οικονομια,πολιτικη,κοινωνικα,τεχνη,ψυχολογια,λογιοι

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Η ΑΝΑΞΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ὓβρις → ἂτη → νέμεσις → τίσις


 Από το 2010 αυτή η γαμημένη και αφόρητα υποκριτική ερώτηση "τι θα γίνουν τα παιδιά μου;" δεν μου προκαλεί απλά απίστευτη αηδία αλλά ξεκαθαρίζει την ήρα από το στάρι.
Η απάντηση είναι η ωμή και νομοτελειακή αλήθεια: ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΕΣ και ΠΟΡΝΕΣ, ακριβώς σαν εσάς που θέτετε αυτήν την ερώτηση. Γιατί δεν θα ξαναεξηγήσω τα γαμημένα αυτονόητα σε κανένα πούστη και καμιά πουτάνα που θεωρεί τα δικά του τα παιδάκια ξεχωριστά και εξαιρετικά, ότι αν το παιχνίδι, δεν περιλαμβάνει ανθρώπινα, κοινωνικά, πολιτικά και εργασιακά δικαιώματα για τα άλλα παιδάκια, δεν προβλέπονται ούτε και για τα μεμονωμένα παιδάκια του καθενός ξεχωριστού και εξαιρετικού από εσάς που ρωτάτε.
Το τι κάνετε με τα δικά σας παιδιά, το συνέλαβε ο μαθηματικός Παντελής Μιντεκίδης:

Η ΑΝΑΞΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ὓβρις ἂτη νέμεσις τίσις
[1] Η αίσχιστη αθλιότητα των σημερινών ελλήνων γονέων δεν είναι ότι αυτοί αμαχητί και όλως εθελοδούλως εγκατέλειψαν το παρόν και το μέλλον της πατρίδας τους κάτω από την μπότα των ξένων τοκογλύφων και κυρίως των ντόπιων δοσίλογων αρπαχτικών. Αυτό συνιστά συλλογική εθνική αναξιότητα! Χαρακτηρίζει τους ανάξιους και ανίκανους έλληνες να διασφαλίσουν τις προϋποθέσεις ύπαρξης, συντήρησης και κυρίως διατήρησης του αγαθού που τους κληροδότησαν με ιδρώτα, πόνο και αίμα οι πρόγονοί τους, δηλαδή τον τίτλο του Ελεύθερου Έλληνα Πολίτη.
[2] Ωστόσο, η τρισβάρβαρη ηθική αθλιότητα ιστορικών διαστάσεων των σημερινών ελλήνων γονέων, αυτή που τους καθιστά ανάξιους να φέρουν τον ιερό τίτλο του Έλληνος Γονέως, αλλά και υπόλογους ακόμη και σε αυτήν την πλέον εκχυδαϊσμένη αστική νομιμότητα, είναι ακριβώς η ακόλουθη: Γέννησαν, έφεραν στον κόσμο και εγκατέλειψαν το παρόν και το μέλλον των σωμάτων των ανήλικων αγοριών και κοριτσιών τους στις ακόρεστες σαδιστικές ορέξεις των ξένων τοκογλύφων και κυρίως των ντόπιων δοσίλογων αρπαχτικών, μετατρεπόμενοι οι ίδιοι σε γονείς-ηδονοβλεψίες του βιασμού των «λατρευτών», κατά πως διατείνονται, τέκνων τους.
Ακριβώς αυτό χαρακτηρίζει τους σημερινούς έλληνες γονείς: Η συλλογική γονεακή αναξιότητα!! Είναι η αναξιότητα που σαφώς χαρακτηρίζει εκείνους που ενώ η φύση και η κοινωνία τους έστεψε με την υπέρτατης ιερότητας τιμή και δόξα της τεκνοποίησης, αυτοί ίστανται ανάξιοι πατέρες και μητέρες για την διασφάλιση των προϋποθέσεων ύπαρξης, συντήρησης και κυρίως διατήρησης του θείου τούτου δώρου. Τέτοιοι, και όχι διαφορετικοί, είναι οι σημερινοί έλληνες γονείς που αδιαμαρτύρητα, αλλά και συναμαρτάνοντας, αποδέχονται να βλέπουν τα τέκνα τους ως περίσσια ανθρώπινης ύπαρξης!
[3] Ιδού πως περιγράφει το φαινόμενο της επίδρασης του δημόσιου χρέους πάνω στα αγέννητα και ανήλικα τέκνα ακόμη από το 1842 ο Άγγλος καπιταλιστής και διανοητής από το Newcastle, Thomas Doubleday:
"Η πιο μεγάλη και πιο μοιραία αντίρρηση σε όλα τα εκτεταμένα συστήματα εθνικού δανεισμού, είναι, ωστόσο, ότι υποθηκεύουν, στην πράξη, την εργασία στην αιωνιότητα. Μιας και μόνο από τα προϊόντα της εργασίας του έθνους μπορεί να πληρωθεί ο ετήσιος τόκος. Αυτό δεν είναι βιασμός μόνο των φυσικών νόμων, αλλά όλων των νόμων γενικά. Δεν υπήρξε ποτέ κανένας κώδικας επί της γης, που να κάνει τα παιδιά υπόλογα για τα χρέη των πατέρων τους, εκτός κι αν αυτοί άφησαν στα παιδιά τους περιουσία για να τα πληρώσουν. [Πολύ περισσότερο όταν αυτά τα χρέη καν δεν τα δημιούργησαν οι πατέρες … Π.Μ.] Το να υποθηκευθεί η μελλοντική εργασία ενός παιδιού για να πληρωθεί ο τόκος ενός χρέους, που συνάφθηκε πριν αυτό να γεννηθεί, είναι στην πραγματικότητα η μετατροπή αυτού του παιδιού σε δούλο. Ένα νήπιο, που έχει υποθηκευθεί με αυτόν τον τρόπο, γεννιέται είλωτας και δουλοπάροικος. Το σώμα του δεν του ανήκει περισσότερο απ’ ότι ανήκει στον κάτοχο των εγγυήσεων. Ενώ υπό οποιαδήποτε πρόφαση ή όνομα, οι κόποι του γίνονται ιδιοκτησία κάποιου άλλου. Είναι δούλος από κάθε πρακτική άποψη και δούλος θα πρέπει να ονομάζεται. Σύμφωνα με τον ορισμό, «δούλος» είναι εκείνος «ο άνθρωπος του οποίου ο σωματικός μόχθος και οι καρποί του είναι ιδιοκτησία κάποιου άλλου», και σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκει κάθε άνθρωπος που η εργασία του υποθηκεύεται για να πληρωθεί ο τόκος ενός Εθνικού Χρέους»".

Αφού αυτά κάνετε στα ίδια σας τα παιδιά, τα προσφυγόπουλα είστε ικανοί να τα κόψετε και να τα φάτε, επικαλούμενοι την σωτηρία των γαμημένων σας των παιδιών Αλλά, είπαμε, εγώ είμαι η τρελή, ζουρλή, μουρλή και γραφική, μόνο που κι από τον τόρνο σας να με περάσετε, και πάλι δεν θα χωράω στα γαμημένα καλούπια σας.
της Θεοδοσίας Μπατάλα

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016



"ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ " DESCARTES
Απόσπασμα -από την εξαιρετική μετάφραση του Χριστόφορου Χρηστίδη ,εκδόσεις Παπαζήση- ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ του DESCARTES για την Φιλοσοφία και τις άλλες επιστήμες .

12- Δεν θα πω τίποτα για την φιλοσοφία , εκτός μόνο πως, βλέποντας ότι την καλλιέργησαν τα εξοχότερα πνεύματα που έζησαν από πολλούς αιώνες, και πως δεν υπάρχει ωστόσο ακόμα σ' αυτή τίποτα που να είναι ασυζήτητο και που να μην είναι επομένως αμφίβολο, δεν είχα αρκετή οίηση ώστε να ελπίζω πως θα συναντούσα εγώ τίποτα καλύτερο από τους άλλους. Κι αναμετρώντας πόσες διαφορετικές γνώμες μπορούν να υπάρξουν πάνω στο ίδιο θέμα , που να υποστηρίζουν άνθρωποι σοφοί , ενώ είναι αδύνατο να υπάρξει ποτέ παραπάνω από μια μονάχα που να είναι σωστή , θεωρούσα σχεδόν ψεύτικο το κάθετί που έμοιαζε μονάχα αληθινό.
13-Κατόπι , για τις άλλες επιστήμες , μια και δανείζονται τις αρχές τους από τη φιλισοφία , έκρινα πως δεν είταν δυνατόν να έχει κανένας κτίσει τίποτα το γερό πάνω σε θεμέλια τόσο λίγο σταθερά. Κι ούτε τιμή , ούτε το κέρδος που υπόσχονται δεν είταν αρκετά για να με παρακινήσουν να τις μάθω. Γιατί , δεν ένοιωθα , δόξα τω Θεώ , πως βρισκόμουν σε οικονομική κατάσταση τέτοια που να είμαι αναγκασμένος να κάνω την επιστήμη επάγγελμά μου για να επιβαρύνω λιγότερο την περιουσία μου. Και μολονότι δεν προσποιόμουν ότι καταφρονώ την δόξα , όπως οι κυνικοί , λογάριαζα ωστόσο πολύ λίγο κείνη που δεν είχα την ελπίδα ν' αποκτήσω αλλιώς παρά με πλαστούς τίτλους. Και τέλος , όσο για τις κακές επιστήμες , πίστευα πως ήξερα ήδη αρκετά το τί άξιζαν , ώστε να μην τρέχω τον κίνδυνο να γελαστώ ούτε από τις υποσχέσεις ενός αλχημιστή , ούτε από τις προβλέψεις ενός αστρολόγου , ούτε από τις κατεργαριές ενός μάγου , ούτε από τα τεχνάσματα ή τις καυχησιές κανενός απ' αυτούς που επαγγέλονται πως ξέρουν περισσότερα απ' όσα ξέρουν.
14-Για τούτο , μόλις η ηλικία μου μου επέτρεψε να χειραφετηθώ από τους παιδαγωγούς μου , παράτησα ολότελα τη σπουδή των γραμμάτων. Και παίρνοντας την απόφαση να μην αναζητήσω πια άλλη επιστήμη εκτός από κείνη που θα μπορούσε να βρεθεί μέσα μου , ή και μέσα στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου, χρησιμοποίησα τα υπόλοιπα νιάτα μου στο να ταξιδεύω , στο να βλέπω αυλές και στρατούς , να συναναστρέφομαι ανθρώπους διαφόρων ιδιοσυγκρασιών και καταστάσεων , ν' αποκτώ διάφορες εμπειρίες , να δοκιμάζω τον εαυτό μου στις διάφορες συναντήσεις που η τύχη έφερνε εμπρός μου, και παντού να κάνω τέτοιους στοχασμούς πάνω στα πράματα που μου παρουσιάζονταν , ώστε να μπορώ κάτι να ωφεληθώ από αυτά. Γιατί μου φανόταν πως θα μπορούσα να συναντήσω πολύ περισσότερη αλήθεια στους συλλογισμούς που ο καθένας κάνει σχετικά με τις υποθέσεις που έχουν σημασία γι' αυτόν , και που τα γεγονότα θα τον τιμωρήσουν αμέσως κατόπι αν έκρινε άσχημα , παρά στους συλλογισμούς που κάνει ένας άνθρωπος των γραμμάτων μέσα στο σπουδαστήριό του πάνω σε θεωρητικές σκέψεις , που δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα και
που δεν έχουν γι' αυτόν άλλη συνέπεια εκτός ίσως πως , όσο πιο απομακρυσμένες από το κοινό νου θα είναι , τόσο περισσότερη ματαιοδοξία θ' αποκομίσει γι' αυτές , επειδή θα έχει αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει πολύ περισσότερο πνεύμα και τέχνη , προσπαθώντας να τις κάνει αληθοφανείς. Κι είχα πάντα υπέρτατο πόθο να μάθω να ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμα , για να βλέπω καθαρά μέσα στις πράξεις μου και να πορεύομαι με σιγουριά σε τούτη την ζωή.

Όλα αυτά τα καταπληκτικά γράφτηκαν το 1637.


Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

αντίσταση στην αριστερή μελαγχολία




αντίσταση στην αριστερή μελαγχολία

της Ουέντι Μπράουν
μετάφραση Άκης Γαβριηλίδης

Σε κάθε εποχή πρέπει να επιδιώκεται η εκ νέου απόσπαση της παράδοσης από τον κονφορμισμό, που είναι έτοιμος να την καταδυναστεύσει. […] Το χάρισμα να αναζωπυρώνει τη σπίθα της ελπίδας στο παρελθόν έχει εκείνος μόνο ο ιστορικός, που έχει την πεποίθηση, ότι και οι νεκροί ακόμα δεν θα είναι ασφαλείς από τον εχθρό, στην περίπτωση που θα νικήσει.
Βάλτερ Μπένγιαμιν, «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας»2
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ο θεωρητικός του πολιτισμού Στιούαρτ Χωλ έχει επιμείνει ότι η «κρίση της Αριστεράς» δεν οφείλεται ούτε σε εσωτερικές διαιρέσεις στην ακτιβιστική ή την ακαδημαϊκή Αριστερά, ούτε στην ευφυή ρητορεία ή τα χρηματοδοτικά συστήματα της Δεξιάς. Αντίθετα, υποστήριξε, είναι συνέπεια της αδυναμίας της ίδιας της Αριστεράς να κατανοήσει το χαρακτήρα της εποχής και να αναπτύξει μία πολιτική κριτική και ένα ηθικό-πολιτικό όραμα αντίστοιχο προς αυτό το χαρακτήρα. Για τον Χωλ, η άνοδος της θατσερικής-ρηγκανικής Δεξιάς ήταν μάλλον σύμπτωμα παρά αιτία αυτής της αδυναμίας, ακριβώς όπως η απορριπτική ή καχύποπτη στάση της Αριστεράς απέναντι στις πολιτισμικές σπουδές δείχνει για τον Χωλ όχι την προσήλωση στις αρχές της, αλλά τις αναχρονιστικές συνήθειες της σκέψης της και τους φόβους και τα άγχη της μπροστά στο ενδεχόμενο να αναθεωρήσει αυτές τις συνήθειες.
Ποιο είναι όμως το περιεχόμενο και η δυναμική αυτών των φόβων και των αγχών; Θέλω να αναπτύξω ένα μόνο νήμα αυτού του προβλήματος μέσα από μια εξέταση του φαινομένου που ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, εδώ και πάνω από μισό αιώνα, ονόμασε «αριστερή μελαγχολία». Τι εννοούσε ο Μπένγιαμιν μ’ αυτή την μειωτική ονομασία για μια ορισμένη διανοητική και πολιτική στάση; Όπως οι περισσότεροι αναγνώστες θα ξέρουν, ο Μπένγιαμιν δεν ήταν ούτε κατηγορηματικά ούτε χαρακτηριολογικά αντίθετος προς την αξία και την ισχύ της λύπης ως τέτοιας, ούτε παραγνώριζε τη δυνατότητα να κερδίσει κανείς μια πιο καθαρή ματιά με το να συλλογιστεί πάνω στις απώλειές του. Μάλιστα, έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για την παραγωγική αξία της ακηδίας, της λύπης και του πένθους για την πολιτική και πολιτισμική δουλειά, και στη μελέτη του για τον Μπωντλαίρ ο Μπένγιαμιν πραγματεύτηκε την ίδια τη μελαγχολία περίπου ως δημιουργική πηγή. Η «αριστερή μελαγχολία» όμως είναι ο απερίφραστος επιθετικός προσδιορισμός του Μπένγιαμιν για τον επαναστάτη ψευτο-διανοούμενο ο οποίος, τελικά, είναι πιο προσηλωμένος σε μια συγκεκριμένη πολιτική ανάλυση ή ιδανικό –ακόμα και στην αποτυχία αυτού του ιδανικού– παρά στο να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες για ριζική αλλαγή στο παρόν. Στην αινιγματική επιμονή του Μπένγιαμιν επί της πολιτικής αξίας που έχει η διαλεκτική ιστορική σύλληψη του «τωρινού χρόνου», η αριστερή μελαγχολία δεν αντιπροσωπεύει μόνο μια άρνηση να συμφιλιωθεί κανείς με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του παρόντος, δηλαδή μια αποτυχία να κατανοήσει την ιστορία με άλλους όρους πέρα από τον «κενό χρόνο» ή την «πρόοδο». Δηλώνει επίσης έναν ορισμένο ναρκισσισμό σε σχέση με τις προηγούμενες πολιτικές προσδέσεις και ταυτότητες, ο οποίος υπερβαίνει κάθε επένδυση σε κάποια σημερινή πολιτική κινητοποίηση, συμμαχία ή μετασχηματισμό.3
Η ειρωνεία της μελαγχολίας, φυσικά, είναι ότι η πρόσδεση στο αντικείμενο της θλιβερής μας απώλειας παραγκωνίζει κάθε επιθυμία να ανακάμψουμε από αυτή την απώλεια, να ζήσουμε ελεύθεροι από αυτή στο παρόν, να μην μας βαρύνει πλέον. Αυτό είναι που καθιστά τη μελαγχολία μία μόνιμη συνθήκη, μια κατάσταση, ή και μία δομή της επιθυμίας, και όχι μία παροδική αντίδραση στο θάνατο ή την απώλεια. Στο στοχασμό του περί μελαγχολίας του 1917, ο Φρόιντ μάς υπενθυμίζει ένα δεύτερο μοναδικό χαρακτηριστικό της μελαγχολίας. Αυτό αφορά «μια απώλεια πιο ιδεατού τύπου [απ’ ό,τι το πένθος]. Το αντικείμενο ίσως δεν έχει πεθάνει πραγματικά, αλλά έχει χαθεί ως αντικείμενο αγάπης».4 Επιπλέον, ισχυρίζεται ο Φρόιντ, ο μελαγχολικός συχνά δεν γνωρίζει τι ακριβώς αγαπούσε στο αντικείμενο και το έχασε: «Αυτό υποβάλλει την ιδέα ότι η μελαγχολία συνδέεται τρόπον τινά με μια απώλεια αντικειμένου που έχει αποσυρθεί από τη συνείδηση, σε αντιδιαστολή προς το πένθος, στο οποίο κανένα στοιχείο της απώλειας δεν είναι ασυνείδητο».5 Η απώλεια που πυροδοτεί τη μελαγχολία τις περισσότερες φορές είναι ανομολόγητη. Τέλος, ο Φρόιντ ισχυρίζεται ότι το μελαγχολικό υποκείμενο –με χαμηλή αυτοεκτίμηση, απόγνωση, ακόμα και τάσεις αυτοκτονίας– αντί να απευθύνει τις επιπλήξεις του στο αντικείμενο που κάποτε αγαπούσε (επιπλήξεις που δεν στάθηκε στο ύψος της εξιδανίκευσης που το υποκείμενο είχε πλάσει γι’ αυτό), τις έχει στρέψει προς τον εαυτό του, διατηρώντας έτσι την αγάπη ή την εξιδανίκευση του αντικειμένου, έστω κι αν στον πόνο του μελαγχολικού βιώνεται η απώλεια αυτής ακριβώς της αγάπης.
Γιατί να χρησιμοποιήσει τώρα ο Μπένγιαμιν αυτό τον όρο, και τη συναισθηματική οικονομία που εκπροσωπεί, προκειμένου να μιλήσει για ένα ιδιαίτερο μόρφωμα στην Αριστερά; Ο Μπένγιαμιν δεν δίνει πουθενά κάποια ακριβή διατύπωση της αριστερής μελαγχολίας. Απλώς την αναπτύσσει ως έναν ψόγο προς όσους αισθάνονται μεγαλύτερη υποχρέωση απέναντι σε κάποια μακροχρόνια συναισθήματα και αντικείμενα παρά στις δυνατότητες πολιτικού μετασχηματισμού στο παρόν. Ο Μπένγιαμιν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στην επένδυση του μελαγχολικού σε «πράγματα». Στο Trauerspiel, ισχυρίζεται ότι «η μελαγχολία προδίδει τον κόσμο χάριν της γνώσης», υπονοώντας εδώ ότι η πιστότητα του μελαγχολικού μετατρέπει την αλήθεια της («κάθε πιστό όρκο ή μνήμη») σχετικά με τον αγαπημένο του σε ένα πράγμα, και μάλιστα επενδύει την ίδια τη γνώση με έναν χαρακτήρα πράγματος.6 Μια άλλη εκδοχή αυτής της διατύπωσης: «Στην επίμονη ομφαλοσκόπησή της, [η μελαγχολία] εναγκαλίζεται νεκρά αντικείμενα στο στοχασμό της».7 Απλούστερα, η μελαγχολία μένει πιστή «στον κόσμο των πραγμάτων»,8 πράγμα που μας οδηγεί να σκεφτούμε ότι στη μελαγχολική λογική περιέχεται ένας ορισμένος φετιχισμός –με όλο το συντηρητισμό και την απόσυρση από τις ανθρώπινες σχέσεις που συνεπάγεται η φετιχιστική επιθυμία. Στην κριτική των ποιημάτων τού Κάστνερ όπου εισάγει για πρώτη φορά τον όρο «αριστερή μελαγχολία», ο Μπένγιαμιν υπονοεί ότι τα αισθήματα τα ίδια γίνονται πράγματα για τον αριστερό μελαγχολικό ο οποίος «επαίρεται εξίσου για τα ίχνη παλαιότερων πνευματικών αγαθών όσο και οι αστοί για τα υλικά τους αγαθά».9 Καταλήγουμε να αγαπάμε τα αριστερά μας πάθη και τον αριστερό μας λόγο, τις αριστερές μας αναλύσεις και πεποιθήσεις, περισσότερο απ’ ό,τι αγαπάμε τον υπαρκτό κόσμο τον οποίο υποτίθεται ότι θέλουμε να αλλάξουμε με αυτούς τους όρους ή το μέλλον που θα ήταν σύμφωνο με αυτούς. Η αριστερή μελαγχολία, εν συντομία, είναι το όνομα που δίνει o Μπένγιαμιν για μια πένθιμη, συντηρητική, οπισθοδρομική πρόσδεση σε ένα αίσθημα, μια ανάλυση, μία σχέση που έγινε σαν πράγμα και πάγωσε στην καρδιά του υποτιθέμενου αριστερού. Αν ο Φρόιντ μπορεί να βοηθήσει εδώ, τότε η συνθήκη αυτή κατά τεκμήριο προκύπτει από κάποια ακατονόμαστη απώλεια, ένα ιδανικό που συνετρίβη ανομολόγητα, τα οποία δηλώνονται στις μέρες μας από τους όρους Αριστερά, Σοσιαλισμός, Μαρξ, ή Κίνημα.
Σίγουρα οι απώλειες της Αριστεράς είναι πολλές στις μέρες μας· για άλλες μπορούμε να δώσουμε λόγο, για άλλες όχι. Η κυριολεκτική αποσύνθεση των σοσιαλιστικών καθεστώτων και η απονομιμοποίηση του μαρξισμού είναι απλώς κάποιες απ’ αυτές, και ίσως όχι οι σημαντικότερες. Έχουμε βρεθεί ξαφνικά αντιμέτωποι με την απώλεια μιας ενοποιημένης ανάλυσης και ενός ενοποιημένου κινήματος, με την απώλεια της εργασίας και της κοινωνικής τάξης ως απαραβίαστων κατηγορημάτων της πολιτικής ανάλυσης και κινητοποίησης, με την απώλεια μιας αναπότρεπτης και επιστημονικής κίνησης της ιστορίας προς τα εμπρός, και με την απώλεια μιας βιώσιμης εναλλακτικής λύσης προς την πολιτική οικονομία του καπιταλισμού. Πάνω σε αυτές τις απώλειες συσσωρεύονται και άλλες: είμαστε χωρίς την αίσθηση μιας διεθνούς, και συχνά ακόμα και μιας τοπικής, αριστερής κοινότητας· είμαστε χωρίς κάποια πεποίθηση για την Αλήθεια της κοινωνικής τάξης πραγμάτων· είμαστε χωρίς ένα πλούσιο ηθικό-πολιτικό όραμα για το Αγαθό που να καθοδηγεί και να στηρίζει την πολιτική δουλειά. Έτσι, έχουμε το δυσάρεστο αίσθημα όχι μόνο του χαμένου κινήματος αλλά επιπλέον της χαμένης ιστορικής στιγμής, όχι μόνο της χαμένης θεωρητικής και εμπειρικής συνοχής αλλά και ενός χαμένου τρόπου ζωής και μιας χαμένης πορείας.
Όλα αυτά μπορούν να τα παραδεχτούν απερίφραστα πολλοί στην Αριστερά, έστω και αν δεν ξέρουμε τι να κάνουμε γι’ αυτό. Αλλά στον κούφιο πυρήνα όλων αυτών των απωλειών, ίσως στον τόπο του πολιτικού μας ασυνειδήτου, μήπως βρίσκεται και μια ανομολόγητη απώλεια –η υπόσχεση ότι η αριστερή ανάλυση και η αριστερή στράτευση θα παρείχε σε όσους προσχωρήσουν σε αυτήν ένα σαφές και σίγουρο μονοπάτι προς το αγαθό, το δίκαιο και το αληθές; Αυτή η υπόσχεση μήπως δεν αποτέλεσε τη βάση για μεγάλο μέρος της ευχαρίστησής μας που είμαστε στην Αριστερά, και μάλιστα για την αυτοεκτίμησή μας ως αριστερών και για τη συντροφικότητά μας προς τους άλλους αριστερούς; Και αν αυτή η αγάπη δεν είναι δυνατό να εγκαταλειφθεί χωρίς να απαιτηθεί ένας ριζικός μετασχηματισμός στο ίδιο το θεμέλιο της αγάπης μας, στην ίδια μας την ικανότητα για πολιτική αγάπη και πρόσδεση, μήπως είμαστε καταδικασμένοι σε αριστερή μελαγχολία, μια μελαγχολία της οποίας τα αποτελέσματα σίγουρα θα είναι όχι μόνο θλιβερά αλλά και αυτοκαταστροφικά; Φρόιντ ξανά: «Αν η αγάπη για το αντικείμενο –μια αγάπη που δεν είναι δυνατό να εγκαταλειφθεί έστω και αν έχει εγκαταλειφθεί το αντικείμενο– βρει καταφύγιο στη ναρκισσιστική ταύτιση, τότε το μίσος καταλαμβάνει το υποκατάστατο αντικείμενο: το κακομεταχειρίζεται, το υποβιβάζει, το κάνει να υποφέρει και αποκομίζει σαδιστική ικανοποίηση από τον πόνο του».10 Το καθήκον μας λοιπόν θα ήταν να μαντέψουμε ποιος ή τι είναι αυτό το υποκατάστατο αντικείμενο. Τι μισούμε για να μπορέσουμε να διατηρήσουμε την εξιδανίκευση της ρομαντικής αριστερής υπόσχεσης; Τι τιμωρούμε για να μπορέσουμε να σώσουμε τις παλιές εγγυήσεις της Αριστεράς από την οργίλη απογοήτευσή μας;
Δύο οικείες απαντήσεις ξεπηδάνε από πρόσφατους καυγάδες και κατηγορίες προς την Αριστερά. Η πρώτη είναι ένα σύνολο κοινωνικών και πολιτικών μορφωμάτων που είναι γνωστά με ποικίλα ονόματα, όπως πολιτισμικές πολιτικές ή πολιτικές της ταυτότητας. Εδώ, η συμβατική κατηγορία από μία μερίδα της Αριστεράς είναι ότι πολιτικά κινήματα που είναι ριζωμένα στην πολιτισμική ταυτότητα –φυλετική, σεξουαλική, εθνοτική ή έμφυλη– όχι μόνο αποφεύγει να αναφερθεί στη θεμελιώδη δομή της νεωτερικότητας, τον καπιταλισμό, και το θεμελιώδες του μόρφωμα, τις κοινωνικές τάξεις, αλλά επιπλέον κατακερματίζουν την πολιτική ενέργεια και τα ενδιαφέροντα της Αριστεράς κατά τρόπο ώστε να γίνεται αδύνατη η συγκρότηση συμμαχιών. Ο δεύτερος ένοχος επίσης έχει διάφορα ονόματα –μεταδομισμός, ανάλυση λόγου, μεταμοντερνισμός, λογοτεχνική θεωρία του συρμού που παρουσιάζεται ως πολιτική ανάλυση. Μαζί ή χωριστά, τα δύο αυτά φαινόμενα κρίνονται υπεύθυνα για τον αδύναμο, κατακερματισμένο και αποπροσανατολισμένο χαρακτήρα της σύγχρονης Αριστεράς.
Όλα αυτά δεν είναι πολύ καινούρια. Αλλά αν τα διαβάσουμε μέσα από το πρίσμα της αριστερής μελαγχολίας, το στοιχείο της μετάθεσης και στα δύο κατηγορητήρια ίσως εμφανιστεί πιο ανάγλυφα, εφόσον τότε θα αναγκαζόμασταν να ρωτήσουμε: ποιες πτυχές της αριστερής ανάλυσης ή ορθοδοξίας έχουν πια περιέλθει σε μαρασμό, αλλά οι οπαδοί τους προστατεύονται από τον κίνδυνο να το αναγνωρίσουν με το να στρέφουν την προσοχή τους σε διαρκείς επιπλήξεις ενάντια στις πολιτικές της ταυτότητας και το μεταδομισμό; Κι ακόμα, ποια ναρκισσιστική ταύτιση με την ορθοδοξία αυτή διατηρείται μέσα στο θρήνο για την απώλεια της κυριαρχίας της επί των νέων αριστερών και την απώλεια της ισχύος της στο πολιτικό πεδίο; Ποια αγάπη για τις υποσχέσεις και τις εγγυήσεις που κάποτε είχε η αριστερή ανάλυση συντηρείται, ενώ η ευθύνη και η απαξίωση για τη συντριβή αυτών των υποσχέσεων και εγγυήσεων επιρρίπτεται σε άλλους; Και μήπως δε βλέπουμε εδώ την Αριστερά να παίρνει το χαρακτήρα πράγματος, να πραγμοποιείται ως κάτι που «είναι», ως τη φαντασιακή μνήμη εκείνου που «ήταν» κάποτε, την ίδια τη στιγμή όπου σαφέστατα δεν είναι πλέον (ή δεν είναι ένα πράγμα);
. . . . .
Ας ξαναφέρουμε τώρα αυτές τις σκέψεις για τη μελαγχολική Αριστερά σε συνδυασμό με τις πιο απερίφραστα πολιτικές θεωρήσεις του Στιούαρτ Χωλ για τα προβλήματα που συναντά η σύγχρονη Αριστερά. Αν ο Χωλ κατανοεί την αποτυχία μας ως Αριστεράς κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα ως μια αποτυχία στο εσωτερικό της Αριστεράς να κατανοήσουμε αυτή τη χρονική περίοδο, η αποτυχία αυτή δεν θεραπεύεται αλλά απλώς αναπαράγεται με το να κατηγορούμε εκείνους που επιτυγχάνουν (τους φιλελεύθερους κεντρώους, τους νεοσυντηρητικούς, τη Δεξιά) ή με το να κατηγορούμε ο ένας τον άλλο (τους αντιρατσιστές, τις φεμινίστριες, τους ακτιβιστές queer, τους μεταμοντέρνους ή τους μη αποδομημένους μαρξιστές). Στην οπτική του Χωλ, η αποτυχία αυτή δεν είναι απλώς συνέπεια της προσχώρησης σε κάποια συγκεκριμένη αναλυτική ορθοδοξία –τον ντετερμινισμό του κεφαλαίου, την προτεραιότητα των κοινωνικών τάξεων. Είναι βέβαια και αυτό, αλλά κυρίως προκύπτει από έναν ιδιαίτερο διανοητικό ζουρλομανδύα –μια επιμονή σε έναν υλισμό ο οποίος αρνείται τη σημασία του υποκειμένου και του υποκειμενικού, το ζήτημα του ύφους, την προβληματική της γλώσσας. Και ο συνδυασμός αυτών των δύο είναι θανάσιμος: «Ο σεκταρισμός μας», υποστηρίζει ο Χωλ στο κλείσιμο του The Hard Road to Renewal, δεν συνίσταται μόνο σε μια αμυντική στάση απέναντι στην ημερήσια διάταξη πολιτικο-οικονομικών σχηματισμών που τώρα είναι αναχρονιστικοί (εκείνων της δεκαετίας του 1930 και του 1945), αλλά
οφείλεται επίσης σε μια ορισμένη σύλληψη της πολιτικής, η οποία ακολουθείται όχι τόσο ως θεωρία, αλλά μάλλον ως μια συνήθεια του μυαλού. Συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε με μία γραμμική και μη αντιστρέψιμη πολιτική λογική που χαράσσει κάποια αφηρημένη οντότητα που αποκαλούμε «οικονομικό στοιχείο» ή «κεφάλαιο», η οποία εκτυλίσσεται προς το προκαθορισμένο τέλος της. Ενώ, όπως δείχνει ξεκάθαρα ο θατσερισμός, η πολιτική στην πραγματικότητα λειτουργεί περισσότερο όπως η λογική της γλώσσας: πάντοτε μπορείς να την θέσεις κάπως αλλιώς αν προσπαθήσεις αρκετά.11
Ασφαλώς η πορεία του κεφαλαίου διαμορφώνει τις συνθήκες δυνατότητας στην πολιτική, αλλά η πολιτική η ίδια «είτε ασκείται ιδεολογικά, είτε δεν ασκείται καθόλου».12 Ή, σύμφωνα με μια ακόμα από τις καίριες διατυπώσεις του Χωλ, «η πολιτική δεν αντανακλά τις πλειοψηφίες, τις συγκροτεί».13
Εδώ πρέπει να είμαστε σαφείς. Ο Χωλ ποτέ δεν ισχυρίζεται ότι η ιδεολογία καθορίζει την πορεία της παγκοσμιοποίησης· ισχυρίζεται όμως ότι την διοχετεύει υπέρ αυτού ή του άλλου πολιτικού στόχου, και, όταν είναι επιτυχής, οι πολιτικές και οικονομικές στρατηγικές τις οποίες εκπροσωπεί μια ορισμένη ιδεολογία θα παραγάγουν και οι ίδιες κάποια πολιτικο-οικονομικά μορφώματα εντός των εξελίξεων του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Αρχίζουμε τώρα […] να κινούμαστε προς μια «μετα-φορντική» κοινωνία –αυτό που κάποιοι θεωρητικοί ονομάζουν ανοργάνωτο καπιταλισμό, την εποχή της «εύκαμπτης ειδίκευσης». Ένας τρόπος να διαβάσουμε τις παρούσες εξελίξεις είναι ότι η «ιδιωτικοποίηση» είναι ο τρόπος που έχει ο θατσερισμός να οικειοποιηθεί αυτή την υπόγεια κίνηση και να τη διοχετεύσει μέσα σε μια ιδιαίτερη οικονομική και πολιτική στρατηγική, να τη συγκροτήσει υπό τους όρους μιας ιδιαίτερης φιλοσοφίας. Έχει επιτύχει, σε κάποιο βαθμό, να ευθυγραμμίσει τις ιστορικές, πολιτικές, πολιτισμικές και σεξουαλικές «λογικές» της με κάποιες από τις ισχυρότερες τάσεις στις σύγχρονες λογικές της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Και αυτό, εν μέρει, είναι εκείνο που του δίνει την υπέρτατη αυτοπεποίθησή του, τον αέρα της ιδεολογικής αυταρέσκειας: που τον κάνει να φαίνεται ότι «έχει την ιστορία με το μέρος του», να είναι συνώνυμος με την αναπόφευκτη πορεία του μέλλοντος. Η Αριστερά, ωστόσο, αντί να ξανασκεφτεί τις δικές της οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές στρατηγικές με βάση αυτή τη βαθύτερη, υπόγεια «λογική» διασποράς και διαφοροποίησης (η οποία, στο κάτω-κάτω, δεν είναι κατ’ ανάγκην εχθρός ενός μεγαλύτερου εκδημοκρατισμού) απλώς αντιστέκεται σε αυτήν. Αφού την διεκδικεί ο θατσερισμός, τότε εμείς δεν πρέπει να έχουμε καμιά σχέση με αυτήν. Υπάρχει άραγε πιο σίγουρος τρόπος για να καταλήξεις ιστορικά αναχρονιστικός;14
Αν η σύγχρονη Αριστερά συχνά γαντζώνεται στα μορφώματα και τις διατυπώσεις μιας άλλης εποχής, μιας εποχής στην οποία οι έννοιες των ενοποιημένων κινημάτων, των κοινωνικών ολοτήτων και των ταξικών πολιτικών ήταν βιώσιμες κατηγορίες πολιτικής και θεωρητικής ανάλυσης, αυτό σημαίνει ότι κυριολεκτικά μετατρέπεται σε μια συντηρητική δύναμη στην ιστορία –μια δύναμη που όχι μόνο δεν διαβάζει σωστά το παρόν, αλλά και που εγκαθιστά την παραδοσιολατρεία στην ίδια την καρδιά της πράξης της, στο χώρο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται η αγάπη για το ρίσκο και την ανατροπή. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν σκιαγραφεί το φαινόμενο αυτό στην επίθεσή του κατά του Έρικ Κάστνερ, του αριστερού ποιητή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που αποτελεί το θέμα του δοκιμίου του με τίτλο «Αριστερή Μελαγχολία»: «Ο ποιητής αυτός είναι ανικανοποίητος, η καρδιά του είναι βαριά. Αλλά το βάρος αυτό απορρέει από τη ρουτίνα. Γιατί για να είσαι σε μια ρουτίνα σημαίνει ότι έχεις θυσιάσει την ιδιοσυγκρασία σου, ότι έχεις εκχωρήσει το δώρο της απαρέσκειας. Και αυτό κάνει την καρδιά σου βαριά».15 Σε διαφορετικό τόνο, ο Στιούαρτ Χωλ σκιαγραφεί το πρόβλημα αυτό στην αντίδραση της Αριστεράς προς τον θατσερισμό:
Θυμάμαι τη στιγμή, κατά τις εκλογές τού 1979, που ο κ. Κάλλαχαν, στο τέλος της πολιτικής του καριέρας, είπε πραγματικά εμβρόντητος για την επίθεση της κας Θάτσερ ότι «Σκοπεύει να ανατρέψει την κοινωνία από τη ρίζα της». Η ιδέα αυτή ήταν αδιανόητη για το σοσιαλδημοκρατικό λεξιλόγιο: μια ριζική επίθεση στο στάτους κβο. Η αλήθεια είναι ότι οι παραδοσιακές ιδέες, οι ιδέες της κοινωνικής και ηθικής ευπρέπειας, είχαν διεισδύσει τόσο βαθιά στη σοσιαλιστική συνείδηση που είναι εξαιρετικά σύνηθες να βρεις ανθρώπους αφοσιωμένους σε ένα ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα οι οποίοι να στηρίζονται σε απολύτως παραδοσιακά αισθήματα και συμπεριφορές.16
H παραδοσιολατρεία δεν είναι κάτι καινούριο στην αριστερή πολιτική, αλλά έχει γίνει ιδιαίτερα έκδηλη και ολέθρια τα τελευταία χρόνια ως συνέπεια, 1) της κατανοητής προβολής από τη μεριά της μιας στάσης άμυνας απέναντι στις «επαναστάσεις» των Θάτσερ-Ρέιγκαν-Γκίνγκριτς (που συγκεφαλαιώνονται στην αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας και την ιδιωτικοποίηση ορισμένων δημόσιων λειτουργιών και υπηρεσιών), 2) της ανάπτυξης μιας πολιτικής γύρω από την κουλτούρα και, ιδίως, γύρω από τη σεξουαλικότητα, και 3) την αποσύνθεση των σοσιαλιστικών καθεστώτων και τη βαθιά απαξίωση των πολιτικο-οικονομικών στόχων της Αριστεράς που προκάλεσε η αποσύνθεση αυτή. Ο συνδυασμός αυτών των τριών φαινομένων παράγει αριστερούς λόγους που τείνουν να έχουν ως πρώτιστο περιεχόμενο την υπεράσπιση μιας προοδευτικής πολιτικής τύπου New Deal και ιδίως του κράτους πρόνοιας, από τη μια, και την υπεράσπιση των ελευθεριών των πολιτών, από την άλλη. Με δυο λόγια, η Αριστερά έχει καταλήξει να εκπροσωπεί μια πολιτική που επιδιώκει να προστατεύσει ένα σύνολο ελευθεριών και δικαιωμάτων, η οποία δεν αντιμετωπίζει ούτε τις τάσεις εξουσίασης που και τα δύο εμπεριέχουν, ούτε την περιορισμένη αξία αυτών των ελευθεριών και δικαιωμάτων στους σημερινούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς. Και όταν αυτή η παραδοσιολατρεία συνδυάζεται με μια απώλεια πίστης στο εξισωτικό όραμα που υπήρξε τόσο ουσιαστικό για τη σοσιαλιστική αμφισβήτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, το πρόβλημα της αριστερής παραδοσιολατρείας γίνεται πραγματικά πολύ σοβαρό. Αυτό που προκύπτει είναι μια Αριστερά που λειτουργεί χωρίς ούτε μια βαθιά και ριζική κριτική του στάτους κβο, ούτε μια πειστική εναλλακτική λύση στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Αλλά αυτό που ίσως είναι πιο ανησυχητικό, είναι ότι πρόκειται για μια Αριστερά που έχει προσκολληθεί περισσότερο στην αδυναμία της παρά στην δυνάμει καρποφορία της, μια Αριστερά που νιώθει περισσότερο στο σπίτι της όταν ενοικεί όχι στην ελπίδα, αλλά στην ίδια την περιθωριακότητα και την αποτυχία της, μια Αριστερά που έτσι έχει πιαστεί σε μία δομή μελαγχολικής προσκόλλησης σε έναν ορισμένο τόνο του δικού της νεκρού παρελθόντος, που το πνεύμα του είναι σαν φάντασμα, που η δομή της επιθυμίας του είναι οπισθοδρομική και τιμωρητική.
Τι θα σήμαινε να πετάξουμε από πάνω μας τα μελαγχολικά και συντηρητικά ενδύματα της Αριστεράς και να την αναζωογονήσουμε πάλι με ένα ριζοσπαστικό17 κριτικό και οραματικό πνεύμα; Το πνεύμα αυτό θα ασπαζόταν την έννοια ενός βαθιού και μάλιστα ανησυχητικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, και όχι την αποστροφή μπροστά στην προοπτική αυτή, όσο κι αν πρέπει να έχουμε συνειδητοποιήσει πως ούτε η ολοκληρωτική επανάσταση ούτε η αυτόματη πρόοδος της ιστορίας θα μας οδηγήσει προς το όποιο αναδιατυπωμένο όραμα θα μπορούσαμε να επεξεργαστούμε. Ποια πολιτική ελπίδα μπορούμε να θρέψουμε, η οποία να μην θεμελιώνεται ψευδώς στην ιδέα ότι «η ιστορία είναι με το μέρος μας» ή ότι θα υπάρξει αναπόφευκτα λαϊκή ανταπόκριση προς τις όποιες αξίες μπορεί να αναπτύξουμε ως στοιχεία ενός νέου αριστερού οράματος; Τι είδους πολιτική και οικονομική τάξη πραγμάτων μπορούμε να φανταστούμε που να μην είναι ούτε κρατικά διευθυνόμενη ούτε ουτοπική, ούτε κατασταλτική ούτε ελευθεριακή, ούτε οικονομικά πτωχευμένη ούτε πολιτισμικά γκρίζα; Πώς μπορούμε να αντλήσουμε δημιουργικές δυνάμεις από τα σοσιαλιστικά ιδεώδη της αξιοπρέπειας, της ισότητας και της ελευθερίας χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι τα ιδεώδη αυτά ξεπήδησαν από ιστορικές περιστάσεις και προοπτικές που δεν είναι του παρόντος; Η έμφασή μου στη μελαγχολική λογική ορισμένων σύγχρονων αριστερών τάσεων δεν υπονοεί ότι συνιστάται ψυχοθεραπεία για να δοθεί απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Σημαίνει ωστόσο ότι θα έπρεπε να εξετάσουμε κατά πόσο τα αισθήματα και τα πάθη –μεταξύ αυτών και η λύπη, η οργή και το άγχος για προδομένες υποσχέσεις και χαμένες πυξίδες– που στηρίζουν την προσήλωσή μας σε αριστερές αναλύσεις και αριστερά προτάγματα, δημιουργούν δυνάμει συντηρητικές ή και αυτοκαταστροφικές πτυχές σε πολιτικά σχέδια που εμφανίζονται ως προοδευτικά.

1 Wendy Brown, “Resisting Left Melancholia”, in: David L. Eng and David Kazanjian (επιμ.), Loss: The Politics of Mourning, University of California Press, Berkeley 2002 [ΣτΜ].
2 Η προμετωπίδα είναι από το: Walter Benjamin. “Theses on the Philosophy of History”, in Illuminations. ed. Hannah Arendt (New York: Schocken Books, 1969), σ. 255. [Ελλ. μετ.: Βάλτερ Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, μετάφραση Μηνάς Παράσχης, Ουτοπία, Αθήνα 1983, σ. 10. ΣτΜ].
3 Για τη μαγευτική διατύπωση του Μπένγιαμιν σχετικά με το «Τότε» και το «Τώρα» ως πολιτικούς όρους απρόσιτους από το «Παρελθόν» και το «Παρόν», βλ. τις σημειώσεις του περί μεθόδου για το Arcades Project, δημοσιευμένες ως “N [Re the Theory of Knowledge, Theory of Progress]”, in Benjamin: Philosophy, Aesthetics, History, ed. G. Smith (Chicago: University of Chicago Press, 1989), ιδίως σσ. 49, 51-52 και 80.
4 Sigmund Freud, “Mourning and melancholia”, In: The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, vol. 14, trans. and ed. James Strachey (London, Hogarth Press, 1957), σ. 245.
5 Freud, “Mourning and melancholia”, σ. 245.
6 Walter Benjamin, The Origin of German Tragic Drama, trans. John Osborne, (London: Verso, 1977), σσ. 156-57.
7 Walter Benjamin, The Origin of German Tragic Drama, σ. 157.
8 Walter Benjamin, The Origin of German Tragic Drama, σ. 157.
9 Walter Benjamin, “Left-Wing Melancholy,” αναδημοσιευμένο στο The Weimar Republic Sourcebook, ed. Anton Kaes, Martin Jay, and Edward Dimendberg (Berkeley and Los Angeles: University of California Press, 1994), σ. 305.
10 Freud, “Mourning and melancholia”, σ. 245.
11 Stuart Hall, The Hard Road to Renewal: Thatcherism and the Crisis of the Left (London: Verso, 1988), σ. 273.
12 Hall, The Hard Road to Renewal, σ. 273.
13 Hall, The Hard Road to Renewal, σ. 266.
14 Hall, The Hard Road to Renewal, σ. 276.
15 Benjamin, “Left-wing melancholy”, σ. 305.
16 Hall, The Hard Road to Renewal, σ. 194.
17 Στο πρωτότυπο, χρησιμοποιείται εδώ η λέξη radical και αμέσως μετά προστίθεται η εξής παρένθεση: «από το λατινικό radix που σημαίνει “ρίζα”». Στα ελληνικά, η ετυμολογία του όρου «ριζοσπαστικός» είναι εμφανής και έτσι η παρένθεση αυτή παραλείφθηκε από τη μετάφραση
 [ΣτΜ].(Διευκρινίζω ότι διαφωνώ στην ουσία της άποψης της Γουεντυ Μπράουν,αλλά αναδημοσιεύω το κείμενο σαν βάση συζήτησης και γιατί είναι εξαιρετικά καλογραμμένο και προσπαθεί φιλότιμα να αποδείξει τον ρεφορμισμό και τον άκριτο θετικισμό που υπηρετεί. Η αποφασιστική της φράση για να με κάνει να διαφωνήσω ιδεολογικά και ουσιαστικά είναι στο τέλος “Πώς μπορούμε να αντλήσουμε δημιουργικές δυνάμεις από τα σοσιαλιστικά ιδεώδη της αξιοπρέπειας, της ισότητας και της ελευθερίας χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι τα ιδεώδη αυτά ξεπήδησαν από ιστορικές περιστάσεις και προοπτικές που δεν είναι του παρόντος;”…οπου η ελευθερία η ισότητα και η αξιοπρέπεια αντιμετωπιζονται σαν μπαγιάτικα αυγά που δεν ειναι του παρόντος


Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016


Το κράτος δεν έρχεται να συμφιλιώσει τις τάξεις (όπως τόσο συχνά υποστηρίζουν «μικροαστοί και Φιλισταίοι καθηγητές και δημοσιολόγοι»), αλλά «για να αποτελέσει όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσης μιας τάξης από μιαν άλλη».

Σε ευχαριστώ, ω εταιρεία

16/11/2015
Οι φίλοι του τον θυμούνται ως ποιητή. Οι συνεργάτες του ως τηλεοπτικό παραγωγό. Ο υπόλοιπος πλανήτης αναγνωρίζει στο όνομά του τον άνθρωπο που τόλμησε να τα βάλει με τα συμφέροντα του πετρελαϊκού κολοσσού Shell στη Νιγηρία και το πλήρωσε με τη ζωή του.
Ο Κεν Σάρο- Ουίουα βρέθηκε επικεφαλής του κινήματος της φυλής Ογκόνι στο Δέλτα του ποταμού Νίγηρα όταν έδιναν την μάχη της επιβίωσης απέναντι στην τεράστια οικολογική καταστροφή που προκαλούσαν οι εργασίες της Shell.
Οπως επιβεβαιώθηκε αρκετά χρόνια αργότερα από το Wikileaks, ο αγγλο-ολλανδικός κολοσσός είχε διαβρώσει ολοκληρωτικά τον κρατικό μηχανισμό της Νιγηρίας τοποθετώντας ανθρώπους του σε όλα σχεδόν τα υπουργεία ενώ συχνά χρησιμοποιούσε τον στρατό και την αστυνομία για να αντιμετωπίζει τις κινητοποιήσεις εναντίον του.
Οταν όμως το κίνημα του Κεν Σάρο-Ουίουα άρχισε να αμφισβητεί ευθέως τα συμφέροντα της εταιρείας, το στρατιωτικό καθεστώς της εποχής τον συνέλαβε και τον εκτέλεσε μαζί με ακόμη οκτώ συντρόφους του.
Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων έρχονται από αυτήν την εβδομάδα να μας θυμίσουν την ιστορία του Κεν Σάρο Ουίουα παρουσιάζοντας το βιβλίο «Ενας μήνας και μία ημέρα» -το τελευταίο κείμενο που έγραψε μέσα από τις φυλακές του νιγηριανού καθεστώτος.
Παρά το γεγονός ότι η Shell αρνείται οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός που πέτυχε με τους συγγενείς των θυμάτων, έναντι 15 εκατομμυρίων δολαρίων, θεωρείται ακόμη και σήμερα από αρκετούς απόδειξη ενοχής σε ένα έγκλημα.
Για τους ρομαντικούς του καπιταλιστικού συστήματος όσα συνέβησαν πριν από δύο δεκαετίες στη Νιγηρία ήταν απλώς ένα στραβοπάτημα της ιστορίας.
Ο σχεδόν ολοκληρωτικός έλεγχος μιας χώρας από μια εταιρεία καθώς και η δυνατότητα της τελευταίας να κινητοποιεί τον στρατό και την αστυνομία για τα συμφέροντά της, αποτελεί -λένε- εξαίρεση και συνήθως αφορά χώρες του τρίτου κόσμου.
Στην πραγματικότητα η χρήση των δυνάμεων καταστολής από επιχειρήσεις δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά κανόνα στη λειτουργία του κράτους.
Οπως ξεκαθάριζε με κάθε ευκαιρία ο Λένιν, το κράτος δεν έρχεται να συμφιλιώσει τις τάξεις (όπως τόσο συχνά υποστηρίζουν «μικροαστοί και Φιλισταίοι καθηγητές και δημοσιολόγοι»), αλλά «για να αποτελέσει όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσης μιας τά­ξης από μιαν άλλη».
Ενώ όμως τις περισσότερες φορές η κρατική μηχανή κινητοποιείται αυτόνομα για να προστατεύσει τα συμφέροντα μεγάλων επιχειρήσεων, σε ορισμένες περιπτώσεις έχεις την αίσθηση ότι ο στρατός και η αστυνομία λαμβάνουν εντολές απευθείας από τα κεντρικά γραφεία μιας επιχείρησης.
Οι ΗΠΑ γνώρισαν τέτοια περιστατικά από το 1914, όταν η οικογένεια Ροκφέλερ είχε στη διάθεσή της την αμερικανική εθνοφυλακή για να αντιμετωπίσει τις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργατών στα ορυχεία της.
«Μας πέταξαν -θα τραγουδήσει μερικά χρόνια αργότερα ο Γούντι Γκάθρι- έξω από τα σπίτια της εταιρείας σε αντίσκηνα και εγώ φοβόμουν για τα παιδιά μου, καθώς οι σφαίρες του στρατού περνούσαν πάνω από τα κεφάλι μας».
Ο Τζον Ροκφέλερ διηύθυνε τότε τις επιχειρήσεις καταστολής από το γραφείο της Standard Oil στη Νέα Υόρκη ενώ οι μάχες μαίνονταν στο Κολοράντο –εκεί όπου επτά χιλιάδες ανθρακωρύχοι έχαναν κάθε χρόνο τη ζωή τους μέσα σε κάποια στοά.
Η ιστορία, που θα καταγραφεί στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ της Λαμπρινής Θωμά «Το παλικάρι», θα φέρει αντιμέτωπο τον Ροκφέλερ με έναν Κρητικό, τον Ηλία Σπαντιδάκη (Λούης Τίκας), ο οποίος θα τεθεί επικεφαλής των ανθρακωρύχων.
Ο Τίκας τελικά συλλαμβάνεται και εκτελείται σχεδόν 80 χρόνια πριν από την εκτέλεση του Κεν Σάρο-Ουίουα, ενώ η εθνοφρουρά βάζει φωτιά στους καταυλισμούς των απεργών καίγοντας γυναίκες και παιδιά –τελικός απολογισμός 25 νεκροί.
Τις επόμενες δεκαετίες έρχεται η σειρά της Λατινικής Αμερικής να γνωρίσει τον άμεσο έλεγχο από μεγάλες εταιρείες όπως η United Fruit Company (σημερινή Chiquita) και αργότερα η Coca Cola.
Οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις εργατών και συνδικαλιστών μπαίνουν στην ημερήσια διάταξη ενώ αρκετά στελέχη εταιρειών όπως η Coca Cola μεταπηδούν στην προεδρία της χώρας τους ή σε άλλα ανώτατα κυβερνητικά πόστα.
Δεκάδες είναι επίσης τα περιστατικά όπου μια εταιρεία καθορίζει το μέλλον μιας χώρας χωρίς να ελέγχει από την πρώτη στιγμή τον κρατικό της μηχανισμό.
Η περίπτωση του αμερικανικού γίγαντα τηλεπικοινωνιών ΑΤΤ, ο οποίος απαίτησε από την αμερικανική κυβέρνηση να παρέμβει στη Χιλή για να της επιστραφούν τα ορυχεία χαλκού που είχε εθνικοποιήσει ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανατροπή και τον θάνατο του τελευταίου.
Πολύ πιο πρόσφατα η επίσης αμερικανική Χαλιμπάρτον λειτούργησε σαν κράτος εν κράτει μέσα στα… κράτη που καταλάμβανε η αμερικανική πολεμική μηχανή στη Μέση Ανατολή.
Και αν αυτές οι ιστορίες ακούγονται ξένες και μακρινές για την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, μια βόλτα στη Χαλκιδική και μια επίσκεψη στα σπίτια όσων δέχτηκαν την «επίσκεψη» της αστυνομίας όταν διακυβεύονταν τα συμφέροντα ελληνικών και ξένων εταιρειών εξόρυξης χρυσού ίσως να αποδείκνυε ότι ο Κεν Σάρο Ουίουα δεν ήταν απλώς το θύμα ενός τριτοκοσμικού καθεστώτος.

«Κράτος και Επανάσταση», (εκδ. Σύγχρονη Εποχή)
Επειδή, μερικές φορές, όσο πιο αριστερή δηλώνει μια κυβέρνηση τόσο συχνότερα πρέπει να ανατρέχεις στο «εγχειρίδιο λειτουργίας» για να δεις τι δεν πήγε καλά.
Άρης Χατζηστεφάνου

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ;

Κυριακή, 09 Αύγουστος 2015 19:41
Ερνέστ Μαντέλ: Τι είναι εργατικός έλεγχος

Τι είναι εργατικός έλεγχος
1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ;
Το αίτημα του εργατικού ελέγχου είναι στην ημερήσια διάταξη. Η Γενική Συνομοσπονδία
Εργατών του Βελγίου καλεί ειδικό συνέδριο πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Πολλά βρετανικά εργατικά
σωματεία το έχουν υιοθετήσει. Στη Γαλλία οι πιο αριστεροί εργάτες και φοιτητές το έχουν μέσα στα κύρια
αιτήματα τους. Και σε πολλές βιομηχανίες και εργοστάσια στην Ιταλία οι πρωτοπόροι εργάτες όχι μονάχα
ζητάνε τον εργατικό έλεγχο αλλά και κάνουν ότι μπορούν - όπως στη ΦΙΑΤ -για να τον εφαρμόσουν, την
κατάλληλη στιγμή, στην πράξη.
Πρόκειται για μια παλιά διεκδίκηση της διεθνούς εργατικής τάξης. Υιοθετήθηκε από την Κομμουνιστική
Διεθνή στο 3ο της Συνέδριο και έπαιξε σημαντικό ρόλο στους επαναστατικούς αγώνες του 1920-23 στη
Γερμανία. Οι βελγικές εργατικές ενώσεις διατυπώσανε αυτό το αίτημα κατά την δεκαετία του 1920. Ο Τρότσκι
το συμπεριέλαβε μέσα στο Μεταβατικό Πρόγραμμα της 4ης Διεθνούς. Ο Αντρέ Ρενάρ (Βέλγος αριστερός
συνδικαλιστικός ηγέτης) το λανσάρισε ξανά στα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Ωστόσο τις τελευταίες δύο δεκαετίες το αίτημα του εργατικού ελέγχου είχε πέσει σε αχρηστία μέσα στο
πλατύ εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Δύο γενιές εργαζομένων δεν είχαν διαπαιδαγωγηθεί μ' αυτό το
σύνθημα. Γι' αυτό και επείγει σήμερα να καθορίσουμε τη σημασία του εργατικού ελέγχου και τις συνέπειες
του, να δείξουμε την αξία του στον αγώνα για το σοσιαλισμό και να τον διαχωρίσουμε από τις ρεφορμιστικές
του παραλλαγές - την από κοινού απόφαση (μικτή επιτροπή εργαζομένων και διοίκησης για τη λήψη
αποφάσεων) και τη «συμμετοχή».
Ο εργατικός έλεγχος είναι αίτημα μεταβατικό, μια ιδιαίτερα αντικαπιταλιστική διαρθρωτική
μεταρρύθμιση. Το αίτημα αυτό πηγάζει από τις άμεσες ανάγκες των μαζών και τις οδηγεί να εξαπολύσουνε
αγώνες που θέτουν σε αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη του καπιταλιστικού συστήματος και του αστικού
κράτους. Ο εργατικός έλεγχος είναι τέτοιο αίτημα που ο καπιταλισμός δεν μπορεί ούτε να το απορροφήσει
ούτε να το χωνέψει όπως κατάφερε να κάνει με όλες τις άμεσες διεκδικήσεις των εργαζομένων μέσα στα
τελευταία 50 χρόνια - από τις αυξήσεις των μισθών ως το δώρο, από την κοινωνική νομοθεσία ως την
πληρωμή των ημερών της άδειας.
Σ' αυτό το σημείο χρειάζεται να καταπολεμήσουμε μιαν αντίρρηση που διατυπώνουν οι σεκταριστές,
αυτοί οι «καθαρόαιμοι» επαναστάτες: «Με το να ζητάτε αντικαπιταλιστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
γινόσαστε και εσείς μεταρρυθμιστές» μας λένε. «Δεν περιλαμβάνει το αίτημα σας της λέξη μεταρρύθμιση;» Η
αντίρρηση αυτή είναι παιδιάστικη. Είναι επίσης και ανέντιμη - τουλάχιστον από μέρους εκείνων που δεν είναι
για λόγους αρχής εναντίον κάθε μεταρρύθμισης. Θα μπορούσαμε να καταλάβουμε το επιχείρημα, όσο κι αν
αυτό είναι δύσκολο, αν προερχόταν από τους αναρχικούς που δεν δέχονται την πάλη για την αύξηση του μεροκάματου.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν δίκιο, μπορεί όμως κανείς να τους καταλάβει γιατί έχουν μια συνέπεια στη λογική τους.
Τι πρέπει όμως να πούμε για κείνους που υποστηρίζουν όλους τους αγώνες για την αύξηση του
μεροκάματου, την ελάττωση της βδομαδιάτικης εργασίας, τη μείωση του ορίου ηλικίας για σύνταξη, τη διπλή
πληρωμή της άδειας, τη δωρεάν ιατρική περίθαλψη και παροχή φαρμάκων και συγχρόνως δεν δέχονται τις
αντικαπιταλιστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις;
Δεν είναι σε θέση να καταλάβουν πως και αυτοί παλεύουν για μεταρρυθμίσεις, η διαφορά όμως που
υπάρχει ανάμεσα σ' αυτούς και σ' εμάς είναι πως αυτοί παλεύουν μόνο για εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που ο
καπιταλισμός από καιρό έδειξε ότι είναι σε θέση να τις παραχωρήσει και να τις ενσωματώσει στο σύστημα
του, δηλαδή μεταρρυθμίσεις που γι' αυτό το λόγο δεν ανατρέπουν αυτό το ίδιο το σύστημα.
Από την άλλη μεριά, το πρόγραμμα των αντικαπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων έχει αυτά τα ειδικά
χαρακτηριστικά: δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε καπιταλιστικό σύστημα που λειτουργεί κανονικά, το
χωρίζει στα δύο, δημιουργεί μια κατάσταση διπλής εξουσίας που γρήγορα οδηγεί σε επαναστατικό αγώνα για
την κατάληψη της εξουσίας. Οι μισθολογικές αυξήσεις - όσο σημαντικές και αν είναι για την εξύψωση του
επιπέδου του μαχητικού πνεύματος των μαζών, καθώς και του πολιτιστικού τους επιπέδου - δεν μπορούν να
καταφέρουν κάτι τέτοιο.
Στην πραγματικότητα, όλο το επιχείρημα των «καθαρόαιμων» αντιπάλων μας στηρίζεται σε μια
παιδιάστικη σύγχυση. Παλεύοντας κανείς για μεταρρυθμίσεις δεν γίνεται αναγκαστικά και ρεφορμιστής. Αν
ήταν έτσι, τότε ο Λένιν ο ίδιος θα ήταν ο υπ' αριθμόν ένα ρεφορμιστής, γιατί ποτέ δεν απέρριψε τους αγώνες
για την υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων των εργαζομένων.
Ρεφορμιστής είναι εκείνος που πιστεύει πως ο αγώνας για μεταρρυθμίσεις είναι ότι χρειάζεται για να
ανατραπεί ο καπιταλισμός, σιγά σιγά, βαθμηδόν, και χωρίς να γκρεμιστεί η εξουσία της μπουρζουαζίας.
Εμείς όμως που υποστηρίζουμε το πρόγραμμα των αντικαπιταλιστικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
δεν πέφτουμε διόλου θύματα αυτής της αυταπάτης. Δεν πιστεύουμε ούτε στη βαθμιαία εφαρμογή του
Ερνέστ Μαντέλ: Τι είναι εργατικός έλεγχος - elaliberta.gr http://www.elaliberta.gr/πολιτική/180-ερνέστ-μαντέλ-τι-είναι-εργατικό...
3 of 19 9/22/2016 11:01 AM
σοσιαλισμού, ούτε στην κατάκτηση της εξουσίας με τον εκλογικό, κοινοβουλευτικό δρόμο. Έχουμε πεισθεί
πως η ανατροπή του καπιταλισμού απαιτεί μια συνολική εξωκοινοβουλευτική αναμέτρηση των εξεγερμένων
εργατών απ' τη μια μεριά και του αστικού κράτους απ' την άλλη. Το πρόγραμμα των αντικαπιταλιστικών
διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αυτόν ακριβώς το σκοπό έχει - να κάνει τους εργάτες να προχωρήσουν σε
αγώνες που οδηγούν σε μια τέτοια αναμέτρηση. Αντί γι' αυτό, οι «καθαρόαιμοι» κριτικοί μας ικανοποιούνται
γενικά με αγώνες για άμεσες μεταρρυθμίσεις, ενώ στο μεταξύ σπαταλάνε το χρόνο τους σε αφηρημένες
συζητήσεις για την επανάσταση, χωρίς ποτέ να αναρωτηθούν, πώς στην πραγματικότητα αυτή θα γίνει.
Ένα εύγλωττο
παράδειγμα:
ο Μάης του 1968
στη Γαλλία.
Η γενική απεργία
του Μάη του 1968,
ύστερα από τη βελγική
γενική απεργία του
Δεκέμβρη 1960 -
Γενάρη 1961, μας
προσφέρει ένα
εξαιρετικό παράδειγμα
της βασικής σημασίας
αυτού του
προβλήματος.
Δέκα εκατομμύρια
εργάτες απεργήσανε
και καταλάβανε τα
εργοστάσια τους. Αν
παρακινήθηκαν από
την επιθυμία να
εξαλείψουν πολλές από τις κοινωνικές αδικίες που είχε συσσωρεύσει το γκωλικό καθεστώς μέσα στα δέκα
χρόνια ύπαρξης του, είναι φανερό πως ο σκοπός τους ξεπερνούσε τις απλές διεκδικήσεις της μισθολογικής
κλίμακας. Ο τρόπος με τον οποίο απέρριψαν, στο σύνολο τους, τις πρώτες «συμφωνίες της Γκρενέλ» (που
πραγματοποιήθηκαν στις 27 του Μάη ανάμεσα στην κυβέρνηση του Ντε Γκωλ και τις εργατικές
Συνομοσπονδίες και χάρη στις οποίες έπαιρναν μια κατά μέσο όρο αύξηση 14% στο μεροκάματο τους),
καθρεφτίζει καθαρά τη διάθεση τους να προχωρήσουν παρά πέρα.
Αν όμως οι εργάτες δεν φαίνονταν να είναι ικανοποιημένοι με τις άμεσες διεκδικήσεις, δεν είχαν ωστόσο
και ξεκαθαρισμένη ιδέα για το τι ακριβώς ήθελαν.
Αν είχαν διαπαιδαγωγηθεί κατά τα προηγούμενα χρόνια και μήνες με το πνεύμα του εργατικού ελέγχου,
θα ήξεραν τι να κάνουν: να βγάλουν επιτροπές σε κάθε εργοστάσιο που θα άρχιζαν τη δουλειά· τους με το
άνοιγμα των βιβλίων της επιχείρησης, που θα υπολόγιζαν αυτές οι ίδιες το πραγματικό κόστος της
παραγωγής και το ποσοστό του κέρδους, που θα πρόβαλλαν το δικαίωμα του βέτο στις προσλήψεις και
απολύσεις και σε κάθε μεταβολή στην οργάνωση της εργασίας, που θα αντικαθιστούσαν τους αρχιεργάτες και
επιστάτες που είχαν ορίσει οι εργοδότες με συναδέλφους τους τους οποίους θα εκλέγανε οι ίδιοι (ή ορίζοντας
πως τα μέλη της βάρδιας θα αναλάβαιναν διαδοχικά αυτό το ρόλο).
Μια τέτοια επιτροπή θα ερχόταν όπως είναι φυσικό σε σύγκρουση με την εργοδοτική εξουσία σε κάθε
επίπεδο. Οι εργάτες θα βρίσκονταν στην ανάγκη να προχωρήσουν γρήγορα από τον εργατικό έλεγχο στην
εργατική διαχείριση. Το διάστημα αυτό θα το χρησιμοποιούσαν για να καταγγείλουν την αυθαιρεσία των
εργοδοτών, την αδικία, την απάτη και την σπατάλη που γίνονται σε βάρος όλης της χώρας, και να
οργανώσουν τοπικά, περιφερειακά και εθνικά συνέδρια των απεργιακών επιτροπών και των επιτροπών
εργατικού ελέγχου. Τα συνέδρια αυτά θα εφοδίαζαν τους απεργούς εργάτες με τα μέσα οργάνωσης και
αυτοάμυνας που θα γίνονταν απαραίτητα για να αντιμετωπιστεί το αστικό κράτος και η καπιταλιστική τάξη σαν
σύνολο.
Η γαλλική πείρα του Μάη του 1968 δείχνει έναν από τους κύριους λόγους για τους οποίους το αίτημα
του εργατικού ελέγχου κατέχει πρωταρχική θέση στη σοσιαλιστική στρατηγική που αποβλέπει να ανατρέψει
τον καπιταλισμό στις εκβιομηχανισμένες χώρες.
Οι ενιαίοι αγώνες γύρω από τις άμεσες διεκδικήσεις, που κορυφώνονται στη γενική απεργία με
κατάληψη των εργοστασίων, για να οδηγήσουν στον αγώνα για την εξουσία χρειάζεται οι εργάτες να μην
βαδίσουν στην πιο προχωρημένη μορφή πάλης με αφηρημένο τρόπο, που εισάγεται τεχνητά στη μάχη τους,
από την προπαγάνδα των επαναστατικών ομάδων. Χρειάζεται αυτή η μορφή της πάλης να βγαίνει οργανικά
από τις ίδιες τις ανάγκες του αγώνα τους. Το αίτημα του εργατικού ελέγχου (που κλείνει μέσα του την
αμφισβήτηση της εξουσίας της μπουρζουαζίας σ' όλα τα επίπεδα και τείνει να δώσει υπόσταση σε μια

εμβρυακή εργατική εξουσία αντίθετη προς την αστική, πρώτα
στο εργοστάσιο και ύστερα σ' όλη γενικά την χώρα) αποτελεί
την καλύτερη γέφυρα ανάμεσα στην πάλη για τις άμεσες
διεκδικήσεις και την πάλη για την εξουσία.
Υπάρχουν και δύο άλλοι λόγοι που κάνουν τόσο
σημαντικό αυτό το αίτημα στο σημερινό στάδιο του
καπιταλισμού και του εργατικού αντικαπιταλιστικού αγώνα.
Η καπιταλιστική συγκέντρωση, η αναπτυσσόμενη
συγχώνευση των μονοπωλίων με το αστικό κράτος, ο ολοένα
και μεγαλύτερος ρόλος του κράτους σαν εγγυητή των
μονοπωλιακών κερδών μέσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες, η
αυξανόμενη τάση οργάνωσης και «προγραμματισμού» της
οικονομίας κάτω από τον νεοκαπιταλισμό - όλα αυτά τα κύρια
χαρακτηριστικά της σημερινής οικονομίας μετατοπίζουν το κέντρο βάρους του ταξικού αγώνα ολοένα και
περισσότερο από τον βιομηχανικό κλάδο στην οικονομία σαν σύνολο.
Στη «διευθυνόμενη» καπιταλιστική οικονομία, υπάρχει παντού μια στενή αλληλοσύνδεση.
Μια αύξηση στους μισθούς εκμηδενίζεται από την ύψωση στις τιμές και στους φόρους ή από έμμεσους
οικονομικούς χειρισμούς (πχ από την αύξηση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ή τη μείωση των
απολαβών των εργαζομένων απ' αυτές). Τα περιφερειακά επίπεδα απασχόλησης ανατρέπονται από την
καπιταλιστική ορθολογιστική οργάνωση ή από την μετατόπιση των επενδύσεων σε άλλες περιοχές. Γίνεται
κάθε προσπάθεια να επιβληθεί μια «πολιτική εισοδημάτων», με τη σύνδεση των μισθών με την
παραγωγικότητα αλλά και με τη σύγχρονη άρνηση να δοθούν στους εργάτες τα μέσα για τον ακριβή
προσδιορισμό της παραγωγικότητας.
Το συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπορεί να σημειώσει καμία σοβαρή πρόοδο όταν περιορίζεται σε
περιοδικούς αγώνες για την αναπροσαρμογή ή την αύξηση των μισθών. Όλη η λογική του εθνικού (και του
διεθνούς) ταξικού αγώνα οδηγεί τις εργατικές οργανώσεις στο να αμφισβητούν τη σχέση ανάμεσα σε τιμές και
μισθούς, μισθούς και νόμισμα, αύξηση μισθών και αύξηση της παραγωγικότητας, που οι εργοδότες (και οι
κυβερνήσεις στις κρατικές πληρωμές) θέλουν να τους την επιβάλλουν σαν «αναπόφευκτη». Αυτή όμως η
αμφισβήτηση δεν μπορεί να θεμελιωθεί πραγματικά, δηλαδή με βάση τα στοιχεία, παρά μονάχα αν ανοιχτούν
τα βιβλία, καταργηθεί το τραπεζικό απόρρητο και οι εργάτες φέρουν στο φως και εκθέσουν όλους τους
μυστικούς μηχανισμούς του κέρδους και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Περιττό να πούμε πως με το ίδιο πνεύμα ο εργατικός έλεγχος πρέπει να ασκείται από τους εκλεγμένους
αντιπροσώπους των εργατών μπροστά σ' ολόκληρη την εργατική τάξη και το έθνος σαν σύνολο, και όχι από
μερικούς συνδικαλιστές ηγέτες που συναντώνται στα κρυφά με μερικούς ηγέτες των εργοδοτών. Θα
ξανάρθουμε πάλι σ' αυτό το ζήτημα γιατί η διάκριση είναι εξαιρετικά σημαντική.
Ζούμε σε μια περίοδο ολοένα και γρηγορότερης τεχνολογικής εξέλιξης - στην τρίτη βιομηχανική
επανάσταση. Στην πορεία των μεταβολών που πραγματοποιούνται, διάφοροι κλάδοι της βιομηχανίας,
διάφορες ειδικότητες, διάφορα επαγγέλματα και θέσεις εργασίας, εξαφανίζονται μέσα σε μερικά χρόνια. Οι
καπιταλιστές συνεχώς προσπαθούν να υποτάξουν την ανθρώπινη εργασία στις απαιτήσεις ολοένα και πιο
ακριβών και πιο περίπλοκων μηχανημάτων.
Ενώ η χειρωνακτική εργασία σιγά σιγά εξαφανίζεται από τα εργοστάσια, ο αριθμός των τεχνικών που
απασχολούνται άμεσα στην παραγωγή μεγαλώνει. Το επίπεδο της εξάσκησης και της μόρφωσης των εργατών
υψώνεται γοργά. Η τάση προς μια γενική ακαδημαϊκή κατάρτιση μέχρι την ηλικία των 17 ή 18 χρόνων, που
επικρατεί ολοένα και περισσότερο, μας το δείχνει καθαρά.
Αλλά όσο περισσότερο είναι καταρτισμένοι οι εργάτες, τόσο περισσότερο τείνουν να αγωνιστούν για τα
δικαιώματα τους, γιατί ενώ οι κυβερνήτες της κοινωνίας, οι διευθυντές και οι διαχειριστές, συχνά ξέρουν
λιγότερα πράγματα για την παραγωγή και την λειτουργία των μηχανών από τους εργάτες, ωστόσο εκείνοι είναι
που τους λένε τι πρέπει να παράγουν και πως να το παράγουν. Η ιεραρχική δομή της επιχείρησης θα
βαραίνει ολοένα και περισσότερο πάνω στους εργάτες, όσο το χάσμα στην τεχνική γνώση ανάμεσα σ' αυτούς
και τους εργοδότες μικραίνει και διατηρείται μονάχα από ένα τεχνητό μονοπώλιο πάνω στις λεπτομέρειες της
λειτουργίας της επιχείρησης σαν συνόλου, μονοπώλιο που ο εργοδότης ζηλότυπα κρατάει για τον εαυτό του.
Είναι γεγονός ότι οι στατιστικές για τις αιτίες των απεργιών στην Αγγλία καθώς και στην Ιταλία,
αποκαλύπτουν ότι οι συγκρούσεις στη βιομηχανία ολοένα και λιγότερο αφορούν καθαυτό μισθολογικά
ζητήματα και ολοένα και περισσότερο αναφέρονται στην οργάνωση της εργασίας, στην ίδια την παραγωγική
διαδικασία. Το Βέλγιο απ' αυτή την άποψη είναι λίγο καθυστερημένο, γρήγορα όμως θα ξεπεράσει την
καθυστέρηση του.
Το αίτημα του εργατικού ελέγχου που περιλαμβάνει το άμεσο δικαίωμα της εποπτείας και του βέτο των
εργατών σε μια σειρά ζητημάτων της ζωής της επιχείρησης - ενώ αρνείται κάθε ευθύνη σχετική με τη
διοίκηση της επιχείρησης, όσο εξακολουθούν ακόμα να υπάρχουν η ατομική ιδιοκτησία και το καπιταλιστικό
κράτος - ανταποκρίνεται σε μιαν ανάγκη που γεννιέται από την ίδια την κοινωνική και οικονομική ζωή. Η δομή
της επιχείρησης δεν ανταποκρίνεται πια στις ανάγκες της οικονομίας ούτε και στους πόθους των
εργαζομένων.

Μ' αυτή
την έννοια,
τούτο το αίτημα
είναι ιδιαίτερα
αντικαπιταλιστικό γιατί ο καπιταλισμός δεν χαρακτηρίζεται κατά βάθος από τα χαμηλά μεροκάματα και το
μεγάλο αριθμό των ανέργων (παρόλο που οι περιοδικές υφέσεις εξακολουθούν να είναι αναπόφευκτες και
σημαντικές). Εκείνο που τον χαρακτηρίζει είναι ότι το κεφάλαιο και οι καπιταλιστές κυβερνάνε ανθρώπους και
μηχανές.
Ν' αμφισβητούμε αυτό το δικαίωμα στην διακυβέρνηση και να αντιπαραθέτουμε σ' αυτό ένα άλλο είδος
εξουσίας, σημαίνει να προχωρούμε σε συγκεκριμένες ενέργειες για την ανατροπή του καπιταλιστικού
συστήματος.
2. ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ: ΟΧΙ! - ΕΛΕΓΧΟΣ: ΝΑΙ.
Η πείρα διδάσκει τους εργαζόμενους ότι η άμεση και μελλοντική τους τύχη εξαρτάται από τη λειτουργία
της οικονομίας σα σύνολο. Ολοένα και περισσότερο συμπεραίνουν απ' αυτό, πως δεν θα είχε καμία αξία να
αγωνίζονται μόνο για να υπερασπίσουν την αγοραστική τους δύναμη ή να ανεβάσουν το μεροκάματο τους
χωρίς να ενδιαφέρονται για τις τιμές, για το δείκτη του κόστους της ζωής, για τα οικονομικά προβλήματα, για
τις επενδύσεις και για την καπιταλιστική «ορθολογιστική οργάνωση» των επιχειρήσεων.
Στην πραγματικότητα, η καπιταλιστική τάξη συχνά φροντίζει να «αντισταθμίζει» την αύξηση των μισθών
με την ύψωση των τιμών ή με την αύξηση των άμεσων ή έμμεσων φόρων που είναι φορτωμένοι στις πλάτες
των εργαζομένων.
Εξαπατάει τους εργαζόμενους στην τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών, πλαστογραφώντας τους
δείκτες ή εφαρμόζοντας τη γνωστή «πολιτική των δεικτών» (ορισμένα βασικά προϊόντα που καταναλώνουν οι
εργάτες δεν συνυπολογίζονται στην κατάρτιση του δείκτη τιμών ώστε η αύξηση των τιμών να είναι μικρότερη
της πραγματικής).
Σε περιοχές που η εργατική τάξη είναι πολύ μαχητική, ξεφεύγει από τον έλεγχο των εργατικών
συνδικάτων με το να μεταφέρει αλλού τις επενδύσεις και τις επιχειρήσεις, δημιουργώντας μ' αυτό τον τρόπο
ανεργία (οι μεταλλουργοί της Λιέγης κάτι ξέρουν γι' αυτή την υπόθεση). Εξασφαλίζει πάντα για τον εαυτό της
ένα απόθεμα εργατικής δύναμης τακτοποιώντας έτσι τα πράγματα ώστε να συνυπάρχουν περιοχές που
αναπτύσσονται γοργά με άλλες που είναι υπανάπτυκτες ή βρίσκονται σε παρακμή.
Με λίγα λόγια κινεί όλα τα νήματα της οικονομικής ζωής και της οικονομικής πολιτικής για να υποστηρίξει
το ταξικό της συμφέρον.
Αν από δω και μπρος οι εργάτες μένουν ικανοποιημένοι με το να ζητάνε απλώς μισθολογικές αυξήσεις,
πρέπει να είναι σίγουροι πως θα τους μαδήσουν. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν χρειάζονται πια αγώνες για το
μεροκάματο και για τις άμεσες διεκδικήσεις - στην πραγματικότητα το αντίθετο είναι σωστό. Αλλά σημαίνει
πως δεν πρέπει να περιοριζόμαστε να ζητάμε για την εργατική τάξη ένα μεγαλύτερο μερίδιο από την αξία που
μόνο αυτή δημιούργησε. Σημαίνει πως η εργατική τάξη πρέπει να θέσει σ' αμφισβήτηση τη λειτουργία της
καπιταλιστικής οικονομίας σα σύνολο.
Τα παλιά χρόνια, οι εργοδότες ήταν ικανοποιημένοι υπερασπίζοντας το «θεϊκό δικαίωμα» τους να είναι
«καπετάνιοι στο καράβι» - το ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Κάθε συνδικαλιστική διεκδίκηση που απέβλεπε
σε ένα είδος επέμβασης στη διοίκηση της επιχείρησης (για να μην πούμε τίποτα για τη διοίκηση της
οικονομίας σα σύνολο) αποκρούονταν με αγανάκτηση σαν «σφετερισμός», σαν ένα πρώτο βήμα προς τη
«δήμευση», την «κλοπή».
Σήμερα όμως τα επιχειρήματα των καπιταλιστών είναι περισσότερο προσεκτικά. Από το επιχείρημα του
«θεϊκού δικαιώματος» οι εργοδότες υποχώρησαν συνετά στο επιχείρημα της «υπεράσπισης της

επιχείρησης». Παραδέχονται σιωπηρά (και κάποτε και ρητά) ότι οι εργάτες «πρέπει να έχουν το δικαίωμα κάτι

να πουν» για κείνα που συμβαίνουν στην επιχείρηση τους, στον τόπο τους, στην οικονομική ζωή της χώρας
σαν σύνολο (μερικές διεθνείς συνθήκες, όπως η συνθήκη της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής
Κοινότητας, αναφέρουν με μετρημένα λόγια το δικαίωμα των εργατών «να συμβάλλουν με τη συνεργασία
τους» στη λύση των προβλημάτων της διεθνούς οικονομίας).
Αυτή η εξέλιξη στη σκέψη των ιδιοκτητών της βιομηχανίας ανταποκρίνεται φανερά στην εξέλιξη που
πραγματοποιήθηκε στον συσχετισμό των δυνάμεων. Όταν το κεφάλαιο ήταν παντοδύναμο και η εργατική τάξη
αδύναμη και διαιρεμένη, οι εργοδότες μπορούσαν να κυβερνάνε με την ωμή δύναμη. Όταν το κεφάλαιο
εξασθένισε, γιατί το σύστημα του μπήκε στην περίοδο της αθεράπευτης διαρθρωτικής κρίσης σε παγκόσμια
κλίμακα και η εργατική τάξη οργανώθηκε και δυνάμωσε σημαντικά, έπρεπε να επινοηθούν πιο ραφιναρισμένα
μέσα κυριαρχίας. Αλλιώτικα, ολόκληρο το σύστημα κυριαρχίας διέτρεχε τον κίνδυνο ν' αποσυντεθεί.
Έτσι περάσαμε σχεδόν χωρίς να το καταλάβουμε από το κυνικό δόγμα των «ιερών δικαιωμάτων της
ιδιοκτησίας» (δηλαδή η «δύναμη δημιουργεί το δικαίωμα») στο ζαχαρωμένο χάπι και την υποκριτική αρχή των
«ανθρωπίνων σχέσεων». Μ' αυτόν τον τρόπο, γεννήθηκε η αυταπάτη της «εργοστασιακής κοινότητας», στην
οποία κεφάλαιο και εργασία πρέπει να συνεργαστούν «λαμβανομένων υπ' όψη των νομίμων συμφερόντων
τους».
Η εξέλιξη ωστόσο του βιομηχανικού δόγματος δεν αποτελεί απλώς μια παθητική αντανάκλαση του
συσχετισμού των δυνάμεων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Καθρεφτίζει επίσης και έναν τακτικό σκοπό των
καπιταλιστών. Η τακτική αυτή αποβλέπει να παρασύρει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις ή ακόμα και
εκπροσώπους που εκλέγουν οι εργάτες, στην καθημερινή εφαρμογής της ταξικής συνεργασίας. Υποτίθεται
πως έτσι παύει να υπάρχει ο εκρηκτικός χαρακτήρας της κοινωνικής σύγκρουσης και δημιουργείται για την
εργατική τάξη ένα μόνιμο κλίμα συμφιλίωσης και παζαρέματος - κλίμα που αμβλύνει κάθε αγωνιστικότητα και
κάθε προσπάθεια ν' αντιταχθεί η οργανωμένη δύναμη των εργαζομένων στην οικονομική δύναμη των
καπιταλιστών.
Μπορεί να παρατηρήσει κανείς μιαν αναλογία ανάμεσα στην αλλαγή της στάσης της μπουρζουαζίας στις
αρχές του 1914, πρώτα απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία και ύστερα απέναντι στις ηγεσίες των συνδικάτων και
στη σημερινή εξέλιξη προς μια περισσότερο ευλύγιστη στάση αναφορικά με τα «αποκλειστικά και ιερά
δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας».
Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις η μπουρζουαζία επεδίωξε να εξασθενίσει τον ταξικό της αντίπαλο
ξεγελώντας τον, αφού μάταια προσπάθησε να τον συντρίψει με την βία, την καταπίεση ή την οικονομική
πίεση. Έτσι οι σοσιαλδημοκράτες υπουργοί «ενσωματώθηκαν» σε κυβερνήσεις συνασπισμού.
Συνδικαλιστικοί ηγέτες «ενσωματώθηκαν» σε κοινές επιτροπές εργατών και εργοδοτών. Γιατί να μην
«ενσωματωθούν» και οι εκπρόσωποι των εργατών σε εργοστασιακά συμβούλια «συνεργαζόμενοι με την
διεύθυνση»;
Η πείρα απ' αυτές τις κοινές αποφάσεις στη Δυτική Γερμανία είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική σ' αυτό το
ζήτημα. Αποτέλεσε ένα ισχυρό μέσο για να υπονομευθεί η δύναμη των συνδικαλιστικών οργανώσεων και η
αγωνιστικότητα των εργατών.
Στους εργάτες δημιουργήθηκε η αυταπάτη ότι απόκτησαν «δικαιώματα» μέσα στα εργοστάσια, τα
εργοστάσια έγιναν στα μάτια τους, εργοστάσια «τους» ως ένα βαθμό. Όταν όμως άλλαξε η οικονομική
κατάσταση, δεν χάσανε μόνο τα επιδόματα τους (που τους τα παραχώρησαν οι καπιταλιστές την περίοδο που
υπήρχε μεγάλη έλλειψη εργατικών χεριών), αλλά ακόμα και ένα μέρος από το «κανονικό» εισόδημα, αν όχι
και την ίδια τους τη δουλειά.
Τα καπιταλιστικά εργοστάσια αποκάλυψαν για μια ακόμη φορά τη φύση τους: Δηλαδή ότι αποτελούν
περιοχή όπου ο εργοδότης είναι ο μονάρχης που βασιλεύει και αφήνει στους αγαπημένους του εργάτες την
αυταπάτη του «συνεταιρισμού» - ενός «συνεταιρισμού» παγίδα.
Ο Ντε Γκωλ δεν επινόησε τίποτα καινούργιο με τη «συμμετοχή» που υποσχέθηκε. Οι εργάτες, όντας
αναγκασμένοι να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη στους εργοδότες, που είναι ελεύθεροι να τους
μισθώνουν όταν το απαιτεί το «συμφέρον της επιχείρησης», μένουν πάντα προλετάριοι. Οι εργοδότες,
διαθέτοντας όπως αυτοί θέλουν ανθρώπους και μηχανές (που συχνά τα αποκτούν με το χρήμα άλλων,
δηλαδή του Κράτους), παραμένουν ότι ήταν και προηγούμενα, δηλαδή καπιταλιστές.
Μερικοί αφελείς σοφολογιότατοι, υποστηριχτές της ταξικής συνεργασίας, μας απαντάνε λέγοντας:
«Εσείς, οι φθονεροί μαρξιστές κηρύττετε την αδυσώπητη ταξική πάλη, ενώ οι καλόκαρδοι και λογικοί
καπιταλιστές είναι έτοιμοι να κάνουν παραχωρήσεις και να βάλουν στην άκρη την ταξική πάλη». Όμως,
ολοφάνερα, η πραγματικότητα κάθε άλλο παρά τέτοια είναι.
Οι εργοδότες, επιδιώκοντας να δελεάσουν και να παγιδέψουν στην παγίδα της ταξικής συνεργασίας
εργατικές οργανώσεις και εργάτες, συνεχίζουν από την πλευρά τους έναν αδυσώπητο ταξικό αγώνα.
Διατηρούν άθικτα τα όπλα τους: πλούτη, καπιταλιστική ιδιοκτησία της βιομηχανίας και των τραπεζών,
υποταγή της οικονομικής ζωής στις ανάγκες των κερδών τους.
Αλλά, σύγχρονα, παραλύουν ή ζητάνε να καταστρέψουν το μόνο όπλο που διαθέτουν οι εργάτες - την
ικανότητα τους να οργανώσουν και να εξαπολύσουν έναν κοινό αγώνα για τα ταξικά τους συμφέροντα - δηλαδή
να αποτρέψουν τις εργατικές οργανώσεις να λειτουργούν για το συμφέρον των εργατών. Επιδιώκοντας οι
καπιταλιστές να υποτάξουν αυτές τις οργανώσεις στο «γενικό συμφέρον», ενώ η οικονομία περισσότερο από
κάθε άλλη φορά κυριαρχείται από το καπιταλιστικό κέρδος, σημείωσαν μια μεγάλη νίκη στον ταξικό τους

αγώνα κατά των εργαζομένων.
Αυτός είναι ο λόγος που οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι εργάτες πρέπει να αρνηθούν να κάνουν
και την παραμικρή παραχώρηση στο «πνεύμα συνεργασίας» που καλλιεργούν οι εργοδότες. Οι εργάτες
πρέπει συστηματικά να αρνηθούν να αναλάβουν και το ελάχιστο ίχνος ευθύνης στη διεύθυνση των
καπιταλιστικών επιχειρήσεων και της καπιταλιστικής οικονομίας.
Έλεγχος με σκοπό την αμφισβήτηση, ναι. Συμμετοχή στην διοίκηση, όχι. Αυτό είναι το συμφέρον των
εργατών.
Δύο επιχειρήματα αντιπαραβάλλονται σ' αυτή την παραδοσιακή άποψη του εργατικού κινήματος, που ο
Αντρέ Ρενάρ συνέχιζε ακόμα να υπερασπίζεται έντονα στο «Προς τον Σοσιαλισμό με τη Δράση».
Πρώτα απ' όλα, ισχυρίζονται πως οι εργάτες έχουν συμφέρον να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις:
Μήπως το κλείσιμο ενός εργοστασίου δε σημαίνει να χάσουν τη δουλειά τους χιλιάδες άνθρωποι, δε
σημαίνει επέκταση της ανεργίας; Αυτό το επιχείρημα παραβλέπει ότι στο καπιταλιστικό σύστημα
ανταγωνισμός και καπιταλιστική συγκέντρωση είναι αναπόφευκτα. «Συνδέοντας» κανείς την τύχη των εργατών
με την τύχη των εργοστασίων δεν διακινδυνεύει μονάχα να τους συνδέσει με τους χαμένους στην άγρια μάχη
που διεξάγεται αλλά και μεταφέρει τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό μέσα στις γραμμές της εργατικής τάξης, τη
στιγμή που όλη η πείρα απέδειξε πως μονάχα με την ταξική οργάνωση και ενότητα οι εργάτες έχουν την
πιθανότητα να υπερασπίσουν τον εαυτό τους από τον καπιταλισμό.
Το ίδιο επιχείρημα δεν έχει μεγαλύτερη αξία όταν εφαρμοστεί στις τοπικές περιοχές. «Δεν θέλουμε
κοινωνικοποίηση των κοιμητηρίων -γι' αυτό και πρέπει να συνεργαστούμε με τους εργοδότες για να σώσουμε
τις βιομηχανίες μας»(!) λένε μερικοί συνδικαλιστές.
Το άσχημο είναι πως αυτές οι βιομηχανίες δεν είναι καθόλου «δικές μας» αλλά των καπιταλιστών ακόμα
και όταν τα 9/10 των κεφαλαίων τους προέρχονται από κρατικές χρηματοδοτήσεις. Οι βιομηχανίες αυτές
κυβερνιόνται από τους νόμους του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Να σπρώχνει κανείς τους εργάτες σ' αυτό το
δρόμο σημαίνει να τους υποτάσσει σ' αυτά που υπαγορεύουν το κέρδος και η κερδοσκοπία. Σημαίνει να
συμφωνεί και να δέχεται την «ορθολογιστική οργάνωση της παραγωγής», την αυξημένη παραγωγικότητα, την
επιτάχυνση του ρυθμού της εργασίας, την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης των εργατών. Σημαίνει επίσης
να δέχεται τον περιορισμό του αριθμού των εργαζομένων. Από το σημείο αυτό ως τις απολύσεις ή ακόμα και
την μείωση του μεροκάματου δεν μένει παρά μονάχα ένα βήμα.
Από τη στιγμή που θα κάνετε το πρώτο βήμα σ' αυτό το δρόμο, ο εκβιασμός των εργοδοτών γίνεται
παντοδύναμος. Για να τον κάνουμε αδύνατο χρειάζεται εξαρχής να απορρίψουμε τη συνεργασία και να
φροντίσουμε να επιβάλλουμε τη διατήρηση του αριθμού των εργαζομένων με διαρθρωτικές αντικαπιταλιστικές
μεταρρυθμίσεις.

«Εργατικός Έλεγχος» και «Συμμετοχή»
είναι πράγματα εντελώς αντίθετα.
Ύστερα υπάρχει και ένα πιο ραφιναρισμένο επιχείρημα: «Για να κάνουμε έλεγχο πρέπει να
ενημερωθούμε. Γιατί λοιπόν να μην πάρουμε μέρος με αποκλειστικό σκοπό να συγκεντρώσουμε
πληροφορίες;» Ο σοφιστής προσθέτει πως δεν υπάρχει απόλυτη διάκριση ανάμεσα στη συμμετοχή και τον
έλεγχο.
Η απάντηση είναι πολύ απλή: Το κάθε τι εξαρτάται από τον αντικειμενικό σκοπό που επιδιώκει κανείς και
από την πρακτική πορεία που ακολουθεί. Είναι ζήτημα απλώς «συμμετοχής» χωρίς και την παραμικρή
ευθύνη για την διοίκηση της επιχείρησης; Αλλά τότε ποια ευκαιρία πρέπει να περιμένουμε, για να
αποκαλύψουμε σ' όλους τους εργαζόμενους τις συγκεντρωμένες πληροφορίες που θέλουμε; Μια τέτοια
πορεία ούτε καν συζητιέται. Οι καπιταλιστές θα αρνηθούν να παίξουν αυτό το παιχνίδι. Τα χαρτιά είναι έτσι
μοιρασμένα που θα χάσουν! Σωστά! Αλλά αν δεν αποκαλύψουμε τις πληροφορίες, αν δεχτούμε τη μυστική
«συνεργασία» και μια κάποια «συνυπευθυνότητα», δεν παίζουμε τότε το παιχνίδι των καπιταλιστών; Στην
πράξη δεν είναι δύσκολο να καθοριστεί η διαφορά ανάμεσα στη «συμμετοχή» και την «αμφισβήτηση». Για να
αντιληφθούμε την διαφορά χρειάζεται να σημειώσουμε, σε κάθε περίπτωση, τον τρόπο με τον οποίο θα
αντιδράσουν οι εργοδότες ακόμα και οι πιο «φιλελεύθεροι» απ' αυτούς.
«Τότε λοιπόν θέλετε τη ζύμωση για τη ζύμωση, επιδιώκοντας το αδύνατο» απαντάνε οι υποστηρικτές του
αστικού καθεστώτος. Καθόλου. Θέλουμε να αντικαταστήσουμε ένα σύστημα με ένα άλλο, την ταξική εξουσία
του κεφαλαίου με την ταξική εξουσία των εργατών.
Για το σκοπό αυτό θέλουμε να έχουν οι εργάτες μια πολύ καθαρή αντίληψη για τους χίλιους τρόπους
που διαθέτει η μπουρζουαζία μέσα στο σημερινό σύστημα, για να τους εξαπατάει, να τους εκμεταλλεύεται, να
τους ληστεύει. Γι' αυτό και ζητάμε τον εργατικό έλεγχο. Και αν μια ριζική μεταβολή στις σχέσεις των δυνάμεων
κάνει αυτό το αίτημα πραγματοποιήσιμο - για μια σύντομη μεταβατική περίοδο - θα θέλαμε, για να
εφαρμοστεί, να οργανωθούν οι εργάτες με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργήσουν μέσα στα εργοστάσια και
στην οικονομία σα σύνολο, μιαν αντίθετη εξουσία που γρήγορα θα μετατρεπόταν σε πυρήνα μιας καινούργιας
κρατικής εξουσίας.
«Συμμετοχή» σημαίνει: να συνεργαστούν οι εργάτες με το κεφάλαιο, να δεχτούν μυστικές συμφωνίες με
τους καπιταλιστές, μόνιμες μυστικές συνεδριάσεις, οικονομικές «συντονιστικές» επιτροπές, ακόμα και
«επιτροπές ελέγχου» (όπως οι «επιτροπές ελέγχου» των τιμών του ηλεκτρικού και του φωταερίου όπου οι
εργάτες στην πραγματικότητα δεν ελέγχουν τίποτα αλλά κατάντησαν να γίνουν υπεύθυνοι στα μάτια της κοινής
γνώμης, για τα παραφουσκωμένα τιμολόγια που εκδίδονται και για τα μεγάλα κέρδη των μονοπωλίων).
«Εργατικός έλεγχος» σημαίνει: πλήρης και ολοκληρωτική αποκάλυψη, συζήτηση όλων των «μυστικών»
της επιχείρησης και της οικονομίας μπροστά σε γενικές συνελεύσεις των εργατών, αποκάλυψη όλου του
πολύπλοκου μηχανισμού της καπιταλιστικής οικονομίας, «παράνομη» ανάμιξη και επέμβαση των εργατών σ'
όλα τα προνόμια της Ιδιοκτησίας, της Διαχείρισης και του Κράτους. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει τη δημιουργία
ενός καινούργιου είδους εξουσίας, άπειρα πιο δημοκρατικής και πιο δίκαιης από την αστική «δημοκρατία»,
μιας εξουσίας στην οποία όλοι μαζί οι εργαζόμενοι (το 85% του ενεργού πληθυσμού αυτής της χώρας) θα
παίρνουν αποφάσεις που καθορίζουν την τύχη τους.
3. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ: ΝΑΙ, ΑΛΛΑ...
Σε πολλές περιπτώσεις η Συνομοσπονδία Χριστιανικών Συνδικάτων προσπάθησε να στρέψει τις
προσπάθειες της στο πρόβλημα της φύσης του εργοστασίου. Το 1964 είχε ήδη αφιερώσει σ' αυτό μια
έκθεση. Η έκθεση «Υπεύθυνοι για το Μέλλον» που παρουσιάστηκε στο 24ο Συνέδριο της τον Οκτώβρη του
1968 καταπιάνεται διεξοδικά μ' αυτό το θέμα. Το κύκνειο άσμα του Γκαστ Κουλ, σαν προέδρου της
Συνομοσπονδίας Χριστιανικών Συνδικάτων (Σ.Χ.Σ) υπήρξε ακριβώς η παρουσίαση αυτής της έκθεσης στο
Συνέδριο. Στο ίδιο Συνέδριο υποβλήθηκε και ένα ειδικό σχέδιο απόφασης για τη «Μεταρρύθμιση του
Εργοστασίου».
Όλα αυτά τα ντοκουμέντα φέρνουν τη σφραγίδα της ίδιας αντίφασης. Η Σ.Χ.Σ. έχει μια ορισμένη αρχή:
την ταξική συνεργασία. Οι αγωνιστές της βάσης της και ιδιαίτερα τα μέλη της εφαρμόζουν στη πράξη και
συγκεντρώνουν μια εμπειρία που είτε μας αρέσει είτε όχι, ονομάζεται ταξικός αγώνας. Αυτό που η ηγεσία της
Σ.Χ.Σ. προσπαθεί με κάθε μέσο να πετύχει είναι να συμφιλιώσει αυτά τα δύο ασυμφιλίωτα στοιχεία.
Όταν οι ηγέτες της Σ.Χ.Σ. περιγράφουν τι υποφέρουν οι εργάτες από το «σύστημα» της επιχείρησης -
που δεν θέλουν να το ονομάσουν με το πραγματικό του όνομα δηλαδή «καπιταλιστικό σύστημα», γι' αυτό και
αναγκάζονται να καταφεύγουν σε κάθε λογής άκακους και χωρίς νόημα ευφημισμούς, όπως π.χ. «σημερινές
επιχειρήσεις», «επιχειρήσεις της σύγχρονης εποχής», «το σύγχρονο σύστημα» κλπ -βάζουν συχνά το
δάχτυλο τους στα πονεμένα μέρη των μελών τους.
«Τα εργοστάσια συχνά κλείνουν χωρίς βάσιμους λόγους», ισχυρίζεται η απόφαση του 24ου συνεδρίου.

«Αβάσιμοι λόγοι» όμως από ποια άποψη; Από την άποψη του μετόχου που θέλει να προστατέψει τα
συμφέροντα του; «Γίνονται μαζικές απολύσεις. Ακόμα και στα καλά χρόνια η ανεργία ξαναπαρουσιάζεται γιατί
η παραγωγή που αυξήθηκε, πραγματοποιείται από ένα ολοένα μικρότερο αριθμό εργατών. Και η ανεργία αυτή
τείνει να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο λόγω των διαδοχικών κυμάτων του αυτοματισμού, της αδιάκοπης
εγκατάστασης υπολογιστών ή της πολύ έντονης μηχανοποίησης». Η προσωπικότητα του ανθρώπου στη
δουλειά του, ολοένα και περισσότερο απειλείται από τις «καινούργιες τεχνικές της οργάνωσης της παραγωγής
και της διοίκησης». «Οι ελπίδες της καινούργιας γενιάς διαψεύδονται σκληρά από τον τρόπο που
αναπτύσσεται η οικονομική ζωή» κλπ.
Αυτές είναι απόψεις που θα τις επιδοκίμαζε η πλειοψηφία των 900.000 μελών της Σ.Χ.Σ. Ζούνε όλες
αυτές τις καταστάσεις καθημερινά και περιοδικά, και τις νιώθουν ως το μεδούλι τους. Δεν χρειάζεται να
αναφέρουμε περισσότερα πράγματα για να εξηγήσουμε τούτες τις στοιχειώδεις αλήθειες: στο εργοστάσιο
εκείνος που διευθύνει είναι ο καπιταλιστής. Τα κέρδη του προηγούνται από τα συμφέροντα των εργαζομένων
και από μια πραγματικά ανθρώπινη ζωή.
Αυτό που δε λένε οι διάφοροι Κουλ, Κέλερ, Ντερό και ο Χουθίς (ο καινούργιος γενικός γραμματέας της
Σ.Χ.Σ.), το οποίο όμως έχει πολύ μεγάλη σημασία, είναι ότι αυτές οι πληγές δεν προέρχονται από την κακή
θέληση των εργοδοτών ούτε από την έλλειψη αμοιβαίας κατανόησης ανάμεσα σε εργοδότες και εργάτες, αλλά
από την αδυσώπητη λογική του καπιταλιστικού συστήματος.
Αν ο εργοδότης δεν υποτάξει τη λειτουργία της επιχείρησης στις επιταγές του κέρδους, θα
πραγματοποιήσει λιγότερα κέρδη από τους ανταγωνιστές του. Θα πάρει μικρότερες πιστώσεις, θα
κεφαλαιοποιήσει μικρότερα ποσά. Δεν θα μπορεί να συμβαδίζει με την τελευταία λέξη της τεχνικής. Και με
τον υψηλό ρυθμό που κυριαρχεί στο σημερινό ανταγωνισμό ανάμεσα στους καπιταλιστές, τόσο εθνικά όσο
και διεθνώς, σύντομα θα εξοντωθεί από τους ανταγωνιστές του.
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι πως είναι αδύνατο να γιατρευτούν αυτές οι πληγές και να διατηρηθεί
συγχρόνως και το καπιταλιστικό σύστημα. Το να θέλουμε «εξανθρωπισμένες» παραγωγικές σχέσεις με
διατήρηση της ατομικής ιδιοκτησίας και της καπιταλιστικής οικονομίας είναι σα να θέλουμε να πάψουν να
αλληλοτρώγονται τα ζώα της ζούγκλας και συγχρόνως να διατηρηθεί η ζούγκλα με όλες τις συνέπειες που
απορρέουν από την ύπαρξη της.
Ας ακούσουμε τον αξιότιμο κ. Κουλ την ώρα που εκθειάζει την « οικονομίας των υπηρεσιών»: «Είμαστε
πραγματικά στην υπηρεσία του εργαζομένου, στην υπηρεσία της πραγματικής του ευτυχίας. Μήπως η εποχή
μας δεν αποδεικνύει πως ευτυχία δεν είναι μόνο να έχουμε αλλά και να ενδιαφερόμαστε; Ευτυχία, δηλαδή,
δεν είναι μόνο να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας αλλά και τους άλλους που υπάρχουνε στον κόσμο και πεινάνε,
που όχι μόνο γνωρίζουνε τη φτώχεια αλλά και πεθαίνουν από την πείνα... Μήπως δίνουμε πάρα πολύ
σημασία στο χρήμα, στην υλική καλοπέραση, σε σημείο μάλιστα που να θυσιάζουμε σ' αυτά την ελευθερία
μας σαν παραγωγών και καταναλωτών, την ελευθερία μας σαν ανθρώπων; Δεν τροφοδοτεί η υλική
καλοπέραση έναν ολοένα και μεγαλύτερο εγωισμό, σε βάρος της αλληλεγγύης που μας ενώνει όχι μονάχα με
τους εργαζόμενους στα εργοστάσια μας, στην κοινότητα μας, στη χώρας μας, αλλά και μ' όλους τους
εργαζόμενους, με τους πολίτες όλου του κόσμου και ειδικά με κείνους που σκύβουνε κάτω από το ζυγό της
αδικίας;»
Όμορφη αλήθεια ρητορική έξαρση - ακόμα και στην περίπτωση που θα βρίσκαμε μάλλον κακόγουστη τη
μομφή κατά των Βέλγων εργαζομένων ότι δίνουν «πάρα πολύ μεγάλη σημασία στο χρήμα», αν πάρουμε υπ'
όψη μας το μέσο επίπεδο μισθών (ιδιαίτερα μάλιστα των νέων, των γυναικών και των λιγότερο ειδικευμένων
που είναι πάρα πολλοί στις γραμμές της Σ.Χ.Σ.).
Από πού όμως πηγάζει αυτός ο «συνεχώς αυξανόμενος εγωισμός» αν όχι από το ιερό και απαραβίαστο
σύστημα της «ελεύθερης επιχείρησης», που ύψωσε σε θρησκευτικό δόγμα την αρχή «ο καθένας για τον
εαυτό του»; Μπορεί η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η οικονομία της αγοράς να οδηγήσουν σε
τίποτα άλλο εκτός από τον ανταγωνισμό; Μπορεί ο ανταγωνισμός, σε μια χρηματική οικονομία, να οδηγήσει σε
τίποτα άλλο εκτός από την επιθυμία για την απόκτηση του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους; Ολόκληρο το
κοινωνικό κλίμα, ολόκληρο τα σύστημα της διαπαιδαγώγησης, όλα τα μέτρα επηρεασμού των μαζών,
ολόκληρη η οικονομική ζωή, δεν αποτυπώνουν στο μυαλό του καθενός, μέρα και νύχτα, πως εκείνο που έχει
σημασία, πάνω από όλα, είναι να «ανέβει κανείς τη σκάλα της επιτυχίας» - ακόμα και πατώντας πάνω στους
άλλους;
Αυτή η περίφημη ελευθερία του «παραγωγού» πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί κάτω από το σιδερένιο
μπαστούνι του κεφαλαίου που παράγει για το κέρδος και όχι για την αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου; Αυτή η
πολυδιαφημισμένη «ελευθερία του καταναλωτή», πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί κάτω απ' την κυριαρχία
της διαφημιστικής βιομηχανίας που πίσω της παραφυλάνε τα δέκα οικονομικά γκρουπ που ελέγχουν την
οικονομική ζωή του έθνους;
Οι Κουλ, Κέλερ, Ντερώ και Χουθίς δεν θέλουν να καταργήσουν την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα
παραγωγής. Δεν εννοούν να ξεφορτωθούν τον καπιταλισμό. Δεν εννοούν να καταργήσουν τον εθνικό και
διεθνή έλεγχο της οικονομίας από τις μετοχικές εταιρίες, τα τραστ και τ' άλλα μονοπώλια. Δεν θέλουν να θίξει
κανείς τον ανταγωνισμό ή την οικονομία της αγοράς - αυτές τις ομορφιές της ζούγκλας.
Πώς όμως η «συμμετοχή» των εργατικών συνδικάτων στη διοίκηση των εργοστασίων (που στηρίζονται
στο κέρδος) θα εμποδίσει το κλείσιμο των εργοστασίων όταν τα κέρδη απειλούνται ή χάνονται; Πώς η

«συμμετοχή» των εργατικών συνδικάτων στη διοίκηση της οικονομίας θα εμποδίσει τη συγκέντρωση των
επιχειρήσεων όταν οι επιχειρήσεις αυτές δεν είναι παρά το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού; Πώς η
«συμμετοχή» των εργατικών συνδικάτων θα αποκαταστήσει την «ελευθερία του παραγωγού και του
καταναλωτή» όταν μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας, που ολοένα και περισσότερο
αυτοματοποιείται, ο άνθρωπος γίνεται ολοένα και πιο
πολύ απλό εξάρτημα της μηχανής και ο καταναλωτής πέφτει ολοένα και περισσότερο θύμα των
εμπορικών διαφημίσεων της τηλεόρασης.
Οι ηγέτες της Σ.Χ.Σ. έχουν μπλέξει σε άλυτες θεωρητικές αντιφάσεις. Δεν θα τα καταφέρουν να
ξεμπλέξουν απ' αυτές παρά μονάχα με λεκτικές ταχυδακτυλουργίες που δείχνουν απλώς και μόνο την
έλλειψη σεβασμού που έχουν για τα μέλη τους.
Ανάμεσα όμως σ' αυτά τα μέλη ο αριθμός εκείνων που θα αντιλαμβάνονται αυτές τις αντιφάσεις δε θα
πάψει να μεγαλώνει. Όσο τα μέλη της Σ.Χ.Σ. ζούνε τους ταξικούς αγώνες, ζούνε τις αντιθέσεις του
καπιταλιστικού συστήματος, σπρώχνονται ολοένα και περισσότερο να αναρωτιούνται για τη φύση αυτού του
συστήματος κι αυτά τα ερωτήματα η Σ.Χ.Σ. κοιτάζει με κάθε τρόπο να τα αποφύγει. Και όσο τα μέλη
αντιλαμβάνονται τη φύση του συστήματος, τόσο περισσότερο θα καταλαβαίνουν πως τα συμφέροντα και οι
πεποιθήσεις τους απαιτούν, αντί να συνεργάζονται ή να «συμμετέχουν» σ' αυτό, να φροντίσουν να το
ανατρέψουν και να το αντικαταστήσουν με ένα σοσιαλιστικό σύστημα που να στηρίζεται στην «κολεκτιβιστική
αυτοδιαχείριση και σχεδιοποίηση» των εργαζομένων.
Στη Γαλλία, αυτή η ιδέα σημείωσε πολύ μεγάλη πρόοδο ανάμεσα ο τα μέλη της Γαλλικής Δημοκρατικής
Συνομοσπονδίας Εργασίας μέσα στα τελευταία λίγα χρόνια. Η πρόοδος αυτή επιταχύνθηκε τους τελευταίους
λίγους μήνες μετά από την αναζωογονητική εμπειρία της γενικής απεργίας του Μάη του 1968.
Στοιχηματίζουμε ότι ο Κουλ θα ήθελε με κάθε τρόπο να αποφύγει ένα τέτοιο ξέσπασμα στο Βέλγιο από φόβο
μήπως τα μέλη της Σ.Χ.Σ. καταλήξουν σε όμοια συμπεράσματα από ανάλογες εμπειρίες.
Η ηγεσία της Σ.Χ.Σ., αφού κατάγγειλε τις αναρίθμητες «προσβολές της ανθρώπινης προσωπικότητας»
για τις οποίες είναι υπεύθυνο το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα (συγνώμη, το σημερινό οικονομικό
σύστημα), ικανοποιείται με το να ζητάει τη ψήφιση νόμου για τις εγγραφές στα λογιστικά βιβλία, την επέκταση
των δικαιωμάτων των εργοστασιακών συμβουλίων και τη σύσταση μιας ερευνητικής επιτροπής (από
εκπροσώπους της διοίκησης και των εργαζομένων) με σκοπό την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων στις
επιχειρήσεις. Ώδινε όρος και έτεκε μύν.
Ας αφήσουμε κατά μέρος τη φάρσα της «κοινής επιτροπής μελέτης» εργατών και διοίκησης με σκοπό τη
μεταρρύθμιση της επιχείρησης και τη θεραπεία των κακών που αναφέραμε πάρα πάνω. Υπάρχει κανείς που
να πιστεύει έστω και μια στιγμή πως οι εργοδότες μπορούν να δεχτούν να πληρώσουν παραπανίσιο
προσωπικό - με το νόμο του ανταγωνισμού που βασιλεύει; Μα όλη η «πρόοδος» για την οποία καμαρώνουν,
μαζί και η περίφημη «τεχνολογική πρόοδος», έχει ακριβώς το σκοπό να διώξει αυτούς τους εργάτες.
Στοιχηματίζουμε πως τα αποτελέσματα που θα έχουν όλες αυτές οι συνομιλίες-φιέστες δεν πρόκειται να
θεραπεύσουν τα πονεμένα μέλη αλλά απλώς να συστήσουν μερικούς επιδέσμους και μερικά ζαχαρωμένα
χάπια, ώστε ο άρρωστος να μην υποφέρει και πολύ. Αυτό, φυσικά, συμφωνεί απόλυτα με τα ευγενή
φιλανθρωπικά κίνητρα, δεν θεραπεύει όμως ούτε το κακό ούτε και την ολοένα συχνότερη εμφάνιση του.
Ο νόμος για τις λογιστικές εγγραφές αποτελεί μια χρήσιμη μεταρρύθμιση, υπό τον όρο ότι θα υπηρετεί
μια πολιτική εργατικού ελέγχου. Αν αυτό δε γίνει, τότε αντιπροσωπεύει απλώς ένα μέτρο για την ορθολογιστική
οργάνωση της καπιταλιστικής οικονομίας, στο οποίο δεν πρέπει να ανακατευθούν οι εργαζόμενοι γιατί εκτός
από τ' άλλα, θα καταλήξει να χρησιμοποιηθεί εναντίον τους. Φυσικά, ο εργατικός έλεγχος δεν είναι εκείνο που
έχει στο μυαλό της η Σ.Χ.Σ.
Η Σ.Χ.Σ. λέει ένα σωρό πράγματα για σταματήματα και «αδικαιολόγητες» απολύσεις. Το πρώτο πράγμα
όμως που λογικά θα έπρεπε να ζητήσει δεν θα ήταν να βάλουν κάτω τα λογιστικά βιβλία τους οι επιχειρήσεις;
Και όχι μόνο οι εργοδότες που χρεοκόπησαν, αλλά όλοι οι εργοδότες, μια και η κρίση των ανθρακωρυχείων
μας δίδαξε πως οι μετοχικές εταιρίες και οι οικονομικοί όμιλοι μπορούν να μαγειρεύουν τις λογιστικές
εγγραφές τους ώστε να παρουσιάζονται ζημιές στους τομείς που ζητάνε (και παίρνουνε) κρατικές
επιχορηγήσεις και να εμφανίζονται κέρδη στους τομείς που «στηρίζονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία» και
όπου θέλουν να υψωθούν στο χρηματιστήριο οι τιμές των μετοχών τους. Επειδή αυτοί οι όμιλοι μεταφέρουν
σε έναν γενικό λογαριασμό «Κέρδη και Ζημιές» τα αποτελέσματα όλων των εταιριών που ελέγχουν, είναι
επομένως ανάγκη να ερευνηθούν τα λογιστικά βιβλία όλων αυτών των εταιριών.
Πώς μπορούμε να καθορίσουμε ποιες απολύσεις είναι δικαιολογημένες και ποιες όχι, χωρίς να βάλουμε
κάτω τα βιβλία και να καταργήσουμε το τραπεζιτικό απόρρητο; Δεν χωράει όμως αμφιβολία πως οι ηγέτες της
Σ.Χ.Σ. δεν έχουν καμιά διάθεση να «καταπατήσουν τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας», δηλαδή του κεφαλαίου.
Στην πραγματικότητα προτιμάνε, ανεξάρτητα απ' ότι λένε, να καταπατάει συνεχώς το κεφάλαιο, αυτά τα
περίφημα «δικαιώματα της ανθρώπινης προσωπικότητας» για τα οποία τόσο πολύ μιλάνε, χωρίς όμως ποτέ
να προχωρούν σε συμπεράσματα για τις διεκδικήσεις που απαιτούνται ώστε να αποκτηθούν αυτά.
Ερνέστ Μαντέλ: Τι είναι εργατικός έλεγχος - elaliberta.gr http://www.elaliberta.gr/πολιτική/180-ερνέστ-μαντέλ-τι-είναι-εργατικό...
12 of 19 9/22/2016 11:01 AM
4. Η ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΒΕΛΓΙΟΥ:
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ.
Το ζήτημα του εργατικού ελέγχου ξαναπέρασε στο πρόγραμμα της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών
Βελγίου (Γ.Σ.Ε.Β.) από την «Τάση Ρενάρ», μέσα στη δεκαετία του 1950. Ωρίμασε σαν συνέπεια της μεγάλης
απεργίας του 1960-61, που αποτέλεσε την κορύφωση της ριζοσπαστικοποίησης των εργαζομένων από την
εποχή του 1932-36.
Μια και η «συμμετοχή» είναι της μόδας και πια και η Σ.Χ.Σ. έχει πολλές φορές καταπιαστεί με τη
«μεταρρύθμιση της επιχείρησης», η Γ.Σ.Ε.Β. δεν μπορεί, για λόγους αξιοπρέπειας, να σωπαίνει πάνω σ'
αυτό το ζήτημα. Γι' αυτό λοιπόν ετοιμάζει ένα ειδικό συνέδριο για το πρόβλημα του εργατικού ελέγχου - που η
προετοιμασία του δυστυχώς γίνεται μυστικά, σαν να μην ενδιαφέρει το σύνολο των συνδικαλιστών.
Η Γ.Σ.Ε.Β. είναι φανερό πως βρίσκεται σε ιδεολογικό σταυροδρόμι. Εδώ και δέκα ολόκληρα χρόνια έχει
παρουσιαστεί μια, ολοένα και πιο ευδιάκριτη, διάσταση ανάμεσα στη θεωρία της, που ριζοσπαστικο-ποιείται
όσο πάει και περισσότερο (τουλάχιστον στη Βαλλονία και στις Βρυξέλλες όπως και σε ορισμένες περιοχές
της Φλάνδρας) και στην πράξη της που συνεχίζει να στρέφεται προς τα δεξιά στη Φλάνδρα και άρχισε να
δεξιοφέρνει στη Βαλλονία τα τελευταία λίγα χρόνια.
Ένα πρόβλημα τόσο καθαρά προσδιορισμένο και με σημασία τόσο εξαιρετική, όπως είναι ο εργατικός
έλεγχος, πρέπει να ξέρουμε αν θα ερμηνευτεί στην πράξη σαν ταξική συνεργασία ή αν μια καινούργια
ριζοσπαστικοποίηση στη θεωρία θα αναγκάσει την πρακτική εφαρμογή να στραφεί προς τα αριστερά, όπως
έγινε ως ένα σημείο στα χρόνια μεταξύ 1956 και 1962.
Από την άποψη της θεωρίας κάθε συνυπευθυνότητα με την καπιταλιστική διοίκηση αποκλείεται. Μιλάμε
λοιπόν αποκλειστικά για τον έλεγχο. Όταν το αίτημα για την εθνικοποίηση των εργοστασίων ηλεκτρισμού
εγκαταλείφθηκε, με αντάλλαγμα την δημιουργία μιας «επιτροπής ελέγχου», καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια
για να γίνει διαχωρισμός της επιτροπής αυτής από τη «διοικητική επιτροπή» που προοριζόταν μονάχα για
τους εργοδότες.

Έλεγχος κάτω από το καπιταλιστικό σύστημα, συναπόφαση κάτω από το σοσιαλιστικό σύστημα, αυτή
ήταν η αξιέπαινη αρχή που επικαλέστηκαν. Ας δούμε τώρα πως εφαρμόστηκε στην πράξη:Όταν κανείς
ικανοποιείται με έναν επιφανειακό έλεγχο, που σέβεται το μυστικό των λογιστικών βιβλίων και που, εκτός των
άλλων, καθιερώνει και μια καινούργια μυστικότητα στις σχέσεις ανάμεσα στην ηγεσία και στα μέλη των
συνδικάτων, τότε στην πραγματικότητα μπορεί κανείς να χρησιμεύσει για προκάλυμμα της καπιταλιστικής
διεύθυνσης. Είναι μια συμμετοχή που δεν τολμάει να ονομάσει τον εαυτό της «συμμετοχή», η οποία όμως
στην πράξη πλησιάζει προς την αρχή της «ταξικής συνεργασίας».
Έτσι, ύστερα από αρκετά χρόνια ύπαρξης της «επιτροπής ελέγχου του ηλεκτρισμού», ο Αντρέ Ρενάρ
και οι σύντροφοι του, που ήταν επικεφαλής του τομέα Γκαζέλκο, κατάλαβαν ότι δεν ελέγχανε απολύτως
τίποτα. Διέτρεχαν τον κίνδυνο να πιστέψουν οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές ότι φρόντιζαν να καλύψουν την
καπιταλιστική διεύθυνση - μια διεύθυνση, που περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ήταν διαποτισμένη από το
κίνητρο του κέρδους και εντελώς ξένη προς το πνεύμα του «κοινού καλού». Άρχισαν λοιπόν να ζητάνε έναν
πραγματικό έλεγχο στον υπολογισμό του κόστους των προϊόντων, κάτι δηλαδή που είναι αδιανόητο αν δεν
ανοιχτούν τα βιβλία και αν δεν γίνει επί τόπου αντιπαράθεση (μέσα στο εργοστάσιο) των λογιστικών στοιχείων
των εργοδοτών με την οικονομική πραγματικότητα όπως άμεσα την αντιλαμβάνονται οι εργαζόμενοι και οι
τεχνικοί.
Εκτός απ' αυτό, ζήτησαν και ένα είδος βέτο πάνω στον καθορισμό των ρυθμών εργασίας, των
επενδύσεων και της ορθολογιστικής οργάνωσης.
Τίποτα από όλα αυτά δεν επέτυχαν. Ικανοποιήθηκαν με την επέκταση των συμφωνιών της «Στρογγυλής
Τραπέζης» ώστε να συμπεριληφθεί σ' αυτές και η επιχείρηση γκαζιού (όταν το 1965 θα ανανεωνόταν η
συμφωνία). Όσο για τον τομέα Γκαζέλκο, το συνδικάτο για μια ακόμα φορά προβάλλει - και πολύ επίκαιρα - το
αίτημα της εθνικοποίησης των ηλεκτρικών εταιριών, χωρίς όμως ποτέ να καταφέρει να κάνει την Γ.Σ.Ε.Β. να
παλέψει πραγματικά γι' αυτό το αίτημα.
Με την εκχώρηση του ολλανδικού φυσικού αερίου στην ιδιωτική βιομηχανία συγκαλύφθηκε το σκάνδαλο
της μεταβίβασης κερδών από μια δημόσια μονοπωλιακή επιχείρηση στο τραστ ηλεκτρισμού και γκαζιού. Η
Γ.Σ.Ε.Β έβαλε αυτό το σκάνδαλο στο ψυγείο. Ούτε καν μια ενημερωτική καμπάνια για τα μέλη της και τους
καταναλωτές δε θέλησε να κάνει πάνω στο θέμα της εθνικοποίησης κάτω από εργατικό έλεγχο.
Στο τέλος της μπροσούρας, που ο τομέας Γκαζέλκο αφιέρωσε το 1962 στην εθνικοποίηση των
ηλεκτρικών εταιριών, αναφέρονται τα ακόλουθα: «Με την προσχώρηση μας στους θεσμούς της «Στρογγυλής
Τραπέζης», η «διοικητική επιτροπή» και η «επιτροπή ελέγχου» αποκτάνε ένα καθορισμένο νόημα. Σε ένα
καπιταλιστικό σύστημα τα εργατικά συνδικάτα έχουν στην πραγματικότητα να εκπληρώσουν την αποστολή
του ελέγχου. Αυτή η αποστολή δεν μπορεί πάντα να τα κάνει να συνδεθούν με την ιδιωτική διεύθυνση της
βιομηχανίας και να μοιραστούν μαζί της την ευθύνη γι' αυτό».
Οι συγγραφείς αυτής της μπροσούρας τραβούν οι ίδιοι την προσοχή στην αντίφαση που υπάρχει σε
αυτό το δόγμα, τούτη την εποχή. Στην πραγματικότητα, δεν απορρίπτουν κάθε πρόγραμμα εθνικοποίησης,
αλλά λένε: «Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι σ' ένα καπιταλιστικό σύστημα, η ορθολογιστική
οργάνωση πραγματοποιείται πάντα σε βάρος της εργατικής τάξης». Ύστερα βιάζονται να προσθέσουν (με
τονισμένα γράμματα): «Δεν θα επιτρέψουμε ποτέ οι εργάτες, χειρώνακτες ή του γραφείου, να γίνουν θύματα
των μέτρων ορθολογιστικής οργάνωσης».
Μερικά χρόνια αργότερα η Ομοσπονδία Εργατών Μετάλλου της Γ.Σ.Ε.Β. αντιμετώπισε ένα ανάλογο
πρόβλημα. Αφού παραστράτησε με το να δεχτεί ότι η απόφαση για τα περιφερειακά προβλήματα
-ανεξάρτητα από την ταξική φύση της οικονομίας - πρέπει να έχει προτεραιότητα, αποφάσισε να μπει στην
«επιτροπή μελέτης της πολιτικής για την χαλυβουργία».
Ήταν αναπόφευκτο η επιτροπή αυτή να ασχοληθεί με την «ορθολογιστική οργάνωση». Έτσι το
συνδικαλιστικό κίνημα της Γ.Σ.Ε.Β. δέχτηκε να συνδέσει τον εαυτό του με μέτρα «ορθολογικοποίησης». Τόσο
η πράξη όσο και η θεωρία έκαναν ένα βήμα πίσω σε σχέση με τις εξαιρετικές αρχές που είχαν διατυπωθεί το
1959 και 1962. Επιτρέψανε τα μέτρα «εξορθολογισμού», που θύματα τους έγιναν οι εργαζόμενοι (προκλήθηκε
μεγάλη μείωση της απασχόλησης).
Ικανοποιήθηκαν με το να ζητήσουν μέτρα κοινωνικής πρόνοιας και ανακούφισης ώστε οι εργαζόμενοι να
μην υποφέρουν πάρα πολύ. Στην πράξη κατρακύλησαν από τον εργατικό έλεγχο στην «κοινή απόφαση» και
αυτό κάτω από τις χειρότερες συνθήκες: κοινή απόφαση σε έναν τομέα που βρισκόταν σε σχετική παρακμή
και όπου το πρόβλημα της μείωσης της απασχόλησης είχε τεθεί, θα ακολουθήσει η θεωρία την πράξη; Αυτό
είναι κάτι που θα το μάθουμε στο ειδικό συνέδριο της Γ.Σ.Ε.Β.
Αυτό επίσης είναι και ένα από τα καθήκοντα των αγωνιστών της Γ.Σ.Ε.Β: να αποφύγουν να κυριαρχήσει
στη συνδικαλιστική θεωρία η ολέθρια σύγχυση ανάμεσα στον εργατικό έλεγχο και την κοινή απόφαση (ή
συμμετοχή). Το τελευταίο μετατρέπει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις από όργανα υπεράσπισης των
συμφερόντων των εργαζομένων απέναντι στους εργοδότες σε όργανα υπεράσπισης των καπιταλιστικών
επιχειρήσεων (και φυσικά και των συμφερόντων τους απέναντι στα συμφέροντα των εργαζομένων).
Αν η συνδικαλιστική θεωρία συνεχίζει να απορρίπτει την συναπόφαση στο επίπεδο του εργοστασίου ή
του βιομηχανικού κλάδου, στην πράξη δεν έγινε το ίδιο ούτε για μεγάλο χρονικό διάστημα ούτε όσον αφορά
την οικονομία σαν σύνολο.
Στο «Κεντρικό Οικονομικό Συμβούλιο», στην «Εθνική Επιτροπή για την Οικονομική Ανάπτυξη», στο

«Γραφείο Προγραμματισμού» και σε ένα σωρό άλλα παρόμοια σώματα, οι αντιπρόσωποι των συνδικάτων
κάθονται σαν φίλοι, πλάι-πλάι, με τους αντιπροσώπους των εργοδοτών και μαζί κάνουν αναλύσεις,
διαγνώσεις, συνθέσεις και συντάσσουν προγράμματα.
Μερικές φορές οι διατυπώσεις τους δεν συμφωνούν. Συχνά όμως καταλήγουν σε κοινά συμπεράσματα.
Μια ατμόσφαιρα αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας - και για να μιλάμε καθαρά, ταξικής
συνεργασίας - δημιουργείται απ' αυτή την κατάσταση. Είναι αυτή η ατμόσφαιρα που έκανε τον Λουί Μαζόρ να
πει στο λόγο που έβγαλε όταν τελείωσε την καριέρα του σαν γενικός γραμματέας της Γ.Σ.Ε.Β. (για να αρχίσει
μια καινούργια σαν υπουργός του βασιλιά): «Οι σχέσεις ανάμεσα στα συνδικάτα και τους εργοδότες στο
Βέλγιο είναι οι καλύτερες στον κόσμο».
Δεν πιστεύουμε ότι εκείνο που ενδιαφέρει είναι να ξέρουμε αν πρέπει να συμμετάσχουμε σε τούτη ή
εκείνη την επιτροπή. Αυτό που έχει σημασία είναι να ξέρουμε τον λόγο που συμμετέχουμε εκεί και τι κάνουμε
στην πράξη. Αν πάρουμε μέρος για να συγκεντρώσουμε πληροφορίες χρήσιμες στον καθημερινό αγώνα των
συνδικάτων, για να καταγγείλουμε τις αδικίες και τις καταστρατηγήσεις των εργοδοτών, για να αποκαλύψουμε
τα οργανικά ελαττώματα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (τα τόσο φανερά σ' όλη τη χώρα), για να
βελτιώσουμε την ποιότητα, την αποτελεσματικότητα και την έκταση της ζύμωσης που κάνουμε μέσα στους
εργάτες - δεν βλέπω αληθινά ποιο θα ήτανε το λάθος μιας τέτοιας τακτικής αμφισβήτησης, για να
χρησιμοποιήσω έναν όρο που είναι της μόδας.
Όμως, όπως είναι φανερό αυτό δεν είναι η τακτική των αντιπροσώπων της Γ.Σ.Ε.Β. Δεν αμφισβητούν
τίποτα, απλώς συνεργάζονται.
Μιλώντας στο Σαββατοκύριακο μελέτης που οργάνωσε το Ίδρυμα Αντρέ Ρενάρ, στις 26-27 Νοεμβρίου
1964, στη Ρουσιέν, ο Ζακ Περνά σχολίασε μ' αυτά τα λόγια το «Γραφείο Προγραμματισμού»:
«Αφήσαμε τον νεοκαπιταλισμό να απορροφήσει τη σχεδιοποίηση όπως απορρόφησε και ένα σωρό
άλλα πράγματα από το πρόγραμμα μας και αντί το συνδικαλιστικό κίνημα να προχωρήσει ένα βήμα παρά
πέρα και να επιβάλλει την άποψη μας, ικανοποιήθηκε παίρνοντας ότι του ταίριαζε από κείνα που του
πρόσφεραν και απέρριψε τα υπόλοιπα».
Σημειώστε πως σε τοπικό επίπεδο στη Βαλλονία υπάρχει ο κίνδυνος η ηγεσία της Γ.Σ.Ε.Β. να
επαναλάβει τα ίδια, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα και με συνέπειες πολύ πιο ολέθριες.
Μήπως δεν συνδέθηκαν με τους καπιταλιστές του «Οικονομικού Συμβουλίου της Βαλλονίας» για να
συντάξουν από κοινού κάθε λογής «περιφερειακά προγράμματα», προγράμματα που δεν μπορούν παρά να
ενισχύσουν το κίνητρο του καπιταλιστικού κέρδους; Αυτό πολύ απέχει από το να «επιβάλλουμε την αποδοχή
της άποψη μας». Αλλά ούτε και είναι προετοιμασμένοι να «απορρίψουν τα υπόλοιπα». Είναι ευχαριστημένοι
να παρακαλέσουν για μια μίνιμουμ συμφωνία με τους βαλλόνους εργοδότες προτού υπερασπίσουν τα
συμφέροντα μιας «βαλλόνικης» επιχείρησης εναντίον μιας άλλης, που κατηγορείται ότι ευνοεί τους
«Φλαμανδούς». Η «άποψη μας» για διαρθρωτικές αντικαπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα η βασική ιδέα
να αποσπάσουμε τον έλεγχο της οικονομικής ζωής της χώρας από τις μετοχικές εταιρίες, δεν αποτελεί πια
οδηγό της πράξης.
Όταν θα μελετάνε τα ντοκουμέντα που αφορούν το ζήτημα του εργατικού ελέγχου, τα οποία κάποτε θα
τους δοθούν, πρέπει οι αγωνιστές της Γ.Σ.Ε.Β. να φροντίσουν να αποφύγουν τρεις κινδύνους.
1.Τον κίνδυνο να επιδιώξουν να προσαρμόσουν την θεωρία στην πράξη, δηλαδή να αποδεχτούν σαν
αρχή, την άποψη της «συναπόφασης και της συμμετοχής». Δεν πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι
κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Υπάρχει ένας πειρασμός – ιδιαίτερα ανάμεσα στους φλαμανδούς ηγέτες της
Γ.Σ.Ε.Β. - να ευθυγραμμίζονται συστηματικά με τις θέσεις της Σ.Χ.Σ. Και σε άλλες χώρες όπως στη Δυτική
Γερμανία, υπάρχουν παραδείγματα που δείχνουν πως μια ολόκληρη γενιά συνδικαλιστικών αγωνιστών μπορεί
να τα χάσει μπροστά στις συγχύσεις που δημιουργεί η «συμμετοχή».
2. Τον κίνδυνο να μείνουν αδρανείς δηλαδή να ρίξουν ένα πέπλο πάνω στην αντίφαση μεταξύ θεωρίας
και πράξης και να ικανοποιηθούν με θεωρητικά μαστορέματα χωρίς να κάνουν καμιά προσπάθεια να
αλλάξουν στην πράξη (που όπως είναι φανερό συνεπάγεται την καταδίκη μιας τέτοιας θεωρίας να παραμείνει
νεκρό γράμμα).
3.Τον κίνδυνο της σκόπιμης σύγχυσης, που βρίσκεται στην ανάμιξη διατυπώσεων και αντικειμενικών
σκοπών τόσο κατά, όσο και υπέρ της συμμετοχής με το πρόσχημα της «ενότητας», του «ρεαλισμού» και του
«συντροφικού συμβιβασμού». Το μόνο αποτέλεσμα μιας τέτοιας ενέργειας θα είναι να ευνουχιστεί ακόμα
περισσότερο η θεωρία και να επιταχυνθεί το γλίστρημα προς μια γενικευμένη ταξική συνεργασία και μια
εντονότερη ενσωμάτωση μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα.
Οι αγωνιστές της Γ.Σ.Ε.Β. που έχουν συνειδητοποιήσει τα συμφέροντα των εργαζομένων και την κρίση
του συστήματος κάτω από το οποίο ζούμε σ' αυτή τη χώρα, θα έχουν να αντιπαραθέσουν σ' αυτούς τους
τρεις κινδύνους ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα εργατικού ελέγχου, που ξεκινώντας από τα άμεσα ενδιαφέροντα
των μαζών και από τα προβλήματα που η χώρα αντιμετωπίζει, θα προσπαθήσει να υψώσει σε ανώτερο
επίπεδο τη συνολική αμφισβήτηση της καπιταλιστικής οικονομίας και του ενωτικού κράτους (δηλαδή μιας
συγκεντρωτικής κυβέρνησης που καταπατάει με το χειρότερο τρόπο τα συμφέροντα των δύο εθνοτήτων που
απαρτίζουν το βελγικό κράτος – των Βαλλόνων και των Φλαμανδών). Αυτή είναι η μόνη ρεαλιστική δυνατότητα
για την εξασφάλιση του μέλλοντος της εργατικής τάξης.
Πρέπει να επιμείνω στο ότι η υιοθέτηση ενός προγράμματος δράσης θα ήταν εξ ίσου σημαντική με την

υιοθέτηση ενός προγράμματος διεκδικήσεων προς την ίδια κατεύθυνση. Μια τέτοια ενέργεια θα σήμαινε τη
διάθεση να κόψουμε τις σχέσεις με την πρακτική της ταξικής συνεργασίας και θα προδιέγραψε ένα σχέδιο
κινητοποίησης κατά φάσεις και όλου του αγωνιστικού δυναμικού των εργαζομένων, με την προοπτική να
κερδηθεί ο εργατικός έλεγχος με κάθε μέσο.
5. ΕΞΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ, ΣΑΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Πώς μπορεί το ζήτημα του εργατικού ελέγχου να ενσωματωθεί μέσα στους πραγματικούς αγώνες που
διεξάγουν οι εργάτες; Πώς μπορεί η ζύμωση για τον εργατικό έλεγχο να συμβάλει στην τόνωση της
μαχητικότητας των εργαζόμενων μαζών, στην ύψωση του επιπέδου της ταξικής τους συνείδησης, στο
ξέσπασμα των αγώνων που να ξεπερνάνε το πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή να συμβάλλουν
στη δημιουργία μιας προεπαναστατικής κατάστασης;
Προσπάθησα να απαντήσω σ' αυτά τα ερωτήματα πρώτον με μια γενική ανάλυση του προβλήματος,
αντικρούοντας τις υπάρχουσες αντιρρήσεις γι' αυτή τη στρατηγική και εξετάζοντας κριτικά τη δειλία που
δείξανε η Σ.Χ.Σ. και η Γ.Σ.Ε.Β. όταν καταπιάστηκαν όχι με έναν πραγματικό αγώνα για τον εργατικό έλεγχο,
αλλά με τα προβλήματα τουλάχιστον που δημιουργεί αυτό το σύνθημα.
Είναι φανερό πως δεν σκοπεύω να κλείσω το ζήτημα μ' αυτόν τον τρόπο, θέλω να ανοίξω μια
πραγματική συζήτηση. Πιστεύω ιδιαίτερα πως οι συνδικαλιστές της βάσης, γνήσιοι εκπρόσωποι των εργατών
στα εργοστάσια, θα πάρουν μέρος σ' αυτήν.
Όσο περισσότερο συζητιέται ο εργατικός έλεγχος ανάμεσα στους εργαζόμενους τόσο μεγαλύτερη
πολεμική θα προκληθεί απ' αυτό το ζήτημα και τόσο περισσότεροι θα είναι οι εργάτες, χειρώνακτες,
εργαζόμενοι γραφείου και τεχνικοί που θα επεκτείνουν τον ορίζοντα των προοπτικών τους πέρα από τα
σύνορα του ρεφορμισμού και του νεορεφορμισμού.
Αλλά η θεωρητική συζήτηση, η αφηρημένη συζήτηση (μικρή σημασία έχει αν αποβλέπει στη σύλληψη
του ζητήματος στο σύνολο του) δεν επαρκεί να υποκινήσει το είδος της συζήτησης με την μεταβαλλόμενη
προοπτική που αναφέραμε παραπάνω. Χρειάζεται κάτι παραπάνω, ένας συμπληρωματικός παράγοντας στον
τρόπο της διατύπωσης των πρακτικών προτάσεων και ενδιαφέρομαι πολύ να τερματίσω τούτη τη σειρά των
άρθρων μου μ' αυτές τις προτάσεις.
Πρέπει όλες τους να συμφωνούν με τα κριτήρια που εξέθεσα στην αρχή της ανάλυσης μας, πρέπει να
στηρίζονται στις άμεσες ανάγκες των εργαζομένων, πρέπει η φύση τους να είναι τέτοια που ο καπιταλισμός
να μην μπορεί να τις ενσωματώσει στην κανονική λειτουργία του συστήματος του, πρέπει επομένως να
δημιουργούν μια κατάσταση δυϊσμού της εξουσίας που να τείνει σε μια συνολική αντιμετώπιση ανάμεσα στο
κεφάλαιο και την εργασία, πρέπει να επεκτείνουν την πρακτική πείρα των εργαζομένων σχετικά με τη βασική
φύση του καπιταλιστικού συστήματος και με τους τρόπους που μπορούμε να το αμφισβητήσουμε στο σύνολο
του, δηλαδή πρέπει να προετοιμάζουν τις μάζες να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση κάτω από τις
καλύτερες δυνατές συνθήκες συνείδησης και οργάνωσης.
α) Άνοιγμα των βιβλίων
Αναρίθμητες πηγές - οι περισσότερες απ' αυτές μη μαρξιστικές, στην πραγματικότητα καθαρά αστικής
προέλευσης - επιβεβαιώνουν το ότι είναι αδύνατο να στηριχτεί κανείς στις στατιστικές των εργοδοτών για να
μάθει την αλήθεια για την οικονομική ζωή τούτης της χώρας (καθώς και όλων των καπιταλιστικών χωρών). Οι
ισολογισμοί, οι εκθέσεις της οικονομικής κατάστασης και οι δηλώσεις κληρονομιάς των εργοδοτών
παραποιούν την οικονομική κατάσταση.
Οι παραποιήσεις δεν γίνονται βέβαια χωρίς λόγο. Μ' αυτές οι εργοδότες αποβλέπουν σε πολύ
συγκεκριμένους σκοπούς: είτε να πληρώσουν λιγότερους φόρους, είτε να δικαιολογήσουν την άρνηση τους να
δώσουν αυξήσεις, είτε να εξαπατήσουν την κοινή γνώμη πάνω στην πραγματική κατάσταση όταν διατυπωθεί
ένα ιδιαίτερο συνδικαλιστικό αίτημα.
Κάθε φορά που αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες είτε πρόκειται για αυξήσεις μισθών,
είτε για ανάπτυξη της παραγωγικότητας είτε για τις οικονομικές συνέπειες ενός συνδικαλιστικού αιτήματος,
πρέπει να δίνουμε πάντα την ίδια απάντηση: «Αρνούμαστε να συζητήσουμε αυτό το ζήτημα στα τυφλά. Βάλτε
κάτω τα χαρτιά σας! Ανοίξτε τα βιβλία σας». Η αξία αυτού του αιτήματος σαν αντικαπιταλιστική διαρθρωτική
μεταρρύθμιση, δηλαδή σαν μεταβατικό αίτημα, θα είναι ακόμα μεγαλύτερη αν προστεθούν τρεις
προϋποθέσεις:
Πρώτον, το άνοιγμα των βιβλίων της εταιρίας πρέπει να γίνει δημόσια και να μην περιοριστεί σε μια
κλειστή συνάντηση με μερικούς συνδικαλιστές ηγέτες, που η τάση τους για καλές φιλικές σχέσεις με τους
εργοδότες είναι πολύ γνωστές. Δεύτερον, η ανάλυση των ισολογισμών και γενικά των λογιστικών καταστάσεων
πρέπει να διευκολυνθεί με την ψήφιση νομοθετικών μέτρων που να επιβάλλουν την ομοιομορφία στις
λογιστικές εγγραφές. Τέλος, ιδιαίτερα η επαλήθευση των ισολογισμών και των γενικών λογαριασμών δεν
χρειάζεται να γίνεται αναγκαστικά με βάση μόνο τους αριθμούς, αλλά να πραγματοποιείται στα ίδια τα
εργοστάσια, ώστε η μάζα των εργαζομένων να συμμετέχει στον έλεγχο.
Είναι εύκολο να μαγειρέψει κανείς έναν ισολογισμό μειώνοντας την ποσότητα του υπόλοιπου των
πρώτων υλών. Η αξία όμως αυτή, παρόλο που εξαφανίστηκε από τα χαρτιά, δεν μπορεί να μείνει κρυφή από
τους εργάτες που παραλαβαίνουν, αποθηκεύουν, συντηρούν και ελέγχουν κανονικά αυτό το εμπόρευμα.

Συχνά διατυπώνεται η αντίρρηση πως οι εργάτες δεν είναι σε θέση να επαληθέψουν τους ισολογισμούς.
Σύντομα θα δημοσιεύσουμε στην «La Gauche» μερικές συγκεκριμένες υποδείξεις, που διατυπώνουν στη
Μεγάλη Βρετανία, οι σύντροφοι που κάνουν την καμπάνια για τον Εργατικό Έλεγχο, οι οποίες θα
διευκολύνουν τη μελέτη των ισολογισμών και των καπιταλιστικών μεθόδων λογιστικών εγγραφών, από
αντιπροσώπους των εργατών. Γενικά, οι αντιρρήσεις αυτές μεγαλοποιούνται πολύ από κείνους που
επιθυμούν να μείνουν άθικτα τα «δικαιώματα» της ιδιοκτησίας.
Αποτελούν την δεύτερη από τις δίδυμες αντιρρήσεις, που συνηθίζουν να προβάλλουν τα αντιδραστικά
καθεστώτα, για να δικαιολογήσουν την άρνηση τους να δεχτούν την καθολική ψηφοφορία: οι εργάτες είναι
πολύ «αμαθείς», «κακά διαπαιδαγωγημένοι», «απροετοίμαστοι για να αναλάβουν τη σοβαρή ευθύνη» κλπ
κλπ.
β) Δικαίωμα βέτο στις απολύσεις και στο κλείσιμο εργοστασίων.
Το κύριο κίνητρο των αγώνων των εργατών μέσα στα τελευταία λίγα χρόνια ήταν χωρίς αμφιβολία ο
φόβος της ανεργίας, οι απολύσεις και ο περιορισμός του αριθμού των απασχολουμένων, στη Βαλλονία και σε
πολλές φλαμανδικές περιοχές.
Η ανακατανομή της εργασίας και τα επαγγελματικά προγράμματα επανεκπαίδευσης σημείωσαν
αποτυχία. Δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τη γοργή πτώση του επιπέδου απασχόλησης στις περιοχές που
εφαρμόστηκαν. Όσο για τη βιομηχανική αναδιάρθρωση η πείρα μας λέει πως δεν μπορεί κανείς να βασιστεί
ούτε στις μεγάλες επιχειρήσεις, ούτε στο ενιαίο τους κράτος, ούτε στις διάφορες αστικές κυβερνήσεις, ούτε
σε συνασπισμούς με τη μπουρζουαζία για να τον κάνει πραγματοποιήσιμο.
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, οι εργάτες ολοένα και περισσότερο έχουν το αίσθημα ότι δεν είναι σωστό
και αποτελεί αδικία ένα οικονομικό σύστημα, για το οποίο αυτοί δεν έχουν ούτε την παραμικρή ευθύνη, να
φορτώνει στις δικές τους πλάτες τα έξοδα των βιομηχανικών αναδιαρθρώσεων. Για να έχουν οι εργάτες μια
πραγματική εξασφάλιση στο ζήτημα της απασχόλησης τους πρέπει από εδώ και μπρος να διεκδικήσουν ένα
πραγματικό βέτο πάνω στις απολύσεις και το κλείσιμο των εργοστασίων.
Η συγκεκριμένη εφαρμογή της αρχής του εργατικού ελέγχου συνεπάγεται και την επαναλειτουργία των
εργοστασίων, που τα έκλεισαν οι ίδιοι οι εργοδότες, και τη διαχείριση τους από τους ίδιους τους εργάτες.
Συνεπάγεται επίσης και τη διάθεση χρημάτων, σε βάρος της καπιταλιστικής τάξης σαν σύνολο, για να
μπορέσουν αυτά τα εργοστάσια να λειτουργήσουν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής φάσης, πριν
νεοκατασκευασμένα σύγχρονα εργοστάσια, δημόσιας ιδιοκτησίας, που να λειτουργούν κάτω από εργατικό
έλεγχο, παραμερίσουν αυτά τα παλιά σαράβαλα.
Ο σύντροφος μας Πιερ Λε Γκρεβ εισηγήθηκε ένα νομοσχέδιο πάνω σ' αυτή τη βάση όταν ήταν
βουλευτής. Είναι χρήσιμο να ξαναγυρίζουμε σ' αυτό κάθε φορά που σταματάει ένα εργοστάσιο ή απολύονται
εργάτες - όχι για να καλλιεργήσουμε τίποτα αυταπάτες ότι το ειδικό αίτημα του εργατικού ελέγχου μπορούμε
να το κερδίσουμε με εκλογικά ή κοινοβουλευτικά μέσα, αλλά για να οξύνουμε την κριτική αντίληψη των
εργαζομένων και να αναγκάσουμε τους ηγέτες των μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, που
προβάλλουν το αίτημα, να πάρουν θέση πάνω σε τέτοιες προτάσεις.
γ) Εργατικός έλεγχος στην οργάνωση της εργασίας στο εργοστάσιο
Η ιεραρχική διάρθρωση του εργοστασίου παρουσιάζεται ολοένα και περισσότερο αναχρονιστική στο
μέτρο που τίθεται ζήτημα επιπέδου των τεχνικών και πολιτιστικών ικανοτήτων των εργαζομένων.
Στις πιο σύγχρονες βιομηχανικές εγκαταστάσεις όπου ένα μεγάλο ποσοστό του προσωπικού αποτελείται
από τεχνικούς με μέσο ή υψηλό επίπεδο τεχνικής εκπαίδευσης, ο αναχρονισμός αυτός είναι ιδιαίτερα
χτυπητός. Αλλά ακόμη και στην βιομηχανία σαν σύνολο, η αυξανόμενη περιπλοκή στις διαδικασίες της
παραγωγής οδηγεί στο σημείο πχ συνεργεία εργατών να καταλαβαίνουν συχνά τη συγκεκριμένη μηχανική της
κατασκευής και τις δυσκολίες που περιοδικά δημιουργούνται, καλύτερα από τους ανώτερους μηχανικούς - για
να μη μιλήσουμε για τους διευθυντές.
Στις τόσες συγκρούσεις που προκύπτουν από τον ιεραρχικό χαρακτήρα των σχέσεων ανάμεσα στους
χειρωνακτικούς εργάτες και τους εργαζόμενους του γραφείου από τη μια μεριά και τους προϊσταμένους των
τμημάτων και τους εργοδηγούς από την άλλη, πρέπει να προστεθούν και όλες οι εντάσεις στη ζωή των
εργατών που προκαλούνται από τις ολοένα και συχνότερες μεταβολές στην οργάνωση της εργασίας.
Μεταβολές στην τεχνική, εκμηδενίζουν συχνά τεχνικές και επαγγελματικές ικανότητες και προσόντα που
αποκτήθηκαν με σκληρή εργασία και χρόνια πείρας. Η επιτάχυνση στο ρυθμό εργασίας μεγαλώνει τη νευρική
ένταση και την κούραση των εργατών και συντελεί στην αύξηση των επαγγελματικών ατυχημάτων. Τα κύρια
θύματα αυτών των μεταβολών δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με το αναιμικό δικαίωμα, που τους
παραχώρησε η νομοθεσία, να υποβάλλουν προτάσεις και εισηγήσεις στα συμβούλια των εργοστασίων και
στις επιτροπές υγείας και ασφάλειας. Πρέπει να απαιτήσουν ένα γενικό εργατικό έλεγχο πάνω στην
οργάνωση της εργασίας, έλεγχο που συνεπάγεται όχι μονάχα την από τα πριν ενημέρωση σ' όλες τις
μεταβολές που πρόκειται να γίνουν, αλλά και το δικαίωμα να μπορούν να αντιταχθούν σ' αυτές και να τις
αποτρέψουν.
Όταν οι εργάτες συνηθίσουν να απαντούν σε κάθε γεγονός που τους φέρνει αντιμέτωπους με τον
προϊστάμενο ενός τμήματος ή μ' έναν εργοδηγό με το αίτημα του εργατικού ελέγχου, θα πραγματοποιηθεί ένα

μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της ανατροπής των ιεραρχικών σχέσεων και της αντικατάστασης των
«προϊσταμένων» από εργάτες που να εκλέγονται από τους συναδέλφους τους, να είναι ανακλητοί σε κάθε
στιγμή και υπεύθυνοι μονάχα απέναντι στη βάση και όχι στον εργοδότη.
δ) Εργατικός Έλεγχος στον Τιμάριθμο του Καταναλωτή
Στο Βέλγιο ζούμε κάτω από ένα σύστημα κινητής κλίμακας μισθών, δηλαδή κάτω από ένα σύστημα
αυτόματης προσαρμογής των μισθών σε κάθε ύψωση του επίσημου τιμάριθμου του κόστους της ζωής πάνω
από ένα ορισμένο επίπεδο, που κυμαίνεται ανάλογα με τις συμφωνίες ισοτιμίας (γενικά 2,5% ή 2%). Το
σύστημα αυτό προστατεύει μερικά τους εργαζομένους απέναντι στη διάβρωση της αγοραστικής δύναμης των
μισθών και ημερομισθίων τους. Η εξασφάλιση αυτή είναι μονάχα μερική για λόγους που πολλές φορές
εξηγήσαμε σε τούτη την εφημερίδα. Σε τούτο το άρθρο είναι αρκετό να αποδείξουμε έναν απ' αυτούς τους
λόγους: την έλλειψη αντιπροσωπευτικότητας και ειλικρίνειας στον δείκτη τιμών των λιανικών πωλήσεων.
Ο δείκτης, φυσικά, καταρτίζεται από την κυβέρνηση. Και η κυβέρνηση πολύ συχνά πέφτει στον
πειρασμό να τον προσαρμόσει στην «τιμαριθμική πολιτική» της (δηλαδή να εξαπατήσει), όχι μονάχα για να
φανεί ευχάριστη στους εργοδότες αλλά και για έναν ιδιαίτερο λόγο επίσης: για να κάνει λιγότερο συχνή την
περιοδική αναπροσαρμογή των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων – που βαραίνει πολύ στον προϋπολογισμό.
Ένας πραγματικός εργατικός έλεγχος πάνω στον δείκτη τιμών του καταναλωτή – μέτρο απαραίτητο για
να προστατευτεί πραγματικά η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων από τη συνεχή ύψωση του κόστους της
ζωής - πρέπει επίσης να περιλαμβάνει και τη δυνατότητα των συνδικάτων να έρχονται σ' αντίθεση και να
αντιδρούν (δικαίωμα βέτο) στο δείκτη της κυβέρνησης.
Επίσης συνεπάγεται και το δικαίωμα ο έλεγχος αυτός να γίνεται από τη βάση, με συνεργεία εργατών και
νοικοκυρών που προσδιορίζουν κανονικά τις πραγματικές αυξήσεις των τιμών στα διάφορα μέρη της χώρας.
ε) Κατάργηση του τραπεζικού απορρήτου
Τα ψεύτικα οικονομικά στοιχεία στάθηκε ένα από τα αγαπημένα θέματα όλων εκείνων που ζήτησαν να
οργανώσουν ορθολογιστικά τη διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας τούτης της χώρας μέσα στα
τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Αυτό το πράγμα καθρεφτίζεται σε μια από τις πιο χτυπητές απάτες του
συστήματος, απάτη που έχει σαν συνέπεια να πληρώνουν οι μισθωτοί και οι μεροκαματιάρηδες, το
μεγαλύτερο μέρος τόσο των έμμεσων όσο και των άμεσων φόρων.
Ο πολλαπλασιασμός των νόμιμων μέσων, οικονομικών μεταρρυθμίσεων, διοικητικών ελέγχων, βρίσκεται
ομολογουμένως σε αδυναμία να καταπολεμήσει αυτήν την ολοφάνερη αδικία.
Η κατάργηση του τραπεζικού απόρρητου και η εφαρμογή του εργατικού ελέγχου σε όλες τις οικονομικές
πράξεις θα τερμάτιζε γρήγορα αυτό το σκάνδαλο.
Τελευταία είδαμε μια τρομακτική φυγή κεφαλαίων από τη Γαλλία. Όλοι απορήσαμε και αναρωτηθήκαμε
ποιος την προκάλεσε. Η κυβέρνηση του Ντε Γκωλ φρόντισε να δηλώσει πως δεν είναι δύσκολο να δοθεί
απάντηση σ' αυτό το ζήτημα, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του.
Στην πραγματικότητα στο σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας, η εμπιστοσύνη ανάμεσα στους τραπεζίτες
και τους μεγάλους καταθέτες επιτρέπει να γίνονται μεγάλες οικονομικές πράξεις χωρίς ν' αφήνουν γραπτά
ίχνη. Ένας εργατικός έλεγχος πάνω στις τραπεζιτικές εγγραφές - και μάλιστα ένας που θα γινόταν από
τραπεζιτικούς υπαλλήλους αφοσιωμένους στο λαό - γρήγορα θα αποκάλυπτε τους περισσότερους από τους
ενόχους.
στ) Εργατικός έλεγχος πάνω στις Επενδύσεις
Ένα από τα πιο χτυπητά χαρακτηριστικά του νεοκαπιταλισμού είναι ότι υπάρχει κοινωνικοποίηση ενός
συνεχώς αυξανόμενου μέρους της παραγωγής και του συνολικού κόστους, ενώ τα κέρδη και η ιδιοκτησία
παραμένουν ολοφάνερα ιδιωτικά. Σ' αυτή τη χώρα ένα μεγάλο μέρος των μακροπρόθεσμων επενδύσεων
χρηματοδοτήθηκε από το κράτος μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια. Η μελέτη των διαδοχικών ισολογισμών της
Εθνικής Εταιρίας Βιομηχανικής Πίστης είναι ιδιαίτερα διδακτική σ' αυτό το ζήτημα. Η Σιντμάρ καθώς και η
Σέρταλ χρηματοδοτήθηκαν σε μεγάλο μέρος με χρήματα του Δημοσίου. Το ίδιο θα γίνει και για την
ορθολογιστική οργάνωση που προτείνει η ένωση των εταιριών Κοκερίλ-Ουγκρέ-Προβιντάνς-Εσπεράνς.
Αλλά ενώ ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων βγαίνει από την τσέπη του φορολογούμενου
(δηλαδή, κυρίως από την τσέπη των εργαζομένων), κέρδη, μετοχές και τοκομερίδια δεν είναι τα μόνα
πράγματα που μένουν ιδιωτικά. Το δικαίωμα της απόφασης πάνω στην τοπική κατανομή των επενδύσεων και
τον προορισμό τους παραμένει επίσης ιδιωτική υπόθεση.
Να ζητάμε εργατικό έλεγχο πάνω σ' αυτές τις επενδύσεις σημαίνει επομένως όχι να ζητάμε την
συνευθύνη των ηγετών των συνδικάτων στην καπιταλιστική διαχείριση της βιομηχανίας, αλλά το δικαίωμα του
συνδικάτου να έχει βέτο στις επενδύσεις, δηλαδή πάνω στη γεωγραφική κατανομή τους και τη μορφή και τον
προορισμό τους που σχεδιάζουν οι εργοδότες.
Είναι φανερό πως αυτό το είδος του ελέγχου ανοίγει το δρόμο στη διαμόρφωση ενός σχεδίου ανάπτυξης
της οικονομίας σαν σύνολο, βασισμένου σε προτεραιότητες καθορισμένες από τους ίδιους τους
εργαζομένους. Το Λαϊκό Κίνημα της Βαλλονίας μιλούσε πολύ γι' αυτό το ζήτημα όταν συζητιόταν το «Σχέδιο
του Βαλλονικού Λαού». Το «σχέδιο» αυτό όμως παραμερίστηκε μαζί και με πολλά άλλα πράγματα όταν οι

Tweet
διάδοχοι του Αντρέ Ρενάρ ακολούθησαν το δρόμο που τους οδήγησε στην απορρόφηση τους από το
Σοσιαλιστικό Κόμμα του Βελγίου.
Η καμπάνια για τον εργατικό έλεγχο αποτελεί ένα σύνολο, που χωρίς να παραμελεί τα καθημερινά
προβλήματα των εργαζομένων, ενεργεί προς μια ορισμένη κατεύθυνση: προς την αύξηση της δυσπιστίας
τους προς το καπιταλιστικό σύστημα, προς την ανάπτυξη της εμπιστοσύνης τους στη δύναμη τους και προς
την απόφαση τους να πάρουν στα χέρια τους το οικονομικό τους μέλλον - με τη δική τους αντικαπιταλιστική
δράση.
Ερνέστ Μαντέλ, Τι είναι εργατικός έλεγχος, Εκδόσεις Εργατική Πάλη, σειρά: Τετράδια Εργατικής
Πάλης 3, Αθήνα 2004. Δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία βελγική εφημερίδα La Gauche από τις 21
Δεκεμβρίου 1968 ως τις 18 Ιανουαρίου 1969.