNGEN FUR MENSCHENWURDIGES UND SELBSTBESTIMMTES LEBEN

IM KAMPF GEGEN DIE REAKTIONAREN GROSSDEUTSCHEN UND WESTEUROPAISCHEN PLANE ZUR UNTERWERFUNG UND AUSBEUTUNG DER MENSCHEN HIER UND IM TRIKONT DURCHSETZEN t

ZUSAMMEN KAMPFEN UND WIR WERDEN ZUSAMMEN SIEGEN !

ROTE ARMEE FRAKTION KOMMANDO ULRICH WESSEL



Το πολωνικής κατασκευής υποπολυβόλο ΡΜ 63, με το οποίο η δεύτερη γενιά της RAF εκτέλεσε τονΧανς Μάρτιν Σλάιερ.
© 1980 ASSOCIATED PRESS

 

Ήταν στις 5 Ιουνίου του 1970, στο περιθωριακό περιοδικό Agit 883, με ένα κείμενο της Γκούντρουν Ένσλιν, εκεί που είχαμε την πρώτη "προγραμματική" δήλωση της οργάνωσης. Το άρθρο είχε τον τίτλο "Φτιάξτε τον Κόκκινο Στρατό!" και τελείωνε ως εξής: "Αναπτύξτε τους ταξικούς αγώνες. Οργανώστε το προλεταριάτο. Ξεκινήστε την ένοπλη αντίσταση". Στο μεταξύ, μετά την απελευθέρωση του Μπάαντερ, η Ομοσπονδιακή Αστυνομία άρχισε τις έρευνες για τον εντοπισμό της RAF και για πρώτη φορά είχαμε επικυρήξεις μελών της οργάνωσης. Στις 15 Ιουνίου, το περιοδικό Der Spiegel δημοσίευσε μια συνέντευξη της δημοσιογράφου Μισέλ Ρέι (συζύγου του Κώστα Γαβρά) με τους Μπάαντερ και Ένσλιν, οι οποίοι ανακοίνωσαν και πάλι την ίδρυση της RAF.

Τον ίδιο εκείνο Ιούνιο, οι Μπάαντερ, Ένσλιν, Μάινχοφ, Μάλερ και περίπου δεκαπέντε ακόμα μέλη της οργάνωσης, διέφυγαν στο εξωτερικό και ταξίδεψαν στην Ιορδανία, όπου για δυο μήνες έμειναν σε ένα στρατόπεδο της παλαιστινιακής Φατάχ και εκπαιδεύτηκαν στα όπλα, τη σκοποβολή, την άοπλη μάχη, τη ρίψη χειροβομβίδων, την κατασκευή εκρηκτικών και τις τακτικές μάχης στο αντάρτικο πόλεων. Αυτό επέτρεψε στη RAF να οργανώσει τις επερχόμενες επιχειρήσεις της στη Δυτική Γερμανία, αλλά αποτέλεσε γενικότερα και ένα ορόσημο στην ιστορία της τρομοκρατίας, αφού για πρώτη φορά μια τρομοκρατική ομάδα, εκπαίδευσε μια άλλη, διαφορετικής εθνικότητας και με διαφορετικούς στόχους.

 

Μετά την επιστροφή από την Ιορδανία, η RAF άρχισε να οργανώνεται βασισμένη στα όσα είχε μάθει από τη Φατάχ, στα όσα είχε διαβάσει για τους Τουπαμάρος και στα όσα έλεγε ο "γκουρού" της τρομοκρατίας, Βραζιλιάνος Κάρλος Μαριγκέλα, στο βιβλίο του "Το εγχειρίδιο του αντάρτη των πόλεων". Δημιουργήθηκαν διάφορα "κομάντο" (ομάδες κρούσης), ενοικιάστηκαν γιάφκες όπου αποθηκεύονταν όπλα και ξεκίνησε μια σειρά από ληστείες σε τράπεζες, ώστε η οργάνωση να αποκτήσει ένα σημαντικό κεφάλαιο, με το οποίο θα μπορούσε να χρηματοδοτεί τις ενέργειές της. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1970 είχαμε το λεγόμενο "Dreierschlag" (τριπλό χτύπημα), με τουλάχιστον 16 μέλη της RAF να εμπλέκονται σε τρεις ληστείες τραπεζών στο Βερολίνο με συνολική λεία 200.000 μάρκα.

Όμως η χαλαρότητα με την οποία αντιμετώπιζε γενικότερα η οργάνωση τόσο τη δράση της όσο και την αστυνομία, κατέληξε στη σύλληψη στις 9 Οκτωβρίου, των Μάλερ, Γκέργκενς, Σούμπερτ, Άσντονκ και Μπέρμπεριχ. FI ενέδρα είχε στηθεί μετά από ανώνυμο τηλεφώνημα, το οποίο είχε ενημερώσει τους αστυνομικούς για τη συνάντηση των μελών σε συγκεκριμένο διαμέρισμα του Βερολίνου. Τον Απρίλιο του 1971, η οργάνωση δημοσιοποίησε ένα έγγραφο με τον τίτλο "Η ιδέα του αντάρτικου πόλεων", όπου για πρώτη φορά αναφερόταν επίσημα το όνομά της (Rote Aonee Fraktion) και εμφανιζόταν το σήμα της με το κόκκινο αστέρι και το γνωστό πλέον υποπολυβόλο Heckler & Koch ΜΡ5.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ Η "MAI-OFFENSIVE"


Το κτίριο όπου στεγαζόταν το αρχηγείο του αμερικανικού σώματος στρατού στη Φρανκφούρτη, μετά τη βομβιστική
επίθεση της RAF (11/5/1972). © 1972 ASSOCIATED PRESS


 

Από εκεί και μετά, η γερμανική αστυνομία σταμάτησε να ψάχνει τα μέλη της οργάνωσης μόνο στο Δυτικό Βερολίνο, επεκτείνοντας τις έρευνές της σε ολόκληρη τη χώρα. Επίσης, για πρώτη φορά, αφίσες με τα πρόσωπα και τα ονόματα των καταζητούμενων, τοιχοκολλήθηκαν σε όλα τα αστυνομικά τμήματα της Γερμανίας. Εκείνη την εποχή, η δημοφιλία της RAF είχε φτάσει στο ζενίθ. Σύμφωνα με την τότε εταιρεία δημοσκοπήσεων Allensbach, ένας στους τέσσερις Γερμανούς κάτω των 30 ετών, δήλωνε συμπάθεια για την οργάνωση, ενώ ένας στους είκοσι βεβαίωνε πως δε θα είχε πρόβλημα να φιλοξενήσει για μια νύχτα κάποιο μέλος της στο σπίτι του. Αυτό όμως ήταν κάτι που θα άλλαζε πολύ σύντομα, κυρίως λόγω των δολοφονιών που διέπραξε στη συνέχεια η RAF.

Στις 15 Ιουλίου του 1971 είχαμε τον πρώτο θάνατο μέλους της RAF. Ήταν η Πέτρα Σελμ, που σκοτώθηκε μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών με Γερμανούς αστυνομικούς. Η οργάνωση "απάντησε" με το δικό της πρώτο θύμα, τον αστυνομικό Νόρμπερτ Σμιντ (22/10/1971) και συνέχισε με έναν ακόμα, τον Χέρμπερτ Σόνερ (22/12/1971). Μετά από μια σύντομη ανακωχή, η RAF επανήλθε την άνοιξη του 1972 με την επονομαζόμενη Mai-Offensive (Μαγιάτικη επίθεση), μια σειρά από έξι τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις ανάμεσα στην 11η και την 24η Μάίου. Οι δυο από αυτές είχαν στόχο αμερικανικές στρατιωτικέςεγκαταστάσεις στη Δυτική Γερμανία (Φρανκφούρτη και Χαϊδελβέργη), άλλες δυο είχαν στόχο αστυνομικά τμήματα (Άουγκσμπουργκ και Μόναχο), η πέμπτη είχε στόχο τον δικαστή Βόλφγκανγκ Μπούντενμπεργκ και η έκτη το κτίριο του εκδοτικού οίκου Springer στο Μόναχο.




 

Ο Μπούντενμπεργκ μπορεί να επέζησε της επίθεσης εναντίον του, όμως συνολικά στα έξι αυτά χτυπήματα, υπήρξαν τέσσερις νεκροί και 74 τραυματίες. Κάπου εκεί θα μπορούσαμε να πούμε ότι άρχισε να αλλάζει η στάση του απλού κόσμου απέναντι στην οργάνωση, κυρίως επειδή ανάμεσα στα θύματα των επιθέσεων, υπήρχαν αθώοι πολίτες, ενώ και η πλειοψηφία των τραυματιών ήταν άσχετοι με τους υποτιθέμενους στόχους των τρομοκρατών. Η περίοδος συμπάθειας ή ακόμα και ανοχής, κυρίως από τη νεολαία, έδειξε ότι είχε τερματιστεί οριστικά. Όπως ήταν φυσικό, μετά από τέτοιο μπαράζ επιθέσεων, η αστυνομία εντατικοποίησε τις έρευνές της για τη σύλληψη των μελών της RAF, αρχής γενομένης με την επιχείρηση "Wasserschlag".

Η "Aktion Wasserschlag" (επιχείρηση υδάτινο σοκ) πραγματοποιήθηκε στις 31 Μάίου του 1972 με τη συμμετοχή χιλιάδων αστυνομικών και τελωνειακών, που έκλεισαν με οδοφράγματα όλες τις ομοσπονδιακές εθνικές οδούς και τις εισόδους των αυτοκινητοδρόμων και έκαναν αμέτρητους ελέγχους στα διερχόμενα αυτοκίνητα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα άνευ προηγουμένου κυκλοφοριακό χάος σε όλη τη χώρα και καμία σύλληψη. Την επόμενη μέρα όμως, η τύχη χαμογέλασε στη γερμανική αστυνομία, η οποία είχε ανακαλύψει ένα ύποπτο γκαράζ και το παρακολουθούσε. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν οι Αντρέας Μπάαντερ, Γιάν Καρλ Ράσπε και Χόλγκερ Μάινς, για να πάρουν υλικά για κατασκευή εκρηκτικών, που είχαν κρύψει εκεί.

Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΗΓΕΤΙΚΟΥ ΠΥΡΗΝΑ ΤΗΣ RAF




 

Πρώτα συνελήφθη ο Ράσπε και στη συνέχεια, οι Μπάαντερ και Μάινς οχυρώθηκαν μέσα στο γκαράζ. Ακολούθησε μπαράζ ανταλλαγής πυροβολισμών, όμως η γερμανική αστυνομία είχε αποκλείσει όλη την περιοχή, αναγκάζοντας τον Μάινς να παραδοθεί. Λίγο αργότερα πιάστηκε και ο Μπάαντερ, που είχε τραυματιστεί από σφαίρα στον γλουτό. Μια εβδομάδα μετά, ήταν η σειρά της Ένσλιν να πέσει στα χέρια της αστυνομίας, ύστερα από τηλεφώνημα πωλήτριας στο Αμβούργο, που είχε δει ένα όπλο κρυμμένο στα ρούχα της. Απέμενε η Μάινχοφ, που επίσης συνελήφθη στο σπίτι ενός φίλου της που θα τη φιλοξενούσε, αλλά τελικά αποφάσισε να ειδοποιήσει τις αρχές. Έτσι, στο τέλος του Ιουνίου του 1972, ολόκληρη η ηγετική ομάδα της πρώτης γενιάς της RAF βρισκόταν υπό κράτηση.

Οι πέντε (Μπάαντερ, Ένσλιν, Μάινχοφ, Ράσπε και Μάινς) οδηγήθηκαν στις φυλακές Stammheinn, βόρεια της Στουτγκάρδης και τέθηκαν σε πλήρη απομόνωση. Η Ένσλιν βρήκε τον τρόπο για να επικοινωνούν μεταξύ τους με σημειώματα που μετέφερε από τον ένα στον άλλο ο δικηγόρος τους, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα από τους ήρωες του βιβλίου "Μόμπι Ντικ". Οι τρομοκράτες περιέγραψαν τη φυλάκισή τους
ως "βασανιστήριο" και "εξόντωση", ζητώντας να αλλάξουν οι συνθήκες κράτησής τους και να τους αναγνωριστεί το καθεστώς αιχμαλώτων πολέμου. Οι κρατούμενοι έκαναν δέκα φορές απεργία πείνας για να στηρίξουν τα αιτήματά τους και σε μια από αυτές, πέθανε ο Χόλγκερ Μάινς (9 Νοεμβρίου 1974).

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΟΛΓΚΕΡ ΜΑΪΝΣ


 

 

I                                    


Συγγενείς των φυλακισμένων μελών της RAF, σε απεργία πείνας έξω από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο Ντίσελντορφ

(15/4/1974). © 1974 HERIBERT PROEPPER/ASSOCIATED PRESS

Ο θάνατος του Μάινς χρησιμοποιήθηκε από τους υπόλοιπους φυλακισμένους της RAF ως στρατηγικό επιχείρημα για να αποδειχτεί η πολιτική εξόντωσης που εφάρμοζε πάνω τους η γερμανική κυβέρνηση. Πραγματοποιήθηκαν πολλές διαδηλώσεις σε όλη τη Γερμανία, ενώ αίσθηση προκάλεσε η παρουσία του Ρούντι Ντούτσκε στην κηδεία του Μάινς στο Αμβούργο. Ο παλιός ηγέτης του φοιτητικού κινήματος, αν και είχε καταδικάσει κατ' επανάληψη τις πρακτικές της RAF, στάθηκε μπροστά στον ανοιχτό τάφο, ύψωσε τη γροθιά του και φώναξε "Χόλγκερ, ο αγώνας συνεχίζεται". Ακολούθησαν πολλές διαμαρτυρίες για τις συνθήκες κράτησης των μελών της RAF, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να άρει αρκετές απαγορεύσεις.

Οι τέσσερις οδηγήθηκαν στον έβδομο όροφο της φυλακής, σε ειδικά διαμορφωμένη πτέρυγα, όπου ναι μεν ήταν αποκλεισμένοι από όλους τους υπόλοιπους φυλακισμένους, αλλά μπορούσαν να περνούν μαζί όσες ώρες ήθελαν. Το 1974, ο ηγετικός πυρήνας της RAF, απέβαλλε από την οργάνωση τον Χορστ Μάλερ, που στη συνέχεια αποκήρυξε τον ένοπλο αγώνα και τελικά αποφυλακίστηκε το 1980. Να πούμε
εδώ ότι μετά τον θάνατο του Μάινς και τις αποκαλύψεις για τις συνθήκες κράτησης των υπολοίπων, είχαμε ένα καινούργιο κύμα συμπαράστασης και συμπάθειας προς τα μέλη της
RAF, κυρίως από την αριστερή εξωκοινοβουλευτική σκηνή. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και η συμβολική παρέμβαση- μεσολάβηση του Ζαν Πολ Σαρτρ.

Ο ΣΑΡΤΡ ΚΑΙ Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ




 

Ο Σαρτρ επισκέφθηκε τον Δεκέμβριο του 1974 τον Μπάαντερ στη φυλακή, σε μια περίοδο που το μέλος της οργάνωσης έκανε απεργία πείνας. Βγαίνοντας από το Stammheinn, ο Γάλλος φιλόσοφος, απόφθεγμα του οποίου ήταν το "έχουμε πάντα δίκιο να επαναστατούμε", μίλησε στα ΜΜΕ που τον περίμεναν, αντικρούοντας τα όσα λέγονταν και γράφονταν για τον ψυχοπαθή χαρακτήρα του φερόμενου ως αρχηγού της RAF. Τις απόψεις του Σαρτρ δε φάνηκε πάντως να συμμερίζεται η γερμανική κυβέρνηση (με καγκελάριο τον Χέλμουτ Σμιντ που τον Μάιο του 1974 είχε διαδεχτεί τον Βίλι Μπραντ), η οποία θέλησε να αυστηροποιήσει τη νομοθεσία κατά της τρομοκρατίας, υποβάλλοντας καινούργια νομοσχέδια στη βουλή.

Μέσα στον Δεκέμβριο του 1974, με την αλλαγή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο μέγιστος αριθμός δικηγόρων υπεράσπισης περιορίστηκε στους τρεις, απαγορεύτηκε η ταυτόχρονη υπεράσπιση πολλών κατηγορουμένων και επιτράπηκε στο εξής να μπορεί να συνεχίζεται η διαδικασία στο δικαστήριο χωρίς την παρουσία του εναγομένου, αν αυτός ήταν υπεύθυνος για την απουσία του. Αυτό το τελευταίο ψηφίστηκε για να σταματήσουν οι συνεχόμενες αναβολές, τις οποίες προκαλούσαν οι κατηγορούμενοι, βρίζοντας και προσβάλλοντας συνεχώς την έδρα, με αποτέλεσμα την αποβολή τους από την αίθουσα και τις αλλεπάλληλες διακοπές της δίκης. Το 1976 τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα για τη RAF, αφού για πρώτη φορά μπήκε στον Ποινικό Κώδικα το κακούργημα συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΪΝΧΟΦ


Η κηδεία της Ουλρίκε Μάινχοφ στις 15 Μάίου του 1976 στο Δυτικό Βερολίνο. © 1976 ASSOCIATED PRESS

 

Στις 21 Μάίου του 1975 απαγγέλθηκαν κατηγορίες εναντίον των τεσσάρων και ξεκίνησε η δίκη τους, σε ένα κτίριο που είχε χτιστεί ακριβώς δίπλα στη φυλακή, με την ονομασία "αίθουσα πολλαπλών χρήσεων". Η Ουλρίκε Μάινχοφ είχε ήδη καταδικαστεί από τον Νοέμβριο του 1974 σε οκτώ χρόνια φυλάκισης για τη συμμετοχή της στην απελευθέρωση του Μπάαντερ τον Μάιο του 1970. Μετά από σχεδόν δυο χρόνια και 192 ημέρες ακροαματικής διαδικασίας, η έδρα ανακοίνωσε την απόφασή της στις 28 Απριλίου του 1977: ισόβια κάθειρξη και για τους τέσσερις. Ποινή ουσιαστική για τους Μπάαντερ, Ένσλιν και Ράσπε, τελείως τυπική όμως για τη Μάινχοφ, η οποία είχε βρεθεί νεκρή μέσα στο κελί της έναν χρόνο νωρίτερα, στις 9 Μάίου του 1976.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας, η Μάινχοφ είχε φτιάξει μια αγχόνη με μια πετσέτα και είχε αυτοκτονήσει. Στη διάρκεια της δίκης, είχε ζητήσει άδεια από την έδρα να μην παρίσταται στο δικαστήριο, επειδή η υγεία της ήταν κλονισμένη από τις επαναλαμβανόμενες απεργίες πείνας. Λίγες μέρες πριν τον θάνατό της, είχε πει στην αδερφή της που την είχε επισκεφθεί, "αν μάθεις ότι αυτοκτόνησα, να ξέρεις ότι θα είναι φόνος". Οι συγγενείς της Μάινχοφ, οι συγκρατούμενοί της και σχεδόν σύσσωμο το αριστερό κίνημα στη Γερμανία, υποστήριξαν ότι επρόκειτο ξεκάθαρα για δολοφονία σχεδιασμένη από τη γερμανική κυβέρνηση. Έγινε και δεύτερη νεκροψία, χωρίς όμως οι ιατροδικαστές να καταλήξουν σε κάποιο σαφές συμπέρασμα σχετικά με την αιτία του θανάτου.



Η Ουλρίκε Μάινχοφ (αριστερά με τα γυαλιά) και δεξιά δίπλα της, η ΓκούντρουνΈνσλιν, έξω από την αίθουσα της δίκης
(10/6/1975). © 1975 ASSOCIATED PRESS

To 1976, μια διεθνής ανεξάρτητη επιτροπή εξέτασε όλα τα στοιχεία και δυο χρόνια αργότερα, αναφέροντας πολλές αντιφάσεις στην αυτοψία και την έρευνα, κατέληξε πως η Μάινχοφ πιθανότατα πρώτα στραγγαλίστηκε και στη συνέχεια το σώμα της τοποθετήθηκε στην αγχόνη. Το 2002, η κόρη της, Μπετίνα, αποκάλυψε πως μετά τον θάνατο της μητέρας της, οι αρχές είχαν αφαιρέσει τον εγκέφαλό της και τον είχαν διατηρήσει σε φορμόλη με σκοπό να εξεταστεί κάποια στιγμή από ειδικούς! Αμέσως μόλις έγινε γνωστή η μακάβρια είδηση, επενέβη η Επιτροπή Δεοντολογίας και απαγόρευσε τόσο οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα, όσο και τη δημοσίευση των όποιων αποτελεσμάτων. Ο Εισαγγελέας της Στουτγκάρδης διέταξε την αποτέφρωση του εγκεφάλου και παρέδωσε το δοχείο με τις στάχτες στους συγγενείς της Μάινχοφ.

Είναι αλήθεια ότι η Μάινχοφ είχε αρχίσει να αποστασιοποιείται από τους συντρόφους της μέσα στη φυλακή. Οι σχέσεις της, κυρίως με τον Μπάαντερ και την Ένσλιν, είχαν κλονιστεί και ήταν συχνοί οι καυγάδες τους, κυρίως πάνω σε ιδεολογικά ζητήματα, αλλά και στον τρόπο που θα έπρεπε να συνεχιστεί η δράση της οργάνωσης ή μάλλον, για να είμαστε πιο ακριβείς, ποια θα έπρεπε να είναι η καθοδήγηση στα μέλη της δεύτερης γενιάς της RAF, που ήταν ελεύθερα και είχαν πάρει τη σκυτάλη, σχεδιάζοντας τα δικά τους χτυπήματα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η επικοινωνία και η συνεννόηση των μέσα με τους έξω. Από ένα σημείο και μετά, οι Μπάαντερ και Ένσλιν, δεν είχαν ιδέα για το ποιοι βρίσκονταν στη RAF, δε γνώριζαν, δεν είχαν δει ποτέ τους σχεδόν κανένα από τα νέα μέλη.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΕΝΙΑ ΤΗΣ RAF


Το σκηνικό της δολοφονίας του Γενικού Εισαγγελέα Ζίγκφριντ Μπούμπακ στην Καρλσρούη. Αριστερά διακρίνεται το σκεπασμένο πτώμα του εισαγγελέα και δεξιά αυτό του οδηγού του (7/4/1977). © 1977 KURT STRUMPF/ASSOCIATED
PRESS

 

Οι δικηγόροι τους έπαιζαν το ρόλο του σύνδεσμου, όμως όσο περνούσε ο καιρός, η δεύτερη γενιά εμφανιζόταν όλο και πιο απρόθυμη να παίρνει οδηγίες από τον αρχηγικό πυρήνα της πρώτης. Και αυτό ήταν κάτι που επέτεινε τον εκνευρισμό και τα ξεσπάσματα του Μπάαντερ. Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα, όταν η γερμανική βουλή ψήφισε το 1977 έναν ακόμα νόμο, αυτόν του "αποκλεισμού", σύμφωνα με τον οποίο, οι αρχές της φυλακής μπορούσαν να απαγορεύσουν προσωρινά (και για όσο διάστημα ήθελαν) την οποιαδήποτε επαφή μεταξύ των κρατουμένων και των δικηγόρων τους, ακριβώς για να εξαφανίσουν κάθε πιθανότητα επικοινωνίας ανάμεσα στις δυο γενιές της RAF.

FI δεύτερη γενιά της οργάνωσης είχε πάντως σχεδιάσει και εκτελέσει κάποιες δικές της επιχειρήσεις. Τον Απρίλιο του 1975, ένα κομάντο αποτελούμενο από έξι μέλη της RAF με την ονομασία "Χόλγκερ Μάινς", εισέβαλλε στη γερμανική πρεσβεία της Στοκχόλμης, κρατώντας 12 υπαλλήλους ως ομήρους και απαιτώντας την απελευθέρωση 26 κρατούμενων από γερμανικές φυλακές. Στη διάρκεια της κατάληψης, οι τρομοκράτες εκτέλεσαν δυο Γερμανούς διπλωμάτες, όμως στη συνέχεια ένα μέλος της RAF πυροδότησε κατά λάθος μια εκρηκτική συσκευή, με αποτέλεσμα όλο το κτίριο να τυλιχτεί στις φλόγες. Δυο μέλη της οργάνωσης σκοτώθηκαν από την έκρηξη, στο χάος που επικράτησε οι υπόλοιποι όμηροι κατάφεραν να ξεφύγουν, ενώ οι άλλοι τέσσερις τρομοκράτες συνελήφθησαν από τις σουηδικές ειδικές δυνάμεις.

ΤΟ "ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ"




 

Στις 7 Απριλίου του 1977, δυο μέλη της RAF πυροβόλησαν και σκότωσαν στην Καρλσρούη τον Γενικό Εισαγγελέα Ζίγκφριντ Μπούμπακ μαζί με τον οδηγό του και έναν ακόμα συνοδό του. Οι δράστες διέφυγαν και δεν έγιναν ποτέ γνωστοί. Στις 30 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, ένα άλλο κομάντο της οργάνωσης εκτέλεσε τον Γιούργκεν Πρόντο, πρόεδρο της Dresdner Bank, κοντά στη Φρανκφούρτη. Και κάπως έτσι, φτάσαμε στον Σεπτέμβριο του 1977, τότε που ξεκίνησε το περίφημο "Deutscher Herbst" (γερμανικό φθινόπωρο), όταν δηλαδή η δράση της δεύτερης γενιάς της RAF έφτασε στο αποκορύφωμά της. Τρία ήταν τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν εκείνη την περίοδο, καθορίζοντας σε τεράστιο βαθμό τη συνολική πορεία της οργάνωσης.

Το πρώτο ήταν η απαγωγή στις 5 Σεπτεμβρίου του 1977 στην Κολονία, του προέδρου των Γερμανών εργοδοτών, Χανς Μάρτιν Σλάιερ, ο οποίος είχε υπάρξει ενεργό μέλος του ναζιστικού κόμματος στα νιάτα του. Στη διάρκεια της επιχείρησης, σκοτώθηκαν ο οδηγός του Σλάιερ και τρεις αστυνομικοί της συνοδείας του. Η RAF ζήτησε την απελευθέρωση έντεκα μελών της που βρίσκονταν στις φυλακές, με αντάλλαγμα τη ζωή του απαχθέντος. Τότε ήταν που ο καγκελάριος Χέλμουτ Σμιντ συγκάλεσε τη λεγάμενη Ομάδα Μεγάλης Κρίσης, μια επιτροπή που απαρτιζόταν από όλες τις κοινοβουλευτικές ομάδες της γερμανικής βουλής, για να αντιμετωπίσουν από κοινού την απειλή της RAF, που ολοένα και μεγάλωνε.

 

Τότε ήταν που ψηφίστηκε και ο νόμος του "αποκλεισμού", ο οποίος εξαφάνισε κάθε πιθανότητα επικοινωνίας ανάμεσα στους φυλακισμένους της πρώτης γενιάς και τα μέλη της δεύτερης γενιάς, ενώ απαγορεύτηκε πλέον και η επαφή μεταξύ των κρατούμενων. Η γερμανική κυβέρνηση αρνήθηκε να υποκύψει στο αίτημα της RAF για απελευθέρωση των φυλακισμένων και έτσι οι τρομοκράτες αποφάσισαν να ζητήσουν τη βοήθεια του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP), παλαιστινιακής μαρξιστικής-λενινιστικής αριστερής επαναστατικής οργάνωσης, ώστε να σχεδιάσουν ένα ακόμα μεγαλύτερο χτύπημα. Πράγματι, στις 13 Οκτωβρίου του 1977, ένα κομάντο Παλαιστίνιων της PFLP κατέλαβε το αεροσκάφος της Lufthansa, "Landshut", που πραγματοποιούσε πτήση από την Τενερίφη στη Φρανκφούρτη.

Οι αεροπειρατές ζήτησαν την άμεση απελευθέρωση των έντεκα φυλακισμένων της RAF και δυο Παλαιστίνιων που κρατούνταν στην Τουρκία. Το αεροπλάνο - με 86 επιβάτες και 5 μέλη πληρώματος - προσγειώθηκε διαδοχικά στη Ρώμη, τη Λάρνακα, το Μπαχρέιν, το Ντουμπάι και το Άντεν. Εκεί ο πιλότος βγήκε από το αεροσκάφος για να κάνει εξωτερικό έλεγχο, όμως άργησε να επιστρέψει και όταν τελικά επιβιβάστηκε, οι εξαγριωμένοι Παλαιστίνιοι τον εκτέλεσαν ψυχρά με μια σφαίρα στο κεφάλι. Αμέσως μετά, στις 17 Οκτωβρίου, το αεροπλάνο απογειώθηκε με προορισμό το Μογκαντίσου, την πρωτεύουσα της Σομαλίας. Η άμεση αντίδραση του Χέλμουτ Σμιντ ήταν να στείλει εκεί την ειδική μονάδα GSG 9 της Ομοσπονδιακής Συνοριακής Φρουράς.

Η ΝΥΧΤΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΟ STAMMHEIM


Ο Γιάν Καρλ Ράσπε (αριστερά) και ο Αντρέας Μπάαντερ, στον περίβολο της φυλακής Stammheim (21/5/1975). © 1975
KURT STRUMPF/ASSOCIATED PRESS

 

Τα μεσάνυχτα της 17ης Οκτωβρίου, ξεκίνησε η επιχείρηση απελευθέρωσης των ομήρων από τους Γερμανούς κομάντος, η οποία ολοκληρώθηκε με απόλυτη επιτυχία. Όλοι οι επιβάτες και το πλήρωμα βγήκαν σώοι από το αεροπλάνο, τρεις τρομοκράτες σκοτώθηκαν και ο τέταρτος τραυματίστηκε και συνελήφθη. Τα νέα έφτασαν μέσω του ραδιοφώνου όχι μόνο στη Βόννη και στον Χέλμουτ Σμιντ, αλλά και στους τρεις φυλακισμένους στο Staririheiri. Οι Μπάαντερ, Ένσλιν και Ράσπε είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους σε εκείνη την επιχείρηση των Παλαιστίνιων, όμως η κατάληξη δεν ήταν αυτή που περίμεναν. Όσα ακολούθησαν αμέσως μετά, προκάλεσαν σοκ σε ολόκληρη τη Γερμανία, αφού κανείς δεν περίμενε τη συγκεκριμένη εξέλιξη.

Το πρωί της 18ης Οκτωβρίου, λίγες μόνο ώρες μετά την αποτυχημένη αεροπειρατεία της PFLP, οι φρουροί της φυλακής Stammheim βρήκαν νεκρούς τους Μπάαντερ, Ράσπε και Ένσλιν στα κελιά τους. Οι δυο πρώτοι είχαν πυροβοληθεί με όπλα που τους είχαν περάσει κρυφά οι δικηγόροι τους, ενώ η Ένσλιν είχε κρεμαστεί με ένα καλώδιο. Ένα ακόμα μέλος της οργάνωσης που βρισκόταν στην ίδια φυλακή, η Ίρμγκαρντ Μέλερ, βρέθηκε βαριά τραυματισμένη στο δικό της κελί, αλλά τελικά ήταν η μόνη που επέζησε από την επονομαζόμενη "Todesnacht von Stammheim" (τη νύχτα θανάτου στο Στάμχαϊμ). Η Μέλερ ήταν και η πρώτη που απέκλεισε την περίπτωση της αυτοκτονίας, μιλώντας για οργανωμένη μαζική δολοφονία από τη γερμανική κυβέρνηση.


Η κηδεία της ΓκούντρουνΈνσλιν, στις 27 Οκτωβρίου του 1977, στη Στουτγκάρδη. © 1977 ASSOCIATED PRESS

 

Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 12 Νοεμβρίου, ένα ακόμα ιδρυτικό μέλος της RAF, η Ίνγκριντ Σούμπερτ, βρέθηκε κρεμασμένη στο δικό της κελί σε φυλακή του Μονάχου. Την ίδια μέρα που οι Μπάαντερ, Ένσλιν και Ράσπε βρέθηκαν νεκροί (18/10/1977), τα μέλη της δεύτερης γενιάς της RAF, εκτέλεσαν με τρεις σφαίρες στο κεφάλι τον απαχθέντα Χανς Μάρτιν Σλάιερ και άφησαν το πτώμα του μέσα στο πορτμπαγκάζ ενός Audi στα περίχωρα της Μιλούζ. Το μήνυμα που έστειλαν στη γαλλική εφημερίδα Liberation, έλεγε τα εξής: "Μετά από 43 μέρες βάλαμε τέλος στην άθλια και διεφθαρμένη ζωή του Σλάιερ. Ο κύριος Σμιντ, ο οποίος βασιζόμενος στην ισχύ του, σπεκουλάριζε με τον θάνατο του Σλάιερ, μπορεί να τον παραλάβει σε ένα πράσινο Audi 100 με πινακίδες Bad Flomburg στην Rue Charles Peguy της Μιλούζ. Μπροστά στον πόνο μας και την οργή μας για τις σφαγές στο Μογκαντίσου και το Στάμχαϊμ, ο θάνατός του είναι ασήμαντος".

Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώθηκε όχι μόνο το "γερμανικό φθινόπωρο", αλλά και ολόκληρος ο κύκλος της πρώτης γενιάς της RAF, που έληξε με τον θάνατο της ηγετικής ομάδας της οργάνωσης. Τα ερωτηματικά για το αν οι Μπάαντερ, Ένσλιν, Ράσπε, αλλά και η Μάινχοφ, αυτοκτόνησαν ή δολοφονήθηκαν, παραμένουν αναπάντητα μέχρι σήμερα. Σίγουρα η κράτησή τους για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στα περίφημα λευκά κελιά, είχε αφήσει τα σημάδια της πάνω τους, τόσο σωματικά, όσο και ψυχολογικά. Βέβαια, να πούμε εδώ, πως τα λευκά κελιά του Στάμχαϊμ δεν είχαν καμία σχέση με τα αντίστοιχα της Τεχεράνης, τα πρώτα δηλαδή που δημιουργήθηκαν το 1971 στο Ιράν. Στη γερμανική φυλακή τα κελιά δεν ήταν ούτε μικρά, ούτε λευκά.

ΜΑΖΙΚΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ Ή ΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ;



Ο 7ος όροφος της φυλακής Stammheim, εκεί όπου βρίσκονταν τα κελιά των μελών της RAF, φωτογραφημένος το 2007, 30 χρόνια μετά τον θάνατο των Μπάαντερ, Ένσλιν και Ράσπε. © 2007 DANIEL MAURER/ASSOCIATED PRESS

 

Αντίθετα, ήταν ευρύχωρα, θύμιζαν στην ουσία γκαρσονιέρες, ενώ οι κρατούμενοι είχαν τη δυνατότητα να έχουν σχεδόν τα πάντα στη διάθεσή τους, από βιβλία και ραδιόφωνα, μέχρι γραφομηχανές και πρόσβαση σε περιοδικά και εφημερίδες. Δυο ήταν τα χαρακτηριστικά που τα κατέταξαν στην κατηγορία των λευκών κελιών. Το πρώτο, ότι τα κελιά δεν είχαν παράθυρα και το δεύτερο, ότι οι φύλακες επίτηδες άναβαν και έσβηναν τα φώτα σε τελείως ακανόνιστες ώρες. Ο συνδυασμός αυτών των δυο, προκαλούσε στους κρατούμενους απώλεια της αίσθησης του χρόνου, κάτι που με τη σειρά του τους διέλυε κυρίως ψυχολογικά. Επίσης, όπως γράψαμε και πιο πάνω, δεν είχαν επαφή με άλλους φυλακισμένους, ούτε και προαυλίζονταν.

Όμως τίποτα από όλα αυτά, δεν αποτελεί απόδειξη - ούτε καν ένδειξη - για αυτοκτονικές τάσεις του ηγετικού πυρήνα της οργάνωσης. Πολλοί υποστήριξαν πως τα "κρυμμένα όπλα", με τα οποία αυτοπυροβολήθηκαν οι Μπάαντερ και Ράσπε, ήταν μύθος της γερμανικής κυβέρνησης, αφού ήταν απίθανο να κρατηθούν κρυφά για τόσους μήνες, ειδικά επειδή γινόταν έλεγχος και αποσυναρμολόγηση των επίπλων στα κελιά δυο φορές την ημέρα. Από την άλλη, υπάρχει η μαρτυρία της'Ιρμγκαρντ Μέλερ, που προφανώς δε μαχαιρώθηκε η ίδια τέσσερις φορές στο στήθος στο κελί της. Τουλάχιστον είναι κάτι που στη διάρκεια της ανάκρισής της, το αρνήθηκε κάθετα, όπως επίσης αρνήθηκε ότι υπήρχε συμφωνία ανάμεσα στους τέσσερις για να αυτοκτονήσουν.

ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΕΝΙΑ ΣΤΟ ΟΡΙΣΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ RAF


Το τελευταίο πόστερ με επικηρυγμένα μέλη της RAF (για ένα εκατομμύριο μάρκα) που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του

1978 από τη γερμανική αστυνομία και αφορούσε τη δεύτερη γενιά της οργάνωσης. © 2007 ASSOCIATED PRESS

Το σίγουρο είναι πως από το 1978 και μετά, η δεύτερη και η τρίτη (από το 1985 και μετά) γενιά της RAF, υπήρξαν πολύ λιγότερο ενεργές, αλλά και πολύ πιο προσεκτικές. Στις επιθέσεις που έγιναν και στοίχισαν τη ζωή σε έξι συνολικά άτομα (κυρίως οικονομικά στελέχη), κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να μάθει τους εκτελεστές. Το 1992 η RAF ανακοίνωσε την αναστολή της δράσης της και έξι χρόνια αργότερα, στις 20 Απριλίου του 1998, η οργάνωση έστειλε μια οκτασέλιδη επιστολή στο πρακτορείο Reuters, με την οποία έκανε γνωστή την αυτοδιάλυσή της. Μέσα στην επιστολή υπήρχαν οι εξής φράσεις: "Πριν από σχεδόν 28 χρόνια, στις 14 Μάίου του 1970, δημιουργήθηκε η RAF ως μέρος μιας απελευθερωτικής εκστρατείας. Σήμερα διακόπτουμε οριστικά αυτή τη δράση. Το αντάρτικο πόλεων με τη μορφή της RAF είναι πλέον ιστορία".

FI δήλωση τελείωνε με αναφορά στη μνήμη των νεκρών τρομοκρατών, μια λίστα 26 μελών όχι μόνο της RAF, αλλά και των οργανώσεων Bewegung 2. Juni και Revolutionare Zellen. Αντίθετα, δεν υπήρχε λέξη για τα 34 θύματα της RAF, παρά μόνο για μια ακόμα φορά αιτιολόγηση της απαγωγής και της εκτέλεσης του Χανς Μάρτιν Σλάιερ. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η Φράξια Κόκκινος Στρατός δεν ξανάδωσε σημεία ζωής, παρά το γεγονός ότι από το 1999 μέχρι και το 2016, έγιναν 12 ληστείες στη Γερμανία, που αποδίδονται στη συγκεκριμένη οργάνωση. Είναι προφανές ότι πολλά μέλη της δεύτερης και της τρίτης γενιάς, δεν συνελήφθησαν ποτέ από την αστυνομία, η οποία είτε δεν ξέρει για ποιους πρόκειται, είτε - για όσους γνωρίζει - έχει χάσει τα ίχνη τους. Είναι πάντως προφανές, ότι οι παλιοί τρομοκράτες έχουν τηρήσει τον όρκο σιωπής, κλείνοντας τελείως τα στεγανά της RAF.

Κλείνοντας αυτό το κείμενο, να πούμε ότι η Rote Armee Fraktion υπήρξε μια οργάνωση που θέλησε να "εξακριβώσει" με τα όπλα την ορθότητα των θέσεών της, ανοίγοντας τον φάκελο της επαναστατικής βίας. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, πρόλαβε να ζήσει τις ψευδαισθήσεις της, όμως δεν κατόρθωσε να "ανασάνει" μετά τη σύλληψη και τον θάνατο της ιστορικής της ηγεσίας. Τα μέλη της στρατεύτηκαν στις ακραίες αντιλήψεις τους, θεωρώντας πως θα μπορούσαν να πείσουν το "κοινό" τους να πάρει τα όπλα από τον κορυφαίο εχθρό, το κράτος. Η ιδεολογική βάση όμως που έχτισαν, αποδείχτηκε τόσο εύθραυστη όσο και η ίδια η ακροαριστερή τρομοκρατία στη Γερμανία. Από το ζενίθ στο ναδίρ, μεσολάβησαν μόλις επτά χρόνια, αρκετά ώστε η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και οι βίαιες πράξεις διαμαρτυρίας, να μετατραπούν σε έναν ουτοπικό εφιάλτη που σφραγίστηκε από τους θανάτους των Μπάαντερ, Ένσλιν, Μάινχοφ και των υπόλοιπων, αδυνατώντας να ξορκίσουν το "κακό" μέσα από τη στρατηγική του χάους.



















Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΦΡΑΞΙΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ
ΣΤΡΑΤΟΣ

anarxikabiblia.blogspot.com/2012/12/Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΦΡΑΞΙΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
Anne Steiner - Loic Debray  
Zero, Φλεβάρης 2000
Η μπροσούρα του Σ. Γιελέν 1886: Η ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΣΗ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ
ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ, εκδόθηκε τον Απρίλη του 2001, σε 2 χιλ. αντίτυπα, από το περιοδικό ORANIHIL, στα πλαίσια της σειράς των μικρών εκδόσεων γνωριμίας με τις απαρχές και την ιστορία τουαναρχισμού. Στην ίδια σειρά έχουν ήδη κυκλοφορήσει οι μπροσούρες 1) Μώρις Κράνστον: ΕΝΑΣ
ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΜΠΑΚΟΥΝΙΝ και 2) Ρούντολφ Ρόκερ: Ο ΜΑΡΞ & ΟΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ. Για επικοινωνία:Anne Steiner - Loic DebrayZero, Φλεβάρης 2000
Πίστευαν πραγματικά πως θα μιλάγαμε για ανάπτυξη της ταξικής πάλης και ανασύνταξη του
προλεταριάτου χωρίς ταυτόχρονα να οπλιζόμαστε; Μήπως οι μπάτσοι που έριξαν τον πρώτο
πυροβολισμό, πίστευαν πως θα αφηνόμαστε να μας σφάξουν σαν τα πρόβατα, χωρίς καν να
αντιδράσουμε; Όσοι δεν υπερασπίζονται τον εαυτό τους πεθαίνουν, όσοι δεν πεθαίνουν θάβονται
ζωντανοί μέσα στις φυλακές, στα αναμορφωτήρια, στα χαμόσπιτα των εργατικών συνοικιών, στα πέτρινα φέρετρα των πολυκατοικιών, στα ασφυκτικά νηπιαγωγεία και σχολεία, μέσα σε ολοκαίνουριες κουζίνες καικρεβατοκάμαρες γεμάτες με φανταχτερά έπιπλα αγορασμένα επί πιστώσει.
 ΑΡΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΕΝΟΠΛΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΡΑ! ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΤΕ ΤΟΝ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΤΡΑΤΟ!
Ούρλικε Μάινχοφ, Φεβρουάριος 1970
Επειδή οι σύντροφοί μας είναι ήδη μισοπεθαμένοι, δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι δεν είμαστε τίποτα
άλλο από τους εαυτούς μας. Διαστρεβλώνουν το θέμα με τον ίδιο τρόπο που το διαστρεβλώνουν όλα τα
γουρούνια του κόσμου. Η βία είναι ταμπού. Κρύβονται πίσω από τον θάνατο, όπως κάνουν και πολλοί
παπάδες... Το όπλο αναζωογονεί τα πράγματα. Ο αποικιοκρατούμενος Ευρωπαίος ζωντανεύει, όχι λόγω
του θέματος και του προβλήματος της βίας των συνθηκών στις οποίες υποκείμεθα ως κρατούμενοι, αλλά
διότι κάθε ένοπλη ενέργεια υποτάσσει την ισχύ των συνθηκών αυτών στην ισχύ των γεγονότων. Θα έλεγα
ότι η ιστορία μας θα μπορούσε να έχει τον τίτλο: "ΤΟ ΛΟΓΟ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΟΠΛΑ".
Αντρέας Μπάαντερ, τέλη 1972
'Η γουρούνι ή άνθρωπος, ή επιβίωση με κάθε αντίτιμο ή αγώνας μέχρι θανάτου, ή το πρόβλημα ή
επίλυση του προβλήματος, μέση λύση δεν υπάρχει. Νιώθω κάποια θλίψη που αναγκάζομαι να σου
γράψω κάτι τέτοιο. Φυσικά ούτε ο ίδιος γνωρίζω ποιά είναι η διαφορά του να πεθαίνεις από το να σε
σκοτώνουν... Λοιπόν, έτσι έχουν τα πράγματα. Ξέρω, πάντως ότι υποστήριξα τη σωστή πλευρά... έτσι κι
αλλιώς, όλοι θα πεθάνουμε κάποια στιγμή. Το μοναδικό ερώτημα που γεννιέται είναι το πώς και το γιατί
να ζει κανείς και αυτό το ζήτημα είναι ξεκάθαρο: ως άνθρωπος, για την απελευθέρωση της
ανθρωπότητας. ως ένας μάχιμος επαναστάτης που αγαπά παράφορα τη ζωή, περιφρονώντας το θάνατο.
Χόλγκερ Μάινς, Οκτώβρης 1974
Ένα νέο επαναστατικό υποκείμενο
Ι. Ιμπεριαλιστικό σύστημα και επαναστατική ταυτότητα
ΙΙ. Επαναστατικό υποκείμενο και στρατηγική
III. Η ομάδα της R.A.F.: Μαρξιστική ή αναρχική;


Επιδράσεις κι αναφορές
* Τα κείμενα αυτού του βιβλίου αποτελούν απόσπασμα από τη μελέτη των Anne Steiner & Loic Debray:LA FRACTION ARMEE ROUGE Guerilla urbaine en Europe occidentale (κεφάλαια 11, 12 & 13, σελ. 179-227των εκδόσεων Meridiens Klincksieck, Paris 1987, σε μετάφραση κι επιμέλεια Β. Σ. & Α. Κ.
Εκδόθηκε στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 2000, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, από τις εκδόσεις
ZERO.
Ι. Ιμπεριαλιστικό σύστημα και επαναστατική ταυτότητα
Παρουσίαση των κειμένων της R.A.F.
Οι αγωνιστές της R.A.F. ποτέ δεν επιδίωξαν να κατασκευάσουν μια θεωρία, αφού, σύμφωνα με την
άποψή τους, δεν υπάρχουν νόμοι ικανοί να καθοδηγήσουν τη δράση. Ήταν αντίθετοι με τις πολιτικές
οργανώσεις που είχαν ένα τέτοιο σχέδιο: "Στη θεωρητική παραγωγή των οργανώσεων, αναγνωρίζουμε
μια πρακτική που συνίσταται ουσιαστικά σε διαμάχες διανοουμένων, οι οποίοι μπροστά σε μια
φανταστική κριτική επιτροπή -που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι η εργατική τάξη, με την οποία
οι διανοούμενοι δεν έχουν καμία κοινή γλώσσα-, αναδεικνύονται νικητές ως προς την καλύτερη ερμηνείατου Μαρξ (...). Φοβούνται περισσότερο τη μομφή για επαναστατική ανυπομονησία από τον εκφυλισμότους σε αστικά επαγγέλματα. Προτιμούν να συντάξουν μια μακροσκελή διατριβή πάνω στον Λούκατς απότο να αφεθούν να επηρεαστούν άμεσα από τον Μπλανκί".(1)
Ωστόσο, στο διάστημα 1970-1977, οι αγωνιστές της R.A.F. παρήγαγαν ένα μεγάλο αριθμό κειμένων:
συνεντεύξεις, ανακοινώσεις ανάληψης ευθύνης για τις ενέργειές τους, κείμενα εξήγησης της δράσης τους,γράμματα από τη φυλακή, δηλώσεις ενόψει των δικών τους. Ορισμένα από αυτά τα κείμενα είναι ατομικά,ενώ άλλα φέρουν την υπογραφή της ομάδας στο σύνολό της.
Το πρώτο κείμενο της R.A.F. "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης" γράφτηκε ύστερα από ένα χρόνο
δράσης στην παρανομία κι απευθυνόταν στη νόμιμη άκρα αριστερά. Για πρώτη φορά, η ομάδα
επιχειρούσε να εξηγήσει την πρακτική της και να απαντήσει στο λόγο της άκρας αριστεράς γι αυτήν. Αυτότο κείμενο κυκλοφόρησε την ίδια εποχή με το κείμενο του Χορστ Μάλερ "Για την ένοπλη πάλη στη Δυτική Ευρώπη".
Το 1972 κυκλοφορούν άλλες δύο μπροσούρες 30 σελίδων: "Να υπηρετήσουμε το λαό" και "Να
κατευθύνουμε τον αντιϊμπεριαλιστικό αγώνα". Περιέχουν σύντομα κείμενα σχετικά με ζητήματα της
εγχώριας και διεθνούς επικαιρότητας, καθώς και ορισμένα θεωρητικά κείμενα. Είναι στη δεύτερη
μπροσούρα που η R.A.F. αναπτύσσει την αντίληψή της για το "επαναστατικό υποκείμενο", αντίληψη, που
όπως θα δούμε, καθορίζει ολόκληρη την πρακτική της.


Αργότερα, οι αγωνιστές της R.A.F. απορροφήθηκαν, σχεδόν εξολοκλήρου, μέσα στη φυλακή, από την
επεξεργασία των δηλώσεών τους ενόψει της δίκης τους. Αν οι φυλακισμένοι έρριξαν ιδιαίτερο βάρος στη
σύνταξη αυτών των κειμένων, είναι επειδή ήθελαν να απευθυνθούν όχι μόνο στη γερμανική άκρα
αριστερά, αλλά και στη διεθνή κοινή γνώμη. Αντιλαμβάνονταν τη δίκη ως ένα μεγάλο δημόσιο βήμα, κάτιπου τελικά δεν έγινε. Από όλες τις διακηρύξεις, σχεδόν οι μόνες που δημοσιεύτηκαν και στις οποίες έχουμε πρόσβαση είναι εκείνες του Αντρέας Μπάαντερ, της Γκούντρουν Ένσλιν, της Ούλρικε Μάινχοφ και του Γιαν-Καρλ Ράσπε.(2) Αυτά τα κείμενα θα αποτελέσουν σημείο αναφοράς για τους αγωνιστές τουδεύτερου κύματος της R.A.F., όπως φαίνεται από τις δηλώσεις τους ενώπιον των δικαστηρίων, από το 1978 κι έπειτα.

Επί έξι χρόνια, από το 1976 ώς το 1982, τα μέλη της R.A.F. που δεν ήταν στη φυλακή τήρησαν απόλυτη
σιωπή. Το ενδιαφέρον που έδειξαν το 1971-72 οι αγωνιστές του πρώτου κύματος της R.A.F. να
εξηγηθούν σε σχέση με το νόμιμο κίνημα, γράφοντας κείμενα, δε φαίνεται να υπάρχει στους νέους
αγωνιστές της R.A.F. Οι τελευταίοι ήταν ακόμα πιο απομονωμένοι από τη νόμιμη αριστερά απ' ότι οι
προκάτοχοί τους. Αντίθετα, αυτοί οι νέοι αγωνιστές συνέταξαν από το 1978 μέχρι το 1984 έναν ορισμένο
αριθμό δηλώσεων στα πλαίσια των δικών τους.(3)
Στη συνέχεια θα αναλύσουμε αυτά τα κείμενα και θα ανασύρουμε τις ουσιώδεις πλευρές τους,
προκειμένου να τα αντιπαραβάλουμε με την πρακτική της ομάδας. Το υλικό της έρευνάς μας αποτελείται
από το σύνολο των κειμένων που έγραψε η ομάδα από το 1971 ως το 1982,(4) συμπεριλαμβανομένων
και των γραμμάτων της φυλακής και των ανακοινώσεων ανάληψης ευθύνης.(5)
Ιμπεριαλιστικό σύστημα, σοσιαλδημοκρατία και νέος φασισμός
Η R.A.F. δεν αναγνωρίζει την έννοια του εθνικού Κράτους: αυτή θα αναιρούνταν από "την
παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, τις αμοιβαίες οικονομικές εξαρτήσεις, την πολιτισμική ομοιομορφία που
δημιουργούν τα ΜΜΕ, την παρουσία χιλιάδων μεταναστών στις πλούσιες χώρες της Δύσης".
Έτσι η R.A.F. δεν αντιλαμβάνεται τον αγώνα στα πλαίσια ενός κράτους κι ενός εθνικού προλεταριάτου,
αλλά στα πλαίσια του "ιμπεριαλιστικού συστήματος". Αυτό το σύστημα κυριαρχείται από τις Η.Π.Α. που
"περισφίγγουν τον κόσμο", χάρη στο δίκτυο των στρατιωτικών συμμαχιών και των πολυεθνικών που
διαθέτουν: όλες οι άρχουσες ελίτ στο εσωτερικό αυτού του συστήματος είναι οργανωμένες "στη σφαίρα
εξουσίας του αμερικανικού Ιμπεριαλισμού".(6)
Αυτό το σύστημα παριστάνεται σε ορισμένα κείμενα της R.A.F. σαν ένα τέρας που το κεφάλι του είναι οι
μητροπόλεις: εκεί συσσωρεύονται στην πραγματικότητα τα στρατεύματα, τα όπλα, η τεχνολογία, τα
συστήματα επικοινωνίας του Ιμπεριαλισμού. Το να μάχεσαι στις μητροπόλεις, στο "κεφάλι του τέρατος",
σου δίνει τη δυνατότητα να "πλήξεις τα νευρικά του κέντρα".(7) Αυτό είναι, λέει η R.A.F., που προσδίδει
στρατιωτική ορθότητα στις αντάρτικες οργανώσεις στην Ευρώπη, την Ιαπωνία, την Αμερική.
Η εξαφάνιση του εθνικού Κράτους επιβεβαιώνεται, κατά τη R.A.F., ιδιαίτερα στην περίπτωση της
Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα, η Ο.Δ.Γ. όχι μόνο έμελλε να τεθεί υπό
την οικονομική και πολιτική κυριαρχία του αμερικάνικου κεφαλαίου, αλλά και υπό τη "στρατιωτική κατοχή
του αμερικάνικου στρατού".(8) Όπως η Νότιος Κορέα και το Νότιο Βιετνάμ, η Ο.Δ.Γ. επρόκειτο να

5/42
δημιουργηθεί από τους Αμερικάνους μετά το 1945, για να χρησιμεύσει ως επιχειρησιακή βάση της
αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής: επιχειρησιακή βάση του αμερικάνικου στρατού στη στρατηγική
περικύκλωσης της Σοβιετικής Ένωσης και επιχειρησιακή βάση του αμερικάνικου κεφαλαίου στην
προσπάθειά του να υποτάξει τη Δυτική Ευρώπη στα συμφέροντά του.
Έτσι, σχολιάζει η R.A.F., όταν το 1949 οι Γερμανοί μπόρεσαν για πρώτη φορά να ψηφίσουν, όλα ήταν
ήδη προαποφασισμένα: ο επανεξοπλισμός, η εγκατάσταση βάσεων και ατομικών όπλων στο έδαφός της,
το σύνταγμα που επεξεργάστηκε το κοινοβουλευτικό συμβούλιο με βάση το σχέδιο των Συμμάχων. Τέλος,
το γερμανικό νόμισμα είχε ήδη ενταχθεί στο σύστημα ισοτιμιών του δολαρίου, που πήρε την οριστική του
μορφή στο "Μπρέτον Γούντς". Η οργάνωση του Κράτους με βάση το μοντέλο της κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας και με ταυτόχρονη εξαφάνιση της κομμουνιστικής αντιπολίτευσης επέτρεψε τη διατήρηση της
εξουσίας από το ίδιο μπλοκ που, κάτω απ' την ετικέτα της χριστιανοδημοκρατίας ή της
σοσιαλδημοκρατίας, δεν υπήρξε τίποτε άλλο παρά μπλοκ του "αμερικανικού κεφαλαίου", το οποίο ήδη
από το 1945 είχε θέσει υπό τον έλεγχό του τα κόμματα, τα συνδικάτα, τις εργοδοτικές ενώσεις και τα
ΜΜΕ.
Για να τονίσουν αυτή τη διάσταση της Γερμανίας και το χαρακτήρα "μαριονέττας" του Κράτους της, οι
αγωνιστές της R.A.F. χρησιμοποιούν αποκλειστικά τον όρο "Bundesrepublik" (Ομοσπονδιακή
Δημοκρατία) και ακόμα πιο συχνά τα αρχικά B.R.D. για να την υποδηλώσουν. Η λέξη "Deutschland", που
είναι φορτισμένη με συναισθηματικές συνδηλώσεις και παραπέμπει στην έννοια της πατρίδας και του
έθνους, δεν εμφανίζεται ποτέ στα κείμενά τους. Ωστόσο, δεν θεωρούν την Ο.Δ.Γ. αποικία, αλλά τμήμα του
ιμπεριαλιστικού συστήματος, στο οποίο υποτάσσονται άλλα τμήματα. Τονίζουν το τεράστιο οικονομικό
δυναμικό της που έρχεται σε αντίφαση με την αδυναμία της να καθορίσει τη "δική της πολιτική",
επαναλαμβάνοντας την ιδέα που διατύπωσε ο Barzel(9) στην περιβόητη φράση του: "Η Γερμανία: ένας
οικονομικός γίγαντας κι ένας πολιτικός νάνος".
Έτσι η R.A.F. μάς δίνει ταυτόχρονα δυο εικόνες της Ο.Δ.Γ.: αφενός την παρουσιάζει ως "πιόνι των
Αμερικάνων" στην ευρωπαϊκή σκακιέρα απέναντι στην Ανατολή και αφετέρου υπογραμμίζει την ισχύ της
Γερμανίας και τον "ηγετικό ρόλο" της στην Ευρώπη. Όμως, όλη η ισχύς της Γερμανίας βρίσκεται στην
υπηρεσία του αμερικανικού κεφαλαίου και, αν ασκεί επιρροή στους ευρωπαίους γείτονές της, αυτό δεν
γίνεται "για δικό της λογαριασμό". Η λειτουργία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στο εσωτερικό του
ιμπεριαλιστικού συστήματος είναι να "μετατρέψει τη Δυτική Ευρώπη σε ένα μπλοκ στρατιωτικών
δυνάμεων στην υπηρεσία της στρατηγικής του αμερικανικού κεφαλαίου".(10) Για να φέρει εις πέρας αυτή
την αποστολή, διαθέτει έναν πράκτορα: τη σοσιαλδημοκρατία, και μια στρατηγική: την εγκαθίδρυση του
"νέου φασισμού" σε διεθνή κλίμακα.
Η έννοια "Νέος φασισμός"
Όταν η R.A.F. μιλάει για "Νέο φασισμό", εννοεί αυτό τον όρο όπως ο Αντρέ Γκλυκσμάν στο άρθρο του
"Νέος φασισμός, νέα δημοκρατία" που δημοσιεύτηκε το 1972 στην επιθεώρηση Temps Modernes.
Η κεντρική ιδέα του Γκλυκσμάν είναι ότι ο νέος φασισμός δεν προέρχεται όπως ο παλιός από τη βάση,
αλλά αντίθετα επιβάλλεται από την κορυφή: "(...) o νέος φασισμός βασίζεται, όσο ποτέ άλλοτε, στην
πολεμική κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού και στρατολογεί περισσότερο τα εξουσιαστικά και
παρασιτικά στρώματα που παράγονται από το ιμπεριαλιστικό σύστημα, παρά τους αποκλεισμένους

6/42
αυτού του συστήματος. (...) Η ιδιαιτερότητα του νέου φασισμού έγκειται στο ότι δεν μπορεί πλέον να
οργανώσει άμεσα ένα τμήμα των μαζών. (...) Στο εξής, ο ίδιος ο εκφασισμός είναι έργο του κρατικού
μηχανισμού. Αστυνομία, δικαιοσύνη, μονοπώλιο της πληροφόρησης, εξουσιαστικές γραφειοκρατίες που
εξασφάλιζαν, άλλοτε, τα μετόπισθεν της "φασιστικής επανάστασης", οφείλουν τώρα να δράσουν ως
εμπροσθοφυλακή".(11)
Στα πλαίσια μιας τέτοιας αντίληψης, δεν είναι ο κίνδυνος φασιστικού πραξικοπήματος που πρέπει κανείς
να φοβάται, αφού ο φασισμός ενυπάρχει ήδη στο κράτος και η διάκριση μεταξύ "αστικού κράτους" και
"φασισμού" στις σημερινές συνθήκες είναι μόνο τυπική: "Ο φασισμός ενυπάρχει στο Κράτος, είναι
μάλιστα εκεί που βρίσκει το ιδανικό του περιβάλλον. Ο κ. Marcellin δεν πρόκειται να καταλάβει με έφοδο
το ίδιο του το γραφείο. Ο φασισμός σήμερα δεν σημαίνει πια την κατάληψη του υπουργείου Εσωτερικών
από ακροδεξιές ομάδες, αλλά την κατάληψη της Γαλλίας από το υπουργείο Εσωτερικών".(12) Ο
Γκλυκσμάν διευκρινίζει ότι δεν πρόκειται για "το αστικό Κράτος γενικά, αλλά για το Κράτος στην εποχή του
ιμπεριαλισμού".(13)
Οι αγωνιστές της R.A.F. αναγνωρίζουν στην πολιτική κατάσταση της Γερμανίας τα χαρακτηριστικά του
"Νέου φασισμού", όπως αυτός προσδιορίζεται στο κείμενο του Γκλυκσμάν(14): στην Ομοσπονδιακή
Γερμανία, υπήρξε μετάβαση από το συνταγματικό Κράτος δικαίου στο Κράτος εκτάκτου ανάγκης, με την
κατάργηση του δικαιώματος αντίστασης (έκτακτοι νόμοι μετά την εμφάνιση του φοιτητικού κινήματος της
δεκαετίας του '60), τον περιορισμό του δικαιώματος νομικής υπεράσπισης και την εγκαθίδρυση ενός
αστυνομικού κλίματος σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Η ένταξη του κάθε ατόμου στο
ιμπεριαλιστικό σύστημα προετοιμάστηκε και καθοδηγήθηκε σε κεντρικό επίπεδο και επιτεύχθηκε δια της
βίας, χάρη στη δημιουργία ενός κεντρικού αρχείου του Β.Κ.Α. (Bundeskriminalamt, Ομοσπονδιακό
γραφείο της αστυνομίας δίωξης του εγκλήματος) στο Βισμπάντεν -όπου συγκεντρώνονται όλες οι
σημαντικές πληροφορίες για κάθε άτομο-, καθώς και χάρη στην εντεινόμενη στρατιωτική εκπαίδευση της
αστυνομίας.
Ο "Νέος φασισμός", όπως και ο παλιός, απαιτεί από τον πολίτη να ταυτιστεί με το Κράτος, να
εσωτερικεύσει τις κυρίαρχες αξίες και να ασπαστεί ανεπιφύλακτα την πολιτική της κυβέρνησης. Δεν
στηρίζεται όμως στην αντιδραστική και εθνικιστική κινητοποίηση των μαζών: επιβάλλεται από την κορυφή
προς τη βάση. Η ενσωμάτωση της αντιπολίτευσης και η θεσμοποίηση των κοινωνικών αντιθέσεων
εντάσσονται στη στρατηγική του, που μπόρεσε να αναπτυχθεί στην Ο.Δ. Γερμανίας χάρη στον ειδικό
ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας.
Σε ένα κείμενο του 1976 σχετικό με την ιστορία της Ο.Δ.Γ. και της παραδοσιακής αριστεράς,(15) οι
κρατούμενοι της R.A.F. σκιαγραφούν -από τις φυλακές του Σταμχάιμ- την ιστορία της γερμανικής
σοσιαλδημοκρατίας από το 1945: το 1949 οι διαμάχες για την εξουσία στο εσωτερικό του
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (S.P.D.) τερματίστηκαν προς όφελος της αντικομμουνιστικής
γραμμής που προωθούσε ο Σουμάχερ και το S.P.D. υιοθέτησε ξανά "τον παλιό ρόλο που είχε το 1918":
να ανακόψει την επιρροή του κομμουνιστικού κόμματος, όμως αυτή τη φορά για λογαριασμό του
αμερικανικού κεφαλαίου που χρηματοδοτούσε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Από το 1949 ως το 1960, το S.P.D. είχε σαν πρωταρχικό του στόχο το σφετερισμό όλων των
αντιπολιτευτικών κινήσεων -"ενάντια στην επαναστρατιωτικοποίηση, ενάντια στη συμμετοχή φασιστών
στον κρατικό μηχανισμό, ενάντια στην ένταξη του Ομοσπονδιακού Στρατού στο ΝΑΤΟ, ενάντια στον

7/42
εξοπλισμό του με ατομικά όπλα"16-, προκειμένου να τις αποδυναμώσει. Με το συνέδριο του Bad
Godesberg, ο ρόλος του S.P.D. αποκαλύφθηκε. "Γεγονός που αποτέλεσε", λέει η R.A.F., "το μήνυμα για
την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική ότι η σοσιαλδημοκρατία είχε εκπληρώσει τη μεταπολεμική αποστολή
της: να απορροφήσει και να διαλύσει τη νόμιμη αντιπολίτευση στην Ο.Δ.Γ.". Κι έτσι εξηγείται το ότι δεν
υπήρξε κανένα αντιπολιτευτικό κίνημα στην Ο.Δ.Γ., μέχρι την εμφάνιση του φοιτητικού κινήματος.
Το S.P.D. έκανε τα πάντα ώστε η αριστερά που προήλθε από το φοιτητικό κίνημα να μη βρεί καμία
πολιτική βάση για την αναπαραγωγή της -κι αυτό μέχρι την άνοδό του στην εξουσία το Σεπτέμβρη του
1969- αδρανοποιώντας κάθε δυνητικό αγώνα: "Το S.P.D. εμφανιζόταν κάθε φορά ως εκπρόσωπος των
κριτικών που αφορούσαν τα σχέδια της κυβέρνησης. Το υλικό περιεχόμενο αυτών των σχεδίων -δηλαδή η
χρησιμοποίηση του Ομοσπονδιακού Στρατού ενάντια στον εσωτερικό εχθρό, η καταστολή των απεργιών,
ο παραμερισμός του Κοινοβουλίου, κ.λπ.- αποτελούσε αντικείμενο διαμάχης των ειδικών του
συνταγματικού δικαίου και η αντιπολίτευση στερούνταν τελικά της λαϊκής της βάσης".(17)
Είναι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία που "επέτρεψε τη μετατροπή της Ο.Δ.Γ., ως Κράτους, σε όργανο της
αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής", αφού μόνο αυτή κατάφερε να εξασφαλίσει την αποπολιτικοποίηση
των ταξικών αγώνων και να επιβάλλει τον "αντικομμουνισμό ως βασικό κριτήριο μιας αντιπολιτευτικής
πολιτικής νόμιμα οργανωμένης".(18) Σήμερα, η σοσιαλδημοκρατία είναι επιφορτισμένη με την αποστολή
να οργανώσει "αυτή την αντιδραστική διαδικασία" και να προωθήσει αυτό το "νέο φασισμό" σε ολόκληρη
την Ευρώπη. Ο στόχος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού είναι "η δημιουργία μιας στρατιωτικο-οικονομικής
δομής εξουσίας που να μπορεί να επιβληθεί σαν ένα σύστημα κρατών, ανεξαρτήτως της πολιτικής τους
βάσης και των περιορισμών κίνησης του κεφαλαίου στο εσωτερικό κάθε χώρας".(19)
Απέναντι στη στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας που επιβάλλει στην Ευρώπη το σχέδιο του "Νέου
φασισμού", η R.A.F. θέλει να αντιτάξει τη δική της στρατηγική: ξεγύμνωμα της σοσιαλδημοκρατίας και
μποϋκοτάρισμα του σχεδίου της να οργανώσει στη Δυτ. Ευρώπη ένα μπλοκ οικονομικών και
στρατιωτικών δυνάμεων στην υπηρεσία του αμερικάνικου κεφαλαίου. Η R.A.F. θέλει να καταστήσει ορατό
το φασισμό που κρύβεται πίσω από το προσωπείο της σοσιαλδημοκρατίας, προκειμένου να
κινητοποιήσει ενάντια στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας "κάθε στοιχείο πολιτικά εχθρικό
απέναντι στη Γερμανία στο εξωτερικό, έναν παλιό αντιφασισμό και κάθε στοιχείο -στο εσωτερικό όλων
των ομάδων του πολιτικού φάσματος, από την άκρα αριστερά μέχρι τους σοσιαλδημοκράτες, ακόμα και
τις κυβερνήσεις κάθε χώρας- που αντιτίθεται στο γερμανικό ιμπεριαλισμό, στην ηγεμονική βούληση της
Γερμανίας".(20)
Η R.A.F., στην ανάλυση που κάνει για τη φύση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της
σοσιαλδημοκρατίας ως "πράκτορα του κεφαλαίου στο εσωτερικό του προλεταριάτου",(21) επαναλαμβάνει
εν μέρει την παραδοσιακή ανάλυση της γερμανικής κομμουνιστικής αριστεράς. Αυτή η ανάλυση
προκάλεσε πλήθος κριτικών κατά της ομάδας. Η νόμιμη άκρα αριστερά, τροτσκιστικών και μαοϊκών
τάσεων, καθώς και ορισμένες ομάδες ένοπλου αγώνα, όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, επέκριναν τη
διφορούμενη θέση της R.A.F. απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, στα κείμενά της η R.A.F. δεν
αναφέρει τη Σοβ. Ένωση παρά μόνο όταν αναφέρεται στη στρατηγική περικύκλωσής της από τις Η.Π.Α.
από το τέλος του πολέμου κι έπειτα. Αυτή η αναφορά δεν εμπεριέχει καμία θετική εκτίμηση για τη
σοβιετική πραγματικότητα. Η Αμερική προσδιορίζεται ως ο κύριος εχθρός στη Δυτ. Ευρώπη, όμως είναι
το "παγκόσμιο προλεταριάτο" -που περιλαμβάνει το προλεταριάτο των μητροπόλεων και το σύνολο του

8/42
πληθυσμού των χωρών του Τρίτου Κόσμου- που προσδιορίζεται ως ο κύριος εχθρός του αμερικάνικου
ιμπεριαλισμού, και όχι οι χώρες του σοβιετικού μπλοκ.
Μόνο δύο κείμενα της R.A.F. κάνουν σαφείς αναφορές στη Σοβ. Ένωση: το τελευταίο γράμμα της
Μάινχοφ, στις 13 Απριλίου 1976, το οποίο απευθύνεται στους "συντρόφους του Αμβούργου"(22) και η
καταγραφή μιας συζήτησης σχετικής με την Τρίτη Διεθνή, η οποία έγινε ανάμεσα στους κρατούμενους του
Σταμχάιμ στις αρχές Μάη του 1976.(23)
Το γράμμα της Ούλρικε Μάινχοφ είναι μια κριτική της έννοιας της "ταξικής θέσης", στην οποία
αντιπαραθέτει την έννοια της "ταξικής πάλης", αφού όπως λέει η ίδια "θέση και κίνηση
αλληλοαποκλείονται". Η έννοια "ταξική θέση" έχει, κατά την Ούλρικε, έναν χαρακτήρα αμυντικό και
αδρανοποιητικό. Σε αυτό το σημείο, η Μάινχοφ συνδέει αυτή την ανάλυση με μια κριτική στη σοβιετική
πολιτική: "Η έννοια της ταξικής θέσης στηρίζει τόσο τη σοβιετική εξωτερική πολιτική, που δήθεν απορρέει
από τη θέση του παγκόσμιου προλεταριάτου, όσο και το υποτιθέμενο σοσιαλιστικό μοντέλο της Σοβ.
Ένωσης. Είναι η θέση-απολογία του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα και αυτό σημαίνει: μια ιδεολογία που
έχει στόχο να ενισχύσει την κυριαρχία μιας δικτατορίας. Αφού αυτή η θέση δεν προσδιορίζεται επιθετικά
με αφετηρία την αντίθεση στον ιμπεριαλισμό, αλλά αμυντικά με αφετηρία τις πιέσεις για περικύκλωση της
Σοβ.Ένωσης".(24)
Κατ' αυτόν τον τρόπο, η Ούλρικε Μάινχοφ ορίζει την εξουσία στην ΕΣΣΔ ως την "κυριαρχία μιας
δικτατορίας" που διατηρείται μέσω μιας ιδεολογίας. Για τη Μάινχοφ που δηλώνει μαρξίστρια, η "ιδεολογία"
έχει υποχρεωτικά αρνητική απόχρωση και σημαίνει μια αντιδραστική παρέκκλιση της Σοβ.Ένωσης. Και
λίγο πιο κάτω προσθέτει: "Στη Σοβιετική Ένωση γίνεται πολύς λόγος περί ταξικής θέσης. Κι εγώ λέω: ιδού
η κεφαλαιοποίηση της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής. Πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να είναι
σύμμαχοι στη διαδικασία απελευθέρωσης, όχι όμως πρωταγωνιστές." Αυτή η κριτική καθόλου δεν
διαφέρει από την τροτσκιστική κριτική στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Όταν η Ούλρικε λέει ότι η Σοβ. Ένωση μπορεί να είναι σύμμαχος, αναφέρεται στην υλική βοήθεια, στα
όπλα και τα χρήματα που παρέχει σε ορισμένα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα: πρόκειται για το ρόλο
του "αντικειμενικού συμμάχου".
Το δεύτερο κείμενο, που έχει γραφεί λίγο αργότερα, δεν εμπεριέχει καμία κριτική έναντι της Ε.Σ.Σ.Δ. Είναι
ένα εγκώμιο της Τρίτης Διεθνούς, η οποία εξ' αιτίας του διεθνιστικού και αντιϊμπεριαλιστικού χαρακτήρα
της αντιτίθεται στο σωβινιστικό και σχεδόν ρατσιστικό χαρακτήρα της Δεύτερης Διεθνούς. Για τη R.A.F., ο
Στάλιν και η μετασταλινική Σοβ. Ένωση εγγράφονται σε αυτή τη διεθνιστική παράδοση. Η Κίνα
κατηγορείται ότι θέλησε να σφετεριστεί την τριτοδιεθνιστική παράδοση για να την αποδυναμώσει και
χαρακτηρίζεται από τη R.A.F. ως "πράκτορας του ιμπεριαλισμού", ενώ η πολιτική γραμμή των μαρξιστών/
λενινιστών που καταγγέλλουν το "σοσιαλ-ιμπεριαλισμό" ταυτίζεται με τον αντικομμουνισμό. Όμως, αυτό το
κείμενο δεν εμπεριέχει καμία θετική εκτίμηση της σοβιετικής εσωτερικής πολιτικής. Αρκείται στο να
αναφερθεί στη βοήθεια που πρόσφερε η Ε.Σ.Σ.Δ. στα απελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου.
Αυτή τη διφορούμενη θέση απέναντι στη Σοβ. Ένωση τη συναντάμε επίσης και σε ορισμένα κείμενα της
γερμανικής Νέας Αριστεράς, στα τέλη της δεκαετίας του '60, που αποδίδουν στην Ε.Σ.Σ.Δ. έναν "συνολικά
θετικό" ρόλο στη διεθνή σκηνή.(25)

9/42
Σε αντίθεση με τα γαλλικά και ιταλικά κινήματα, που εκδηλώθηκαν σε χώρες όπου τα κομμουνιστικά
κόμματα αντιπροσώπευαν θεσμούς, το γερμανικό φοιτητικό κίνημα αναδύθηκε σε μια κοινωνία που, για
πολύ καιρό, είχε τον αντικομμουνισμό σαν βασικό χαρακτηριστικό της και όπου το κομμμουνιστικό κόμμα
ήταν υπό απαγόρευση και δεν είχε μεγαλύτερη επιρροή από ένα γκρουπούσκουλο. Σε αυτά τα πλαίσια, η
κριτική της Σοβ. Ένωσης και των κομμουνιστικών κομμάτων που εξαρτώνταν από αυτήν δεν έμπαινε ως
επιτακτικό ζήτημα στους εξεγερμένους, οι οποίοι ξεσηκώνονταν καταρχήν ενάντια στις κυρίαρχες αξίες
της γερμανικής κοινωνίας.
Αυτή η κατάσταση εξηγεί εν μέρει την απουσία από τα κείμενα της R.A.F. κριτικών απέναντι στο σοβιετικό
καθεστώς, με εξαίρεση το γράμμα της Μάινχοφ. Εξάλλου, η Ούλρικε Μάινχοφ ήταν το μόνο μέλος της
R.A.F. που είχε υπάρξει μέλος του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο σε άλλο κείμενό της
αποκαλεί "παράρτημα της Ανατολικής Γερμανίας".(26) Από όλους τους αγωνιστές της R.A.F. εκείνη είναι
που έχει την πιο κριτική ματιά απέναντι στη Σοβ. Ένωση και στα φιλοσοβιετικά κομμουνιστικά κόμματα,
μια στάση που μπορεί να συγκριθεί με αυτή των παλιών μελών του Κ.Κ. Γαλλίας που έγιναν αριστεριστές
στα τέλη της δεκαετίας του '60.
Αλλοτρίωση και επαναστατική ταυτότητα
Οι αγωνιστές της R.A.F. διαπιστώνουν την καθολική αλλοτρίωση των ατόμων στο εσωτερικό του
ιμπεριαλιστικού συστήματος: "Είναι μόνο τώρα που ανακαλύπτουμε τί είδους ανθρώπινα όντα είμαστε.
Ανακαλύπτουμε το άτομο των μητροπόλεων: προέρχεται από τη διαδικασία αποσύνθεσης του
συστήματος, των αλλοτριωμένων, ψεύτικων και θανατηφόρων σχέσεων που δημιουργεί μέσα στη ζωή
-στο εργοστάσιο, το γραφείο, το σχολείο, το πανεπιστήμιο, τις ρεβιζιονιστικές ομάδες, τις σχολές
μαθητευόμενων εργατών ή τις ευκαιριακές δουλειές. Αυτό είμαστε: μια "φύτρα" που προέρχεται από τη
διαδικασία εκμηδένισης και καταστροφής της κοινωνίας των μητροπόλεων, τον πόλεμο όλων εναντίον
όλων, τον γενικευμένο ανταγωνισμό όλων εναντίον όλων, το σύστημα όπου βασιλεύει ο νόμος του φόβου,
του καταναγκασμού για αποδοτικότητα, του κέρδους των μεν σε βάρος των δε, της διάκρισης του λαού σε
άνδρες και γυναίκες, σε νέους και γέρους, σε άρρωστους και υγιείς, σε ξένους και σε γερμανούς".(27)
Αν υπάρχει αλλοτρίωση, υπάρχει επίσης και αντίσταση -έστω και σε δυνητική μορφή-, αφού για τους
αγωνιστές της R.A.F., καταστολή και αντίσταση αποτελούν μια ενότητα. Όμως οι κυριαρχούμενοι, οι
εκμεταλλευόμενοι δεν στρέφουν την εξέγερσή τους στη σωστή κατεύθυνση, αλλά εναντίον του εαυτού
τους ή εναντίον των πιο αδύναμων από αυτούς: σωματοποιούν τα προβλήματα καταπίεσης ή υιοθετούν
βίαιες και μάλιστα φασιστικές συμπεριφορές. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ελλείψει αγώνων, η αντίσταση
εκφράζεται μέσα από "τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, τις ψυχικές ασθένειες, τις αυτοκτονίες, την
κακομεταχείριση των παιδιών".(28)
Αυτή η ανάλυση είναι παρόμοια με εκείνη των αγωνιστών της αντιψυχιατρικής κολλεκτίβας της
Χαϊδελβέργης (S.P.K.) που έγραφαν σ' ένα κείμενο του 1971: "Το απομονωμένο άτομο προσδιορίζεται
στην ορθολογικότητά του από την ορθολογικότητα του κεφαλαίου (...). Η από μέρους του αμφισβήτηση
της καταστροφικής βίας στη ζωή δεν είναι -στην αρχή- παρά μια συγκινησιακή αμφισβήτηση. Καθώς η
"λογική" είναι το κυρίαρχο στοιχείο, αυτά τα συγκινησιακά "ψευδοβήματα" θα εξορθολογιστούν από το
άτομο και "θα εξαφανιστούν" με τη μορφή στομαχόπονων, κραμπών, σεξουαλικής ανικανότητας,
κρυολογήματος, πόνων στα δόντια, δερματικών ασθενειών, πόνων στην πλάτη, ημικρανιών, άσθματος,
προβλημάτων του κυκλοφοριακού, ενοχλήσεων στη χολή ή στα νεφρά, ή επίσης με τη μορφή

10/42
ατυχημάτων στη δουλειά, αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων, έλλειψης ικανοποίησης από τη ζωή κ.λπ., ή
διαφορετικά, οι συγκινήσεις θα εκτονωθούν μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις (...). Αυτή η βία της "λογικής"
είναι ο έρπων θάνατος, υπό την αντιδραστική μορφή της ασθένειας. Οι ανάγκες αυτού του είδους των
θυμάτων του συστήματος γίνονται το κεντρικό σημείο, η αφετηρία, η κινητήρια δύναμη της πολιτικής
δουλειάς, καθώς αποτελούν τη βάση για μια αυτόνομη σοσιαλιστική οργάνωση των ασθενών που
προσδιορίζεται με αφετηρία την ασθένεια (...)"(29)
Για τη R.A.F., όπως και για την αντιψυχιατρική κολλεκτίβα της Χαϊδελβέργης, είναι η αμφισβήτηση της
αλλοτρίωσης που νομιμοποιεί τον αγώνα: " Οι οππορτουνιστές ξεκινούν από την αλλοτριωμένη
συνείδηση του προλεταριάτου. Εμείς ξεκινάμε από το ίδιο το γεγονός της αλλοτρίωσής του, από όπου
προκύπτει η ανάγκη της απελευθέρωσής του".(30) Η αφετηρία του αγώνα είναι η αλλοτρίωση και η
απόγνωση του καθενός μέσα σε αυτό το σύστημα. Και ξαναβρίσκουμε σε αυτό το σημείο το πρόταγμα
της S.P.K.: "να μετατρέψουμε την ασθένεια σε όπλο".
Το να ξεκινάς να αγωνίζεσαι σημαίνει να "πάψεις να βλέπεις τον εαυτό σου με τα μάτια του συστήματος,
να μην αφήνεσαι πλέον να σε καθορίζουν οι καταναγκασμοί του, να απελευθερωθείς από το φόβο".(31)
Αγωνιζόμενο, το άτομο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να απελευθερώνει τον εαυτό του και να προσφέρει
επίσης και στους άλλους τη δυνατότητα της απελευθέρωσης. Το άτομο, επιτιθέμενο, "υποδεικνύει
στόχους", στρέφει την αντίσταση στη σωστή κατεύθυνση, "σημαδεύει τον εχθρό": επιτρέπει μια ταύτιση
που θα δώσει σε όλους τους κυριαρχούμενους τη δυνατότητα να εξεγερθούν οι ίδιοι.
Αν η παρανομία ορίζεται από τη R.A.F. ως το "μόνο απελευθερωμένο έδαφος" μέσα στις μητροπόλεις,
δεν είναι εξαιτίας των νέων υλικών συνθηκών που δημιουργεί -αντιθέτως, οι συνθήκες ζωής στην
παρανομία είναι πολύ πιεστικές και δύσκολες- αλλά επειδή μόνο αυτή επιτρέπει την επανάκτηση της
χαμένης ταυτότητας, χωρίς την οποία η ελευθερία δεν είναι δυνατή. "Η υποκειμενικότητα δεν μπορεί να
εκδηλωθεί και να αναπτυχθεί παρά ενάντια στους κοινωνικούς θεσμούς, ενάντια στους ιδεολογικούς
μηχανισμούς του κράτους (οικογένεια, σχολείο, εκκλησία, πανεπιστήμιο...), για τους οποίους τα
υποκείμενα δεν υπάρχουν παρά μόνο μέσω της υποταγής τους",(32) δήλωναν οι κρατούμενοι του
Σταμχάιμ.
Το αντάρτικο πόλης δεν προσφέρει την ελευθερία επειδή επιτρέπει τη συγκεκριμενοποίηση μιας ουτοπίας,
όπως συνέβη -έστω και για ένα πολύ σύντομο διάστημα- με ορισμένες επαναστατικές εμπειρίες.
Επιτρέπει την πρόσβαση σε μια εσωτερική ελευθερία που αποτελεί μια εμπειρία διανοητική,
συναισθηματική και πνευματική. Το άτομο, παλεύοντας, αρχίζει να αυτοπροσδιορίζεται, να
απελευθερώνεται από το "Υπερ-εγώ".
Σε μια κοινωνία που περιγράφεται από τη R.A.F. ως μονοδιάστατη, με την έννοια που έδινε ο Μαρκούζε
σε αυτή τη λέξη, δηλαδή μια κοινωνία όπου η καταστολή είναι εσωτερικευμένη και όπου το άτομο χάνει
ακόμα και τη συνείδηση της κατάστασής του ως κυριαχούμενου και εκμεταλλευόμενου, η απελευθέρωση
είναι πρωτίστως μια διαδικασία εσωτερική, ακόμα κι αν εγγράφεται στα πλαίσια μιας πρακτικής: του
ένοπλου αγώνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ένοπλος αγώνας είναι ένας αγώνας μοναχικός. Αντιθέτως, η
επανάκτηση της ταυτότητας απαιτεί την υπερνίκηση της απομόνωσης που έχει επιβληθεί από το σύστημα
και την ικανότητα δημιουργίας μιας νέας ποιότητας σχέσεων με τους άλλους. "Η ελευθερία απέναντι σε
αυτό το σύστημα δεν είναι δυνατή παρά μόνο μέσω της καθολικής του άρνησης, δηλαδή με την επίθεση

11/42
εναντίον του συστήματος, μέσα από μια συλλογικότητα αγώνα",(33) λένε τα μέλη της R.A.F. σε ένα
κείμενο σχετικό με τη δομή της ομάδας.
Η συλλογικότητα και η παρανομία είναι οι δύο όροι της απελευθέρωσης και της συγκρότησης μιας
"επαναστατικής ταυτότητας", αφού επιτρέπουν την ύπαρξη αυθεντικών σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της
ομάδας: "Εκεί, όπου γεννιέται κάτι σαν ένα είδος "προστασίας", μέσα από τη διαδικασία των στενών
σχέσεων που συνδέουν την ομάδα των μαχητών, το άτομο -σε αυτή την κατάσταση άκρας δέσμευσης-
γίνεται ελεύθερο, απελευθερώνεται από τον τρόπο σκέψης της καταναλωτικής κοινωνίας".(34)
Ο αγώνας δεν σταματά στο κελί της φυλακής: αν ο αγωνιστής αρνήθηκε τους "καταναγκασμούς του
συστήματος", δεν το έκανε για να αποδεχθεί καρτερικά τους καταναγκασμούς της ζωής στο κελί. Οι
φυλακισμένοι δεν έπαψαν να αγωνίζονται για να έχουν το δικαίωμα να βλέπονται, να μιλούν μεταξύ τους,
ακόμα και για το δικαίωμα να κάνουν ορισμένες κινήσεις -όπως το να κάθονται κάτω-, αφού για τη R.A.F.
αυτό που διακυβεύεται κάθε στιγμή στη φυλακή είναι σημαντικό. Ο αγώνας στη φυλακή είναι καταρχήν η
άρνηση τού να συμορφώνονται σε ο,τιδήποτε με τη θέλησή τους, προκειμένου να προκαλέσουν όσο το
δυνατόν μεγαλύτερο πρόβλημα στο προσωπικό της φυλακής και στους αστυνομικούς, προβάλλοντας μια
αδιάλειπτη αντίσταση. Έτσι, κάνουν γκριμάτσες για να γίνουν αγνώριστοι τη στιγμή που τους βγάζουν
φωτογραφίες στη φυλακή, ενώ από ορισμένους μπόρεσαν να πάρουν τα δαχτυλικά αποτυπώματα μόνο
αφού τους αναισθητοποίησαν.(35) Μια κρατούμενη της R.A.F., η Carmen Roll, έγραφε: "Δεν υποχωρούμε
στο παραμικρό, ούτε τσιγάρο, ούτε καφέ, ούτε τίποτα (...). Σε κάθε "αδυναμία" νομίζουν ότι ανακαλύπτουν
μια ευκαιρία για αυτούς και επανέρχονται, ξεκινούν από την αρχή. Μπορείς να είσαι σίγουρος για ένα
πράγμα: αν και είσαι στα χέρια τους, δεν θα κάνεις τίποτα οικειοθελώς, δε θα έχουν τίποτα από σένα (...).
Από την αρχή δε μίλησα με τις δεσμοφύλακες, δεν μπορούσα να μιλήσω μαζί τους. Γνωρίζω όλες τις
σοφές αναλύσεις ότι "η κατάστασή τους είναι επίσης αντιφατική" κ.λπ. Αυτές οι αναλύσεις είναι σωστές,
όμως έχουν ένα όριο: δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτές ακριβώς οι αντιφάσεις είναι εργαλεία τρόμου
-τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις- και ότι τελικά σε αφοπλίζουν".(36)
Οι συλλογικές απεργίες πείνας που έκαναν οι αγωνιστές της R.A.F. μέσα στη φυλακή είναι επίσης ένας
αγώνας για τη διατήρηση της ταυτότητας: με την απεργία πείνας, ο φυλακισμένος παύει να είναι ένα
"αντικείμενο" του Θεσμού και επανακτά την κυριαρχία πάνω στο σώμα του, και κατά συνέπεια πάνω στον
ίδιο του τον εαυτό. Όμως αυτή η ανάκτηση της αξιοπρέπειας ακυρώνεται από την αναγκαστική σίτιση που
υποβιβάζει τον κρατούμενο σε μια νηπιακή κατάσταση.
Μέσα στις εξαιρετικά ειδικές συνθήκες κράτησης που επιβλήθηκαν στους κρατούμενους της R.A.F., ο
αγώνας για την "ταυτότητα" ήταν ένας αγώνας ενάντια στην καταστροφή του σώματος. Μέσα σε συνθήκες
στέρησης των αισθήσεων, στην πλήρη απομόνωση, το σώμα -"καρδιά των σχέσεών μας με τον κόσμο"
(κατά τον Merleau-Ponty)- χάνει την ενότητά του και καταστρέφεται. Η αναφορά στην "επαναστατική
ταυτότητα" γίνεται το μόνο σταθερό σημείο μέσα σε αυτό το σύμπαν χωρίς όρια και χωρίς χρωματικές
αντιθέσεις που είναι το κελί της απομόνωσης, και είναι με βάση αυτή την αναφορά που ο φυλακισμένος
ανασυνθέτει το σώμα του. Τέλος, αυτή η αναφορά τού επιτρέπει να συνδεθεί με το "συλλογικό" που δεν
υπάρχει πλέον παρά μέσω της συμμετοχής καθενός από τους απομονωμένους αγωνιστές σε μια κοινή
ενέργεια. Ο Helmut Pohl, στην "απολογία" του στη δίκη του Σταμχάιμ, δήλωνε: "Η μάχη που δίνουμε στην
απομόνωση είναι η μάχη της συνείδησης. Αν δεν επιτύχουμε το θρίαμβο της νέας συνείδησης, τότε είναι η
παλιά που θα επιβληθεί".(37) Αυτή η "νέα συνείδηση" στην οποία αναφέρεται ο H. Pohl είναι η συνείδηση
του "νέου ανθρώπου", που για τους αγωνιστές της R.A.F. δεν είναι εκείνος που θα εμφανιστεί στο

12/42
μακρινό μέλλον της κομμουνιστικής κοινωνίας, αλλά ο αντάρτης πόλης: "αυτός που έχει απελευθερωθεί
από τους καταναγκασμούς του συστήματος, που έχει απαλλαγεί από κάθε μορφής ιδιοκτησία και
ανακαλύπτει τον εαυτό του μέσα στο "συλλογικό" και μέσα στον αγώνα".
Ουδέποτε η R.A.F. προτείνει ένα μοντέλο κοινωνίας, ένα εναλλακτικό σχέδιο ζωής, ούτε προκρίνει καμιά
στρατηγική για την κατάληψη της εξουσίας, αφού ο αγώνας είναι περισσότερο ο σκοπός παρά το μέσον.
Είναι ο αγώνας που δίνει την ελευθερία και τη "νέα ταυτότητα", οι οποίες αποτελούν συνήθως υπόσχεση
για τις επερχόμενες γενιές.
Ορισμένοι(38) έκαναν έναν παραλληλισμό ανάμεσα σe αυτή την "υπαρξιακή" αντίληψη του αγώνα που
διαμόρφωσε η R.A.F. και τις ιδέες που εκφράζει ο Έρνστ Γιούνγκερ στο δοκίμιο "Der Wald- ganger"(39)
που έγραψε το 1951. Σε αυτό ξανασυναντάμε την ιδέα ενός "συστήματος" που συνθλίβει το άτομο ("Ο
άνθρωπος βρίσκεται στο κέντρο μιας μεγάλης μηχανής που είναι ρυθμισμένη έτσι ώστε να τον
καταστρέψει",(40) καθώς και την ιδέα της Αντίστασης ως αυτοσκοπού: "Η Αντίσταση του Αντάρτη είναι
απόλυτη: δεν γνωρίζει ούτε ουδετερότητα, ούτε απονομή χάριτος, ούτε φυλάκιση. Δεν περιμένει ο εχθρός
του να ευαισθητοποιηθεί από τα επιχειρήματά του, κι ακόμα λιγότερο να του φερθεί ιπποτικά. Γνωρίζει
επίσης ότι, σε ό,τι αφορά τον ίδιο, η ποινή του θανάτου δεν έχει καταργηθεί".(41) Για τον "Waldganger",
όπως και για τον αντάρτη των μητροπόλεων, η μάχη δε σταματά ποτέ, δεν υπάρχει ανάπαυλα ούτε στη
φυλακή και τίποτα δε θα μπορούσε να τσακίσει την αντίστασή του. Δεν περιμένει από τον εχθρό να
αλλάξει, να μάθει. Aυτό που έχει σημασία είναι να καταφέρει πλήγματα εναντίον του. Πρέπει να τον
εξοντώσει. Ο Γιούνγκερ δηλώνει: "Ο Αντάρτης δεν αναρωτιέται αν ο εξοπλισμός του είναι προηγμένος, σε
τι επίπεδα τελειοποίησης βρίσκεται, ούτε ακόμα κι αν υπάρχει. Η "προσφυγή στα δάση" μπορεί να γίνει
ανά πάσα στιγμή, σε κάθε τόπο και ακόμα κι αν οι δυνάμεις του εχθρού είναι από αριθμητική άποψη
συντριπτικά ανώτερες".(42) Αν αντικαταστήσουμε τις λέξεις "Αντάρτης" και "προσφυγή στα δάση"
(Waldganger και Waldgang) με τις λέξεις αντάρτης πόλης και αντάρτικο πόλης αντίστοιχα, αυτό το
απόσπασμα θα μπορούσε να αποδοθεί στη R.A.F., για την οποία οι συνθήκες αγώνα εξαρτώνται
λιγότερο από το στρατιωτικό δυναμικό και περισσότερο από την απόφαση να αγωνιστείς.
Οι αγωνιστές της R.A.F θα αρνούνταν κατηγορηματικά αυτή την πατρότητα ιδεών: ουδέποτε
αναφέρθηκαν στο Γιούνγκερ, κι ίσως μάλιστα να μην διάβασαν ποτέ το έργο του. Όσο για τον ίδιο το
Γιούνγκερ, κάνει σφοδρή κριτική σε αυτό που αποκαλεί "τρομοκρατία" και επιλέγει το στρατόπεδο του
Κράτους ενάντια σε εκείνο των ομάδων ένοπλου αγώνα.(43) Αυτό που ο Γιούνγκερ υποστηρίζει σε αυτό
το δοκίμιο είναι η ίδια η ιδέα της αντίστασης, της ανταρσίας, αλλά δεν πρόκειται κατ' ανάγκην για έναν
αγώνα με όπλα.
Η σημασία που αποδίδει η R.A.F. στην υποκειμενικότητα και τη βούληση εκφράζεται κυρίως μέσα από
μια νέα προσέγγιση του "επαναστατικού υποκειμένου", η οποία απομακρύνει τους αγωνιστές της R.A.F.
από τον "ορθόδοξο μαρξισμό" και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό, όπως θα δούμε, τη στρατηγική της
ομάδας.
1. Απόσπασμα από το βιβλίο La "bande a Baader" ou la violence revolutionnaire, ed. Champ Libre,
σελ.110.
2. Το σύνολο των δηλώσεων των φυλακισμένων στο Σταμχάιμ κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1977,
ταυτόχρονα στα γαλλικά από τις εκδόσεις Maspero και στα γερμανικά από έναν σουηδό εκδότη. Το 1983

13/42
δημοσιεύτηκε το σύνολο των κειμένων της R.A.F. με τη μορφή συλλογής 620 σελίδων από συμπαθούντες
της ομάδας, χωρίς ονομαστική αναφορά εκδότη. Οι πρώτες δημοσιεύσεις κειμένων της R.A.F. στα
γαλλικά και τα γερμανικά πραγματοποιήθηκαν χάρη στο δικηγόρο των φυλακισμένων της R.A.F. Klaus
Croissant και την επιτροπή υποστήριξης των φυλακισμένων στη Στουτγάρδη, μετά από αίτημα των ίδιων
των κρατούμενων του Σταμχάιμ.
3. Αυτά τα κείμενα δημοσιεύτηκαν σε έντυπα του χώρου των γερμανών, βέλγων και γάλλων
συμπαθούντων της R.A.F.
4. Λαμβάνουμε υπόψη μας το κείμενο του 1982 επειδή αναφέρεται στην επιθετική φάση του 1977 η οποία
εμπεριέχεται στην περίοδο που μας ενδιαφέρει.
5. Texte der R.A.F., χωρίς αναφορά εκδότη, 1983 (620 σελίδες).
6. Από το κείμενο της Ulrike Meinhof με τίτλο "Berlin-Moabit 13 Septembre 1974", Textes de la R.A.F., ed.
Maspero, σελ. 34.
7. Συνέντευξη του Χόρστ Μάλερ, βλ. διδακτορική διατριβή της Anne Steiner με τίτλο "Guerilla Urbaine en
Europe Occidentale", Universite Paris X, Juin 1985.
8. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, σελ. 84.
9. Ο χριστιανοδημοκράτης ηγέτης Barzel χρησιμοποίησε αυτή τη φράση το 1965.
10. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, σελ. 64.11. Απόσπασμα από το κείμενο του Αντρέ Γκλυκσμάν
"Nouveau fascisme, nouvelle democratie" που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση "Les Temps Modernes",
το Μάιο του 1972, σελ. 315.
12. Από το ίδιο κείμενο, σελ. 277.
13. Από το ίδιο κείμενο, σελ. 316.
14. Οι ίδιοι οι αγωνιστές της R.A.F. δεν αναφέρθηκαν ποτέ στον Γκλυκσμάν, όμως υιοθετούν σε ό,τι
αφορά τη Γερμανία την αντίληψή του για το "νέο φασισμό".
15. Απόσπασμα από το κείμενο της R.A.F "Histoire de la R.A.F. et de la gauche allemande traditionnelle"
που περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Textes de la R.A.F"., ed. Maspero, σελ. 75-82
16. Από το ίδιο κείμενο, σελ. 79.
17. Textes de la R.A.F, σελ. 81.
18. Από το ίδιο, σελ. 79.
19. Από το ίδιο, σελ. 67.

14/42
20. Από το ίδιο, σελ. 79.
21. Από το ίδιο, σελ. 79.
22. Πρόκειται για τους Christa Eckes, Ilse Stachowiack, Eberhard Becker, Helmut Pohl και Wolfgang Beer
οι οποίοι συνελήφθησαν στις 4 Φεβρ. 1974 στο Αμβούργο με την κατηγορία ότι θέλησαν να
επανασυγκροτήσουν τη R.A.F.
23. Η ακριβής ημερομηνία σύνταξης αυτού του κειμένου δεν είναι γνωστή. Γράφτηκε στις αρχές Μάη του
1976. Θα ήταν ενδιαφέρον να γνωρίζαμε αν γράφτηκε πριν ή μετά τις 8 Μάη 1976 (ημερομηνία θανάτου
της Ούλρικε Μάινχοφ), επειδή η αντίληψη που διατυπώνεται σε αυτό το κείμενο είναι αρκετά
απομακρυσμένη από την αντίληψη που είχε διατυπώσει η ίδια η Μάινχοφ στο "γράμμα προς τους
συντρόφους του Αμβούργου" που έγραψε λίγες μέρες νωρίτερα.
24. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, σελ. 56.
25. βλ. Herbert Marcuse, "La fin de l' Utopie", Ed. Le Seuil, 1968.
26. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, p. 77.27. Δήλωση της Ούλρικε Μάινχοφ στη δίκη του Berlin-Moabit
(13 Σεπτέμβρη 1974). Περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Textes de la R.A.F.", ed. Maspero, σελ. 37-38.
28. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, p. 41.
29. "Faire de la maladie une arme", S.P.K., ed. Champ Libre.
30. "Δήλωση στη δίκη του Berlin-Moabit" που περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Textes de la R.A.F.", ed.
Maspero, σελ. 38.
31. Στο ίδιο, σελ. 38.
32. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, p. 125.
33. Στο ίδιο, σελ. 59.
34. Στο ίδιο, σελ. 125.
35. A propos du proces Baader-Meinhof, ed. Bourgois, p. 134-135.
36. Στο ίδιο, σελ. 136.
37. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, p. 175.
38. Πρόκειται για τον Til Schultz ο οποίος έγραψε ένα σχετικό άρθρο στην επιθεώρηση Kursbusch, νο 35,
1974.

15/42
39. Η λέξη Waldganger σημαίνει προγραμμένος. Ο Γιούνγκερ χρησιμοποιεί εδώ μια λέξη που προέρχεται
από τους ισλανδικούς θρύλους και η οποία υποδηλώνει αυτόν που έπρεπε να καταφύγει στα δάση,
επειδή είχε θεωρηθεί ένοχος για κάποιο αδίκημα. Ο γάλλος μεταφραστής χρησιμοποίησε στη μετάφραση
τον όρο "αντάρτης". Waldganger είναι αυτός που προτιμά τη μοναξιά, τη στέρηση και τον κίνδυνο από το
να υποταχθεί σε μια εξουσία που θεωρεί άνομη.
40. Ernst Junger, Traite du Rebelle, ed. Bourgois, p. 126.
41. Στο ίδιο, σελ. 103. Θα μπορούσαμε με τον ίδιο τρόπο να θεωρήσουμε ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στο
βιβλίο του Γιούνγκερ και ορισμένα σημεία της "Κατήχησης του επαναστάτη" του Νετσάγεφ ο οποίος
υποστηρίζει: "Ο επαναστάτης θυσιάζει τη ζωή του. Δεν έχει να δείξει κανένα έλεος απέναντι στο Κράτος
και πολύ περισσότερο δεν έχει να περιμένει κανένα έλεος από τη μεριά του Κράτους".
42. Ernst Junger, Traite du Rebelle, ed. Bourgois, p. 115.
43. Συνέντευξη του Έρν. Γιούνγκερ στην εφημερίδα Le Monde (21/6/1978). Σε ερώτηση σχετικά με τη
R.A.F., ο Γιούνγκερ είχε καταδικάσει έντονα την πρακτική της.
Ο Χανς Γιοαχίμ Κλάιν, πρώην μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF)
Anne Steiner - Loic Debray
ΙΙ. Επαναστατικό υποκείμενο και στρατηγική
Η εξαφάνιση του a priori προσδιορισμένου επαναστατικού υποκειμένου
Το ζήτημα του επαναστατικού υποκειμένου, παλιό ζήτημα που τέθηκε στα πλαίσια του εργατικού
κινήματος, δίχαζε πάντοτε τους επαναστάτες. Ήδη από την εποχή της Πρώτης Διεθνούς, η διαμάχη
ανάμεσα στον Μαρξ και τον Μπακούνιν(1) αφορούσε στο ποιό θα είναι το υποκείμενο που θα κάνει την
επανάσταση, καθώς και στο ποιά θα είναι η μελλοντική κοινωνία. Ακολουθεί στη συνέχεια η πολεμική
στους κόλπους της Δεύτερης Διεθνούς σε σχέση με την "αστικοποίηση" (ήδη από τότε!) του
προλεταριάτου. Πιο κοντά στην εποχή μας, ο Αλτουσέρ θεωρεί ότι επιλύει το πρόβλημα, καταργώντας το
επαναστατικό υποκείμενο, αφού σύμφωνα με την άποψή του, το υποκείμενο είναι μια έννοια της αστικής
φιλοσοφίας που παραπέμπει στην ουσία, την καταγωγή και την αιτιακή σχέση, και η επανάσταση
αποτελεί γι αυτόν "μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο".(2)
Για τον Αντόνιο Νέγκρι, το προλεταριάτο δεν προσδιορίζεται πλέον από τη θέση του στην παραγωγή,
αλλά από την ένταξή του στο σύνολο της κοινωνικής παραγωγικής διαδικασίας,(3) ενώ ο Αλαίν Μπαντιού
υποστηρίζει: "Κάναμε λάθος να αντιλαμβανόμαστε το προλεταριάτο ως μια νομικοϊστορική έννοια, ως το
υποκείμενο της ιστορικής ευθύνης. Το προλεταριάτο είναι μια μαθηματικοπολιτική έννοια".(4)
Σε ένα κείμενο του 1972, η R.A.F. αναλύει τη δική της αντίληψη για το επαναστατικό υποκείμενο. Θεωρεί
ότι σήμερα η εκμετάλλευση και η κυριαρχία σε βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης δεν εντοπίζονται μόνο
στην παραγωγή, αλλά και στην κατανάλωση και σε κάθε πτυχή της ζωής: "...Το σύστημα κατέλαβε το

16/42
σύνολο του ελεύθερου χρόνου του ανθρώπινου όντος. Στην εκμετάλλευση των φυσικών δυνάμεων του
ανθρώπου στο εργοστάσιο έρχεται να προστεθεί η εκμετάλλευση της σκέψης και των συναισθημάτων,
των προσδοκιών και των ουτοπιών από τα ΜΜΕ και τη μαζική κατανάλωση... Το σύστημα στις
μητροπόλεις κατόρθωσε να βυθίσει τόσο βαθιά τις μάζες μέσα στην κοπριά του ώστε να τις κάνει να
χάσουν την αντίληψή τους για τον ίδιο τους τον εαυτό ως εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων: ένα
αυτοκίνητο, μια ασφάλεια ζωής, ένα συμβόλαιο κατοικίας είναι αρκετά για να τις κάνουν να αποδεχτούν
όλα τα εγκλήματα του συστήματος και πέρα από το αυτοκίνητο, τις διακοπές, την πολυτελή τουαλέττα δεν
μπορούν να ελπίζουν σε τίποτε άλλο".(5)
Στο σημείο αυτό, εκφράζεται από τη R.A.F. μια θέση συγγενής με εκείνη του Μαρκούζε στο έργο του "Ο
μονοδιάστατος άνθρωπος": η αλλοτρίωση είναι τέλεια, βρίσκεται παντού, όχι μόνο στην παραγωγή, αλλά
και στην κατανάλωση, και σε όλους τους τομείς της ζωής. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι αντικείμενο
εκμετάλλευσης και κυριαρχίας 24 ώρες το 24ωρο. Είναι η "κλειστή" κοινωνία του Μαρκούζε που
"κυριαρχεί και ενσωματώνει όλες τις διαστάσεις της ύπαρξης, ιδιωτικής και δημόσιας".(6) "Οι άνθρωποι
αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στο αυτοκίνητό τους, στο στερεοφωνικό τους, το διώροφο σπίτι τους, τον
εξοπλισμό της κουζίνας τους".(7) Και προσθέτει: "Αν ο εργάτης και το αφεντικό του παρακολουθούν το
ίδιο τηλεοπτικό πρόγραμμα..., αυτή η εξομοίωση δε σημαίνει την εξαφάνιση των τάξεων. Καταδεικνύει,
αντίθετα, το βαθμό στον οποίο οι κυριαρχούμενες τάξεις συμμετέχουν στις ανάγκες και τις ικανοποιήσεις
που εγγυώνται τη διατήρηση των αρχουσών τάξεων...".(8) "Όσο πιο ορθολογική, παραγωγική, τεχνική και
καθολική γίνεται η διαχείριση της καταπιεστικής κοινωνίας, τόσο πιο πολύ τα άτομα δυσκολεύονται να
φανταστούν τα μέσα που θα τους επιτρέψουν να σπάσουν τα δεσμά της σκλαβιάς τους και να
κατακτήσουν την ελευθερία τους".(9)
Για τη R.A.F., όπως και για τον Μαρκούζε, η μονοδιάστατη κοινωνία δεν είναι μια κοινωνία χωρίς τάξεις,
αλλά μια κοινωνία όπου οι εκμεταλλευόμενες τάξεις δεν έχουν πια τη δυνατότητα να αναγνωρίσουν τον
εαυτό τους ως τέτοιο. Ωστόσο αυτή η ανάλυση δεν συνεπάγεται, για τη R.A.F., την αναγκαιότητα
συγκρότησης μιας πρωτοπορίας λενινιστικού τύπου, η οποία θα όφειλε να προσδιορίσει μια
μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα επιτρέψει τη μετάβαση από την "τάξη καθεαυτή" στην "τάξη για τον
εαυτό της": "Η ιδέα μιας πρωτοπορίας που αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοια, αντανακλά μια αντίληψη
κύρους που έχει θέση μόνο στα πλαίσια της κυρίαρχης τάξης και προσβλέπει στην κυριαρχία".(10)
Ούτε πρόκειται για μια διαπίστωση παραίτησης. Αντίθετα, είναι αυτή η συντριβή κι αυτή η εξατομίκευση
που δίνουν τη δυνατότητα ενός ριζοσπαστικού αγώνα ο οποίος δεν εξαρτάται παρά από την απόφαση
των ατόμων. Όπως γράφει ο Σαρτρ: "Οι αλλοτριώσεις παραπέμπουν άμεσα στην ελευθερία, αφού δεν
μπορούμε να αλλοτρίωσουμε τίποτε άλλο εκτός από την ελευθερία".(11)
Η R.A.F. θεωρεί την ελευθερία ως το οντολογικό θεμέλιο της αλλοτρίωσης, η οποία με τη σειρά της έχει
ιστορικό χαρακτήρα. Συνεπώς, η δυνατότητα εξέγερσης υπάρχει παρά την καθολική παρουσία της
αλλοτρίωσης: "Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι επαναστατικό υποκείμενο είναι ο καθένας που

17/42
απελευθερώνεται από αυτούς τους καταναγκασμούς και αρνείται να συμμετάσχει στα εγκλήματα του
συστήματος. Ότι ο καθένας από αυτούς που βρίσκουν την πολιτική τους ταυτότητα στους
απελευθερωτικούς αγώνες των λαών του Τρίτου Κόσμου, καθένας από αυτούς που αρνούνται να είναι
λειτουργικοί για το σύστημα, καθένας από αυτούς είναι: επαναστατικό υποκείμενο, σύντροφος".(12) Κάθε
άτομο που αγωνίζεται είναι μια νησίδα ελευθερίας.
Για τη R.A.F., το επαναστατικό υποκείμενο δεν προσδιορίζεται ούτε απ' τη θέση του στη διαδικασία
παραγωγής, ούτε από τη θέση του στη διαδικασία κατανάλωσης. Δεν ενσωματώνεται πλέον σε καμία
κοινωνιολογική ή πολιτική κατηγορία, αλλά συγκροτείται από το σύνολο των εξεγερσιακών
υποκειμενικοτήτων και των ατομικών εξεγερσιακών πράξεων. Ενώ ο Μαρκούζε βλέπει σε ορισμένες
κοινωνικές κατηγορίες μια προδιάθεση για αγώνα: "Ωστόσο, κάτω από τις λαϊκές συντηρητικές τάξεις,
υπάρχει το υπόστρωμα των παριών, των αουτσάιντερ, των άλλων φυλών, των άλλων χρωμάτων..., οι
κυνηγημένοι, οι άνεργοι, αυτοί που δεν είναι απασχολήσιμοι..., αυτοί που δεν θέλουν πλέον να παίζουν το
παιχνίδι του συστήματος".(13) Αντίθετα, η R.A.F. αποκλείει κάθε ντετερμινισμό: οι περιθωριακοί και οι
αποκλεισμένοι του συστήματος δεν βρίσκονται σε καλύτερη θέση αγώνα σε σχέση με οποιονδήποτε
άλλον. Το επαναστατικό υποκείμενο είναι οποιοσδήποτε, από τη στιγμή που αγωνίζεται, που δεν
υποτάσσεται στις επιταγές του συστήματος. Το να υποστηρίζει ότι το επαναστατικό υποκείμενο μπορεί να
είναι οποιοσδήποτε, αυτό σημαίνει ότι η R.A.F. δεν έχει αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα. Η ομάδα δεν
παρεμβαίνει στο όνομα κάποιου άλλου που δεν είναι η ίδια (του προλεταριάτου ή των μαζών). Η R.A.F.
είναι η ίδια επαναστατικό υποκείμενο, εξαιτίας αυτού που κάνει εδώ και τώρα: "Πρόκειται για μας! Είμαστε
επαναστατικό υποκείμενο: αυτός που αρχίζει να αγωνίζεται και να αντιστέκεται είναι ένας από μας".(14)
Δεν υπάρχει πλέον μια σωρευτική αντίληψη της ιστορίας με αφετηρία την κατηγορία ενός καθορισμένου
επαναστατικού υποκειμένου, όπως στη μαρξιστική θεωρία, και ιδιαίτερα στον Λούκατς,(15) στο έργο του
"Ιστορία και ταξική συνείδηση". Επίσης, η R.A.F. δεν μπορεί να είναι η οργάνωση που θα συλλέξει τις
εμπειρίες του εργατικού κινήματος. Δεν είναι ο καθρέφτης του επαναστατικού υποκειμένου, μέσα στον
οποίο αυτό θα μπορέσει να αναγνωρίσει τον εαυτό του και να ταυτιστεί. Το επαναστατικό υποκείμενο δεν
είναι πλέον αυτό που ελπίζει κανείς, που το διαπαιδαγωγεί, που το περιμένει, που του αναθέτει μια
ιστορική αποστολή, που το ξεσηκώνει: η R.A.F. δεν πρόκειται να περιμένει ούτε τις μάζες να κάνουν την
επανάσταση ούτε τις αντικειμενικές συνθήκες να γίνουν ευνοϊκότερες.
Σε αυτή την προοπτική, όποιος δεν αγωνίζεται, ενώ αυτοαποκαλείται επαναστάτης, είναι "κακόπιστος" με
την έννοια που δίνει σε αυτή τη λέξη ο Σαρτρ, δηλαδή προσπαθεί να βρει λόγους, δικαιολογίες για να μην
αγωνίζεται. Για τη R.A.F., κάθε πολιτική, ιστορική, γεωστρατηγική κατάσταση μπορεί και, κυρίως, οφείλει
να ξεπεραστεί: στον καθένα εναπόκειται να αρχίσει άμεσα να οργανώνει τη μάχη, εκεί όπου βρίσκεται.
Όταν η R.A.F. λέει "Πρόκειται για μας, εμείς είμαστε επαναστατικό υποκείμενο", δεν πρόκειται για μια
απόπειρα αποκλειστικής οικειοποίησης του τίτλου του "επαναστατικού υποκειμένου". Αυτό το "εμείς"
μπορεί να οικειοποιηθεί από πολλές ομάδες, από τη στιγμή που αγωνίζονται ενάντια στην κυριαρχία και
την εκμετάλλευση, χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα με τη R.A.F., και καθώς αυτές οι ομάδες δημιουργούνται

18/42
σε παγκόσμια κλίμακα, καμιά περιοχή του κόσμου δεν πρέπει να παραμένει έξω από τον αγώνα. Όλα τα
κινήματα που σε κάθε γωνιά του κόσμου παλεύουν με το όπλο στο χέρι είναι "επαναστατικά υποκείμενα".
Η R.A.F. διαπιστώνει ότι, σε μια παγκόσμια προοπτική, οι λαοί του Τρίτου Κόσμου αντιπροσωπεύουν το
προλεταριάτο και βρίσκονται "στην πρωτοπορία της αντιϊμπεριαλιστικής επανάστασης, γεγονός που
σηματοδοτεί τη μεγάλη αντικειμενική ελπίδα ότι οι άνθρωποι θα απελευθερωθούν από μόνοι τους".(16)
Ωστόσο, η R.A.F. δεν συμμεριζόταν τις θέσεις εκείνων που θεωρούν ότι η ανταγωνιστική αντίθεση μεταξύ
Αστικής Τάξης και Προλεταριάτου μετατίθεται στην αντίθεση μεταξύ βιομηχανοποιημένων χωρών και
προλεταριακών εθνών (αντίθεση Βορρά - Νότου). Βρισκόταν ήδη πιο κοντά στη θέση του Αλαίν Μπαντιού
που εντοπίζει την ανταγωνιστική αντίθεση στη σχέση μεταξύ προλεταριάτου και ιμπεριαλιστικού
συστήματος, με το προλεταριάτο να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού του συστήματος.
Είδαμε προηγουμένως ότι, σύμφωνα με τη R.A.F., η εκμετάλλευση και η κυριαρχία σε βάρος των μαζών
στις μητροπόλεις έχει αγγίξει έναν άνευ προηγουμένου βαθμό τελειότητας. Το προλεταριάτο στις
βιομηχανικές χώρες δεν συνιστά, λοιπόν, μια εργατική αριστοκρατία. Απλώς "το προλεταριάτο μέσα στην
ιμπεριαλιστική μητρόπολη, οργανωμένο, καταγραμμένο και ελεγχόμενο σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής
του από το κεφάλαιο - μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κράτους, τα συνδικάτα και τα
κόμματα - δεν μπορεί σε εθνικό πλαίσιο να γίνει τάξη για τον εαυτό της".(17) Αυτό δεν σημαίνει ότι η
πρωτοβουλία για δράση σταματά να αναπτύσσεται στο πεδίο των μητροπόλεων, όπου οι επαναστάτες
έχουν ένα ιδιαίτερο καθήκον να εκπληρώσουν: "Αυτό που προσδίδει στρατιωτική ορθότητα στο αντάρτικο
των μητροπόλεων -στη R.A.F. εδώ, στις Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, στον Ενωμένο Λαϊκό
Απελευθερωτικό Στρατό (United People Liberation Army) στις Η.Π.Α.- είναι ότι, στα πλαίσια των
απελευθερωτικών αγώνων των λαών του Τρίτου Κόσμου και μέσα από έναν αγώνα αλληλεγγύης προς
αυτούς, το αντάρτικο μπορεί να επιτεθεί στον ιμπεριαλισμό εδώ, στα μετόπισθεν, από όπου αυτός εξάγει
τα στρατεύματά του, τα όπλα του, τις οδηγίες του, την τεχνολογία του, τα συστήματα επικοινωνίας του και
τον πολιτισμικό φασισμό του για να καταπιέσει και να εκμεταλλευτεί τους λαούς του Τρίτου Κόσμου. Να τί
προσδιορίζει στρατηγικά το αντάρτικο στις μητροπόλεις: η διεξαγωγή στα μετόπισθεν του ιμπεριαλισμού
του ένοπλου αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, του λαϊκού πολέμου".(18)
Είναι με αυτή την έννοια που πρέπει να αντιληφθούμε και το όνομα της R.A.F., "Φράξια Κόκκινος
Στρατός". Η R.A.F. είναι η ένοπλη φράξια του γερμανικού επαναστατικού κινήματος, ένας
πολιτικοστρατιωτικός πυρήνας που καλείται να αυξηθεί και να αναπτυχθεί, και ταυτόχρονα μια απ' τις
φράξιες του παγκόσμιου κόκκινου στρατού, που αποτελείται από το σύνολο των απελευθερωτικών
κινημάτων των λαών του Τρίτου Κόσμου και των οργανώσεων του αντάρτικου μέσα στις μητροπόλεις.
Όμως αυτά τα διαφορετικά κινήματα που αγωνίζονται στην περιφέρεια και το κέντρο δεν πρέπει σε καμία
περίπτωση να γίνονται αντιληπτά ως τα διαφορετικά σώματα ενός ενιαίου στρατού που μάχεται κάτω από
την καθοδήγηση ενός "παγκόσμιου επιτελείου της Επανάστασης", όπως για παράδειγμα τα διάφορα
κομμουνιστικά κόμματα που οργανώθηκαν στους κόλπους της Τρίτης Διεθνούς.

19/42
Η αλληλεγγύη εκδηλώνεται με τρόπο οριζόντιο και αυθόρμητο. Η R.A.F. δεν αναγνώριζε την
πρωτοκαθεδρία κανενός απελευθερωτικού κινήματος έναντι των υπόλοιπων. Στόχος των αγωνιστών της
δεν ήταν η ενοποίησή τους με μια αντάρτικη μονάδα στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή ή τη Λατινική
Αμερική, αλλά η συγκρότηση ένοπλης φράξιας εκεί όπου βρίσκονταν, εκεί όπου "ο ιμπεριαλισμός πιστεύει
ότι είναι ασφαλής, εκεί όπου είναι συγκεντρωμένα τα καθοδηγητικά του κέντρα"(19), διατηρώντας πλήρη
αυτονομία σε ό,τι αφορά την οργάνωση του αγώνα. Σε αυτόν τον αγώνα που διεξάγεται σε παγκόσμια
κλίμακα, δεν μπορούν να υπάρχουν στάδια, ούτε απελευθερωμένα εδάφη, όσο ο ιμπεριαλισμός δε
νικιέται παντού: "Σε αντίθεση με την ανάλυση του Γκεβάρα, εμείς λέμε ότι η παγκόσμια επαναστατική
διαδικασία είναι μια διαδικασία ενιαία. Αναπτύσσεται όχι μέσω σταδίων, αλλά στο βαθμό που εθνικά
εδάφη απελευθερώνονται από τον έλεγχο του αμερικάνικου κεφαλαίου και σε όλες τις χώρες του
ιμπεριαλιστικού συστήματος - τόσο στην περιφέρεια όσο και στο κέντρο - υπάρχουν ομάδες που
παίρνουν τα όπλα και μάχονται".(20)
Η R.A.F. θεωρεί τον εαυτό της ως μια ουσιαστική στιγμή στην παγκόσμια επαναστατική διαδικασία. Όταν
μιλά για πρωτοπορία των λαών του Τρίτου Κόσμου που έχουν πάρει τα όπλα, είναι μόνο από ποσοτική
άποψη σε σύγκριση με τα αντάρτικα των μητροπόλεων που το δυναμικό τους είναι περιορισμένο. Αν και η
R.A.F. δεν αντιπροσωπεύει κανέναν άλλο παρά τον εαυτό της στη σκηνή της Ιστορίας, κι όχι αυτή ή την
άλλη κοινωνική κατηγορία που θα αποτελούσε "επαναστατικό υποκείμενο", τονίζει ωστόσο ότι η υπόθεσή
της είναι κοινή με εκείνη των πιο στερημένων και κυριαρχούμενων στις μητροπόλεις, καθώς και των
μαζών του Τρίτου Κόσμου: "...Η υπόθεση του λαού, των μαζών, των εργαζόμενων στην αλυσίδα
παραγωγής, του "λούμπεν-προλεταριάτου", των φυλακισμένων, των μαθητευόμενων εργατών -των
κατώτερων κοινωνικά μαζών εδώ- και των απελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο είναι υπόθεσή
μας. Η υπόθεσή μας - ο ένοπλος αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό- είναι υπόθεση των μαζών και
αντίστροφα".(21)
Αν η R.A.F. μιλά εδώ για την υπόθεση των πιο εκμεταλλευόμενων και των πιο καταπιεσμένων, αυτό δεν
έρχεται σε αντίφαση με το γεγονός ότι γι αυτήν δεν υπάρχει πλέον προκαθορισμένο επαναστατικό
υποκείμενο, ούτε κοινωνικές κατηγορίες ή άτομα που δυνητικά είναι πιο επαναστατικά από ότι άλλα.
Εννοεί ότι υπάρχουν δύο στρατόπεδα: αυτό των εκμεταλλευτών κι αυτό των κυριαρχούμενων, ακόμα κι
αν οι τελευταίοι δείχνουν συνήθως αλληλέγγυοι με τους δημίους τους. Πρέπει να κατανοήσουμε αυτή την
υπόθεση ως μια απαίτηση δικαιοσύνης, ηθικής: ως έναν ορίζοντα που πρέπει να αδραχτεί. Για τη R.A.F.,
η δικαιοσύνη ή το τέλος της αλλοτρίωσης δε συνάγονται από μια "θεωρία-επιστήμη", όπως πιστεύουν οι
μαρξιστές. Υπάρχει ένα πρόταγμα: πρέπει να αγωνιζόμαστε.
Για τη R.A.F., η εξαφάνιση του επαναστατικού υποκειμένου με αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, του
επαναστατικού υποκειμένου το οποίο αποτελεί θεματοφύλακα της θεωρίας και εγγυητή της σχέσης
θεωρίας και πρακτικής, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη στρατηγική της ομάδας που η ουσιαστική

20/42
καινοτομία της σε σχέση με την επαναστατική παράδοση είναι η τάση να μη θεωρεί τις μάζες ως έναν
"τρίτο προς διαπαιδαγώγηση". Αυτό όμως, δεν εμποδίζει τη R.A.F.- επαναστατικό υποκείμενο να στοχεύει
ορισμένες φορές στην έμπνευση τρίτων.
Στρατηγική χωρίς απεύθυνση σε τρίτο
Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, υπάρχουν μόνο δύο δυνάμεις που συγκρούονται: η R.A.F. και η
"ιμπεριαλιστική μηχανή". Αυτή η τελευταία έχει, σύμφωνα με τη R.A.F., διάφορες μορφές: είναι ο
αμερικάνικος στρατός, το γερμανικό κράτος, οι πολιτικοοικονομικοί ηγέτες. Οι διαφορετικές πτυχές της
ιμπεριαλιστικής μηχανής αποτελούν το στόχο της R.A.F. και η ενότητά τους τονίζεται μέσα από τις
αναλύσεις της ομάδας: το γερμανικό κράτος θεωρείται σαν ένα "κράτος μαριονέτα" υποταγμένο στον
αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Είναι ταυτόχρονα, με βάση τη διάκριση του Αλτουσέρ, ένας κατασταλτικός
μηχανισμός που λειτουργεί με βάση τη βία (δικαιοσύνη, αστυνομία, στρατός...) κι ένας ιδεολογικός
μηχανισμός (τύπος, πανεπιστήμια...). Όσο για τους πολιτικοοικονομικούς ηγέτες, αυτοί είναι, για τη R.A.F.,
η ενσάρκωση αυτού του συστήματος.
Συνεπώς, οι στόχοι της R.A.F. θα είναι τα αστυνομικά τμήματα, οι εγκαταστάσεις του αμερικάνικου
στρατού, το εκδοτικό συγκρότημα του Springer, οι δικαστές και οι εισαγγελείς, η ηγεσία των βιομηχάνων
και των τραπεζιτών. Για τη R.A.F., "σκοπός του αντάρτικου είναι να πλήξει την κρατική μηχανή σε
συγκεκριμένα σημεία και να τη θέσει εκτός λειτουργίας".(22) Σε αυτή την αναμέτρηση, η R.A.F. είναι μόνη
απέναντι στην "ιμπεριαλιστική μηχανή" και όταν επιτίθεται στις εγκαταστάσεις του αμερικάνικου στρατού
στη Φρανκφούρτη ή τη Χαϊδελβέργη δεν ισχυρίζεται ότι οι μάζες θα κατανοήσουν τις ενέργειές της και θα
μάθουν κάτι από αυτές. Αυτό που έχει σημασία για τη R.A.F. είναι να επιφέρει πλήγματα στο στρατιωτικό
και ηθικό δυναμικό του ιμπεριαλισμού.
Στην ανακοίνωση με την οποία αναλαμβάνει την ευθύνη της επίθεσης ενάντια στις αμερικάνικες
στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη Φρανκφούρτη, η R.A.F. δηλώνει: "Η Δυτ. Γερμανία και το Δυτ. Βερολίνο
πρέπει να πάψουν να χρησιμεύουν σαν χώρος ασφαλούς αναδίπλωσης για τους στρατηγούς της
εξόντωσης. Στο εξής θα γνωρίζουν ότι τα εγκλήματά τους ενάντια στο βιετναμέζικο λαό τούς
δημιούργησαν καινούριους εχθρούς που θα τους πολεμήσουν λυσσαλέα, κι ότι δεν υπάρχει πια γι αυτούς
μέρος στον κόσμο που να μπορούν να είναι ασφαλείς μπροστά στις επιθέσεις των μονάδων του
επαναστατικού αντάρτικου".(23) Στόχος αυτής της ενέργειας είναι η αποδιοργάνωση του εχθρού, κι ακόμα
κι αν η επίθεση δε γίνει κατανοητή από κανέναν, η αποτελεσματικότητά της είναι άμεση και ολοφάνερη: οι
αμερικάνοι αξιωματικοί και στρατιώτες θα έχουν καταλάβει, κι αυτό είναι το σημαντικό. Με αυτή την
ενέργεια χτυπιέται επίσης το γερμανικό κράτος κι είναι ίσως αυτό που πλήττεται πρώτο. Η κατανόηση
από πλευράς των μαζών, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα ήταν στοιχείο απαραίτητο ως προς την
αποτελεσματικότητα της πράξης, απλά θα ήταν ένα επιπλέον στοιχείο. Αντίληψη που συνδέεται με τη

21/42
θεώρηση της R.A.F. ως "επαναστατικού υποκειμένου". Σε αυτό τον πόλεμο δεν υπάρχουν περιθώρια για
διαπραγματεύσεις, και η R.A.F. δεν προσπαθεί να πείσει τον εχθρό της να αλλάξει, να γίνει πιο δίκαιος: η
μόνη λύση είναι να τον λυγίσει, να τον καταστρέψει.
Ήδη η πρώτη ενέργεια της οποίας η R.A.F. ανέλαβε την ευθύνη, η απελευθέρωση του Αντρέας Μπάαντερ
στις 14 Μάη 1970, εντασσόταν στην προοπτική μιας στρατηγικής που δεν απευθύνεται σε κάποιον τρίτο.
"Δεν απελευθερώσαμε τον Μπάαντερ για λόγους προπαγάνδας, αλλά απλά για να είναι ελεύθερος",(24)
δήλωνε η ομάδα το 1971. Εκείνο που έβλεπε η R.A.F. σε αυτήν την πρώτη ενέργεια ήταν η επίτευξη ενός
άμεσου στόχου: λίγο ενδιέφερε αν η ενέργεια γινόταν κατανοητή από οποιονδήποτε τρίτο.
Στρατηγική με διαπαιδαγωγήσιμο τρίτο
Ωστόσο, η R.A.F. σε ορισμένες περιπτώσεις υιοθετεί μια στάση παιδαγωγικού τύπου, απευθυνόμενη σε
έναν τρίτο που -ανάλογα με την περίσταση- είναι οι μάζες, η γερμανική άκρα αριστερά ή η διεθνής κοινή
γνώμη. Επομένως στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, τρεις είναι οι παράγοντες που αναδεικνύονται: η
R.A.F., "το ιμπεριαλιστικό σύστημα" και ο τρίτος του οποίου αναμένεται η περίφημη "συνειδητοποίηση".
Στην ερώτηση του περιοδικού Spiegel -στα πλαίσια μιας συνέντευξης που δόθηκε στις 20 Ιανουαρίου
1975- "Δεν παρατηρείτε ότι κανείς πια δεν κατεβαίνει στους δρόμους για σας;", η R.A.F., παραπέμποντας
στα αποτελέσματα σχετικών σφυγμομετρήσεων, απαντά ότι ακόμα κι αν δεν κατόρθωσε να πείσει,
ωστόσο συγκέντρωσε τη συμπάθεια μιας μερίδας του πληθυσμού, γεγονός που είναι πρωταρχικό για την
ανάπτυξη μιας παιδαγωγικής σχέσης. Έτσι η R.A.F., παραπέμποντας σε σφυγμομετρήσεις, τοποθετεί τον
εαυτό της στο ίδιο πεδίο με τις οργανώσεις που συμμετέχουν στο παραδοσιακό παιχνίδι του δυτικού
δημοκρατικού συστήματος, με τις οποίες όμως θεωρεί ότι δεν έχει κανένα κοινό στοιχείο. Για μια ομάδα
που υπογραμμίζει το "μονοδιάστατο χαρακτήρα" της σύγχρονης κοινωνίας, η χρήση δημοσκοπήσεων και
στατιστικών είναι στοιχείο έντονα αντιφατικό. Στην πραγματικότητα, αυτές δεν αποτελούν παρά τον
κατεξοχήν χώρο που επιφυλάσσει το σύστημα στις μάζες και συνιστούν το πρότυπο εργαλείο
"ταξινόμησης": είναι η προνομιακή σφαίρα του μη αυθεντικού.
Πολύ συχνά, για τη R.A.F., δεν είναι οι μάζες που ενσαρκώνουν τον "τρίτο", αλλά η διεθνής κοινή γνώμη.
Όταν η R.A.F. δηλώνει ότι θέλει "να καταστήσει ορατό το φασισμό που κρύβεται πίσω από το προσωπείο
της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας", προκειμένου να κινητοποιήσει ενάντια στην Ομοσπονδιακή
Δημοκρατία της Γερμανίας "κάθε στοιχείο πολιτικά εχθρικό προς αυτήν στο εξωτερικό, έναν παλιό
αντιφασισμό και κάθε στοιχείο -στο εσωτερικό όλων των ομάδων του πολιτικού φάσματος, από την άκρα
αριστερά μέχρι τους σοσιαλδημοκράτες, ακόμα και τις κυβερνήσεις κάθε χώρας- που αντιτίθεται στο

22/42
γερμανικό ιμπεριαλισμό, στην ηγεμονική βούληση της Γερμανίας",(25) ο τρίτος στον οποίο, από ό,τι λέει,
απευθύνεται εδώ η R.A.F. περιλαμβάνει ακόμα και τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών, τις οποίες
ωστόσο η R.A.F. θεωρούσε πάντοτε στοιχεία του ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Επίσης, όταν η R.A.F. απαγάγει το 1977 τον Χανς Μάρτιν Σλέγιερ, δεν αναφέρεται στο ρόλο του ως
εκπροσώπου των γερμανών αφεντικών, στη φήμη του ως "τρομερού αφεντικού", αλλά μόνο στο
παρελθόν του στα S.S. Κι αυτό, γιατί δεν απευθύνεται στο γερμανικό λαό, αλλά στη διεθνή κοινή γνώμη.
Ενώπιόν της θέλει να δικαιωθεί και να καταδείξει τη "συνέχεια μεταξύ του Τρίτου Ράιχ και της Ο.Δ.Γ.",
τουλάχιστον σε επίπεδο προσώπων. Και ως ένα βαθμό επιτυγχάνει το στόχο της, αν αναλογιστούμε την
αντίδραση του γαλλικού τύπου και τις τοποθετήσεις ορισμένων Γάλλων διανοουμένων.
Η δημιουργία "επιτροπών ενάντια στα βασανιστήρια" και "διεθνούς επιτροπής για την υπεράσπιση των
φυλακισμένων" (I.V.K) εντάσσεται επίσης σε αυτή τη στρατηγική, όπου η R.A.F. επιχειρεί να καταστήσει τη
διεθνή κοινή γνώμη (ΜΜΕ, ανθρωπιστικές οργανώσεις, συνδικάτα, κόμματα, νομικούς...) σύμμαχό της
στον αγώνα που αντιτάσσει στο γερμανικό κράτος.
Στρατηγική με στόχο την έμπνευση τρίτου
Στην ανακοίνωση με την οποία ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση ενάντια στις εγκαταστάσεις του
αμερικάνικου επιτελείου στη Χαϊδελβέργη, η R.A.F. "παροτρύνει όλους τους αγωνιστές να κάνουν όλες τις
αμερικάνικες εγκαταστάσεις στόχο των επιθέσεών τους στα πλαίσια του πολιτικού αγώνα τους ενάντια
στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό".(26) Αυτές οι παροτρύνσεις απευθύνονται σε έναν αποδέκτη που δεν
εντάσσεται εδώ σε μια παιδαγωγική σχέση: πρόκειται για όλους αυτούς που θέλουν να αγωνιστούν, αλλά
δεν τολμούν να το κάνουν. Με αυτή την ενέργεια, η R.A.F. θέλει να πλήξει το στρατιωτικό δυναμικό του
εχθρού και ταυτόχρονα να δείξει ότι είναι δυνατόν, με μικρές δυνάμεις, να του επιφέρει κανείς πλήγματα.
Η ομάδα επιχειρεί να θέσει τα πράγματα σε κίνηση, επιδιώκει μια εξάπλωση αυτής της πρακτικής, μια
αλυσιδωτή αντίδραση, χωρίς να ισχυρίζεται ότι ενορχηστρώνει τις επερχόμενες ενέργειες και τους
επερχόμενους αγώνες. Πραγματικά, για τη R.A.F., "το πιο συνειδητό τμήμα των διανοουμένων και των
εργατών δεν διευθύνει τον αγώνα, αλλά δίνει το παράδειγμα".(27)
Σε ένα γράμμα τους προς τη R.A.F., μέλη των Επαναστατικών Πυρήνων δήλωναν: "Οι ενέργειες της
R.A.F. το 1972 ενθάρρυναν και αφύπνισαν ένα σωρό ανθρώπους, και ανάμεσά τους κι εμάς. Γιορτάζαμε
μπροστά στην αδυναμία ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού και την ικανότητα του αντάρτικου να δρα,
ακόμα και στην ίδια τη Γερμανία. (...) Είδαμε ότι ήταν δυνατόν να συγκεκριμενοποιήσουμε αυτό που
σκεφτόμασταν ήδη από πολύ καιρό".(28)


Τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία. Μετατροπή της αδυναμίας σε δύναμη.
Σε κείμενο του 1972,(29) η R.A.F. δήλωνε: "Το ερώτημα ποιο τμήμα του συστήματος είναι πιο εύκολο να
πολεμήσουμε, ποιό είναι το πιο αδύνατο, δεν μπορεί να απαντηθεί παρά από εμάς τους ίδιους μέσα από
τη διαλεκτική σχέση της θεωρίας με την πράξη."Για τη R.A.F. δεν υπάρχει μια γενική θεωρία του
συστήματος που να προσδιορίζει τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία του, όπως η λενινιστική θεωρία του
"πιο αδύνατου κρίκου".(30)
Δεν είναι δυνατόν να γίνει αξιολόγηση, ακόμα και διαλεκτική, του συσχετισμού δυνάμεων, είτε σε ποιοτικό
είτε σε ποσοτικό επίπεδο. Η R.A.F. προχωρά από χτύπημα σε χτύπημα. Πώς να μάθουμε πού είναι
ισχυρό το σύστημα και πού αδύναμο; Δοκιμάζοντας. Έτσι, ένα από τα υποτιθέμενα ισχυρά σημεία του
ιμπεριαλιστικού συστήματος, όπως για παράδειγμα η Χαϊδελβέργη, στη καρδιά της μητρόπολης, μπορεί
να αποδειχτεί πιο ευάλωτο και αδύναμο από άλλα σημεία που βρίσκονται στην περιφέρεια. Για τη R.A.F.,
η πρακτική δεν είναι ποτέ αποτέλεσμα της θεωρίας, μηχανιστικό, διαλεκτικό ή δομικό. Ούτε παράγει μια
μέλλουσα θεωρία. Η πρακτική προκαλεί καταστάσεις: η R.A.F. χτυπά και στη συνέχεια προχωρά σε
αξιολογήσεις. Αυτή είναι η αντίληψή της για τη διαλεκτική, μια αντίληψη που απέχει πολύ από τη
μαρξιστική. Δεν ξεκινά να καταστρέψει το σύστημα βάζοντας διαδοχικούς στόχους: δεν υπάρχουν στάδια
που πρέπει να σεβαστεί κανείς και οι αγώνες δεν μπορούν να αθροιστούν, ούτε τα επιτεύγματά τους
μπορούν να διατηρηθούν μέσα στο χρόνο. Η R.A.F. θέλει να κάνει το κράτος να χρησιμοποιήσει κι αυτό,
παρά τη θέλησή του, την πρακτική "από χτύπημα σε χτύπημα", προκειμένου να δείξει ότι το κράτος δεν
είναι παντοδύναμο, ότι δεν μπορεί να προβλέψει τα πάντα, ότι μπορεί να τα χάσει, παρά τους αντίθετους
ισχυρισμούς των εκπροσώπων του.
Η χρήση του χρόνου και του χώρου είναι ιδιαίτερα σημαντική στη στρατηγική της R.A.F. Στην επίθεσή της
το 1972, πραγματοποιεί τις ενέργειές της μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα (έξι σημαντικά χτυπήματα
μέσα σε δύο εβδομάδες) και σε μια ακτίνα όσο το δυνατό ευρύτερη (από το Αμβούργο στο Μόναχο, από
τη Φρανκφούρτη στο Άαχεν). Υπάρχει ταυτόχρονα συμπύκνωση του χρόνου και διεύρυνση του χώρου.
Με τον τρόπο αυτό η R.A.F. εφαρμόζει μια βασική σκακιστική αρχή, που θέλει τον παίκτη να
καταλαμβάνει τον μέγιστο δυνατό χώρο στη σκακιέρα μέσα στον ελάχιστο δυνατό χρόνο. Με την επίθεση
του 1977, ξαναβρίσκουμε αυτή την επιλογή συγκέντρωσης των ενεργειών. Στη διάρκεια μιας δίκης τον
Ιούνιο του 1984, ο Knut Folkers, αγωνιστής του δεύτερου κύματος της R.A.F., δήλωνε σχετικά με την
επίθεση εναντίον του Siegfried Buback(31): "Το χτύπημα δεν έγινε νωρίτερα, γιατί δεν θέλαμε να
απομονώσουμε την ενέργεια, αλλά να την εντάξουμε σε μια επιθετική εκστρατεία, όπως και συνέβη. Πολύ
απλά, για να αυξήσουμε το αποτέλεσμα".


Η επίθεση δεν είναι περιορισμένη και "δεν υπάρχει προσδιορισμένο μέτωπο, το μέτωπο είναι παντού και
πουθενά"(32), όπως έλεγε ο στρατηγός των Βιετκόγκ Giap, αφού το αντάρτικο είναι ένας τρόπος
επέμβασης με ανίσχυρες δυνάμεις. Η παρενόχληση του εχθρού ανήκει στην πρακτική του, η οποία
βασίζεται -όπως λέει ο Λυοτάρ - "σε ένα είδος αναστροφής ή πονηριάς μέσω της οποίας οι μικροί, οι
"αδύναμοι" γίνονται προς στιγμήν πιο δυνατοί από τους δυνατούς". "Να κάνουμε την ασθένεια όπλο",
έλεγε η κολεκτίβα των ασθενών της Χαϊδελβέργης (S.P.K.) και η επιτροπή υποστήριξης στους
φυλακισμένους της R.A.F. δήλωνε: "να συνειδητοποιήσουμε αυτή την υλική δύναμη που είναι η αδυναμία
μετασχηματισμένη σε δύναμη". Σύμφωνα με τον Λυοτάρ: "Αυτές οι αναστροφές ανήκουν σε μια λογική
που είναι εκείνη των σοφιστών, των πρώτων ρητόρων, όχι του δασκάλου της λογικής, σε ένα χρόνο
ευκαιριών, όχι το χρόνο του ρολογιού της παγκόσμιας ιστορίας, σε ένα χώρο μειονοτήτων χωρίς κέντρο".
(33)
Η πολιτική του χείριστου;
Η νόμιμη άκρα αριστερά στη Γερμανία και σε άλλες χώρες κατηγόρησε συχνά τη R.A.F. ότι παίζει με την
"πολιτική του χείριστου" και επιδιώκει "να επιταχύνει τη διαδικασία εκφασισμού του Κράτους"(34)
προκειμένου να προκαλέσει αντίσταση ενάντια στην καταπίεση. Στις κατηγορίες αυτές η R.A.F. απαντά ότι
"δεν είναι υπεύθυνος για το φασισμό αυτός που τον αντιπαλεύει"(35) κι ότι η ίδια δεν κάνει τίποτε άλλο
από το να αποκαλύπτει τον "υφέρποντα φασισμό" που ήδη υπάρχει στους κόλπους της γερμανικής
κοινωνίας. Δεν κάνει τίποτε άλλο απ' το να αποκαλύπτει την πραγματική φύση του γερμανικού κράτους
που κρύβεται πίσω από "ένα δημοκρατικό προσωπείο". Η R.A.F. θεωρεί ότι "οι αστικές ελευθερίες δεν
είχαν ριζώσει πραγματικά στους κόλπους του κρατικού μηχανισμού"(36) και ότι "καταργήθηκαν με τους
νόμους Έκτακτης Ανάγκης (Notstandgesetzt), όταν εμφανίστηκε το πρώτο μαζικό κίνημα, το φοιτητικό,
που θέλησε να τις χρησιμοποιήσει ενάντια στο κράτος". Για τη R.A.F., κάθε ριζοσπαστική αντιπολίτευση,
και όχι αποκλειστικά η ένοπλη πάλη, προκαλεί τη βίαιη αντίδραση του Κράτους που αποκαλύπτει έτσι την
"αληθινή του φύση" και πετά το "δημοκρατικό του προσωπείο". Επίσης, αυτή η αντίδραση του Κράτους
αντιπροσωπεύει, για την ομάδα, ένα κριτήριο αποτελεσματικότητας, νομιμοποιεί τη δράση της.
Αφαιρώντας το προσωπείο του κράτους, η R.A.F. δεν θέλει απλώς να καταδείξει την πραγματική ουσία
της εξουσίας, θέλει επίσης να αναγκάσει τον εχθρό να αποκαλυφθεί για να τον χτυπήσει καλύτερα, να τον
οδηγήσει σε γυμνό πεδίο, στο δικό της πεδίο, τη στιγμή που αυτή το επιθυμεί. Η R.A.F. αρνείται ότι θέλει
να προκαλέσει ή να επιταχύνει τον εκφασισμό της κρατικής μηχανής. Δηλώνει, ωστόσο, ότι επανάσταση
και αντεπανάσταση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους και, προς επίρρωση αυτής της θέσης,
αναφέρεται συχνά σ' ένα απόσπασμα του Μαρξ από την "Πάλη των τάξεων στη Γαλλία": "Η επαναστατική
διαδικασία προχώρησε μπροστά, άνοιξε το δρόμο, προκαλώντας μια ισχυρή και συμπαγή
αντεπανάσταση, δημιουργώντας έναν εχθρό και πολεμώντας ενάντιά του".(37) Αναφέρεται επίσης και στη
θέση του Κιμ Ιλ-Σουνγκ: "Το ζήτημα δεν είναι να γνωρίζουμε αν θέλουμε τη στρατιωτικοποίηση της


αντίδρασης ή όχι. Το ζήτημα είναι να γνωρίζουμε αν μπορούμε να πετύχουμε τη μετατροπή της
στρατιωτικοποίησης της αντίδρασης σε στρατιωτικοποίηση της επανάστασης".(38)
Έτσι, κατά κάποιον τρόπο, η R.A.F. αναγνωρίζει ως θετικό αυτό που ονομάζει "κλιμάκωση της
αντεπανάστασης", όπως άλλωστε και ο Κάρλος Μαριγκέλα στο "Μικρό εγχειρίδιο του αντάρτη πόλης": "Η
βασική αρχή της επαναστατικής στρατηγικής μέσα σε συνθήκες διαρκούς πολιτικής κρίσης είναι η
ανάπτυξη ενός τέτοιου αριθμού επαναστατικών ενεργειών που θα υποχρεώσουν τον εχθρό να μετατρέψει
την πολιτική κατάσταση της χώρας σε στρατιωτική. Με αυτό τον τρόπο, η δυσαρέσκεια θα εξαπλωθεί σε
όλα τα στρώματα του πληθυσμού".(39) Στη Γερμανία, η αντίδραση του κράτους μετά τις ενέργειες της
R.A.F. επέφερε τα ακριβώς αντίστροφα αποτελέσματα. Η καταστολή που γνώρισε η νόμιμη άκρα
αριστερά ώθησε τα μέλη της να αποστασιοποιηθούν από την ένοπλη πάλη, τόσο σε επίπεδο λόγου όσο
και πράξης, γεγονός που συντέλεσε στην απομόνωση της ομάδας. Όσο για τις "γερμανικές μάζες", αυτές
ταυτίστηκαν ακόμα περισσότερο με το Κράτος και τους μηχανισμούς του, μετά την εμφάνιση της R.A.F.
στο πολιτικό πεδίο.
Η δύναμη του συμβολικού - Η πρόκληση
Χαρακτηριστικό των ομάδων ένοπλης πάλης είναι ότι παίζουν με μια δυσαναλογία αιτίου και
αποτελέσματος: δημιουργούν μια ζώνη καταστροφής, πλήρους ρήξης της συνέχειας, με τη μαθηματική
έννοια του όρου, όπως στη θεωρία του Thom, όπου η παραμικρή διαταραχή μπορεί να έχει τεράστιες
συνέπειες στο εσωτερικό ενός συστήματος. Παρατηρούμε μια δυσαναλογία δυνάμεων: από τη μια η
κρατική μηχανή με το στρατό της, την αστυνομία της, τα "αντιτρομοκρατικά" κομμάντος της, κι από την
άλλη μερικοί ένοπλοι αγωνιστές. Όλη η δύναμη, στο επίπεδο του πραγματικού, βρίσκεται απ'την πλευρά
του Κράτους. Κι όμως, αυτό το τελευταίο μοιάζει να τα χάνει, αφού η ένοπλη ομάδα επιχειρεί μια
μετατόπιση του στρατηγικού πεδίου, μετατρέποντας την αδυναμία της σε δύναμη: περνά από το
πραγματικό πεδίο στο συμβολικό. Συμβολικό, όχι με την έννοια του μη αποτελεσματικού -αντίθετα η
αποτελεσματικότητα είναι μεγάλη-, αλλά συμβολικό με την έννοια που δίνει στον όρο ο Marcel Mauss.
Βρισκόμαστε στη σφαίρα της πρόκλησης, του υπερθεματισμού, της απουσίας υπολογισμού, την ίδια
στιγμή που η σφαίρα του πραγματικού είναι αυτή της παραγωγής, της καθολικότητας της ανταλλακτικής
αξίας, του εμπορίου. Κι άλλα κινήματα, εκτός των ένοπλων, κατέδειξαν τη δύναμη του συμβολικού. Έτσι
στη Γαλλία, το Μάη του '68, οι διαδηλωτές οδήγησαν την εξουσία σε μια κατάσταση την οποία δεν είχε
προετοιμαστεί να αντιμετωπίσει: να υποχωρήσει μπροστά σε ένα σωρό πέτρες και αναποδογυρισμένα
αυτοκίνητα ή να μετατρέψει τους "Λυσσασμένους" σε μάρτυρες; Και στις δύο περιπτώσεις, έχανε το
γόητρό της. Από τη στιγμή της συγκρότησής της, η R.A.F. κινητοποίησε εναντίον της τεράστιες
αστυνομικές δυνάμεις, αφού το Κράτος δεν μπορούσε να μην απαντήσει στην πρόκληση που του
απηύθυνε αυτή η ομάδα. Η επιδεικτική ανάπτυξη των δυνάμεων της τάξης ήταν επίσης ένα θέαμα που
απευθυνόταν στην κοινή γνώμη: έπρεπε να καταδειχθεί ότι η δύναμη παραμένει από την πλευρά του
Κράτους. Η δύναμη της πρόκλησης που ο αγωνιστής της R.A.F. αντιτάσσει απέναντι στο Κράτος είναι η
προσφορά της ίδιας του της ζωής. Αυτή είναι που διακυβεύεται, τόσο με τις ενέργειες του αντάρτικου και


με τη ζωή στην παρανομία, όσο και με τις απεργίες πείνας, αφού, ακόμα και φυλακισμένος, ο αγωνιστής
συνεχίζει να περιφρονεί το Κράτος, και αυτό το τελευταίο δεν απαντά σε αυτή την πρόκληση σκοτώνοντάς
τον ή αποδεχόμενο το θάνατό του στη φυλακή, επειδή ακριβώς αυτός ο θάνατος είναι το διακύβευμα.(40*)
Στην πραγματικότητα, ο αγωνιστής της R.A.F. δεν είναι "λογικός" και όταν δέχεται να διαπραγματευτεί
(όπως π.χ. με την απαγωγή του Σλέγιερ ή την κατάληψη της πρεσβείας στη Στοκχόλμη), θέτει τόσο ψηλά
τον πήχη των αιτημάτων του που αυτό ισοδυναμεί με μια ριζική άρνηση διαπραγμάτευσης.
Η βασική κριτική που πάντοτε γινόταν στη R.A.F. είναι ότι "απομονώθηκε από τις μάζες", κριτική που
αντανακλά μια παντελή έλλειψη κατανόησης της στρατηγικής της, που βασική της διάσταση είναι, όπως
δείξαμε, η κατάργηση των μαζών ως τρίτου προς τον οποίο απευθύνεται η ομάδα. Αυτό που μετρά για τη
R.A.F. στην πραγματοποίηση μιας ενέργειας είναι το πλήγμα που επιφέρει στον αντίπαλο, καθώς και ο
παραδειγματικός χαρακτήρας της ενέργειας. Ο τρόπος με τον οποίο η R.A.F. βλέπει τη στρατηγική της
συνοψίζεται στο κείμενο ενός συμπαθούντος, γραμμένο το 1975: "Δεν πρόκειται πλέον για άοπλους
επαναστάτες, θύματα μιας καταστολής ισχυρότερης, καλύτερα οργανωμένης από αυτούς και νόμιμης:
περνάμε από μια κατάσταση φραστικής καταγγελίας -όπου βρισκόμασταν σε θέση άμυνας- σε μια
κατάσταση απάντησης στη βία, επιτιθέμενοι στα διευθυντικά κέντρα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Η
εξουσία των αποφάσεων αντιστρέφεται. Αυτές οι ενέργειες της R.A.F. έδειξαν ότι είναι δυνατόν να
επιφέρουμε καίρια πλήγματα στον εχθρό εκεί όπου αυτός πιστεύει ότι είναι πιο ισχυρός, πιο ασφαλής,
στις μητροπόλεις όπου είναι προς το παρόν κυρίαρχος. Δεν είναι πλέον μόνο το επαναστατικό
στρατόπεδο που θρηνεί θύματα και καταδικάζει τους δήμιους που προστατεύονται από αυτό που τολμά
να αποκαλείται δικαιοσύνη. Με τις ενέργειες της R.A.F., ο εχθρός αναγκάζεται να μετρά κι αυτός επίσης τα
δικά του θύματα".(41)
Αυτό που επιδιώκει η R.A.F. είναι η αμφισβήτηση του μονοπωλίου των όπλων στο εσωτερικό αυτού που
αποκαλεί "ιμπεριαλιστικό σύστημα". Κι αυτή η αμφισβήτηση περνά, για τη R.A.F., μέσα από την
πραγματοποίηση παραδειγματικών ενεργειών.
1. Ενώ ο Μαρξ, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, χαρακτήριζε τους κοινωνικά υποβαθμισμένους, τους
φτωχούς, τους περιθωριακούς ως "παθητικό αποτέλεσμα σήψης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων
της παλιάς κοινωνίας", ο Μπακούνιν έγραφε: "Όταν λέω άνθος του προλεταριάτου, εννοώ κυρίως αυτή τη
μεγάλη μάζα, αυτά τα εκατομμύρια απολίτιστων, απόκληρων, εξαθλιωμένων και αγράμματων που οι
κύριοι Μαρξ και Ένγκελς διατείνονται ότι θα υποτάξουν στην πατρική κυβέρνηση ενός ισχυρού
καθεστώτος... Όταν λέω άνθος του προλεταριάτου, εννοώ ακριβώς αυτό το μεγάλο λαϊκό υπόκοσμο, ο
οποίος καθώς είναι σχεδόν παρθένος από την επίδραση κάθε αστικού πολιτισμού, φέρει στους κόλπους
του, στα πάθη του... όλα τα σπέρματα του επερχόμενου σοσιαλισμού." (Bakounine, "La Liberte" -choix de
textes- Ed. Pauvert, 1965, p.134-135).

27/42
2. Louis Althusser, "Reponse a John Lewis", Ed. Maspero, p.79.
3. Antonio Negri, "La Classe ouvriere contre l' Etat", Ed. Galilee, 1978.
4. Alain Badiou, "Custas quid noctis", Critique, novembre 1984, p. 862.
5. Texte der R.A.F. Chap. XXIX, "Den Antiimperialistischen Kampf fuhren! Die rote Armee aufbauen!"
("Να διεξάγουμε τον αντιϊμπεριαλιστικό αγώνα! Να δημιουργήσουμε τον Κόκκινο Στρατό!") Revolutionares
Subjekt, p. 431.
6. Herbert Marcuse, "L'Homme Unidimensionnel", Ed. De Minuit, p.7.
7. Στο ίδιο, σελ. 7.
8. Στο ίδιο, σελ. 34.
9. Στο ίδιο, σελ. 32.
10. Από τη δήλωση της Μάινχοφ στη δίκη του Berlin -Moabit (13 Σεπτ. 1974). Δες στο "Textes des
prisonniers de la fraction armee rouge", Ed. Maspero.
11. Gavi, Sartre, Victor, "On a raison de se revolter", Ed. Gallimard, p. 342.
12. Texte der R.A.F., "Revolutionares Subjekt", p. 431.


13. "L'Homme unidimensionnel", Ed. De Minuit, p. 280. Για τον Μαρκούζε, το να μη θέλει κανείς να παίξει
το παιχνίδι του συστήματος δεν σημαίνει κατ' ανάγκην να κάνει αντάρτικο πόλης. Όμως η επαναστατική
βία επιβάλλεται, επειδή επιδιώκει να καταστρέψει το μονοπώλιο της βίας του Κράτους.
14. Texte der R.A.F., "Revolutionares Subjekt", p. 433.
15. Ο Λούκατς πρόκρινε την υποκειμενική στιγμή, εκείνη της επαναστατικής δράσης, έναντι της
βαρύτητας του ιστορικού ντετερμινισμού. Όμως, στη θεωρία του, δεν αναφέρεται σε μια ατομική
υποκειμενικότητα. Είναι σχεδόν αποκλειστικά το κόμμα που ενσαρκώνει τη βούληση, τη συνείδηση, το "δι
εαυτόν" του προλεταριάτου.
16. Texte der R.A.F., "Revolutionares Subjekt", p. 432.
17. Δήλωση των φυλακισμένων της R.A.F. στις 21 Αυγ. 1975. Βλ. στο βιβλίο "Textes des prisonniers de la
fraction armee rouge", Ed. Maspero, σελ. 133.
18. "Textes des prisonniers de la fraction armee rouge", Ed. Maspero, p. 35. Και ο Μαρκούζε πίστευε
επίσης ότι τα απελευθερωτικά κινήματα του "Τρίτου Κόσμου" δεν είναι αρκετά ισχυρά για να νικήσουν
από μόνα τους το ιμπεριαλιστικό σύστημα και ότι οι αγώνες στις μητροπόλεις είναι απαραίτητοι ("La fin de
l'Utopie", Ed. Du Seuil).
19. Ακόμα και ο Τσε Γκεβάρα απέδιδε μεγάλη σημασία στον αγώνα στις μητροπόλεις. Κάποτε απάντησε
σε κάποιους νεαρούς Βορειοαμερικάνους που ήθελαν να πολεμήσουν στη Λατινική Αμερική: "Είστε πολύ
τυχεροί εσείς οι υπόλοιποι αμερικάνοι. Ζείτε στην κοιλιά του κτήνους. Διεξάγετε τον πιο σημαντικό από
όλους τους αγώνες, στην ίδια την καρδιά της ζώνης των μαχών". (Αναφέρεται από το Jerry Rubin στο
βιβλίο του "Do it!").
20. Δήλωση των φυλακισμένων της R.A.F. στις 21 Αυγούστου 1975. Βλ. στο "Textes des prisonniers de la
fraction armee rouge", Ed. Maspero, σελ. 132.


21. "Textes des prisonniers de la fraction armee rouge", Ed. Maspero, (Berlin-Moabit, 13 Septembre
1974), p. 38.
22. Από το κείμενο της R.A.F "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης". Βλ. στο "La bande a Baader" ou
la violence revolutionnaire, Ed. Champ Libre, σ. 115.
23. "Ανακοίνωση της 14ης Μάη 1972", "Textes de la R.A.F.", Maspero, σ. 212.
24. Συνέντευξη στο περιοδικό Spiegel, vo 25, 15 Ιούνη 1970.
25. "Textes de la R.A.F.", ed. Maspero, p. 64.
26. Στο ίδιο, σελ. 214.
27. Από το κείμενο της R.A.F "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης".
28. Γράμμα που αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "La Lanterne Noire", Απρίλιος 1977, no 8.
29. "Den Antiimperialistischen Kampf fuhren! Die rote Armee aufbauen!", in Texte der R.A.F., p. 433.
30. Εδώ η αντίληψη της R.A.F. είναι αντίθετη με εκείνη των Ερυθρών Ταξιαρχιών που θεωρούσαν την
Ιταλία ως τον πιο αδύνατο κρίκο του ιμπεριαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη και τη Δυτ. Γερμανία ως
τον πιο δυνατό.


31. Δήλωση του Knut Folkers (5 Ιούνη 1984) που δημοσιεύτηκε στο έντυπο "Ligne Rouge" (Κόκκινη
Γραμμή), νo 11.
32. Αναφέρεται από τον Αντρέ Γκλυκσμάν στο συλλογικό έργο "Histoire des Ideologies", ed. Hachette, p.
239.
33. Jean-Francois Lyotard, "Rudiments paiens", ed. Bourgois, p. 154-155.
34. Horst Mahler, Jurgen Backer, "Zehn Thesen uber der R.A.F.", in Jarbuch Politik", no 8, 1978,
Wagenbach Ed.
35. Συνέντευξη των φυλακισμένων της R.A.F. στο Σταμχάιμ στη Monde Diplomatique. Αναδημοσιεύτηκε
στα Cahiers de combattants anti-imperialistes (Τετράδια των αντιϊμπεριαλιστών μαχητών), νο 1, Ιούλης
1976.
36. "Die Dialektik von Revolution und Kontrerevolution" in Texte der R.A.F., Chapitre XXVII, p. 400.
37. Αναφέρεται από την Ούλρικε Μάινχοφ στη δήλωσή της στη δίκη του Berlin-Moabit (13 Σεπτέμβρη
1974). "Textes de la R.A.F.", ed. Maspero, p.137.
38. "Die Dialektik von Revolution und Kontrerevolution" in Texte der R.A.F., chapitre XXVII, p. 401.
39. Αυτό το απόσπασμα του Κάρλος Μαριγκέλα αναφέρεται από την Ούλρικε Μάινχοφ ("Textes de la
R.A.F.", ed. Maspero, p.44).
40. Αυτό συνίσταται, όπως λέει ο Μποντριγιάρ, στο να "προκαλείς το σύστημα με μια προσφορά στην
οποία εκείνο να μην μπορεί να απαντήσει παρά μόνο με τον ίδιο του το θάνατο και την κατάρρευσή του"
("L'echange symbolique et la mort", Ed. Gallimard, p. 64.) Για τον Μποντριγιάρ, καμία κοινωνία,
συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας, δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη συμβολική υποχρέωση που
κάνει την επανεμφάνισή της με τη μορφή της τρομοκρατικής πράξης.
* Σ.τ.Ε.: Ο ανθρωπολόγος Marcel Mauss περιέγραψε τη συμβολική λειτουργία του δώρου στις
πρωτόγονες κοινωνίες ως εξής: ο δωρητής επιδιώκει να επικρατήσει χαρίζοντας εκείνο που δεν μπορεί να
ανταποδoθεί παρά μόνο με την αυτοκαταστροφή του αποδέκτη. Ας σημειωθεί ότι οι αιχμάλωτοι αγωνιστές
της R.A.F., όπως η Μάινχοφ, ο Μπάαντερ, ο Ράσπε και η Ένσλιν, δολοφονήθηκαν μέσα στις φυλακές
κάτω από τέτοιες συνθήκες έτσι ώστε η εξόντωσή τους να παρουσιαστεί ως αυτοκτονία, και όσοι μίλησαν
δημόσια για τη δολοφονία τους διώχτηκαν για συκοφαντική δυσφήμηση του γερμανικού κράτους.


41. Victor Kleinkrieg, "Les combattants anti-imperialistes face a la torture" (Οι αντιϊμπεριαλιστές μαχητές
μπροστά στα βασανιστήρια) in "A propos du proces Baader-Meinhof", Bourgois Ed, p. 27.
Ο Χανς Γιοακίμ Κλάιν ακούει την ετυμηγορία του δικαστηρίου της Φρανκφούρτης.
Η ομάδα της R.A.F.: Μαρξιστική ή αναρχική;
Επιδράσεις κι αναφορές
R.A.F.: ορθόδοξοι μαρξιστές;
Τα Μ.Μ.Ε., οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές, οι κυβερνήσεις και τα μεγάλα κόμματα χαρακτήρισαν
γενικά ως αναρχικούς τα μέλη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, ακόμα κι αν τα σχετικά σχόλια αφορούσαν
τις μαρξιστικές ιδεολογικές αναφορές που η ίδια η ομάδα αναγνώριζε στον εαυτό της. Υπογραμμιζόταν η
"αναρχική" διάσταση της πολιτικής της και τα όσα η ίδια η R.A.F. υποστήριζε για τον εαυτό της
θεωρούνταν αμελητέα.
Στο εσωτερικό της νόμιμης άκρας αριστεράς, τόσο οι μαρξιστικές όσο και οι αναρχικές οργανώσεις
αρνούνταν να θεωρήσουν τη R.A.F. ως δική τους, χαρακτηρίζοντάς την αντίστοιχα ως "αναρχική" ή
"μαρξιστική", ένας χαρακτηρισμός που δεν στόχευε παρά στην απόρριψή της.
Όσο για τους συμπαθούντες της R.A.F., αυτοί απέδιδαν στην ομάδα τις προσωπικές τους πολιτικές
αναφορές. Όσοι ήταν οργανωμένοι στις "επιτροπές υποστήριξης" και θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως
"εγγυητές της ορθοδοξίας" υπογράμμισαν το μαρξιστικό χαρακτήρα της R.A.F. Ο Klaus Croissant υπήρξε
o κατεξοχήν εκπρόσωπος αυτής της τάσης. Σε μια συνέντευξη τον Απρίλιο του 1982, προσδιορίζει τους
αγωνιστές της R.A.F. ως "μαρξιστές επαναστάτες" και στην ερώτηση "Ποιά είναι τα θεωρητικά κείμενα
που επηρέασαν περισσότερο τη R.A.F.;" απαντά ότι τα μέλη της οργάνωσης "άντλησαν τα συμπεράσματά
τους από τον Μαρξ και τον Λένιν".(1)
Πέρα από αυτούς τους οργανωμένους συμπαθούντες, δημιουργήθηκε μεταξύ των ετών 1972 και 1977
ένα "ρεύμα" συμπάθειας προς τη R.A.F. στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ιταλία,
Βέλγιο, Ολλανδία, Ελλάδα...) που κατά κύριο λόγο αποτελούνταν από μη οργανωμένους αναρχικούς και,
από το 1976 κι έπειτα, από αυτούς που αποκαλούνταν αυτόνομοι. Οι τελευταίοι λίγο ενδιαφέρονταν για
τις ιδεολογικές αναφορές της R.A.F. Μόνο η πρακτική της ομάδας τούς γοήτευε, και η συμπάθειά τους
προς τη R.A.F. ενισχυόταν από το μίσος ή την περιφρόνηση που αυτή προκαλούσε στις αριστερίστικες
οργανώσεις. Ελάχιστα τους ενδιέφερε αν η R.A.F. προσδιοριζόταν ή όχι ως μαρξιστική και τη θεωρούσαν
a priori ως αναρχική ομάδα.


Πώς, όμως, τα ίδια τα μέλη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός προσδιόριζαν τον εαυτό τους; Σε ερώτηση του
Spiegel: "Πώς αντιλαμβάνεστε τον εαυτό σας; Θεωρείτε ότι είστε μαρξιστές ή αναρχικοί;", οι φυλακισμένοι
της R.A.F. απαντούν "μαρξιστές", αλλά προσθέτουν: "Η εκδοχή του αναρχισμού, όπως προβάλλεται από
τις κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αντικομμουνιστικός δαυλός που δεν
έχει καμία άλλη χρήση παρά εμπρηστική... Στοχεύει στην αντιδραστική και φασίζουσα κινητοποίηση του
λαού προκειμένου αυτός να χειραγωγηθεί και να ταυτιστεί με την κρατική βία. Πρόκειται επίσης για μια
απόπειρα του ιμπεριαλιστικού κράτους να σφετεριστεί προς όφελός του την παλιά διαμάχη μεταξύ
επαναστατών μαρξιστών και επαναστατών αναρχικών, να χρησιμοποιήσει εναντίον μας την
οππουρτινιστική κατάντια του σύγχρονου μαρξισμού ο οποίος υποστηρίζει ότι οι μαρξιστές δεν πρέπει να
επιτίθενται στο Κράτος, αλλά στο κεφάλαιο, και ότι μόνο τα εργοστάσια κι όχι οι δρόμοι μπορούν σήμερα
να αποτελέσουν πεδία της ταξικής πάλης. Σύμφωνα με αυτή τη λανθασμένη εκδοχή του μαρξισμού, ο
Λένιν ήταν αναρχικός και το βιλίο του "Κράτος κι Επανάσταση" ένα αναρχικό εγχειρίδιο. Κι όμως, είναι το
κατεξοχήν στρατηγικό βιβλίο του επαναστατικού μαρξισμού...".(2)
Στο πρώτο τους κείμενο "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης", οι αγωνιστές της R.A.F. δηλώνουν:
"Δεν είμαστε ούτε μπλανκιστές ούτε αναρχικοί, αν και θεωρούμε τον Μπλανκί μεγάλο επαναστάτη και δεν
περιφρονούμε διόλου τον ηρωϊσμό πολλών αναρχικών (...). Από παλιά, οι αναρχικοί υπήρξαν οι πιο
άγριοι επικριτές του οππορτουνισμού κι έτσι όποιος κάνει κριτική στον οππορτουνισμό κατηγορείται για
αναρχισμό".(3) Έτσι, οι αγωνιστές της R.A.F., ενώ αυτοπροσδιορίζονται ως μαρξιστές, εκφράζουν κάποια
συμπάθεια και σεβασμό για το αναρχικό κίνημα, συμπεριλαμβανομένων και των πιο πρόσφατων
εκδηλώσεών του, όπως είναι οι Ρέμπελοι του Hasch: "Το πρόταγμα των αναρχικών "Τσακίστε αυτό που
σας τσακίζει!" στοχεύει στην άμεση κινητοποίηση της βάσης, της νεολαίας στις φυλακές, τα σχολεία, τα
πανεπιστήμια. Απευθύνεται στους πιο καταπιεσμένους και μπορεί να γίνει αυθόρμητα αντιληπτό. Καλεί
σε άμεση αντίσταση".(4)
Ο μαρξισμός σαν θεωρία και πρακτική έγινε αντιληπτός κι εφαρμόστηκε με διαφορετικούς τρόπους, τόσο
από τα κράτη (Κίνα, ΕΣΣΔ, Αλβανία, Γιουγκοσλαβία...) όπου μετατράπηκε σε επίσημη ιδεολογία, όσο κι
από διάφορες ομάδες, κόμματα, οργανώσεις (ρεβιζιονιστές, τροτσκιστές, μαρξιστές/λενινιστές, μαοϊκούς,
ακόμα κι από ορισμένες εξτρεμιστικές ομάδες της άκρας αριστεράς) καθώς και ένοπλες οργανώσεις
(Ερυθρές Ταξιαρχίες, Φωτεινό Μονοπάτι, R.A.F...). Καθένας είχε τη δική του ερμηνεία του μαρξισμού, που
τη θεωρούσε ως την πιο πιστή στο Μαρξ, την πιο επιστημονική, την πιο αυθεντική. Ο Χόρστ Μάλερ
σχολιάζει αυτήν την πραγματικότητα με τρόπο διασκεδαστικό: "Στην πραγματικότητα δεν είχαμε καμία
δυσκολία να συνδέσουμε αυτή την καθολική αντίληψη της επανάστασης με τα μαρξιστικά αξιώματα.
Συνεπώς, θεωρούσαμε ότι ήμασταν καλοί μαρξιστές και πιθανώς να θεωρούσαμε επίσης κι ότι ήμασταν
οι καλύτεροι".(5)
Μέσα από τα κείμενα και την πρακτική της R.A.F., θα διερευνήσουμε αν ο μαρξισμός υπήρξε πραγματικά
συστατικό στοιχείο της θεωρίας και της πρακτικής της ομάδας, ή αν άλλες επιδράσεις, συνειδητές ή μη,


ήταν αυτές που έπαιξαν έναν πιο καθοριστικό ρόλο.
Στα κείμενά τους οι αγωνιστές της R.A.F. αναφέρονται σε διάφορες εκδοχές του μαρξισμού: από τις πιο
στερεότυπες ως τις λιγότερο ορθόδοξες. Έτσι, ο Μπάαντερ, όταν υποστηρίζει ότι "Η φασιστική
παραμόρφωση του κράτους υπήρξε αναγκαστική, καθώς υπαγορευόταν απ' τις αντιφάσεις του ίδιου του
κεφαλαίου",(6) δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να υιοθετεί την οικονομιστική και μηχανιστική αντίληψη της
"αντανάκλασης" που βλέπει στο Κράτος (υπερδομή) την εικόνα του τρόπου παραγωγής (υποδομή). Ο
ίδιος άλλωστε καταφεύγει και σε μια άλλη μαρξιστική "κοινοτοπία", όταν γράφει: "Η λειτουργία του αστικού
Κράτους συνίσταται στη διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ενάντια στην παγκόσμια
τάση των παραγωγικών δυνάμεων προς το σοσιαλισμό".(7)
Ξαναβρίσκουμε εδώ την ιδέα ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα οδηγούσε από μόνη της
στο σοσιαλισμό, αν δεν εμποδιζόταν από τον καπιταλισμό. Ένα ανάλογο επιχείρημα χρησιμοποιεί και η
Ούλρικε Μάινχοφ προκειμένου να καταδείξει την αναγκαιότητα του αντάρτικου στις μητροπόλεις, ενός
αντάρτικου που θα είναι η έκφραση της "αντικειμενικής τάσης": "Η R.A.F. είναι μια υπόθεση που γεννιέται
με λογικό και διαλεκτικό τρόπο μέσα από τις υπάρχουσες σχέσεις. Μια πρακτική που εκφράζει τις
πραγματικές σχέσεις. Γιατί ολόκληρη η ιστορία είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων".(8) Σε άλλο κείμενο
της R.A.F. διαβάζουμε: "Η δημιουργία της R.A.F., καθώς και κάθε ένοπλης ομάδας καθορίζεται και
νομιμοποιείται από την κρίση του ιμπεριαλιστικού συστήματος -κι αυτό το αντιλαμβάνεται αργά ή γρήγορα
και η ίδια. Είναι αυτή η κρίση που γεννά το αντάρτικο, αυτή που το καθιστά δυνατό ως έκφραση μιας
αντικειμενικής τάσης".(9)
Συνεπώς, η R.A.F. υιοθετεί τις δύο υλιστικές θέσεις της θεωρίας της Γνώσης: την "αντανάκλαση" και την
επ' άπειρον "προσέγγιση" που τείνει προς την αλήθεια, θέσεις που ήταν αγαπητές στο Λένιν. Από τον
τελευταίο, η R.A.F. υιοθετεί επίσης τη θεωρία του ιμπεριαλισμού ως ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού
και θεωρεί τη διεθνιστική πολιτική της γραμμή ως συνέχεια της γραμμής που χάραξε ο Λένιν.
Τέλος, η Ούλρικε Μάινχοφ στο κείμενό της για την ταξική θέση και την ταξική πάλη, στο οποίο ήδη
αναφερθήκαμε, υιοθετεί την παραδοσιακή αρχή του διαλεκτικού υλισμού που επιβεβαιώνει την υπεροχή
της κίνησης έναντι της ακινησίας, καθώς η τελευταία δεν μπορεί παρά να είναι πρόσκαιρη και σχετική.
Επίσης, στο ίδιο κείμενο συναντάμε την αντίληψη περί προτεραιότητας της διάσπασης έναντι της
ταυτότητας, η οποία παραπέμπει στη μαοϊκή διατύπωση: "το ένα διαιρείται σε δύο".
Όμως, οι αγωνιστές της R.A.F. συμπεριλαμβάνουν στις αναφορές τους, άμεσα ή έμμεσα, και σύγχρονους
μαρξιστές, όπως για παράδειγμα τον Αλτουσέρ -με τον οποίο συμφωνούν ως προς την αντίληψη ότι το


κράτος συγκροτείται τόσο από κατασταλτικούς όσο και από ιδεολογικούς μηχανισμούς-, καθώς επίσης και
τον Πουλαντζά, για τον οποίο η Mάινχοφ λέει ότι "συνέλαβε τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομικές
λειτουργίες του κράτους συνδέονται με τις κατασταλτικές και ιδεολογικές του λειτουργίες".(10) Η ίδια
προχωρά πέρα από τον Πουλαντζά, υπογραμμίζοντας όχι μόνο "τη σχετική αυτονομία της οικονομικής
βαθμίδας έναντι του Κράτους", αλλά υποστηρίζοντας επιπλέον την ιδέα ότι το οικονομικό στοιχείο δεν
ανήκει πλέον στην τάξη του αντικειμενικού, αλλά σε εκείνη της ιδεολογίας. Η ιδέα αυτή συγκλίνει με την
αντίληψη που έχει διατυπωθεί σε άλλα κείμενα της R.A.F., όπου τα μέλη της υποστηρίζουν ότι το σύστημα
πλέον χρησιμοποιεί την αναφορά στη σφαίρα της οικονομίας (παραγωγή και κατανάλωση), προκειμένου
να απενεργοποιήσει τους ριζοσπαστικούς αγώνες, ενώ προηγουμένως ο καπιταλισμός χρησιμοποιούσε
την ιδεολογία (υπερδομή) προκειμένου να εξομαλύνει τις αντιφάσεις στο πεδίο της παραγωγής.
Οι αγωνιστές της R.A.F. αναγνωρίζουν έναν εξέχοντα και καθοριστικό ρόλο στην υποκειμενικότητα,
επιζητούν όμως να παραμείνουν συνδεδεμένοι με τη μαρξιστική παράδοση. Έτσι, συνδέουν την
υποκειμενικότητα με μια αντικειμενική διαδικασία στην οποία η πρώτη δίνει μια κατεύθυνση, μια
στρατηγική, μια συνοχή, μια διάρκεια, καθώς μετατρέπεται σε πολιτική δύναμη. Παραπέμπουν μάλιστα
και στην άποψη του Γκράμσι "για τον οποίο η βούληση αποτελεί μια συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ: η
ισχυρή βούληση συνιστά τον κινητήριο μοχλό της επαναστατικής διαδικασίας, στη διάρκεια της οποίας η
υποκειμενικότητα γίνεται πράξη".(11)
Μπορούμε, επομένως, να πούμε πως η R.A.F. είναι μαρξιστική στο βαθμό που υιοθετεί τα βασικά
αξιώματα του ιστορικού υλισμού: η ιστορία είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, η πάλη των τάξεων είναι
ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας, αυτή η πάλη γεννιέται μέσα στις συνθήκες εκμετάλλευσης μιας ταξικής
κοινωνίας, ο τρόπος παραγωγής είναι η αντιφατική ενότητα των παραγωγικών δυνάμεων και των
παραγωγικών σχέσεων, αυτή η ενότητα είναι πρόσκαιρη. Ωστόσο, πολλές φορές οι αγωνιστές της R.A.F.
επικαλούνται τις μαρξιστικές αναφορές με βασικό στόχο να πείσουν για την ορθότητα της πολιτικής τους
γραμμής, καθώς αυτές οι αναφορές αποτελούν για εκείνους εγγύηση "σοβαρότητας".
Η ανάγνωση των κειμένων της R.A.F. αποδεικνύει την επίδραση ορισμένων στοχαστών που μπορεί να
ήταν αρκετά απομακρυσμένοι από το μαρξισμό, όμως έθεταν το ζήτημα της επανάστασης ή της
εξέγερσης. Και ίσως αυτές οι επιδράσεις να ήταν και οι πιο αποφασιστικές για τη συγκρότηση και την
πορεία της ομάδας. Είδαμε πριν τη σημασία των θέσεων του Μαρκούζε αναφορικά με τον προσδιορισμό
του "επαναστατικού υποκειμένου". Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι άλλοι φιλόσοφοι της σχολής της
Φρανκφούρτης. Για παράδειγμα, η R.A.F. αναφέρεται στις αντιλήψεις του Αντόρνο και του Χορκχάιμερ,
όπως αυτές διατυπώνονται στο βιβλίο Autoritare Person- lichkeit,(12) (Aυταρχική Προσωπικότητα)
προκειμένου να θέσει το ερώτημα "γιατί οι μάζες αφήνονται να κυριαρχούνται;"


Παράλληλα, οι αγωνιστές της R.A.F. δεν απέρριψαν διόλου τη συνεισφορά της ψυχανάλυσης: "Οι
ψυχαναλυτικές θεωρίες από το Φρόυντ μέχρι το Mαρκούζε, περνώντας και απο τον Βίλχελμ Ράιχ έπαιξαν
κάποιο ρόλο. Επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι η αντίσταση υπάρχει ως δυναμική. Υπάρχει υπό μία μορφή
που δεν εμφανίζεται ως αντίσταση αλλά, αντίθετα, ως στιγμές φασίζουσας καταπίεσης. Είναι η μετατροπή
της διαμαρτυρίας σε αυτοκαταπίεση έως σημείου νεύρωσης. (...) Η καταπίεση γεννά την αντίσταση, όμως
αυτή η τελευταία πρέπει να πάρει άλλη μορφή από το να στρέφεται ενάντια στα ίδια τα θύματα της
καταπίεσης. (...) Θα πρέπει να στρέφουμε την αντίσταση στη σωστή κατεύθυνση, ενάντια στον εχθρό, όχι
ενάντια στον εαυτό μας", αναφέρει ο Χόρστ Μάλερ σε μια συνέντευξη.(13)
Σε ένα από τα πρώτα κείμενά τους με τίτλο "Να υπηρετήσουμε το λαό", οι αγωνιστές της R.A.F. έγραφαν:
"Στο υψηλό ποσοστό αυτοκτονιών μεταξύ των προλετάριων, πολλοί δεν βλέπουν παρά μια έκφραση
απελπισίας, κι όχι τη διαμαρτυρία",(14) εκφράζοντας έτσι την ιδέα ότι η εξέγερση είναι παρούσα, αλλά οι
κυριαρχούμενοι σφάλλουν ως προς το στόχο. Στα παιδιά και τις γυναίκες που είναι θύματα
κακομεταχείρισης, η R.A.F. βλέπει το αποτέλεσμα αυτού του σφάλματος, καθώς η διαμαρτυρία μπορεί να
εκφραστεί με τη μορφή ατομικών ή συλλογικών φασιστικών αντιδράσεων.
Ωστόσο, η απουσία αγώνων, κυρίως στο πεδίο της παραγωγής, δεν είναι κατ' ανάγκην κάτι το αρνητικό:
"Στην πολιτική αδιαφορία του προλεταριάτου δεν πρέπει να βλέπουμε μονάχα την απάθεια, αλλά και την
αμφισβήτηση ενός συστήματος για το οποίο δεν αξίζει τον κόπο να στρατευτεί κανείς. (...) Στην έλλειψη
διάθεσης του προλεταριάτου για οικονομικούς αγώνες, δεν πρέπει να βλέπουμε την αποστροφή για τον
αγώνα, αλλά την άρνηση των προλετάριων να παλέψουν για γελοίες αυξήσεις και για μια ανόητη
κατανάλωση".(15) Η φαινομενική έλλειψη αγωνιστικότητας γίνεται αντιληπτή ως έκφραση μιας άρνησης
του συστήματος.
Αυτές οι αναφορές στη σχολή της Φρανκφούρτης και την ψυχανάλυση είναι όμοιες με εκείνες της Ένωσης
Σοσιαλιστών Φοιτητών (S.D.S.) και της Νέας Γερμανικής Αριστεράς η οποία, στα πλαίσια του
προβληματισμού της σχετικά με το ναζιστικό φαινόμενο, αναρωτήθηκε ποιό είναι το στοιχείο εκείνο στις
νοητικές δομές του ατόμου το οποίο επέτρεψε την εξάπλωση και την επικράτηση του φασισμού. Οι
αγωνιστές της Νέας Αριστεράς ενδιαφέρθηκαν για τις αντιλήψεις του Βίλχελμ Ράιχ ο οποίος διέκρινε στο
φασιστικό φαινόμενο δυο επίπεδα: το κρατικό επίπεδο και το ατομικό επίπεδο (μικροφασισμός). Οι
αγωνιστές της R.A.F., όπως και εκείνοι της Νέας Αριστεράς, απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην
υποκειμενικότητα και την ατομική βούληση. Για το λόγο αυτό ενσωμάτωσαν στις αναφορές τους τον
Σαρτρ, για τον οποίο το άτομο είναι "μια μοναδική ολότητα". Κατά την άποψή τους, όπως και κατά την
άποψη του Σαρτρ, κάθε κατάσταση μπορεί και πρέπει να υπερβληθεί, η στράτευση είναι αναπόφευκτη, η
ευθύνη του καθένα συνολική και "ο σκοπός είναι η συνθετική ενότητα των μέσων". Έτσι, η R.A.F. δεν έχει
τακτική, παρά μια στρατηγική, και αρνείται κάθε συμβιβασμό.


Τέλος, οι αγωνιστές της R.A.F., όπως και ο Σαρτρ, αποδίδουν στην ελευθερία μια θεμελιώδη αξία, που
δεν έχει τη μαρξιστική έννοια της "αναγκαιότητας". Γι αυτό το λόγο αναφέρονται επίσης στον Μπλοκ, για
τον οποίο κινητήριος μοχλός της ιστορίας δεν είναι η πάλη των τάξεων, αλλά η επιθυμία του ανθρώπου
για ελευθερία και πληρότητα.
Όχι στην κατάληψη της εξουσίας. Πρωτοκαθεδρία της κυριαρχίας
έναντι της εκμετάλλευσης. - Η R.A.F. κι ο αναρχισμός
Η αντίληψή τους για την ελευθερία τούς συνδέει με τους αναρχικούς. Πραγματικά, τα μέλη της R.A.F. δεν
αγωνίζονται για ένα ονειρικό αύριο. Το "βασίλειο της ελευθερίας" πρέπει να είναι άμεσο και παρόν και η
παρανομία αποτελεί αυτό το "απελευθερωμένο έδαφος". Η ελευθερία είναι μια διαδικασία
απελευθέρωσης, εμπεριέχεται μέσα στον ίδιο τον αγώνα. Όπως οι αναρχικοί, έτσι και οι αγωνιστές της
R.A.F. αρνούνται τα στάδια, τις επαναλαμβανόμενες διαμεσολαβήσεις, τις "θυσιασμένες γενιές". Δεν
υπάρχει "ιστορική υπομονή" που να επικυρώνει την κάθε είδους καρτερία.
Η επανάσταση δεν είναι μια σωρευτική διαδικασία, όπως είναι για τους μαρξιστές που τη συνδέουν με τη
διαδικασία παραγωγής. Το ζήτημα για τη R.A.F δεν είναι να καταλάβει κανείς την εξουσία του Κράτους,
ακόμα κι αν έχει την πρόθεση να την καταστρέψει στη συνέχεια: πρέπει εξαρχής να την καταστρέψει,
επιφέροντάς της πλήγματα, αφού αυτή δεν είναι και δεν μπορεί παρά να είναι εργαλείο κυριαρχίας.
Οι αγωνιστές της R.A.F. θεωρούν, όπως και οι αναρχικοί, ότι είναι η κυριαρχία που προηγείται και
επιφέρει την εκμετάλλευση και ότι η παραγωγή δεν είναι παρά ένα τμήμα του συστήματος όπου ασκείται η
εξουσία. Έτσι, η Μάινχοφ, σε μια δήλωσή της στη διάρκεια μιας δίκης, στη μομφή ότι οι αγωνιστές της
R.A.F. αποκαλούνται επαναστάτες χωρίς να έχουν δουλέψει ποτέ σε εργοστάσιο, απαντούσε ότι για τους
αγωνιστές το προλεταριάτο δεν έχει μια έννοια κοινωνιολογική, αλλά μια έννοια αγώνα. "Θέλετε να πείτε
ότι "η εργασία απελευθερώνει;" (Arbeit macht frei?)- κι επομένως και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Ή
μήπως μιλάτε για την προτεσταντική ηθική της εργασίας;"(16)
Σε ένα κείμενο του 1972, με τίτλο "Anarchismus Vorwurf",(17) η R.A.F. υποστήριζε ότι οι "παλιοί αναρχικοί
με τις αντιλήψεις τους για την κυριαρχία και την εργασία είχαν προβλέψει αυτό που έγινε πραγματικότητα
στο σημερινό στάδιο του ιμπεριαλιστικού συστήματος".


Η μελέτη των κειμένων της R.A.F. δείχνει ότι η ομάδα δεν αφήνεται να καλυφθεί από οποιαδήποτε
ταμπέλα, όπως το αποδεικνύει και η πολυμορφία των αναφορών της. Το πρώτο της κείμενο, "Σχετικά με
την αντίληψη του αντάρτικου πόλης", τελειώνει με ένα απόσπασμα του Έλντριτζ Κλήβερ: "Εγώ, είμαι
πεπεισμένος ότι τα περισσότερα πράγματα που συμβαίνουν σε αυτή τη χώρα δεν χρειάζεται να
αναλυθούν περισσότερο". Πρόκειται για μια αντίληψη που βρίσκεται πολύ κοντά σε εκείνη που εξέφρασε
ο Μπακούνιν το 1873: "... Στους κόλπους της Διεθνούς αναπτύχθηκαν περισσότερες ιδέες από ό,τι
έπρεπε για να σωθεί ο κόσμος, εάν βέβαια πιστεύει κανείς ότι οι ιδέες από μόνες τους θα μπορούσαν
ποτέ να τον σώσουν. Και προκαλώ τον οποιονδήποτε να εφεύρει μια καινούρια ιδέα. Δεν είναι πλέον
καιρός για ιδέες, αλλά για γεγονότα και πράξεις".
Αν η R.A.F. χαρακτηρίστηκε από τα Μ.Μ.Ε. ως αναρχική, αυτό δεν έγινε χωρίς λόγο. Στην
πραγματικότητα, αναβίωσε με την πρακτική της την παράδοση των αναρχικών του τέλους του 19ου αιώνα
και των αρχών του 20ου. Είναι οι αναρχικοί που πρώτοι διεκδίκησαν πολιτικά τις επιθέσεις σε τράπεζες,
τις οποίες αποκαλούσαν "ατομική επανάκτηση" ή "συλλογική επανάκτηση". Σχετικά με αυτό το ζήτημα, η
R.A.F. δηλώνει: "Πολλοί λένε ότι το να ληστεύεις μια τράπεζα δεν είναι επαναστατικό. Όμως από πότε το
ζήτημα της χρηματοδότησης μιας οργάνωσης δεν είναι επαναστατικό;"(18) Ο αναρχικός Ντυβάλ της
"Ομάδας Μπατινιόλ" ο οποίος είχε συλληφθεί κατηγορούμενος για κλοπή, δήλωνε ενώπιον του
δικαστηρίου: "Αν ξαναγινόμουν ελεύθερος, θα σας τίναζα όλους στον αέρα! Γι αυτό άλλωστε
προορίζονταν αυτά τα χρήματα".(19) Με τις βομβιστικές επιθέσεις, η R.A.F. υιοθετούσε τη μέθοδο της
"προπαγάνδας με την πράξη" που είχε υποστηριχθεί από την Αναρχική Ομοσπονδία του Ιούρα στο
συνέδριο της Βέρνης, στο βαθμό που στόχος της δεν ήταν μόνο να καταφέρει πλήγματα στον εχθρό, αλλά
και να ενθαρρύνει τους εκμεταλλευόμενους, να τους ωθήσει στην εξέγερση, δείχνοντάς τους ότι οι ηγέτες
αυτού του συστήματος δεν είναι ανίκητοι. Ακριβώς αυτό ήταν και το σχέδιο του Εμίλ Ανρί ο οποίος είχε
τοποθετήσει μια βόμβα στο αστυνομικό τμήμα της οδού Bons Enfants και στη δίκη του δήλωνε: "Θεωρώ
ότι οι εξεγερτικές ενέργειες είναι εύστοχες, επειδή αφυπνίζουν τη μάζα, την τινάζουν με ένα βίαιο χτύπημα
και της δείχνουν την ευάλωτη πλευρά της μπουρζουαζίας που τρέμει από το φόβο της ακόμα και τη
στιγμή που ο εξεγερμένος ανεβαίνει στο ικρίωμα".(20) Τέλος, η εκτέλεση κρατούντων ανήκε επίσης στην
αναρχική πρακτική: αρκετοί αρχηγοί κρατών και βασιλιάδες είχαν χτυπηθεί από τους αναρχικούς στα τέλη
του 19ου αιώνα.
Οι αγωνιστές της R.A.F., όπως και οι αναρχικοί του 19ου αιώνα, μετέτρεψαν τη δίκη τους σε βήμα
επίθεσης εναντίον του συστήματος και δεν επιζήτησαν ποτέ την επιείκεια των δικαστών τους. Αντίθετα,
διεκδικούσαν όλες τις ενέργειες της ομάδας και προκαλούσαν τη δικαιοσύνη, όπως ο Ντυβάλ, ο οποίος
για μια απλή κλοπή χωρίς χρήση βίας, είχε καταδικαστεί σε θάνατο, αφού πρώτα αποκλείστηκε από την
αίθουσα του δικαστηρίου. Η Λουίζ Μισέλ και αρκετοί κομμουνάροι είχαν επίσης την ίδια στάση απέναντι
στη δικαιοσύνη και πήγαν ακόμα πιο μακριά από τους αγωνιστές της R.A.F. ως προς την προκλητική τους
στάση απέναντι στο δικαστήριο.


Εκτός από τους αναρχικούς, κι άλλοι χρησιμοποίησαν αυτές τις μεθόδους αργότερα. Πώς να μην
αναφέρουμε εδώ ως πρόδρομο της R.A.F. τον "κόκκινο στρατό" του Max Holz που στην αρχή της
δεκαετίας του '20 έκανε "απαλλοτριώσεις" τραπεζών ή πλούσιων ιδιωτών και χρησιμοποιούσε τη φωτιά
και το δυναμίτη. Κι αυτός επίσης, ο οποίος ως αγωνιστής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας
(K.P.D.).(21) αυτοχαρακτηριζόταν μαρξιστής, με τις πράξεις και τα λόγια του βρισκόταν πολύ κοντά στους
αναρχικούς, όπως για παράδειγμα φαίνεται σε αυτή τη διακήρυξή του: "Αφοπλίστε τους πλούσιους, την
αστυνομία, τη χωροφυλακή, τη Sipo, το στρατό! Επιτάξτε όσα χρήματα υπάρχουν! Ανατινάξτε
σιδηροδρομικές γραμμές, δικαστήρια και φυλακές. Απελευθερώστε όλους τους κρατούμενους! Στην
κεντρική Γερμανία, ο Horsing στέλνει στο εκτελεστικό απόσπασμα εργάτες, γυναίκες και παιδιά, μόνο και
μόνο επειδή είναι εργάτες και αγωνίζονται για ψωμί και ελευθερία!".(22) (Max Holz, commandante της
περιοχής του Mansfield, - επιγραφή στους τοίχους του Halle, τέλη Μάρτη 1921). Περιέργως, οι αγωνιστές
της R.A.F. ποτέ δεν αναφέρθηκαν στον Max Holz. Παρόλα αυτά, η αυτοβιογραφία του ήταν διαθέσιμη και
ορισμένοι γερμανοί αγωνιστές της δεκαετίας του '70 αναφέρονταν σε αυτήν.(23)
Επίδραση των λατινοαμερικάνικων ομάδων του αντάρτικου πόλης
Αυτές τις αναρχικές πρακτικές, οι αγωνιστές της R.A.F. τις επανανακάλυψαν μέσα από το παράδειγμα
των λατινοαμερικάνικων ομάδων αντάρτικου πόλης. Στην πραγματικότητα, οι Τουπαμάρος
αντιπροσώπευαν "το σημαντικότερο πρότυπο" για τη R.A.F. Αυτοί, όπως άλλωστε και ο Κάρλος
Μαριγκέλα στη Βραζιλία, όχι μόνο πραγματοποίησαν, αλλά και εγκωμίασαν τις επιθέσεις τραπεζών τις
οποίες αποκαλούσαν "απαλλοτριώσεις", τις βομβιστικές επιθέσεις (όπως για παράδειγμα ενάντια στη
Μπάγιερ, επιχείρηση που συμμετείχε στην πολεμική προσπάθεια κατά του Βιετνάμ), τις επιθέσεις ενάντια
στο στρατό, τις απαγωγές και εκτελέσεις όπως εκείνη του ειδικού της C.I.A. και συμβούλου της
ουρουγουανής αστυνομίας Dan Mitrione, στις 10 Αυγούστου 1970.*
Αυτές οι ομάδες ένοπλης πάλης στη Λατινική Αμερική συγγένευαν στη δράση τους και το λόγο τους με
τον αναρχισμό, παρότι δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως αναρχικές. Για παράδειγμα, ο Κάρλος Μαριγκέλα
δήλωνε: "Τα πάντα είναι καλά, αρκεί να αποτελούν δράση".(24) Ο δε Κροπότκιν στην εφημερίδα του που
ονομαζόταν "Ο εξεγερμένος" έγραφε: "Η διαρκής εξέγερση με την πένα, το στιλέτο, το δυναμίτη, το όπλο...
Για μας είναι καλά όλα τα μέσα που δεν ανήκουν στη νομιμότητα".(25) Τέλος, η πιο περιβόητη ενέργεια
των Τουπαμάρος, η κατάληψη της πόλης του Πάντο, στις 8 Οκτώβρη 1969, είναι ανάλογη με την
κατάληψη του Λετίνο, μικρού χωριού του Ματέζε στην Ιταλία, από τον Κάρλο Καφιέρο, τον Απρίλιο του
1877.
Οι Τουπαμάρος, όπως και η R.A.F., ασκούσαν κριτική στην αριστερά και τους αριστεριστές που
"χρησιμοποιούν τα μαρξιστικά σχήματα για να κατασκευάσουν θεωρίες οι οποίες εκθειάζουν την
αδράνεια, και αυτό με στόχο να καλύψουν την έλλειψη θάρρους και την απουσία πίστης στις λαϊκές μάζες,


ελπίζοντας πως είναι η μάζα που θα χύσει το αίμα της για την επανάσταση προκειμένου οι ίδιοι να
σώσουν το τομάρι τους". Γι αυτούς, "είναι οι επαναστατικές πράξεις που κάνουν την επανάσταση".
Έχοντας απορρίψει όλα τα σχήματα των προηγούμενων επαναστάσεων (λενινιστικό, μαοϊκό, καστρικό),
υποστήριζαν ότι η πολιτική γραμμή προσδιορίζεται μέσα στη δράση. Τους άρεσε να επαναλαμβάνουν: "Οι
λέξεις μάς χωρίζουν, η δράση μάς ενώνει."
Στα τέλη της δεκαετίας του '60, όλα τα ριζοσπαστικά κινήματα αγώνα -είτε αναφέρονταν είτε δεν
αναφέρονταν στο μαρξισμό- διαπερνώνταν από ένα αναρχικό ρεύμα. Οι διαφορές φυλής, φύλου,
γλώσσας, κουλτούρας, διαφορές οι οποίες δεν υπάγονται στην οικονομική σφαίρα, προβλήθηκαν και
έγιναν επίκεντρο των πιο ριζοσπαστικών αγώνων της δεκαετίας του '70. Ο μαρξισμός φάνηκε ανίκανος να
τις ερμηνεύσει. Στην καλύτερη περίπτωση, τις αντιμετώπιζε ως αντιφάσεις ή αρχαϊσμούς. Έτσι, ο Έλντριτζ
Κλήβερ διαπίστωνε ότι ο μαρξισμός/λενινισμός δεν είχε βοηθήσει τους Μαύρους Πάνθηρες να
ερμηνεύσουν το φαινόμενο του ρατσισμού και ότι οι αναλύσεις ορισμένων μαρξιστών/λενινιστών
απέκλειαν από την επαναστατική διαδικασία γνήσιους επαναστάτες των αστικών κέντρων. Οι Ινδιάνοι της
Βόρειας Αμερικής είχαν επίσης επηρεαστεί από αυτού του είδους την πρακτική, όπως το απέδειξαν στο
Wounded Knee το 1973, όταν πήραν τα όπλα και συγκρούστηκαν με την αστυνομία.
Τέλος, είναι ανάγκη να τονιστεί ότι, αν όλες αυτές οι ομάδες είχαν τον Τσε ως σημείο αναφοράς τους, δεν
ήταν επειδή συμφωνούσαν με τη θεωρία του, αλλά εξ' αιτίας της αποφασιστικότητάς του και της άρνησής
του να συμμετάσχει στους θεσμούς. Ο αγώνας δεν τελειώνει ποτέ. Δεν πρέπει να σκέφτεται κανείς με
όρους μέλλοντος της επανάστασης, αλλά με όρους επαναστατικού γίγνεσθαι.
Όλοι αυτοί οι αγώνες βρίσκουν μια αντιστοιχία σε επίπεδο φιλοσοφίας και σκέψης με αυτό που
αποκαλούμε μεταμοντέρνο και που αμφισβητεί αξίες οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση της δυτικής
φιλοσοφίας: το υποκείμενο, τον ορθολογισμό, την αντικειμενική αλήθεια, την ιστορία. Μέσα σε αυτήν την
προοπτική μπορεί να ερμηνευτεί η θεωρία της RAF. περί επαναστατικού υποκειμένου και η στρατηγική
της που δεν εξαρτάται από μια επιστημονική θεωρία, αλλά από έναν πραγματισμό, στα πλαίσια του
οποίου οι ελιγμοί, η ευκαιρία, τα αντίποινα, η πρόκληση κατέχουν μια ουσιαστική θέση.
Η R.A.F. αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του επαναστατικού κινήματος το οποίο ξέσπασε στα τέλη της
δεκαετίας του '60 ως έκφραση μιας κρίσης του δυτικού πολιτισμού που έθεσε σε αμφισβήτηση τη
μαρξιστική θεωρία.


1. Δες τη συνέντευξη του Klaus Croissant που περιλαμβάνεται στη διδακτορική διατριβή της Anne Steiner,
"Guerilla Urbaine en Europe occidentale: La R.A.F.", Paris X, 1985.
2. "A propos du proces Baader-Meinhof", Bourgois Ed, p. 241.
3. La "bande a Baader" ou la violence revolutionnaire, Champ Libre Ed., p. 102.
4. Στο ίδιο, σελ. 118.
5. Συνέντευξη του Χορστ Μάλερ που περιλαμβάνεται στη διδακτορική διατριβή της Anne Steiner, "Guerilla
Urbaine en Europe occidentale: La R.A.F.", Paris X, 1985.
6. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 84.
7. Στο ίδιο, σελ. 93.
8. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 41.
9. Στο ίδιο, σελ. 88.
10. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 57.
11. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 62.

41/42
12. Δες το κείμενο της R.A.F "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης" (La "bande a Baader" ou la
violence revolutionnaire, Champ Libre Ed., p. 99.)
13. Συνέντευξη του Χορστ Μάλερ. Διδακτορική διατριβή της Anne Steiner, "Guerilla Urbaine en Europe
occidentale: La R.A.F.", Paris X, 1985.
14. Texte der R.A.F., Chap. XXVIII, "Dem Volk dienen", p. 400.
15. Στο ίδιο, p. 401
16. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 189.
17. "Anarchismus Vorwurf " (Texte der R.A.F., Chap. XXIX, p. 436-437).
18. "Dem Volk dienen", Texte der R.A.F, p. 407.
19. Αναφέρεται από τον Jean Maitron στο "Le mouvement anarchiste des origines a 1914" (Το αναρχικό
κίνημα από τις απαρχές μέχρι το 1914), Μaspero Ed., p. 186.
20. Αναφέρεται από τον Henri Dubieff στο "Les Anarchistes (1870-1940)", Armand Collin, 1972.
21. Διαγραφείς το 1920 από το Κ.Κ. Γερμανίας για απείθεια, ο Max Holz είχε αρνηθεί να παραδώσει τα
όπλα σε αντίθεση με τις εντολές του κόμματος.
22. "Max Holz, une legende proletaire" in Les revoltes logiques no 8/9, 1979, p. 51.
23. Σε μια συνέντευξή του, ο Hans-Joaquim Klein (μέλος των Επαναστατικών Πυρήνων), δήλωνε ότι η
αυτοβιογραφία του Max Holz ήταν το πρώτο του πολιτικό βιβλίο (Liberation no 1450, 2 Octobre 1978).

42/42
Σ.τ.Ε.: Ο H.J. Klein αποκήρυξε αργότερα το αντάρτικο πόλης και μετά τη σύλληψή του το 1999
συνεργάστηκε με τις αρχές.
* Σ.τ.Ε.: Η υπόθεση αυτή, της απαγωγής του Dan Mitrione από τους Τουπαμάρος αποτελεί το θέμα της
ταινίας "Κατάσταση Πολιορκίας" του Κ. Γαβρά.
24. Κάρλος Μαριγκέλα, "Μικρό εγχειρίδιο του αντάρτη πόλης", σελ. 171.
25. Αναφέρεται από τον Ντανιέλ Γκερέν στο έργο του "Ο αναρχισμός".
Ο Κάρλος το Τσακάλι καταδικάστηκε τελικά σε ισόβια από γαλλικό δικαστήριο.

Η ΕΝΟΠΛΗ ΑΝΤΙΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΑΛΗ - ΟΥΛΡΙΚΕ ΜΑΪΝΧΟΦ
classwartexts.blogspot.com
(το παρακάτω κείμενο βρίσκεται στο βιβλίο του Τομ Βαγκ ‘η ομάδα Μπάαντερ - Μάινχοφ’, εκδόσεις
Ελεύθερος Τύπος. Τα συντακτικά λάθη που έχει το κείμενο, οφείλονται σε κακή μεταφραστική δουλειά και δεν είναι στο χέρι μας να κάνουμε όλες τις απαραίτητες διορθώσεις.)
Η ΕΝΟΠΛΗ ΑΝΤΙΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΑΛΗ
ΟΜΙΛΙΑ Της ΜΑΙΝΧΟΦ
Στις φυλακές Μόαμπιτ, επ’ ευκαιρίας της δραπέτευσης του Μπάαντερ από την φυλακή
Δυτική Γερμανία: μεταφασιστικό κράτος, καταναλωτές, κουλτούρα, μητροπολιτικός σωβινισμός, μαζική
χειραγώγηση μέσω την ΜΜΕ, ψυχολογικός πόλεμος, σοσιαλδημοκράτες. Το αντάρτικο είναι μια
πολιτικοστρατιωτική οργάνωση μέσα στην παρανομία. Αγωνίζεται ευθυγραμμισμένο με τον διεθνισμό, την
διεθνή των απελευθερωτικών κινημάτων, διεξάγοντας πόλεμο ενάντια στον ιμπεριαλισμό στον Τρίτο
Κόσμο και στις μητροπόλεις. Τα απελευθερωτικά αυτά κινήματα αποτελούν την πρωτοπορία του
αγωνιζόμενου ένοπλα παγκόσμιου προλεταριάτου.
Η πραγματικότητα δεν μπορεί να νοηθεί παρά με τρόπο υλιστικό, που συνδέεται με τον αγώνα – τον
ταξικό αγώνα. Η επαναστατική δράση – με όποιον τρόπο κι αν διεξάγεται – θα πρέπει πάντα να είναι
κατανοητή απ’ τις μάζες. Τα λόγια είναι ανούσια, η οργή δεν είναι όπλο, απαιτεί δράση.
Ο αντάρτης δεν έχει κάποια πάγια άποψη, καμία βάση απ’ την οποία να λειτουργεί. Όλα είναι σε συνεχή
κίνηση, το ίδιο κι ο αγώνας. Ο αγώνας πηγάζει απ’ την κίνηση και είναι κι ο ίδιος εν κινήσει. Εκείνο που
μετράει είναι ο σκοπός. Ο αντάρτης συλλαμβάνει την ταξική πάλη ως βασική αρχή της Ιστορίας και ως
πραγματικότητα, στην οποία θα υλοποιηθεί η προλεταριακή πολιτική.
Οι αντάρτες κι οι αντάρτισσες είναι οι νέοι άνθρωποι μιας νέας κοινωνίας, της οποίας ο αντάρτης είναι το
«πρωτογενές κύτταρο», λόγω ταυτότητας δύναμης, υποκειμενικότητας, σταθερής διαδικασίας, μάθησης
και δράσης (σε αντίθεση προς την θεωρία). Έτσι, αντάρτικο σημαίνει συλλογική διαδικασία μάθησης με


σκοπό την «κολεκτιβοποίηση» του ατόμου, έτσι ώστε αυτό να συνεχίσει την συλλογική μάθηση. Η
πολιτική κι η στρατηγική ενυπάρχουν σε κάθε επιμέρους αντάρτη.
Η ένοπλη αντιιμπεριαλιστική πάλη και η αμυντική θέση της αντεπανάστασης στον ψυχολογικό της πόλεμο
ενάντια στον λαό
Η Αντιιμπεριαλιστική Πάλη
Η αντιιμπεριαλιστική πάλη, αν δεν πρόκειται απλά για μια φράση, αποβλέπει στην καταστροφή του
συστήματος των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων – από πολιτική, οικονομική και στρατιωτική άποψη – των
πολιτιστικών θεσμών μέσω των οποίων ο ιμπεριαλισμός προσφέρει ομοιογένεια στις κυρίαρχες ελίτ και τα
συστήματα επικοινωνίας, για την ιδεολογική του επικυριαρχία.
Στρατιωτική καταστροφή του ιμπεριαλισμού σημαίνει σε διεθνές επίπεδο: καταστροφή των στρατιωτικών
συμμαχιών των ΗΠΑ σ’ ολόκληρο τον κόσμο, στην Γερμανία: καταστροφή του ΝΑΤΟ και της
Μπούντεσβέρ, σε εθνικό επίπεδο: καταστροφή των ένοπλων σχηματισμών του κρατικού μηχανισμού,
που ενσαρκώνουν το μονοπώλιο της βίας της άρχουσας τάξης, την εξουσία της μέσα στο κράτους, την
αστυνομία και τις μυστικές υπηρεσίες.
Οικονομικά: σημαίνει την καταστροφή των κρατικών και μη κρατικών γραφειοκρατικών οργανώσεων και
δομών εξουσίας – κόμματα, συνδικάτα, ΜΜΕ – που εξουσιάζουν τον λαό.
Ο Προλεταριακός Διεθνισμός
Ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας εδώ δεν είναι και δεν μπορεί να είναι εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας – η
ιστορική του προοπτική δεν είναι ο σοσιαλισμός σε μία μόνο χώρα. Στις διεθνείς οργανώσεις του
κεφαλαίου, στις παγκόσμιας κλίμακας στρατιωτικές συμμαχίες του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, στην
συνεργασία της αστυνομίας, και των μυστικών υπηρεσιών, στις διεθνείς οργανώσεις κυρίαρχων ελίτ μέσα
στην σφαίρα εξουσίας του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, αντιτάσσουμε, απ’ την πλευρά μας, την πλευρά του
προλεταριάτου, της επαναστατικής ταξικής πάλης, του απελευθερωτικού αγώνα των λαών του Τρίτου
Κόσμου, των ανταρτών πόλεων στις μητροπόλεις του ιμπεριαλισμού, τον προλεταριακό διεθνισμό.
Από την εποχή της Παρισινής Κομμούνας, είναι προφανές ότι η απόπειρα ενός λαού, σ’ ένα
ιμπεριαλιστικό κράτος, ν’ απελευθερωθεί σε εθνικό επίπεδο, θα προκαλέσει την εκδίκηση, την ένοπλη
επέμβαση και το θανάσιμο μίσος της αστικής τάξης όλων των άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών.
«Ένας λαός που καταπιέζει τους άλλους δεν μπορεί να χειραφετηθεί», είπε ο Μαρξ. Οι αντάρτες πόλεων,
η RAF (Τμήμα Κόκκινος Στρατός) εδώ, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, η UNITED PEOPLES
LIBERATION στις ΗΠΑ, αντλούν την στρατιωτική τους σημασία από το γεγονός ότι μπορούν, σε
συμμαχία με τους απελευθερωτικούς αγώνες των λαών του Τρίτου Κόσμου και σε αλληλεγγύη προς
αυτούς, να επιτίθενται στον ιμπεριαλισμό από τα νώτα, εδώ, απ’ όπου εξάγει τα στρατεύματά του, τα
όπλα του, το εκπαιδευτικό του προσωπικό, την τεχνολογία του, τα συστήματα επικοινωνίας του, τον
πολιτιστικό του φασισμό, για την καταστολή και την εκμετάλλευση των λαών του Τρίτου Κόσμου,. Αυτό
είναι το στρατηγικό πεπρωμένο του αντάρτη πόλεων, να προωθήσει, στα νώτα του ιμπεριαλισμού, κατά
την διάρκεια μιας μακράς διαδικασίας, το αντάρτικο, την ένοπλη αντιιμπεριαλιστική πάλη, τον λαϊκό
πόλεμο, διότι η παγκόσμια επανάσταση σίγουρα δεν είναι θέμα ημερών, εβδομάδων, μηνών, ούτε θέμα


εξεγέρσεων λίγων λαών, όχι βραχύχρονη διαδικασία, ούτε κατάληψη του κρατικού μηχανισμού, όπως
φαντάζονται ή μάλλον υποστηρίζουν διάφορα ρεβιζιονιστικά κόμματα και ομάδες, εφόσον στην
πραγματικότητα δεν φαντάζονται τίποτα.
Για τον όρο «Εθνικό Κράτος»
Στις μητροπόλεις, ο όρος «εθνικό κράτος» είναι κάτι φανταστικό, που δεν έχει πλέον καμία βάση μέσα
στην πραγματικότητα των κυρίαρχων τάξεων, της πολιτικής τους και της δομής εξουσίας τους, που δεν
έχει κανένα ισοδύναμο ακόμη και στις γλωσσικές διαφοροποιήσεις εφόσον εκατομμύρια μετανάστες
εργάτες μπορούν να βρεθούν στα πλούσια κράτη της Δ. Ευρώπης. Μέσω, μάλλον, της διεθνοποίησης
του κεφαλαίου, των ΜΜΕ, των αλληλεξαρτήσεων της οικονομικής ανάπτυξης, της διεύρυνσης της ΕΟΚ,
της κρίσης, γεννιέται στην Ευρώπη ένας προλεταριακός διεθνισμός ακόμη και στο υποκειμενικό επίπεδο,
έτσι, οι μηχανισμοί εκείνης της ένωσης απεργάζονταν επί χρόνια την καταστολή τον έλεγχο και την
θεσμοποίησή του.
Ο μύθος του εθνικού κράτους, στον οποίο προσκολλώνται οι ρεβιζιονιστικές ομάδες με τις οργανωτικές
τους μορφές, συνδυάζεται με τον εκ μέρους τους φετιχισμό της νομιμότητας, τον φιλειρηνισμό τους, τον
μαζικό οπορτουνισμό τους. Έχουμε εναντίον τους όχι μόνον το γεγονός ότι μέλη των ομάδων αυτών
προέρχονται από την μικροαστική τάξη, αλλά κυρίως το ότι η πολιτική και η οργανωτική τους δομή
αναπαράγει την ιδεολογία της αστικής τάξης, προς την οποία ήταν ανέκαθεν ξένος ο προλεταριακός
διεθνισμός, τάξης η οποία οργανώνεται πάντα – και αυτό δεν επηρεάζεται διόλου από την ταξική θέση και
τις συνθήκες αναπαραγωγής της – συμπληρωματικά προς την εθνική αστική τάξη, την άρχουσα τάξη,
μέσα στο κράτος.
Το επιχείρημα ότι οι μάζες δεν είναι ακόμα έτοιμες δεν θυμίζει στην RAF, τους συλληφθέντες
επαναστάτες, οι οποίοι βρίσκονται στην απομόνωση, σε ειδικά τμήματα των φυλακών και όσους ζουν
στην παρανομία, παρά τα επιχειρήματα των αποικιοκρατικών γουρουνιών στην Αφρική και την Ασία επί
70 ολόκληρα χρόνια: οι μαύροι λαοί, αγράμματοι, σκλάβοι, οι αποικιοκρατούμενοι, βασανισμένοι,
καταπιεσμένοι, πεινασμένοι, οι λαοί υποφέρουν υπό την αποικιοκρατία, ο ιμπεριαλισμός δεν ήταν ακόμη
έτοιμος να πάρει στα χέρια του την γραφειοκρατία τους, την εκβιομηχάνισή τους, το εκπαιδευτικό τους
σύστημα, το μέλλον τους ως ανθρώπινα όντα. Αυτό είναι το επιχείρημα ανθρώπων που ανησυχούν για τις
θέσεις εξουσίας τους, που ενδιαφέρονται να εξουσιάσουν ένα λαό κι όχι για έναν αγώνα χειραφέτησης και
απελευθέρωσης.
Το Αντάρτικο Πόλεων
Η ενέργεια μας στις 14 του Μάη το 1970 (Η απελευθέρωση του Αντρέας Μπάαντερ από την φυλακή) είναι
και παραμείνει η παραδειγματική ενέργεια του αντάρτικου πόλεων. Συνδυάζει όλα τα στοιχεία της ένοπλης
αντιιμπεριαλιστικής πάλης, ήταν η απελευθέρωση ενός κρατούμενου από την αρπαγή του κρατικού
μηχανισμού. Ήταν μια αντάρτικη ενέργεια, η ενέργεια μιας ομάδας, η οποία μετατράπηκε σε
πολιτικοστρατιωτικό πυρήνα, λόγω της απόφασης να πραγματοποιήσει την ενέργεια αυτή. Ήταν η
απελευθέρωση ενός επαναστάτη, ενός στελέχους, απαραίτητου για την οργάνωση του αντάρτικου
πόλεων – όχι επειδή απλώς κάθε επαναστάτης χρειάζεται για την επανάσταση, αλλά επειδή, ακόμα και
τότε, ενσωμάτωνε όλα όσα χρειάζονταν για να καταστεί εφικτή η πολιτικοστρατιωτική επίθεση του
αντάρτικου κατά του ιμπεριαλιστικού κράτους: αποφασιστικότητα, θέληση για δράση, ικανότητα


αυτοκαθορισμού αποκλειστικά και μόνον μέσω των σκοπών, παράλληλα με την διατήρηση της συνεχούς
διαδικασίας συλλογικής μάθησης της ομάδας, ασκώντας ευθύς εξαρχής την ηγεσία ως συλλογική ηγεσία
και αναθέτοντας στο σύνολο τις διαδικασίες μάθησης κάθε ατόμου.
Η ενέργεια αυτή ήταν παραδειγματική διότι η αντιιμπεριαλιστική πάλη αφορά την απελευθέρωση
κρατουμένων, ως τέτοιων, από την φυλακή, την οποία το σύστημα πάντοτε προόριζε για όλες τις
εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες ομάδες ανθρώπων και χωρίς άλλη ιστορική προοπτική εκτός από
τον θάνατο, τον τρόμο, τον φασισμό και την βαρβαρότητα, από τα δεσμά της ολικής αλλοτρίωσης και
αυτοαλλοτρίωσης, από τον πολιτικό και υπαρξιακό στρατιωτικό νόμο όπου οι άνθρωποι εξαναγκάζονται
να ζουν υπό τον ζυγό του ιμπεριαλισμού, της καναταλωτικής κουλτούρας των ΜΜΕ και των μηχανισμών
ελέγχουν της άρχουσας τάξης, εξαρτημένοι από την αγορά και τον κρατικό μηχανισμό.
Το αντάρτικό - όχι μόνον εδώ - το ίδιο συνέβη στην Βραζιλία, την Ουρουγουάη, την Κούβα και με τον Τσε
στην Βολιβία - γεννιέται πάντα εκ του μηδενός, η πρώτη φάση της δημιουργίας του είναι και η
δυσκολότερη, στο μέτρο που προέρχεται από την αστική τάξη, που εκπορνεύεται από τον ιμπεριαλισμό
και την αποικιοποιημένη από την πρώτη προλεταριακή τάξη, δεν προσφέρει τίποτα χρήσιμο στον αγώνα.
Υπάρχει μια ομάδα συντρόφων που αποφάσισε να αναλάβει δράση, να ξεφύγει από το επίπεδο του
λήθαργου, του βερμπαλιστικού ριζοσπαστισμού, των στρατιγικών συζητήσεων, που γίνεται όλο και πιο
επουσιώδες και να πολεμήσει. Λείπουν όμως ακόμα τα πάντα - όχι μόνον όλα τα μέσα, το μόνο που
γίνεται ολοφάνερο στο σημείο αυτό είναι τι είδους άνθρωπος είναι ο καθένας. Ανακαλύπτεται το
μητροπολιτικό άτομο, προϊόν της διαδικασίας αποσύνθεσης, ενός θανατηφόρου, ψεύτικου,
αλλοτριωμένου περιβάλλοντος, της ζωής μέσα στο σύστημα - εργοστάσιο, γραφείο, σχολείο,
παννεπιστήμιο, ρεβιζιονιστικές ομάδες, μαθητεία και προσωρινή εργασία. Οι συνέπειες του διαχωρισμού
επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής, φανερώνουν εκείνες της διαίρεσης της εργασίας σε διανοητική και
χειρωνακτική, της αχρηστίας στην οποία περιπίπτεις μέσα σε ιεραρχικά οργανωμένες εργασιακές
διαδικασίες, της ψυχικής παραμόρφωσης που προκαλεί η καταναλωτική κοινωνία η οποία έχει βυθιστεί
στην παρακμή και την στασιμότητα.
Αλλά αυτό είμαστε εμείς, δηλαδή, από που προερχόμαστε: γαλουχημένοι με τις διαδικασίες εξόντωσης
και καταστροφής μέσα στην μητροπολιτική κοινωνία, τον πόλεμο όλων εναντίον όλων, τον ανταγωνισμό
όλων, το σύστημα να κυβερνά με τον τρόμο και την πίεση για μεγαλύτερη παραγωγικότητα, το παιχνίδι
του ενός σε βάρος όλων των άλλων, τον διαχωρισμό των ανθρώπων σε άνδρες και γυναίκες, νέους και
γέρους, υγιείς και ασθενείς, ξένους και ντόπιους και την πάλη για τη φήμη, ιδού από που προερχόμαστε:
από την απομόνωση της προαστιακής κατοικίας, του θλιβερού τσιμέντου, των δημόσιων
ορφανοτροφείων, των ασύλων που θυμίζουν φυλακές και των ειδικών τμημάτων των φυλακών. Από την
πλύση εγκεφάλου μέσω των ΜΜΕ, του καταναλωτισμού, της σωματικής τιμωρίας, της ιδεολογίας της μη
βίας, από την κατάθλιψη, την αρρώστεια, την υποβάθμιση, την προσβολή και την ταπείνωση του ατόμου,
όλων των εκμεταλλευόμενων υπό τον καπιταλισμό. Μέχρις ότου να συνειδητοποιήσουμε ότι η μιζέρια του
καθένα από μας καθιστά αναγκαία την απελευθέρωση από τον ιμπεριαλισμό, την αντιιμπεριαλιστική πάλη
και να κατανοήσουμε ότι δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, καταστρέφοντας το σύστημα αυτό, αλλά να
κερδίσουμε τα πάντα με την ένοπλη πάλη: συλλογική απελευθέρωση, ζωή, ανθρωπιά, υπόσταση, ότι η
υπόθεση του λαού, των μαζών, των εργατών στην αλυσίδα παραγωγής, των ανέργων, των
φυλακισμένων, των μαθητευόμενων, των φτωχότερων μαζών εδώ και των απελευθερωτικών κινημάτων
στον Τρίτο Κόσμο, είναι και δική μας υπόθεση. Το μέλημά μας, η ένοπλη αντιιμπεριαλιστική πάλη, είναι


και μέλημα των μαζών και αντιστρόφως - ακόμα κι αν αυτό μπορεί και να αποδειχθεί αληθινό μόνο κατά
την διάρκεια μιας μακρόχρονης ανάπτυξης της πολιτικοστρατιωτικής επίθεσης του αντάρτικου, της
εξαπόλυσης του λαϊκού πολέμου.
Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ αληθινά επαναστατικής και φαινομενικά επαναστατικής, αν και στην
πραγματικότητα, οππορτουνιστικής πολιτικής: η αντίληψη μας στηρίζεται στην αντικειμενική κατάσταση,
στις αντικειμενικές συνθήκες, στην πραγματική κατάσταση του προλεταριάτου, των μαζών στις
μητροπόλεις - που συμπεριλαμβάνει το ότι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως υλικής κατάστασης, είναι μέσα στην
αρπαγή και υπό τον έλεγχο του συστήματος από κάθε άποψη και ότι η οππορτουνιστική οπτική στηρίζεται
στην αλλοτριωμένη συνείδηση του προλεταριάτου - στηριζόμαστε στο γεγονός της αλλοτρίωσης το οποίο
γεννά την αναγκαιότητα της απελευθέρωσης. “Δεν υπάρχει κανένας λόγος” έγραφε ο Λένιν το 1916, σε
αντίθεση προς τον αποστάτη Κάουτσκυ, “να θεωρήσουμε ως δεδομένο το ότι η πλειοψηφία των
προλετάριων θα μπορούσε να ενωθεί μέσα σε οργανώσεις. Κατα δεύτερο λόγο - κι αυτό είναι το
σημαντικότερο - το ζήτημα δεν έγκειται τόσο πολύ στον αριθμό των μελών μιας οργάνωσης, αλλά στην
πραγματική, αντικειμενική σημασία της πολιτικής της: εκπροσωπεί την πολιτική των μαζών, την
απελευθέρωση των μαζών από τον καπιταλισμό ή μήπως εκπροσωπεί τα συμφέροντα της μειοψηφίας,
σε αρμονία με τον καπιταλισμό; Δεν μπορούμε και κανένας δεν μπορεί να υπολογίσει επακριβώς πιο
τμήμα του προλεταριάτου ακολουθεί και θα ακολουθεί τους σοσιαλσωβινιστές και τους οππορτουνιστές.
Μόνον ο αγώνας θα το καθορίσει αυτό τελικά, είναι όμως δική μας υποχρέωση, αν θέλουμε να
παραμείνουμε σοσιαλιστές, να εισχωρήσουμε βαθύτερα στα κατώτερα στρώματα των μαζών, στις
αληθινές μάζες: αυτή είναι η πλήρης σημασία του αγώνα ενάντια στον οππορτουνισμό και το όλο
περιεχόμενο του αγώνα αυτού”.
Το αντάρτικο είναι η ομάδα
Η λειτουργία της ηγεσίας στο αντάρτικο, δηλαδή η λειτουργία του Αντρέας στην RAF, είναι: ο
προσανατολισμός - όχι απλώς να ξεχωρίζει, σε κάθε κατάσταση, τα κύρια σημεία από τα ελάσσονα, αλλά,
ταυτόχρονα, να έχει, σε κάθε κατάσταση, σφαιρική εικόνα του συνολικού πλαισίου. Να μην
αποπροσανατολίζεται, λόγω τεχνικών ή άλλων λεπτομερειών της καθημερινής ζωής, από το στόχο, την
επανάσταση, για χάρη της πολιτικής των συμμαχιών, να μην ξεχνά ποτέ το ταξικό ζήτημα και, για χάρη
της τακτικής, τα στρατηγικά ζητήματα και αυτό σημαίνει να μην υποτάσσεται στον οππορτουνισμό. Ο
Ντούαν λέει: “Είναι η τέχνη του να μπορείς να συνδυάζεις διαλεκτικά την ηθική αδιαλλαξία με την
νηφαλιότητα της πράξης, η τεχνική της εφαρμογής του νόμου της εξέλιξης στην ηγεσία της επανάστασης,
η οποία μετατρέπει τις προοδευτικές αλλαγές σε ποιοτικά άλματα”. Είναι επίσης η τέχνη “του να μην
υποχωρείς λόγω δέους μπροστά στην απεραντοσύνη των σκοπών”, αλλά και να έχεις την
αποφασιστικότητα να διδάσκεσαι από τα λάθη, κύρια και πρωταρχικά, να μαθαίνεις. Κάθε επαναστατική
οργάνωση, κάθε αντάρτικο, το γνωρίζει αυτό. Η αρχή της πρακτικής απαιτεί την ανάπτυξη τέτοιων
ικανοτήτων. Κάθε οργάνωση η οποία στηρίζει την αντίληψή της στον διαλεκτικό υλισμό, έχει κύρια ως
στόχο την νίκη του λαού και όχι την δημιουργία μιας κομματικής γραφειοκρατίας και μιας επίπλαστης
συντροφικότητας μέσα στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής εξουσίας.
Δεν μιλάμε για δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, εφόσον οι αντάρτες πόλεων στην μητροπολιτική Δ.
Γερμανία δεν μπορούν να έχουν έναν συγκεντρωτικό μηχανισμό. Δεν είμαστε κόμμα, είμαστε μια
πολιτικοστρατιωτική οργάνωση η οποία διαμορφώνει την λειτουργία της ηγεσίας συλλογικά, ξεκινώντας
από τα απλά άτομα, τείνοντας να τα ενσωματώσει στις ομάδες, στην συλλογική εμπειρία. Ο στόχος είναι
πάντοτε ο ανεξάρτητος, τακτικός προσανατολισμός του μαχητή, του αντάρτη, του στελέχους. Η


συλλογικότητα είναι μια πολιτική εξέλιξη που γίνεται παντού αισθητή, στην αλληλεπίδραση, στην
επικοινωνία, στην θέληση της αμοιβαίας μάθησης και σε όλα τα επίπεδα δουλειάς και εκπαίδευσης. Οι
αυταρχικές δομές ηγεσίας, δεν υφίστανται στο αντάρτικο, διότι στερούνται υλικής βάσης και, επιπλέον,
επειδή η αληθινή, δηλαδή, η αυτοδύναμη ανάπτυξη της παραγωγικής ενέργειας κάθε ατόμου συμβάλλει
στην αποτελεσματικότητα του επαναστατικού αντάρτικου: το να παρεμβαίνεις επαναστατικά με
περιορισμένης εμβέλειας ενέργειες, είναι σαν να κηρύσσεις τον λαϊκό πόλεμο. Η αρχή του ψυχολογικού
πολέμου που έχει ως στόχο να εξωθήσει τις μάζες εναντίον του αντάρτη, να τον απομονώσει από τον
λαό, είναι ν’ αποκρύψει τους υλικούς, πραγματικούς στόχους της επανάστασης, οι οποίοι είναι η
απελευθέρωση από την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού, η απελευθέρωση κατεχόμενων περιοχών, η
κατάργηση της αποικιοκρατίας και της νεοαποικιοκρατίας, η συντιβή της αστικής δικτατορίας, η ανατροπή
των στρατιωτικών δικτατοριών, η κατάργηση της εκμετάλλευσης, του φασισμού και του ιμπεριαλισμού, να
αποπροσανατολίσει τον λαό μέσω της ψυχολογικής προπαγάνδας που εξωθεί στην ιδιώτευση,
καθιστώντας το ευνόητο αδιανόητο, το εύλογο παράλογο, επιτυγχάνοντας έτσι να εμφανίσει τον
ανθρωπισμό των επαναστατών σαν χυδαία απανθρωπιά. Η τεχνική είναι η εξής: διαστρέβλωση, ψεύδη,
λάσπη, ρατσισμός, χειραγώγηση, αφύπνιση ασυνείδητων φόβων του λαού, των υπαρξιακών φόβων και
προκαταλήψεων, που συνδέονται με άγνωστες δυνάμεις με βάση την αδυναμία απέναντι στο άγνωστο
και όλα αυτά έχουν αποτυπωθεί σαν πυρινη σφραγίδα στις σάρκες των λαών, εξαιτίας αιώνων
αποικιοκρατίας και εκμετάλλευσης.
Στην προσπάθεια των γουρουνιών να καταστρέψουν, μέσω του ψυχολογικού πολέμου και της εξώθησης
στην ιδιώτευση, την υπόθεση - την επαναστατική πολιτική, την ένοπλη αντιιμπεριαλιστική πάλη στην
μητροπολιτική Δ.Γερμανία, την επίδρασή τους στην συνείδηση του λαού - μας εμφανίζουν ως ίδιους μ’
αυτούς, ότι η δομή της RAF είναι ίδια με την δομή του κράτους, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο
διαμορφώνονται και λειτουργούν οι δομές της εξουσίας τους: είτε πρόκειται για την Κου Κλούξ Κλαν, την
Μαφία, την CIA είτε για οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστική πρόσωπο του ιμπεριαλισμού και των
ανδρίκελών του, που επιβάλλουν δια της βίας τα συμφέροντά τους με εκβιασμό, δωροδοκία,
ανταγωνισμό, πατρονάρισμα, κτηνωδία και πατώντας επί πτωμάτων. Στον ψυχολογικό πόλεμο που έχουν
εξαπολύσει εναντίον μας, τα γουρούνια ποντάρουν στην εσωτερίκευση της πίεσης για αυξημένη
παραγωγικότητα και του φόβου, τα οποία το σύστημα έχει εμφυτεύσει στον καθένα μας, όντας
αναγκασμένοι να πουλάμε την εργατική μας ενέργεια απλά και μόνο για να επιβιώνουμε. Ποντάρουν στα
υποβολιμιαία σύνδρομα του αντικομμουνισμού, του αντισημιτισμού, της σεξουαλικής καταπίεσης, της
θρησκείας, των αυταρχικών εκπαιδευτικών συστημάτων, του ρατσισμού, της πλύσης εγκεφάλου μέσω της
κουλτούρας του καταναλωτισμού και των ιμπεριαλιστικών ΜΜΕ, της αναμόρφωσης και του “οικονομικού
θαύματος” με τα οποία αιώνες τώρα βομβαρδίζουν τους λαούς. Το δυσκολότερο πράγμα για το αντάρτικο
κατά την αρχική του φάση, ήταν η επιλογή των πρώτων ενεργειών. Το πως θα καθορίζονται από την
πίεση του σσυστήματος, χωρίς να βλέπουν την εικόνα του εαυτού τους με τα μάτια των ΜΜΕ, χωρίς
φόβο. Οι σύντροφοι πρέπει να ενεργούν με βάση πραγματικές εμπειρίες, τις δικές τους και του λαού. Διότι
ο αντάρτης βασίζεται σ’ αυτά τα δεδομένα, τα καθημερινά βάσανα του λαού: την εκμετάλλευση, την
τρομοκρατία των ΜΜΕ, την ανασφάλεια επιβίωσης, παρόλη την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την
αφθονία πλούτου που υπάρχει σ’ αυτή την χώρα, την ψυχική αρρώστεια, την παιδεραστία, την σχολική
αθλιότητα και την στεγαστική μιζέρια. Εκείνο που εξέπληξε περισσότερο το ιμπεριαλιστικό κράτος
αναφορικά με την δράση μας, ήταν το ότι η RAF καταγράφηκε στην συνείδηση του λαού ως αυτό που
πραγματικά είναι: πρακτική, η οποία αποτελεί λογική και διαλεκτική απόρροια των υφιστάμενων
συνθηκών, δράση, η οποία ως έκφραση των πραγματικών συνθηκών, μοναδική έκφραση της μόνης
ρεαλιστικής πιθανότητας αλλαγής των συνθηκών αυτών, τις οποίες ξεπερνά, προσφέρει ξανά την


αξιοπρέπεια στο λαό και δίνει νόημα στους αγώνες, στις επαναστάσεις, στους ξεσηκωμούς, στις ήττες και
στις εξεγέρσεις του παρελθόντος, για μια ακόμη φορά, καθιστά το λαό ικανό ν’ αποκτήσει συνείδηση της
ιστορίας του. Διότι όλη η Ιστορία είναι ιστορία ταξικών αγώνων, διότι ο λαός, έχοντας χάσει την αίσθηση
του μεγέθους της επαναστατικής ταξικής πάλης, είναι αναγκασμένος να ζει σ’ ένα μη ιστορικό επίπεδο,
στερούμενος αυτοσυνείδησης και, επομένως , αξιοπρέπειας. Σ’ ότι αφορά τον αντάρτη, ο καθένας
καθορίζει ο ίδιος ποιά θέση κατέχει, διότι, τελικά, καθίσταται ικανός ν’ αντιληφθεί το επίπεδό του, την θέση
του στην ταξική κοινωνία, μέσα στα πλαίσια του ιμπεριαλισμού και να αυτοκαθορισθεί. Διότι πολλοί
πιστεύουν ότι είναι με το μέρος του λαού, όταν όμως ο λαός άρχισει ν’ αγωνίζεται, το βάζουν στα πόδια,
τον αποκηρύσσουν, βάζουν φρένο και πηγαίνουν με το μέρος της αστυνομίας. Αυτό είναι το ζήτημα που
έθεσε αμέτρητες φορές ο Μαρξ, δηλαδή, ότι ένα άτομο δεν είναι αυτό που ισχυρίζεται πως είναι, αλλά το
προϊόν των πραγματικών λειτουργιών του και του ρόλου την στην ταξική κοινωνία, εκτός κι αν ενεργεί
συνειδητά εναντίον του συστήματος, δηλαδή, παίρνοντας τα όπλα και αγωνιζόμενο επειδή το
εκμεταλλεύεται το σύστημα και επειδή, ουσιαστικά, προσπαθούν να τον καταστήσουν εργαλείο
εξυπηρέτησης των στόχων του συστήματος. Τα γουρούνια, μέσω του ψυχολογικού πολέμου,
προσπαθούν ν’ ανατρέψουν τα δεδομένα εκείνα τα οποία είναι εύλογα στην λειτουργία του αντάρτικου και
που συνίστανται στο ότι οι άνθρωποι δεν εξαρτώνται από το κράτος αλλά το κράτος από τους
ανθρώπους, ότι ο λαός δεν στηρίζεται στις μετοχικές εταιρείες, τις πολυεθνικές, τα εργοστάσιά τους, αλλά
τα καπιταλιστικά γουρούνια στηρίζονται στο λαό, ότι η αστυνομία δημιουργήθηκε όχι για να προστατεύει
τον λαό από τους εγκληματίες αλλά για να προστατεύει το σύστημα εκμετάλλευσης του ιμπεριαλισμού
από τον λαό. Οι άνθρωποι δεν εξαρτώνται από το σύστημα δικαιοσύνης, αλλά η δικαιοσύνη από τους
ανθρώπους, δεν στηριζόμαστε στην παρουσία αμερικάνικων στρατευμάτων και θεσμών, εδώ στην
Γερμανία, αλλά ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ έχει ανάγκη την δική μας στήριξη. Μέσω της προσωποποίησης
και της ψυχολογικοποίησης, προβάλλουν σε μας τα στερεότυπα της καπιταλιστικής ανθρωπολογίας, την
πραγματικότητα της χαρακτηροδομής τους, όντας δικαστές, κράτος, εισαγγελείς, δεσμοφύλακες,
φασίστες, το γουρούνι απολαμβάνει την αλλοτρίωσή του και ζει βασανίζοντας τους άλλους, καταπιέζοντάς
τους, χρησιμοποιώντας τους και η ύπαρξή του συνίσταται στην δημιουργία καριέρας, την άνοδο, την
ανέλιξη, ζώντας εις βάρος των άλλων δια της εκμετάλλευσης της πείνας και της αθλιότητας, μιας
αθλιότητας μερικών δισεκατομμυρίων ανθρώπων στον Τρίτο Κόσμο και εδώ.
Η άρχουσα τάξη μας μισεί διότι, παρά τα 100 χρόνια καταστολής, φασισμού, αντικομμουνισμού,
ιμπεριαλιστικών πολέμων, γενοκτονίας ολόκληρων εθνών, η επανάσταςση ορθώνει ξανά το ανάστημά
της. Με τον ψυχολογικό πόλεμο, το κράτος των γουρουνιών προσπαθεί να μας ξεφορτωθεί και, ειδικά, τον
Αντρέας ο οποίος είναι η ενσάρκωση του πλήθους, ο εχθρός λαός, αυτό που μισούν και φοβούνται,
αναγνωρίζουν στο πρόσωπό μας ότι τους απειλεί και ό,τι θα τους ανατρέχει – την επαναστατική
αποφασιστικότητα, την επαναστατική δύναμη, την πολιτικοστρατιωτική δράση, την δική τους αδυναμία, τα
περιορισμένα μέσα τους – από την στιγμή που ο λαός θα πάρει τα όπλα και θ’ αρχίσει ν’ αγωνίζεται. Το
κράτος δεν δυσφημίζει εμάς, αλλά την ίδια την ύπαρξή του, διότι όλες οι συκοφαντίες κατά των ανταρτών,
κάνουν αυτούς που τις διαδίδουν να συνειδητοποιήσουν τις γουρουνίσιες κοιλιές τους, τους στόχους τους,
τις φιλοδοξίες και τους φόβους τους. Ακόμη και η αυτόκλητη «πρωτοπορία», λογουχάρη, στερείται
ουσιαστικού νοήματος. Το να είσαι πρωτοπορία είναι μια λειτουργία η οποία δεν επιδέχεται διεκδίκηση και
αυτοδιορισμό, είναι μια λειτουργία την οποία αναθέτει ο λαός στον αντάρτη, λόγω της δικής του
συνειδητοποίησης, μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας αφύπνισης και επανανακάλυψης του ρόλου του
στην Ιστορία, ανακαλύπτοντας τον ίδιο του τον εαυτό μέσω της αντάρτικης δράσης, αναγνωρίζοντας την
ατομική και συλλογική αναγκαιότητα καταστροφής του συστήματος, μέσω της αντάρτικης δράσης η οποία
έχει ήδη καταστεί συλλογική αναγκαιότητα. Η έννοια της αυτόκλητης προτωπορίας, εμπεριέχει ένα


στοιχείο ελιτισμού, το οποίο χαρακτηρίζει την άρχουσα τάξη, που επιδιώκει την κυριαρχία. Δεν έχει τίποτα
κοινό με την έννοια της ακτημοσύνης του προλεταριάτου, με την χειραφέτηση, τον διαλεκτικό υλισμό και
τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα.
Η διαλεκτική της Επανάστασης και της Αντεπανάστασης
Η διαλεκτική της στρατηγικής του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα συνίσταται στο ότι: μέω της αντίστασής μας,
των αντιδράσεων του συστήματος, της κλιμάκωσης της Αντεπανάστασης, της μετατροπής του
συγκαλημμένου στρατιωτικού νόμου σε απροκάλυπτο, ο εχθρός προδίδει την θέση του, αποκαλύπτεται
και έτσι, λόγω του δικού του τρόμου, κάνει τις μάζεις να ξεσηκωθούν εναντίον του, δηλαδή, επιτρέπει στις
αντιθέσεις να οξυνθούν και , με τον τρόπο αυτό, προοθεί τον επαναστατικό αγώνα.
Μαριγκέλα: «Η βασική αρχή της επαναστατικής στρατηγικής, σε συνθήκες διαρκούς πολιτικής κρίσης,
τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο, συνίσταται στην ανάληψη τέτοιου είδους επαναστατικών
ενεργειών, ώστε να εξαναγκάζεται ο εχθρός να αφαιρεί το υποτιθέμενο δημοκρατικό του προσωπείο και
να κηρύσει το κράτος σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Τότε, όλα τα κοινωνικά στρώματα δυσαρεστούνται
και η κατάσταση στρατιωτικής έκτακτης ανάγκης έκτακτης ανάγκης θεωρείται υπεύθυνη για τα δεινά του
λαού». Ένας πέρσης σύντροφος, ο Α.Π. Πουγιάν, λέει: «μέσω της πίεσης που επιφέρει η επιδείνωση της
κατάστασης, εξαιτίας της σύγκρουσης των αντεπαναστατικών δυνάμεων με τηους μαχητές της
αντίστασης, όλες οι άλλες ελεγχόμενες ομάδες και τάξεις, θα υποστούν, αναπόφευκτα, περαιτέρω
καταπίεση. Έτσι, η άρχουσα τάξη οξύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα σ’ αυτήν και τις καταπιεζόμενες τάξεις και
με την δημιουργία ενός τέτοιου κλίματος, το οποίο γεννιέται από την δύναμη των πραγμάτων, προωθεί
γοργά την πολιτική συνειδητοποίηση των μαζών».
Και ο Μαρξ: «Η επαναστατική πρόοδος καθορίζει την πορεία της όταν δημιουργείται μια ισχυρή,
αυτοδύναμη αντεπανάσταση, γεννώντας έναν αντίπαλο, ο οποίος, μοιραία, θα εξελιχθεί από ένα κόμμα
εξέγερσης σε ένα αληθινό επαναστατικό κόμμα, λόγω της σύγκρουσής του με τους αντεπαναστάτες».
Όταν το 1972, τα γουρούνια κινητοποίησαν 150.000 όργανά τους, στην προσπάθεια τους να
εξαρθρώσουν την RAF, μέσω της αναζήτησης καταζωτούμενων από την τηλεόραση, της παρέμβασης τουΚαγκελλάριου, της σύνδεσης όλων των αστυνομικών δυνάμεων με το Ομοσπονδιακό Γραφείο, αυτόσήμαινε ότι ενεργοποιήθηκε όλο το άψυχο και έμψυχο δυναμικό του κράτους, εξαιτίας ενός μικρού αριθμού επαναστατών, έγινε προφανές, σε υλική βάση, ότι το μονοπώλιο της κρατικής βίας έχει τα όριάτου, ότι οι δυνατότητές του μπορεί να εξαντληθούν, ότι ο ιμπεριαλισμός, είναι, από άποψη τακτικής, ένα ανθρωποφάγο τέρας, αλλά, στρατηγικά, μια χάρτινη τίγρη. Έγινε κατανοητό, σ’ ένα υλικό επίπεδο, ότιεναπόκειται σε μας το αν θα συνεχισθεί η καταπίεση, καθώς και το αν θα την συντρίψουμε.











Η "τελική λύση" στο Στάμχαϊμ

iospress.gr

Είκοσι χρόνια από το μυστηριώδη θάνατο των τριών ηγετικών στελεχών της RAF μέσα στις
γερμανικές φυλακές, όλοι φαίνεται να καταλήγουν στην εκδοχή της αυτοκτονίας. Τη θέση του
μεγάλου γρίφου παίρνει η μεγάλη βεβαιότητα. Και τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα.
Στις 30 Οκτωβρίου 1980 το περιοδικό "Στερν" συνόψιζε την μέχρι τότε δημοσιογραφική έρευνα για την
υπόθεση "Στάμχαϊμ": "Τρία χρόνια αργότερα είναι σαφές ότι ο θάνατος των τρομοκρατών πρέπει να
διερευνηθεί εκ νέου. Η τρέχουσα περιγραφή των γεγονότων της αιματηρής νύχτας στο Στάμχαϊμ δεν είναι
βάσιμη."
Η "τρέχουσα περιγραφή" του έτους 1980 είναι ταυτόσημη με του έτους 1997. Δεν έχει προστεθεί ούτε ένα
νέο στοιχείο. Δεν έχει προκύψει καμιά νέα έρευνα που θα επέβαλε την επανόρθωση αυτού του
συμπεράσματος του 1980. Και όμως, σήμερα, 20 χρόνια από τη δραματική νύχτα της 18ης οκτωβρίου
1977, το "Στερν" και μαζί του ολόκληρος ο γερμανικός Τύπος, δεν έχει καμιά αμφιβολία ότι όλα έγιναν
όπως τα περιέγραφε τότε ο υπουργός εσωτερικών Μαϊχόφερ: "Μπορεί κανείς να είναι τόσο δόλιος, ώστε
να μετατρέψει το θάνατό του σε εκτέλεση." Την ίδια βεβαιότητα μετέδωσαν τον περασμένο μήνα σ' όλο
τον κόσμο τα πρακτορεία ειδήσεων. Οι κρατούμενοι του Στάμχαϊμ όχι απλώς αυτοκτόνησαν, αλλά "αυτό-
εκτελέστηκαν", υπέρτατο δείγμα της δολοφονικής τους μανίας.
Η διαδοχή των γεγονότων εκείνες τις 44 μέρες που ονομάστηκαν "γερμανικό φθινόπωρο" είναι λίγο πολύ
γνωστή. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1977 η οργάνωση Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) απήγαγε τον πρόεδρο
της Ενωσης γερμανών εργοδοτών Χανς Μάρτιν Σλάιερ και απαίτησε την απελευθέρωση 11 συντρόφων
της από τις γερμανικές φυλακές. Ανάμεσα στους φυλακισμένους αυτούς βρίσκονταν οι Αντρέας
Μπάαντερ, Γκούντρουν Ενσλιν και Γιαν-Κάρλ Ράσπε, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη σε
μια πολύχρονη δίκη που τελείωσε στο Στάμχαϊμ τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου. Η τέταρτη κατηγορούμενη,
η Ουλρίκε Μάινχοφ, είχε βρεθεί κρεμασμένη στο κελί της στις 11 Μαϊου 1976. Αυτοκτονία διέγνωσαν οι
αρμόδιοι, όμως μια σειρά στοιχείων μαρτυρούσαν για το αντίθετο.
Στις 13 Οκτωβρίου, και ενώ οι διαπραγματεύσεις των απαγωγέων με το γερμανικό κράτος συνεχίζονταν,
σημειώθηκε αεροπειρατία Παλαιστινίων σε αεροπλάνο της Λουφτχάνσα. Το "Κομάντο μάρτυρας Χαλιμέ"
υιοθέτησε τα αιτήματα των απαγωγέων του Σλέγερ και πρόσθεσε το αίτημα να απελευθερωθούν δυο
Παλαιστίνιοι από τις τουρκικές φυλακές. Το αεροσκάφος κατέληξε μετά από πολλούς σταθμούς στην
πρωτεύουσα της Σομαλίας Μογκαντίσου. Τα μεσάνυχτα της 17ης προς 18η Οκτωβρίου εκδηλώθηκε
επιχείρηση της ειδικής γερμανικής αντιτρομοκρατικής μονάδας GSG 9. Τρεις από τους τέσσερις
αεροπειρατές σκοτώθηκαν και οι όμηροι απελευθερώθηκαν. Το πρωί της 18ης βρέθηκαν στο κελί τους
στον 7ο όροφο των φυλακών του Στάμχαϊμ νεκροί ο Μπάαντερ, ο Ράσπε και η Ενσλιν. Η τέταρτη
κρατούμενη Ιρμγκαρντ Μέλερ έφερε βαριά τραύματα από μαχαιριές στο στήθος, αλλά επέζησε.
Εχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς από εκπροσώπους του γερμανικού κράτους πολλά επιχειρήματα για τις
πολιτικές επιδιώξεις των κρατουμένων της RAF μέσω της σχεδιαζόμενης αυτοκτονίας τους. Ομως οι
τεχνικές λεπτομέρειες του θανάτου τους βοούν κατά της εκδοχής της αυτοκτονίας.
Οι κρατούμενοι βρίσκονταν υπό καθεστώς απόλυτης απομόνωσης ήδη από την επαύριο της απαγωγής
του Σλάιερ, δηλαδή από τις 5 Σεπτεμβρίου. Η απομόνωση αυτή συμπεριλάμβανε και τους δικηγόρους
τους. Δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ τους χωρίς τον έλεγχο των φυλάκων. Τυπικά
αυτή η απαγόρευση επαφής θεσμοθετήθηκε με νόμο που ψηφίστηκε στις 2 Οκτωβρίου.


Εχει μείνει ουσιαστικά αναπάντητο το ερώτημα πώς κατάφεραν οι φυλακισμένοι να εισαγάγουν δυο
πιστόλια σε φυλακές υψίστης ασφαλείας και, το σημαντικότερο, πώς μπόρεσαν να τα κρατήσουν
κρυμμένα επί βδομάδες μέσα στο κελί τους. Ο γενικός ομοσπονδιακός εισαγγελέας Ρέμπμαν υποστήριξε
αργότερα ότι οι κρατούμενοι προμηθεύθηκαν τα όπλα κατά τη διάρκεια της δίκης τους. Υποτίθεται ότι τα
έφεραν οι συνήγοροι. Ομως η δίκη είχε τελειώσει από τις 28 Απριλίου. Από τότε η διεύθυνση των
φυλακών μετέφερε πολλές φορές τους κρατούμενους σε διαφορετικά κελιά. Από την ημέρα μάλιστα της
απαγωγής του Σλάιερ οι φύλακες ερευνούσαν τα κελιά τουλάχιστον δυο φορές τη μέρα. Σχεδόν
καθημερινά τις έρευνες πραγματοποιούσαν ειδικοί άνδρες του ΒΚΑ. Αυτό σημαίνει ότι ερευνήθηκε πολλές
φορές κάθε γωνιά του κελιού. Τα λιγοστά έπιπλα αποσυναρμολογήθηκαν, οι τοίχοι και το πάτωμα
ψάχτηκαν εξονυχιστικά για κρύπτες.
Είναι ελάχιστα πειστική η επίσημη εκδοχή ότι το βράδυ της 17ης προς 18η Οκτωβρίου είχε βάρδια μόνο
ένας φύλακας και ότι όλο το βράδυ -από τις 11- δεν έριξε ούτε μια ματιά στα κελιά. Η εντολή ήταν να
γίνεται έλεγχος κάθε έξι ώρες, όμως στην πράξη αυτό ήταν απλώς το μίνιμουμ. Κατά κανόνα ο έλεγχος
γινόταν πολύ συχνότερα, και μάλιστα κατά τη διάρκεια της νύχτας και οπωσδήποτε τις κρίσιμες εκείνες
στιγμές.
Είκοσι χρόνια αργότερα, η εκδοχή της αυτοκτονίας μοιάζει ακόμα απίθανη. Το γεγονός ότι σήμερα γίνεται
σχεδόν ομόφωνα αποδεκτή, οφείλεται κυρίως στην αλλαγή των πολιτικών συνθηκών και στη δυσκολία να
μεταφερθεί κανείς στο κλίμα της εποχής. Είναι λίγο δύσκολο για τη σημερινή γερμανική κοινή γνώμη να
αποδεχθεί ότι εκείνη την περίοδο υπήρχε ισχυρή πολιτική πίεση που οδηγούσε στην εξόντωση -με τον
ένα ή τον άλλο τρόπο- των κρατουμένων.
Στο διακομματικό στρατηγείο έκτακτης ανάγκης που συγκροτήθηκε, ο Χέλμουτ Σμιτ ξεκαθάρισε ότι δεν
πρέπει να υπάρχουν ταμπού στο χειρισμό της υπόθεσης. Ο Φραντς Γιόζεφ Στράους υποστήριξε τότε την
ανακήρυξη των κρατουμένων σε ομήρους και την εκτέλεσή τους. Ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος
Κλάους Μπέλινγκ επιβεβαίωσε πριν λίγες μέρες ότι αυτή η σκέψη "υπήρχε πράγματι στην ατμόσφαιρα".
Ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας Κιν είχε ήδη από
τις 14 Σεπτεμβρίου απειλήσει ανοιχτά: "Οι τρομοκράτες πρέπει να γνωρίζουν ότι η θανάτωση του Χανς
Μάρτιν Σλάιερ θα έχει βαριές συνέπειες στη μοίρα των φυλακισμένων, τους οποίους επιθυμούν να
απελευθερώσουν με την κατάπτυστη πράξη τους."
Το ναζιστικό NPD βρήκε την ευκαιρία να θυμηθεί την παράδοση των αντιποίνων της Βέρμαχτ και ζήτησε
"να εκτελούνται δέκα τρομοκράτες για κάθε έναν που δολοφονείται ή πέφτει θύμα απαγωγής". Ο ιστορικός
και συγγραφέας Γκόλο Μαν επιχειρηματολογούσε υπέρ της εκτέλεσης των κρατουμένων στην τηλεοπτική
εκπομπή "Πανόραμα" και μάλιστα το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου. Η εφημερίδα "Φρανκφούρτερ
Αλγκεμάινε" στις 18 Οκτωβρίου σχολίαζε το θάνατο των τριών φυλακισμένων, ζητώντας να αλλάξει ο
θεμελιώδης νόμος (το γερμανικό Σύνταγμα) και να θεσπιστεί ένα "έκτακτο δίκαιο κατά των τρομοκρατών".
Το σχετικό κλίμα είχε προετοιμάσει ο πρωθυπουργός της Κάτω Σαξονίας Αλμπρεχτ, ο οποίος είχε
δημόσια υποστηρίξει -ήδη πριν από την απαγωγή του Σλάιερ- ότι πρέπει οι συλλαμβανόμενοι
τρομοκράτες να υφίστανται βασανιστήρια, έτσι ώστε να τους αποσπούν ομολογίες και στοιχεία, αλλά καινα ασκείται πίεση στους ελεύθερους συντρόφους τους.
Από κοντά και οι εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, οι οποίες πρόβαλαν την ομόθυμη (;) απαίτηση των
αναγνωστών τους για ριζικά μέτρα. Πρώτες πρώτες οι εφημερίδες του συγκροτήματος Σπρίνγκερ: "Για
κάθε όμηρο της RAF πρέπει να πυροβολούνται δυο φυλακισμένοι τρομοκράτες", έγραφε η
"Μόργκενποστ" στις 7/9/1977. Και η "Μπιλντ" συμπλήρωνε πέντε μέρες αργότερα: "Ενας νεκρός
τρομοκράτης δεν είναι δυνατόν να απελευθερωθεί με απαγωγή ομήρων."
Το σίγουρο είναι ότι ο θάνατος των κρατουμένων ήταν απολύτως επιθυμητός από τη γερμανική πολιτική τάξη και ότι η παραβίαση των τυπικών κανόνων δικαίου ήταν ήδη γεγονός, όχι μόνο στο Στάμχαϊμ, αλλά
σε ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια. Εκείνο που ακόμα και σήμερα τρομάζει, είναι αυτή η ιδιότυπηανάμιξη μαζικής συναίνεσης και μαζικής άγνοιας που εκδηλώθηκε μετά τη 18η Οκτωβρίου. Οπωςπαρατηρεί η αριστερή εφημερίδα "ΑΚ", σε ένα από τα ελάχιστα κριτικά αφιερώματα για τα 20 χρόνια του
Στάμχαϊμ, "αν εξαιρέσουμε μια μειοψηφία που δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουμε το μέγεθός της, η
πλειοψηφία του πληθυσμού συμφωνούσε με τους πολιτικούς και με τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης ότι
καλύτερα θα 'ταν να μη μάθουμε ποτέ τι έγινε εκείνη τη νύχτα".
Η απώθηση αυτή μεταμορφώθηκε γρήγορα σε λήθη. Και στο έδαφος της λήθης στηρίχθηκε η σημερινή
ενορχηστρωμένη βεβαιότητα.
Η δράση σβήνει τα δάκρυα*
Ο Ρολφ Πόλε ήταν το φθινόπωρο του 1977 κι αυτός κρατούμενος του γερμανικού καθεστώτος. Θυμάταισήμερα με οδύνη την τραγωδία του Στάμχαϊμ:
Ετσι κι αλλιώς, δολοφονία ήταν. Την οριστική απόφαση για θανατική καταδίκη των 4 κατηγορουμένων στηδίκη του Στάμχαϊμ την είχαν πάρει ήδη δυο χρόνια πριν οι δικαστές τους. Το 1975 είχαν διατάξει τηνπαράταση του βασανιστηρίου της απομόνωσης, παρά τις γνωματεύσεις των ειδικών, ότι τέτοιες συνθήκεςκράτησης οδηγούν νομοτελειακά στην καταστροφή της προσωπικότητας. Οι δικαστές είχαν τότεαποφανθεί: "Αυτές είναι οι αναγκαίες συνθήκες για κρατούμενους, που αντιτίθενται στην καταδίκη τους."
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες είχε ήδη πεθάνει η Ουλρίκε Μάινχοφ, το Μάιο του 1976.
Ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ον. Καταστρέφεται χωρίς κάποιες απαραίτητες επαφές με άλλους
ανθρώπους και με τη φύση. Οι ψυχίατροι το ήξεραν από την αρχή του περασμένου αιώνα. Και
χρησιμοποίησαν την απομόνωση σαν μέθοδο εξόντωσης ανθρώπων στα ψυχιατρεία τους. Με την
απομόνωση διαταράσσεται το αυτόνομο νευρικό σύστημα: πεινάς, αλλά δεν μπορείς να φας, χρειάζεσαι
αέρα, αλλά δεν μπορείς να αναπνεύσεις, μία φορά χτυπάει η καρδιά σου σαν να θέλει να σπάσει, την
άλλη φορά τόσο αδύνατα και αργά, ώστε αισθάνεσαι πως έφθασε η τελευταία ώρα σου. Ολα τα νεύρα, με
τα οποία αισθάνεσαι, χρειάζονται μια ελάχιστη δράση. Αρκεί να κλείσεις έναν άνθρωπο για κάποιο
διάστημα μέσα σε ένα κατάμαυρο χώρο, και μετά θα είναι τυφλός. Ισόβια. Ο Φραντς Φανόν, ψυχίατρος
και αγωνιστής για την απελευθέρωση της Αλγερίας, περιγράφει αυτά τα βασανιστήρια, και εξηγεί πως
έχουν τα ίδια αποτελέσματα με τα "φυσικά" βασανιστήρια, στο βιβλίο του: "Οι κολασμένοι της Γης"
(μετάφραση Αγγέλας Αρτέμη, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1971).
Φυσικά, το γερμανικό καθεστώς, περισσότερο από άλλα κράτη που δεν έχουν ένα τόσο μαύρο παρελθόν,
προσπαθεί πάντα να αποκρύψει το γεγονός ότι χρησιμοποιεί ακόμα τα βασανιστήρια απομόνωσης. Το
1973, π.χ., φώναξαν: "Δεν είναι στην απομόνωση η Ουλρίκε Μάινχοφ, έχει τηλεόραση στο κελί της!" Και,για να αναφέρω ένα προσωπικό παράδειγμα: Τα κελιά μου (με μεταφέρανε συνεχώς από το ένα στοάλλο) δεν ήταν κατάλευκα, αλλά είχαν λίγο πράσινο τόνο το ένα, λίγο κίτρινο το άλλο. "Δεν είσαστε πιαστα λευκά κελιά!", με ειρωνεύονταν κυνικά οι φύλακες. (Το 1976, η κυβέρνηση Καραμανλή με είχε εκδώσειστην κυβέρνηση Σμιτ υπό τον όρο να μην μεταφερθώ πάλι στα λευκά κελιά...).
Τις εβδομάδες μετά την απαγωγή του Σλάιερ το γερμανικό κράτος επισημοποίησε αυτά τα βασανιστήρια,και μάλιστα με νόμο, που τον ονόμασαν "νόμο για την απαγόρευση επαφής". Ετσι, η μόνη επαφή μουαυτές τις εβδομάδες ήταν ότι μου παρέδωσαν αυτό το νόμο, με καθυστέρηση κάποιων εβδομάδων - ανθυμάμαι καλά, ψηφίστηκε στη βουλή στις 1-10-77.
Παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ η απομόνωση συμπεριλαμβάνεται στο διεθνή κατάλογο για τα

βασανιστήρια - μία μικρή επιτυχία των αγώνων μας και ένδειξη πως και οι θάνατοι στο Στάμχαϊμ δεν ήτανπεριττοί - αυτός ο νόμος ισχύει και σήμερα στην Γερμανία. Είναι απ' όσο γνωρίζω η μόνη χώρα που έκανετα βασανιστήρια νόμο.
Και η Ελλάδα ξέρει να επιβραβεύει αυτό το νόμο, απονέμοντας στους δημιουργούς του βραβεία Ωνάση
(Σμιτ: "για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων") ή κάνοντάς τους επίτιμους διδάκτορες στα
Πανεπιστήμιά της (Μπραντ, Γκένσερ, Χέρτσογκ).
Κατά τα άλλα, αν πράγματι επρόκειτο για "συλλογική αυτοδολοφονία", όπως ισχυρίζεται το γερμανικό
καθεστώς, θα μπορούσε αυτό να αποδειχθεί με ένα απλό τρόπο: τη δημοσίευση των κασετών από την
παρακολούθηση των κελιών στο Στάμχαϊμ. Το ότι έγινε αυτή η παρακολούθηση, το ομολογεί έμμεσα, ανκαι με 20 χρόνια καθυστέρηση, το "Σπίγκελ". Ξέχασε βέβαια πως ήδη το Μάρτιο του 1975 η μυστικήυπηρεσία της Γερμανίας είχε ομολογήσει ότι παρακολουθούσε το κελί μου μετά την απαγωγή τουΛόρεντς, χάρη στην οποία απελευθερώθηκα τότε. Αποκλείεται να το έκανε τότε, και να παρέλειψε να τοκάνει και στο Στάμχαϊμ.
Τότε, μάλλον θα μαθαίναμε, γιατί έκαναν οι φυλακισμένοι στο Στάμχαϊμ το μεγάλο λάθος να
διαπραγματευθούν με το καθεστώς. Εμείς οι αδύναμοι φυλακισμένοι είχαμε αρνηθεί μετά την απαγωγή
του Λόρεντς, το 1975, να διαπραγματευθούμε κάτι που είχε επισήμως και δημοσίως συμφωνηθεί από
τους απαγωγείς και το καθεστώς. Ισως έτσι έγινε δυνατή η πιο επιτυχμένη επιχείρηση ανταρτών στη
Δυτική Ευρώπη της δεκαετίας του '7Ο, με την οποία το δυτικοβερολινέζικο "Κίνημα της 2ας Ιουνίου" είχεαπελευθερώσει 7 κρατούμενους του καθεστώτος της Δυτικής Γερμανίας.
Και τότε μάλλον θα μαθαίναμε γιατί πρότειναν στο καθεστώς να πάρουν τον ίδιο δρόμο όπως εγώ, το
1976 στην Αθήνα. Τίποτα άλλο δεν φοβήθηκε περισσότερο το γερμανικό καθεστώς απ' ό,τι μία
επανάληψη αυτού του μεγάλου καλοκαιρινού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, οπότε ακόμα και ο τότε
δικαστής μου (μετέπειτα "Πρόεδρος της Δημοκρατίας") Σαρτζετάκης διάβασε στα Ελληνικά την
αντιιμπεριαλιστική δήλωσή μου ("Να δημιουργήσουμε δυο, τρία, τέσσερα Βιετνάμ!"), σαν να ήταν δικήτου. Μια δήλωση που κατέληγε: "Να αντιτάξουμε κατά της πολιτικής της καμμένης γης των ΗΠΑ τηνπολιτική των καμμένων βάσεων των ΗΠΑ!"
Μένουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα, πώς φθάσαμε από το κίνημα του "Κάντε έρωτα, όχι πόλεμο" της δεκαετίας του '60 και από την πιο επιτυχημένη αντάρτικη επιχείρηση του 1975, στην πιο αποτυχημένη του
Μογκαντίσου και την τραγωδία του Στάμχαϊμ του 1977. Εδώ σημειώνω απλά πώς δεν είναι τυχαίο που η επιτυχία εκείνη συνέπεσε με την προβολή σ' όλο τον κόσμο της εικόνας με τους αμερικανούς στρατιώτες
να φεύγουν πανικόβλητοι με ελικόπτερα από τον τελευταίο προμαχώνα τους, την πρεσβεία των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, ηττημένοι όχι μόνο από τους αντάρτες των Βιετκόνγκ, αλλά και από ένα κίνημα διεθνούς
αλληλεγύης, στο οποίο ανήκαμε και εμείς και η RAF με τη δράση μας.
(*) Σύνθημα στα Εξάρχεια, 1977.
Η καριέρα του Ες-Ες υπ' αριθ. 221714
Γιατί επέλεξε τον Χανς Μάρτιν Σλάιερ η RAF; Ηδη από το 1931, σε ηλικία 16 ετών, ο Σλάιερ εντάχθηκε
στη χιτλερική νεολαία και δυο χρόνια αργότερα προσχώρησε στα Ες-Ες, με το νούμερο 221714. Το 1934
θεωρούσε ήδη τον εαυτό του "παλιά ναζιστική καραβάνα". Το 1937 κατήγγειλε για αντιναζιστική
συμπεριφορά τον πρύτανη του πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ και προκάλεσε την απόλυσή του. Είχε

ήδη αναλάβει το έργο της "ναζιστικοποίησης" της ανώτατης παιδείας, από τη Χαϊδελβέργη μέχρι την
Αυστρία. Οι στενές του γνωριμίες με την ηγεσία του Ράιχ, που έφταναν μέχρι τον Γκέμπελς, του
επέτρεψαν να αποφύγει το μέτωπο, όταν ξέσπασεο πόλεμος. Το 1941 τοποθετήθηκε από τον Ράινχαρντ
Χάιντριχ στη θέση του προέδρου της "Κεντρικής Ενωσης Βιομηχανιών" στην κατεχόμενη Πράγα.
Διηύθυνε μια απ' τις πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις των ναζί, τη λεγόμενη "κινητοποίηση των οικονομικών
δυνάμεων για τον πόλεμο", δηλαδή την κλοπή εβραϊκών, τσέχικων και πολωνικών επιχειρήσεων. Υπήρξεο τελευταίος ναζιστής αξιωματούχος στην Πράγα και διέταξε την παραμονή της γερμανικής
συνθηκολόγησης μια επίθεση των Ες Ες στον άμαχο πληθυσμό της πόλης, με αποτέλεσμα δεκάδες
νεκρούς.
Μετά τον πόλεμο, ο Σλάιερ αξιοποίησε τις γνωριμίες του και από απλός υπάλληλος της Ντέμλερ Μπεντςτο 1951, βρέθηκε στην κορυφή της Ενωσης εργοδοτών. Οταν το 1975 ο συγγραφέας Μπερντ Ενγκελμαν
αποκάλυψε το παρελθόν του, ο Σλάιερ αρνήθηκε να τον μηνύσει. "Γιατί να το κάνω;", δήλωσε με
αυτάρεσκο κυνισμό. "Ολα όσα γράφει είναι αλήθεια." Κατά τη διάρκεια της κράτησής του από τη RAF
βιντεοσκοπήθηκαν οι απαντήσεις του Σλάιερ στα ερωτήματα των απαγωγέων του. Οι κασέτες δεν είδανποτέ το φως της δημοσιότητας.
www.iospress.gr

Η "τελική λύση" στο Στάμχαϊμ
iospress.gr
20 ΧΡΟΝΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Η "τελική λύση" στο Στάμχαϊμ


Δέκα μολυβένια χρόνια
2.6.67: Διαδήλωση κατά της επίσκεψης του Σάχη στο Δυτ.Βερολίνο χτυπιέται άγρια από

την αστυνομία. Φόνος του φοιτητή Μπένο Ονεζοργκ. Ο αστυνομικός που τον πυροβόλησε
θα αθωωθεί από το δικαστήριο.
2.4.68: Εμπρησμός δυο πολυκαταστημάτων στη Φρανκφούρτη από τους Αντρέα
Μπάαντερ και Γκούντρουν Ενσλιν, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αδιαφορία της
κοινής γνώμης απέναντι στον πόλεμο του Βιετνάμ. Σύλληψή τους στις 4.4.
11.4.68: Δολοφονική απόπειρα κατά του ηγέτη του φοιτητικού κινήματος, Ρούντι
Ντούτσκε. Μαζικές κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας ενάντια στο εκδοτικό συγκρότημα
Σπρίνγκερ, που κατηγορείται για ηθική αυτουργία. Δυο νεκροί.
15.5.68: Ψήφιση από το κοινοβούλιο έκτακτης νομοθεσίας, για τη δραστική περιστολή
των ελευθεριών σε περίπτωση "εσωτερικής αναταραχής".
31.10.68: Καταδίκη των Μπάαντερ, Ενσλιν, Προλ & Σενελάιν σε τριετή φυλάκιση για τον
εμπρησμό της Φρανκφούρτης. Υπεράσπιση της πράξης τους από την Ουλρίκε Μάινχοφ,
σε άρθρο της στο "Κονκρέτ".
1968-69: Μαζικές διώξεις και 10.000 δίκες αγωνιστών της εξωκοινοβουλευτικής
αριστεράς, σηματοδοτούν το τέλος του μαζικού αντιαυταρχικού κινήματος του '60.
13.6.69: Προσωρινή απόλυση των 4 της Φρανκφούρτης υπό όρους. Φυγή τους στο
Παρίσι.
Φλεβ.70: Νέα σύλληψη του Μπάαντερ στο Δ.Βερολίνο.
14.4.70: Μυθιστορηματική απόδραση του Μπάαντερ με τη βοήθεια της Μάινχοφ.
Μετατροπή τους από τα ΜΜΕ σε "υπ'αριθμόν 1 δημόσιο κίνδυνο".
1969-1970: Ταξίδι του ιδρυτικού πυρήνα της RAF (Φράξια του Κόκκινου Στρατού) στα
παλαιστινιακά στρατόπεδα της Ιορδανίας. Επιστρέφοντας, ανακοινώνουν το σχηματισμό
της οργάνωσης.
1970-71: Διάφορες ένοπλες ενέργειες (ληστείες τραπεζών, κλοπή σφραγίδων από
δημόσια κτίρια, επιθέσεις σε εγκαταστάσεις της αστυνομίας) αποδίδονται από τις
εφημερίδες του Σπρίνγκερ στη "συμμορία Μπάαντερ-Μάινχοφ", που παρουσιάζεται έτσι
σαν το "κέντρο" της ένοπλης ακροαριστεράς.
11.5.72: Βομβιστική επίθεση της RAF στο αμερικανικό στρατηγείο της Φρανκφούρτης.
Ενας αξιωματικός νεκρός, 14 τραυματίες.
24.5.72: Δυο βόμβες της RAF εκρήγνυνται στο αμερικανικό στρατηγείο της
Χαϊδελβέγης. Τρεις αμερικανοί στρατιώτες νεκροί κι 7 τραυματίες. Γίνεται γνωστό ότι ο
ηλεκτρονικός υπολογιστής του στρατηγείου συντόνιζε τη συχνότητα των αεροπορικών
επιδρομών στο Β.Βιετνάμ.
1.6.72: Σύλληψη των Μπάαντερ, Γιαν-Καρλ Ράσπε και Χόλγκερ Μάινς ύστερα από
πολιορκία του κρησφύγετού τους από 250 αστυνομικούς με τεθωρακισμένα.
7.6.72: Σύλληψη της Γκούντρουν Ενσλιν.
15.6.72: Σύλληψη της Μάινχοφ και του Γκ.Μίλερ στο Ανόβερο, ύστερα από κάρφωμα
του συνδικαλιστή της σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς που τους έκρυβε.
Ιαν.1973: Απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων με αίτημα την ένταξή τους στο
"κανονικό" σωφρονιστικό σύστημα. Μεταφορά της Μάινχοφ σε άλλη πτέρυγα των
φυλακών, έτσι ώστε "να μπορεί να ακούει ανθρώπινους ήχους".
8.5.73: Νέα απεργία πείνας, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
13.9.74: Απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων, με αίτημα τη συγκέντρωσή τους σε
ομάδες.
9.11.74: Θάνατος του Χόλγκερ Μάινς, ύστερα από απεργία πείνας 68 ημερών. Την
επομένη, ομάδα του "Κινήματος 2 Ιούνη" σκοτώνει τον πρόεδρο του Ανώτατου
Δικαστηρίου του Βερολίνου, Φον Ντρέκμαν.
13.2.75: Τερματισμός της απεργίας πείνας, με συγκέντρωση των πολιτικών κρατουμένων
ανά ομάδες δυο τουλάχιστον ατόμων.
27.2.75: Απαγωγή του χριστιανοδημοκράτη υποψηφίου δημάρχου στο Δ.Βερολίνο,
Πέτερ Λόρεντς, από το "Κίνημα 2 Ιούνη". Απελευθέρωση 7 πολιτικών κρατουμένων.
Πέντε μεταφέρονται στη Ν.Υεμένη.
Απρ.1975: Κατάληψη της γερμανικής πρεσβείας στη Στοκχόλμη από ομάδα της RAF,
που ζητά την απελευθέρωση 26 κρατουμένων συντρόφων τους. Επέμβαση της
αντιτρομοκρατικής ομάδας GSG9, φόνος 2 "τρομοκρατών" και σύλληψη των άλλων 4.
21.4.75: Αρχίζει στις φυλακές του Στάμχαϊμ η δίκη του ηγετικού πυρήνα της RAF. Οι 4
κατηγορούμενοι (Μάινχοφ, Μπάαντερ, Ράσπε, Ενσλιν) αναλαμβάνουν την ευθύνη για
την επίθεση στις αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις και ζητάνε να θεωρηθούν
αιχμάλωτοι πολέμου.
9.5.76: "Αυτοκτονία" της Μάινχοφ.
30.4.77: Νέα απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων, για τη συγκέντρωσή τους σε
ομάδες των 15-20 ατόμων.
7.4.77: Φόνος του εισαγγελέα Μπούμπακ και του οδηγού του στην Καλσρούη από τη
RAF.
28.4.77: Kαταδίκη των Μπάαντερ-Ράσπε-Ενσλιν σε ισόβια.
30.4.77: Τερματισμός της απεργίας πείνας, ύστερα από υπόσχεση για μεταφορά και
άλλων πολιτικών κρατουμένων στο Στάμχαϊμ.
30.7.77: Φόνος του προέδρου της Dresdner Bank, Γιούρκεν Πόντο, στο Αμβούργο κατά
τη διάρκεια απόπειρας απαγωγής του από τη RAF.
8.8.77: Επανεπιβολή της απομόνωσης στους κρατουμένους του Στάμχαϊμ. Νέα απεργία
πείνας, ώς τις 2.9.
5.9.77: Απαγωγή του Σλάιερ από τη RAF.
13.10.77: Αεροπειρατεία αεροσκάφους της Λουφτχάνσα από παλαιστινίους, που ζητούν
την απελευθέρωση 11 μελών της RAF και 2 δικών τους, φυλακισμένων στην Τουρκία.
18.10.77: Επέμβαση της GSG9 στο αεροδρόμιο του Μογκαντίσου κι εξόντωση των
αεροπειρατών. "Αυτοκτονία" των Μπάαντερ-Ράσπε-Ενσλιν.


ΟΙ ΜΕΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΕ

ΑΝΤΡΕΑΣ ΜΠΑΑΝΤΕΡ. Σύμφωνα με την επίσημη αστυνομική εκδοχή, ο Μπάαντερ
αυτοκτόνησε με μία σφαίρα στον αυχένα. Η αστυνομική αναπαράσταση υποστήριξε ότι ο
Μπάαντερ αυτοπυροβολήθηκε με το δεξί χέρι, κρατώντας το όπλο από τη λαβή και
σημαδεύοντας προς τα κάτω. Οι ιατροδικαστές ωστόσο ισχυρίστηκαν ότι ο
αυτοπυροβολισμός στον αυχένα είναι εφικτός μόνον όταν κρατήσει κανείς το όπλο
ανάποδα, με τη σκανδάλη να δείχνει προς τα πάνω. Ο Μπάαντερ ήταν αριστερόχειρας,
αλλά ίχνη μπαρουτιού και αίματος βρέθηκαν στο δεξί του χέρι. Εκτός αυτού, δεν
ελέγχθηκε ποτέ αν το υποτιθέμενο όπλο της αυτοκτονίας αφήνει ίχνη μπαρουτιού στο

χέρι και δεν ακολουθήθηκε η απαραίτητη βαλλιστική εξέταση που θα αποδείκνυε αν ο
θάνατος του κρατουμένου οφειλόταν πράγματι στο συγκεκριμένο όπλο. Δεν υπάρχουν
επίσης εκθέσεις για την ακριβή φορά του βλήματος. Υπάρχει ωστόσο ειδική γνωμάτευση
του BKA (της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας), σύμφωνα με την οποία το όπλο απείχε τη
στιγμή της εκπυρσοκρότησης 30-35 εκατοστά από το σημείο εισόδου της σφαίρας στον
αυχένα. Το στοιχείο αυτό αποκλείει την αυτοκτονία.
ΓΙΑΝ-ΚΑΡΛ ΡΑΣΠΕ. Ο μάρτυρας Γκετς κατέθεσε ότι πήρε το όπλο από το δεξί χέρι του
Ράσπε, όταν τον βρήκε νεκρό το πρωί της 18.10.1977. Οπως όμως διδάσκουν τα εγχειρίδια
ιατροδικαστικής, το γεγονός ότι το όπλο βρίσκεται στο χέρι ενός ανθρώπου που έχει
δεχθεί σφαίρα στο κεφάλι αποτελεί ένδειξη για τη δολοφονία του, γιατί το όπλο πέφτει
από το χέρι του ατόμου που αυτοπυροβολείται στον κρόταφο. Είναι βέβαιο ότι η
εισαγγελία διαπίστωσε την αντίφαση και φρόντισε να τη "διορθώσει", ισχυριζόμενη
ψευδώς ότι το πιστόλι βρέθηκε "δίπλα" στο δεξί χέρι του Ράσπε. Εκτός αυτού, υπήρξε
διάσταση ως προς τη στάση του βαριά πληγωμένου Ράσπε πάνω στο κρεβάτι: κατά τη μία
εκδοχή ήταν ξαπλωμένος, ενώ άλλοι ισχυρίστηκαν ότι βρέθηκε καθιστός. Αντικρουόμενα
ήταν ακόμη τα στοιχεία που αφορούσαν την απόσταση του κρεβατιού από τον τοίχο: η
επίσημη ανακριτική έκθεση υποστηρίζει ψευδώς ότι πίσω από το κρεβάτι δεν υπήρχε
χώρος ώστε να πυροβολήσει κάποιος από το σημείο αυτό τον Ράσπε. Οι φωτογραφίες
ωστόσο του κελιού αποκαλύπτουν σαφώς ότι η απόσταση ήταν αρκετή ώστε να σταθεί
εκεί ένα άτομο.
ΓΚΟΥΝΤΡΟΥΝ ΕΝΣΛΙΝ. Τα άτομα που άνοιξαν το πρωί της 18.10.1977 το κελί της
Ενσλιν δεν ανέφεραν την καρέκλα που υποτίθεται ότι χρησιμοποίησε για τον
απαγχονισμό της. Αργότερα, οι ίδιοι σωφρονιστικοί υπάλληλοι κατέθεσαν διαφορετικές
εκδοχές για τη θέση της καρέκλας. Πάντως ποτέ δεν ελέγχθηκαν τα ίχνη που βρέθηκαν
πάνω στο συγκεκριμένο κάθισμα. Το καλώδιο με το οποίο υποτίθεται ότι κρεμάστηκε η
Ενσλιν έσπασε την ώρα που προσπάθησαν να κατεβάσουν το πτώμα της. Αυτό σημαίνει
ότι η αντοχή του δεν ξεπερνούσε τα 49 κιλά, δηλαδή το βάρος της. Πώς άντεξε επομένως
την πρόσθετη επιβάρυνση των απότομων κινήσεων που συνοδεύουν την αγωνία του
θανάτου την ώρα του απαγχονισμού; Ούτως ή άλλως, δεν έγινε ποτέ ο έλεγχος που θα
αποδείκνυε αν το καλώδιο είχε κοπεί με το ψαλίδι που βρέθηκε στο κελί. Ακόμη, όπως
ακριβώς συνέβη και με την περίπτωση της Μάινχοφ, δεν πραγματοποιήθηκε η ειδική
εξέταση που θα πιστοποιούσε αν ο θάνατος προηγήθηκε του απαγχονισμού ή αν
οφειλόταν σε αυτόν.
ΙΡΜΓΚΑΡΝΤ ΜΕΛΕΡ. Η μόνη επιζήσασα της ίδιας βραδιάς (17-18.10.1977) βρέθηκε
αιμόφυρτη στο κελί της, και μόνον ύστερα από πέντε ημέρες μπόρεσε να αφηγηθεί στη
δικηγόρο της την εμπειρία της, η οποία ενίσχυε την εκδοχή της δολοφονίας των
κρατουμένων. Στο διάστημα των ημερών που μεσολάβησαν, οι γερμανικές αρχές
συνέχισαν τις "ανακαλύψεις" στα κελιά των κρατουμένων της RAF (όπλα, κρυψώνες,
κ.ο.κ.). Στην πανεπιστημιακή κλινική του Τίμπινγκεν, όπου είχε μεταφερθεί, η
τραυματισμένη Μέλερ αφηγήθηκε στη δικηγόρο της ότι στις 4.30'τη νύχτα της Δευτέρας
17 Οκτωβρίου άκουσε δύο πνιχτούς κρότους και φώναξε αμέσως στον Ράσπε που
βρισκόταν στο απέναντι κελί. Ενα "ναι" του την καθησύχασε. Εκείνη τη στιγμή έχασε τις

αισθήσεις της και συνήλθε στο διάδρομο, όπου βρέθηκε πάνω σε φορείο με το στήθος
γεμάτο αίματα από μαχαιριές. Ακουσε τότε φωνές που έλεγαν "ξεπαστρέψαμε με τον
Μπάαντερ και την Ενσλιν". Λιποθύμησε και πάλι και συνήλθε πολύ αργότερα στην
πανεπιστημιακή κλινική του Τίμπινγκεν. Οι αρχές ισχυρίστηκαν ότι είχε επιχειρήσει να
αυτοκτονήσει με μαχαίρι. Στην αυτοβιογραφία της που κυκλοφόρησε πρόσφατα, η Μέλερ
υποστηρίζει ότι οι δυνάμεις ασφαλείας των φυλακών εισέβαλαν στα κελιά και σκότωσαν
τους συντρόφους της. Για την καταγγελία της αυτή αντιμετωπίζει την κατηγορία της
δυσφήμησης του κράτους.
ΙΝΓΚΡΙΝΤ ΣΟΥΜΠΕΡΤ. Κρατούμενη στις ανδρικές φυλακές Στάντελχαϊμ του
Μονάχου, βρέθηκε απαγχονισμένη στο κελί της στις 18 Νοεμβρίου 1977, προτού κλείσει
μήνας από τις "αυτοκτονίες" των συντρόφων της στο Στάμχαϊμ. Σύμφωνα με την επίσημη
εκδοχή, η Σούμπερτ κρεμάστηκε χρησιμοποιώντας το κάλυμμα του κρεβατιού της. Ο
θάνατός της διαπιστώθηκε στις 19.10', και υπήρξαν μαρτυρίες ότι ήταν ζωντανή πριν από
μία ακριβώς ώρα. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, την παραμονή του θανάτου της βρέθηκε
ποσότητα εκρηκτικών στο κελί της στο Στάμχαϊμ που παρέμενε κενό μετά τη μεταγωγή
της στο Μόναχο. Σύμφωνα με δηλώσεις του δικηγόρου της, η Σούμπερτ του είχε κάνει
σαφές ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αυτοκτονήσει. Εκτός αυτού, η Σούμπερτ είχε
συζητήσει πρόσφατα μαζί του το ενδεχόμενο να ζητήσει μεταγωγή στις γυναικείες
φυλακές της Φρανκφούρτης, καθώς ήταν η μοναδική γυναίκα στις φυλακές του Μονάχου,
γεγονός που την καταδίκαζε σε ακόμη αυστηρότερη απομόνωση. Πάντως ο υπουργός
Δικαιοσύνης της Βαυαρίας μετά τα γεγονότα του Στάμχαϊμ είχε σπεύσει να δηλώσει ότι
κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε ποτέ στις φυλακές της δικαιοδοσίας του, όπου τα κελιά των
τρομοκρατών παρακολουθούνταν διαρκώς.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
"20 Jahre Deutscher Herbst" (αφιέρωμα στην εφημερίδα AΚ, τ.406, 25 Σεπτεμβρίου 1997).
Εμπεριστατωμένη αναφορά στα γεγονότα που κατέληξαν στην τραγωδία του Στάμχαϊμ, από την αιρετική
σκοπιά των λίγων που εξακολουθούν να μην πιστεύουν την εκδοχή της αυτοκτονίας.
Joahim Rohloff "Die Sache des Staates" (περιοδικό Konkret, τ. 9, Σεπτέμβριος 1997). Οι αντιφάσεις
στην κάλυψη των γεγονότων από τα μέσα ενημέρωσης.
Emile Marenssin "Φράξια Κόκκινος Στρατός" (Αθήνα 1975, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη). Το πρώτο βιβλίο
που ασχολήθηκε στη χώρα μας με τη RAF, πολύ πριν από την "αυτοκτονία" των ιστορικών στελεχών της στο
Στάμχαϊμ. Περιέχει χρονολόγιο και ορισμένα πρώιμα κείμενα της οργάνωσης.
"Καμπάνια ενάντια στο μοντέλο Γερμανία" (Αθήνα 1978, εκδ. Λυσιστράτη). Εκδοση που περιέχει,
μεταξύ άλλων, τη μοναδική ελληνόγλωσση περιγραφή των αντιφατικών λεπτομερειών από την "ομαδική
αυτοκτονία" του Στάμχαϊμ.
Μπόμι Μπάουμαν "Πώς άρχισαν όλα" (Αθήνα 1986, Ελεύθερος Τύπος). Η ιστορία ενός νεαρού
προλετάριου που έγινε αντάρτης πόλης, γραμμένη από τον ίδιο.
ΔΕΙΤΕ
Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλούμ (Die verlorene Ehre der Katharina Blum) του Φόλκερ Σλέντορφ
(1975). Η ιστορία μιας οικιακής βοηθού που καταδιώκεται από τον Τύπο σαν τρομοκράτισσα λόγω της
ευκαιριακής σχέσης της με έναν καταζητούμενο. Ταινία βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του νομπελίστα
Χάινριχ Μπελ, αν και στερείται το καυστικό χιούμορ του τελευταίου.
Η Γερμανία το φθινόπωρο (Deutschland im Herbst) των Ρ.Β.Φασμπίντερ, Φ.Σλέντορφ, κ.ά. (1978).
Σπονδυλωτή ταινία για τα γεγονότα του '77, από τους κυριότερους εκπροσώπους της γερμανικής αριστεράς
στο χώρο του κινηματογράφου. Κατά το ήμισυ ντοκιμαντέρ, περιέχει πλάνα από τις κηδείες των Μπάαντερ,
Ενσλιν και Ράσπε.
Οι αδελφές (Die bleierne Ζeit) της Μαργκαρέτε φον Τρότα (1981). Τα παιδικά χρόνια της Γκούντρουν Ενσλιν
στη Γερμανία των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων χρησιμοποιούνται σαν ερμηνευτικό κλειδί για τη μετέπειτα
πορεία της.
Μπάαντερ-Μάινχοφ, τα λευκά κελιά (Stammheim) του Ράινχαρντ Χάουφ (1986). Η πρώτη
κινηματογραφική προσπάθεια για "τεκμηρίωση" της εκδοχής για αυτοκτονία των κατηγορουμένων -στη
συγκεκριμένη περίπτωση, της Μάινχοφ- μέσα από την περιγραφή των εντάσεων της δίκης τους.
(Ελευθεροτυπία, 9/11/1997)