οικονομια,πολιτικη,κοινωνικα,τεχνη,ψυχολογια,λογιοι

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

Αυτούς που βλέπεις





    Αυτούς που βλέπεις
 
    Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
    θα τους γνωρίσεις πάλι
    άλλον θα λένε Κωνσταντή κι άλλον Μιχάλη

    Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
    θα τους γνωρίσεις πάλι
    σ'αυτόν τον κόσμο θα γυρνούν
    με περηφάνια πιο μεγάλη

  Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς

    θα τους μισήσεις πάλι
    έναν μονάχα δε θα βρεις
    τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο
    τον μοναχό, τον δυνατό και τον αντρειωμένο

 

    Αυτόν δε θα τον ξανεΐδείς να τονε βασανίσεις
    και την μεγάλη του καρδιά να τηνε σκίσεις
    αυτόν δε θα τον ξαναβρείς τι τον φυλάνε τ'άστρα
    τι τον φυλάει ο ήλιος του, τονε φυλάει το φεγγάρι


    Αυτόν που 'χει τη χάρη τον πιο μικρό
    τον πιο πικρό και τον αγαπημένο
    αυτόν μονάχα εγώ, μονάχα εγώ, εγώ προσμένω

  Μιχάλης Κατσαρός









Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ.



 Alfredo M.Bonanno

“...η θεωρία γίνεται κι αυτή δύναμη αφότου κατακτήσει τις μάζες. Η θεωρία είναι ικανή να
κατακτήσει τις μάζες όταν αποδεικνύει ad hominem και προβαίνει σε ad hominem αποδείξεις
αφότου γίνει ριζοσπαστική. Ριζοσπαστική σημαίνει να πιάνει τα πράγματα από τη ρίζα. Η ρίζα
όμως για τον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.”
Κ.Μαρξ, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ.
ΑΠ’ ΤΙΣ ΜΕΤΑ-ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΣΤΙΣ ΜΕΤΑ-ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ.
Αλλαγές στην κοινωνία
Μέσα στην εξέλιξη των κοινωνικών αντιθέσεων κατά τη διάρκεια των τελευταίων
χρόνων, ορισμένες τάσεις έχουν γίνει τόσο σαφείς ώστε μπορούν πια να θεωρηθούν
πραγματικές αλλαγές.
Η δομή της κυριαρχίας έχει μετατραπεί από μια ευθέως δεσποτική εξουσία σε μια
σχέση βασισμένη στην προσαρμογή και το συμβιβασμό. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια
σημαντική αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες, παρόμοια με την παραδοσιακή ζήτηση
για διαρκή καταναλωτικά αγαθά. Τ’ αποτελέσματα συνίστανται σε μια διόγκωση εκείνων
των τμημάτων της παραγωγής που βασίζονται στην τεχνολογία της πληροφορικής, στην
ρομποτοποίηση του παραγωγικού τομέα και στην υπεροχή του τομέα των υπηρεσιών
(εμπόριο, τουρισμός, μεταφορές, τράπεζες, ασφάλειες, δημόσιες υπηρεσίες) έναντι της
βιομηχανίας και της γεωργίας.
Αυτό δε σημαίνει πως ο βιομηχανικός τομέας έχει εξαφανιστεί ή έχει καταστεί
ασήμαντος. Σημαίνει απλά πως απασχολεί ολοένα και μικρότερο αριθμό εργαζομένων
ενώ τα επίπεδα παραγωγής παραμένουν ίδια ή ακόμα, αυξάνονται. Το ίδιο ισχύει και
για τη γεωργία που βαθμιαία θα υφίσταται τις διαδικασίες εκβιομηχανισμού της και θα
ξεχωρίζει απ’ τη βιομηχανία με στατιστικούς μάλλον παρά κοινωνικούς όρους.
Αυτή η κατάσταση γίνεται αντιληπτή περισσότερο ως “μετάβαση”, όχι σαν μια
απότομη αλλαγή, αλλά σαν μια τάση. Δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ της
βιομηχανικής και της μετα-βιομηχανικής περιόδου. Η φάση απ’ την οποία περνάμε
αποτελεί ξεκάθαρα την υπέρβαση των ξεπερασμένων θεσμών οι οποίοι τώρα
αναδομούνται. Αλλά δεν έχουμε ακόμα φτάσει στο κλείσιμο όλων των εργοστασίων και
την εγκαθίδρυση του βασιλείου της κομπιουτεροποιημένης παραγωγής.
Η τάση για διάσπαση των μονάδων παραγωγής κι η ανάγκη για μικρούς ευέλικτους
πυρήνες μέσα σ’ ένα κεντρικά σχεδιασμένο πλάνο παραγωγής θα κυριαρχήσει μέσα στα
επόμενα χρόνια. Αλλά εντός του βιομηχανικού τομέα, αυτό θα συνοδευτεί με μια αργή
προσαρμογή που θα χρησιμοποιεί παραδοσιακά μέσα, τόσο αργή όσο απαιτείται απ’ τις
προσεχτικές στρατηγικές του κεφαλαίου.
Αυτό το σχήμα αφορά περισσότερα τη βρετανική κι ιταλική πραγματικότητα, οι
οποίες παραμένουν πολύ πίσω σε σχέση με τα ιαπωνικά κι αμερικανικά μοντέλα.
Οι νησίδες των χαμένων ανθρώπων.
Αποσπασμένοι βίαια απ’ τα εργοστάσια, σε μια αργή και ίσως αμετάκλητη διαδικασία,
οι εργάτες του χτες ρίχνονται σε μια ατμόσφαιρα υψηλού ανταγωνισμού. Ο σκοπός
είναι ν’ αυξηθεί η παραγωγική ικανότητα, το μόνο καταναλωτικό προϊόν σύμφωνο με
την κομπιουτεροποιημένη λογική των κέντρων της παραγωγής. Οι ατομικές (κι ακόμα
πιο θανάσιμες) συγκρούσεις εντός του κεφαλαίου, θα εξαφανίσουν τον “εναλλακτικό”
επαναστατικό αγώνα, μ’ αποτέλεσμα να μεγαλώσουν τις ταξικές διαφορές και να τις
καταστήσουν αγεφύρωτες.
Τα πιο σημαντικά κέρδη για τους κατοίκους αυτών των παραγωγικών “νησίδων”, η
φαινομενικά μεγαλύτερη “ελευθερία”, το ελαστικό ωράριο, οι ποιοτικές αλλαγές (πάντα
εντός της ανταγωνιστικής λογικής της αγοράς όπως αυτή διευθύνεται απ’ τα κέντρα των
εντολών), θα ενισχύσουν την πεποίθησή τους πως έχουν φτάσει στη γη της επαγγελίας:
το βασίλειο της ευτυχίας και της ευημερίας. Ακόμα πιο αυξημένα οφέλη και μεγαλύτερη,
κενή από ουσιαστικό περιεχόμενο, δημιουργικότητα.
Αυτές οι νησίδες του θανάτου περιβάλλονται από ιδεολογικά και φυσικά τείχη,
για να εξαναγκάσουν αυτούς που δεν έχουν θέση σ’ αυτές, να πέσουν πίσω στη
φουρτουνιασμένη θάλασσα όπου κανείς δεν επιζεί.
Το πρόβλημα που αποκαλύπτεται είναι αυτό ακριβώς των α π ο κ λ ε ι σ μ έ ν ω ν.
Δύο δεξαμενές για την επανάσταση.


Οι α π ο κ λ ε ι σ μ έ ν ο ι και οι έ γ κ λ ε ι σ τ ο ι. Οι πρώτοι είναι αυτοί που θα παραμείνουν
περιθωριοποιημένοι. Διωγμένοι απ’ την παραγωγική διαδικασία και τιμωρημένοι για την
ανικανότητά τους να ενταχτούν στη νέα ανταγωνιστική λογική του κεφαλαίου, δεν
είναι συχνά προετοιμασμένοι ν’ αποδεχτούν τα μίνιμουμ επίπεδα επιβίωσης που τους
αναλογούν μέσω των κρατικών επιδομάτων (τα οποία ολοένα και περισσότερο θα
φαίνονται σαν απομεινάρια του παρελθόντος σε μια κατάσταση που τείνει να εξυμνεί
τις αρετές του “αυτοδημιούργητου ανθρώπου”). Αυτοί δεν αποτελούν αποκλειστικά
εκείνο το κοινωνικό κομμάτι πού ‘ναι καταδικασμένο σ’ αυτό το ρόλο εξ αιτίας της
εθνικής του καταγωγής (σήμερα για παράδειγμα, οι προερχόμενοι απ’ τις Δυτικές Ινδίες
στη βρετανική κοινωνία που είχαν καταλυτικό ρόλο στις πρόσφατες ταραχές σ’ αυτή
τη χώρα) αλλά καθώς η αλλαγή για την οποία μιλάμε θα προχωρά, θα συμμετέχουν
επίσης και τμήματα της κοινωνίας που στο παρελθόν ήταν εφησυχασμένα μέσω των
σίγουρων μισθών και τώρα βρίσκουν τον εαυτό τους σε μια κατάσταση ραγδαίας και
ριζικής αλλαγής. Ακόμα και τα εναπομείναντα βοηθήματα που αυτοί θ’ “απολαμβάνουν”
(πρόωρες συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, διάφορα είδη κοινωνικής ασφάλισης κ.ά.) δε
θα τους κάνουν ν’ αποδεχτούν μια κατάσταση διακρίσεων που συνεχώς οξύνονται. Κι
ας μην ξεχνάμε πως ο βαθμός καταναλωτισμού αυτών των αποκλεισμένων κοινωνικών
τμημάτων, δεν μπορεί να συγκριθεί με τον αντίστοιχο των εθνικών ομάδων που ποτέ
δεν υπήρξαν μέρος της σφαίρας της μισθολογικής σιγουριάς. Αυτό θα οδηγήσει σίγουρα
σε εκρήξεις “κοινωνικής δυσλειτουργίας” ενός νέου είδους, και εναπόκειται στους
επαναστάτες να τις ενοποιήσουν με τα πιο συνειδητά ξεσπάσματα της ανταρσίας.
Μετά, υπάρχουν οι έ γ κ λ ε ι σ τ ο ι , αυτοί που θα παραμείνουν ασφυκτιούντες στις
νησίδες των προνομίων. Εδώ το θέμα τείνει να γίνει πολύπλοκο και μπορεί να εξεταστεί
με σαφήνεια μόνο από κάποιον που είναι έτοιμος να πιστέψει στον παράγοντα-άνθρωπο
και στην αληθινή ανάγκη του για ελευθερία. Σχεδόν σίγουρα, είναι οι “αποστάτες”
αυτής της κατηγορίας που θα βρίσκονται ανάμεσα στους πιο ανηλεείς εκτελεστές
της επίθεσης ενάντια στο κεφάλαιο, στη νέα του μορφή. Βαδίζουμε προς μια περίοδο
αιματηρών συγκρούσεων και πολύ άγριας καταστολής. Η κοινωνική ειρήνη, όνειρο για
τη μια πλευρά κι εφιάλτης για την άλλη, παραμένει ο πιο ανέφικτος μύθος αυτής της νέας
καπιταλιστικής ουτοπίας, κληρονομιά απ’ την “πασιφιστική” λογική του φιλελευθερισμού
που εγκληματούσε πίσω απ’ τη βιτρίνα του “πολιτισμού”, φέρνοντας πλούτο στη
μητρόπολη, μακελεύοντας τις αποικίες.
Οι νέες ευκαιρίες για μικρές, μίζερες, αηδιαστικές “ελευθερίες” της μιας μέρας, θα
ξεπληρωθούν με εκτεταμένες, άγριες και συστηματικές διακρίσεις σε βάρος ευρέων
κοινωνικών κομματιών. Αργά ή γρήγορα, αυτό θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας
συνείδησης της εκμετάλλευσης ανάμεσα στο στρώμα των προνομιούχων, μια συνείδηση
που ακόμα και αν περιοριστεί στους καλύτερους εξ αυτών, δε θ’ αποτύχει να προκαλέσει
ανταρσίες. Τελικά, θα πρέπει να σημειωθεί πως δεν υπάρχει μια ισχυρή ιδεολογική
κάλυψη για τη νέα καπιταλιστική προοπτική όπως στο παρελθόν, ικανή ν’ αποτελέσει
στήριγμα για τους εκμεταλλευτές, κι ακόμα, το σπουδαιότερο, για τα μεσαία στρώματα
των στελεχών. Η ευημερία από μόνη της δεν είναι αρκετή, ειδικά για κείνες τις ομάδες
των ανθρώπων που στο πρόσφατο ή το απώτερο παρελθόν, είχαν εμπειρία ή απλά είχαν
διαβάσει, σχετικά με απελευθερωτικές ουτοπίες, επαναστατικά οράματα και απόπειρες,
περιορισμένες ωστόσο, σε εξεγερτικά σχέδια.
Οι “αργοπορημένοι” δε θα χάσουν χρόνο στο να φτάσουν τους άλλους. Δε θα ζουν
όλοι οι έγκλειστοι μακάρια μέσα στην τεχνητή ευτυχία του κεφαλαίου. Πολλοί απ’ αυτούς
θ’ αντιληφθούν ότι η δυστυχία ενός τμήματος της κοινωνίας, καταστρέφει την εικόνα
ευημερίας των υπόλοιπων και μετατρέπει την (περιφραγμένη από συρματοπλέγματα)
ελευθερία σε μια πραγματική φυλακή.
Τα προληπτικά μέτρα του Κράτους.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, το βιομηχανικό πλάνο έχει επίσης
τροποποιηθεί από το συνδυασμό των ελέγχων του Κράτους και των μεθόδων που
συνδέονται με το πολιτικό συμφέρον για τον έλεγχο της συναίνεσης.
Εξετάζοντας τα πράγματα απ’ την τεχνική πλευρά, κάποιος μπορεί να δει με ποιο
τρόπο η οργάνωση της παραγωγής μετασχηματίζεται. Η παραγωγή δε χρειάζεται πια
να λαμβάνει χώρα σ’ ένα μόνο μέρος (το εργοστάσιο) αλλά ολοένα και περισσότερο
εξαπλώνεται σε μια ολόκληρη περιοχή, ακόμα και σε μακρινές αποστάσεις. Αυτό
επιτρέπει στους βιομηχανικούς σχεδιασμούς ν’ αναπτύσσονται παίρνοντας υπόψη
τους μια βελτιωμένη, πιο ισορροπημένη διανομή των κέντρων παραγωγής εντός
μιας περιοχής, εξαφανίζοντας κάποιους απ’ τους παράγοντες κοινωνικής αναταραχής
που υπήρξαν στο παρελθόν, όπως οι γκετοποιημένες περιοχές και η βιομηχανική
υπερσυγκέντρωση σε μέρη με υψηλή ρύπανση και συστηματική καταστροφή των
οικοσυστημάτων. Το κεφάλαιο κοιτάζει τώρα στην κατεύθυνση ενός οικολογικού
μέλλοντος, ανοίγοντας τις αγκάλες του στο συρφετό των περιβαλλοντολόγων και γίνεται
πρωταθλητής στη διάσωση των φυσικών πόρων, κάνοντας έτσι να φαίνεται πιθανή στο
μέλλον η κατασκευή πόλεων μ’ “ανθρώπινο πρόσωπο”, σοσιαλιστικών ή μη.
Το αληθινό κίνητρο που οδηγεί τα καπιταλιστικά σχέδια σε μακρινές χώρες
θυμίζοντας τις ουτοπίες περασμένων χρόνων, είναι πολύ απλό και σε καμιά
περίπτωση φιλανθρωπικό: είναι η ανάγκη να μειωθεί η ταξική δυσαρέσκεια στο
μίνιμουμ, μειώνοντας την πιθανότητα μιας θεαματικής αναμέτρησης μέσω μιας
καλο-σερβιρισμένης, προοδευτικής ανάπτυξης που βασίζεται στην τυφλή πίστη στην
τεχνολογία του μέλλοντος.
Είναι φανερό πως οι πιο ελκυστικές προτάσεις θα γίνουν στους έ γ κ λ ει σ τ ο υ ς
στην προσπάθεια ν’ αποφευχθούν στο μέτρο του δυνατού οι “αυτομολήσεις” που θ’
αποτελέσουν πραγματικό αγκάθι στα πλευρά των αυριανών καπιταλιστών. Οι ατομικές
περιπτώσεις, αν προέρχονται μέσα απ’ τη σφαίρα της παραγωγικής διαδικασίας, που θα
στρέψουν τους στόχους της σ’ επαναστατική κατεύθυνση, θα έχουν πραγματικά όπλα να
καταθέσουν στη διάθεση της επανάστασης ενάντια στην κυριαρχία της εκμετάλλευσης.
Ώς τώρα, η ουτοπική ελπίδα της διακυβέρνησης του κόσμου μέσω της “καλής”
τεχνολογίας έχει παρουσιαστεί ως αδύνατη να πραγματωθεί, γιατί ποτέ δεν έχει
υπολογιστεί το πρόβλημα των φυσικών διαστάσεων που θα παραχωρηθούν στα γκέτο
των α π ο κ λ ε ι σ μ έ ν ω ν. Θα μπορούσαν ν’ “ανακυκλωθούν” μέσα σ’ ένα ωραιοποιημένο
σχέδιο ενός καθόλου γενναιόδωρου συνδυασμού ευτυχίας και θυσίας, αλλά μόνο μέχρι
ενός σημείου.
Η ένταση κι οι επαναλαμβανόμενες εκρήξεις οργής θα θέσουν σε σοβαρές δυσκολίες
την αλλόκοτη ουτοπία των εκμεταλλευτών.
Το τέλος του παράλογου ανταγωνισμού.
Είναι πια φανερό. O ανταγωνισμός κι η τάση για μονοπώλια απειλούσαν να βάλουν
τις παραγωγικές δομές σε μια σειρά επαναλαμβανόμενων “κρίσεων”. Κρίσεων της
παραγωγής στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Για την παλιά καπιταλιστική αντίληψη
ήταν βασικό να επιτευχθούν οι αποκαλούμενες “οικονομίες της κλίμακας”, κι αυτό ήταν
δυνατό μόνο δουλεύοντας με συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς παραγωγής με στόχο
να μοιραστούν τα πάγια κόστη όσο το δυνατόν περισσότερο. Αυτό οδήγησε σε μια
τυποποίηση της παραγωγής. Επίσης στη συγκέντρωση των παραγωγικών μονάδων σε
συγκεκριμένες περιοχές, μοιρασμένες τυχαία με μια αποικιακή λογική (για παράδειγμα
το κλασσικό σικελικό μοντέλο των “ναών στην έρημο”: απομονωμένες βιομηχανικές
περιοχές, διυλιστήρια πετρελαίου κ.ά. που λειτουργούν ως σημεία συγκέντρωσης). Στην
ομοιομορφία των προϊόντων. Στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας κ.ά.
Οι πρώτες ρυθμιστικές κινήσεις πάνω σ’ αυτό ήρθαν μέσω των μαζικών κρατικών
παρεμβάσεων. Η παρουσία του Κράτους έχει δημιουργήσει πολλές ευκαιρίες. Δεν είναι
πια ένας παθητικός παρατηρητής, απλός “ταμίας” του κεφαλαίου, αλλά έχει γίνει ένας
δραστήριος επιχειρηματίας, τραπεζίτης κι επενδυτής.
Στην ουσία, αυτές οι ρυθμίσεις έχουν σημάνει τη συρρίκνωση της αξίας χρήσης
και την αύξηση στην παραγωγή της ανταλλακτικής αξίας με σκοπό τη διατήρηση της
κοινωνικής ειρήνης.
Δίνοντας ένα τέλος στην πιο ανταγωνιστική του περίοδο, το κεφάλαιο βρήκε μια
μερική λύση στα προβλήματά του. Το Κράτος του έδωσε χείρα βοηθείας με σκοπό την
απόλυτη μετατροπή της οικονομικής παραγωγής σε παραγωγή κοινωνικής ειρήνης. Αυτό
το ουτοπικό σχέδιο είναι σαφώς ανέφικτο. Αργά ή γρήγορα η μηχανή θα συντριβεί.
Το νέο παραγωγικό προτσές –που συχνά έχει οριστεί ως μεταβιομηχανικό- πετυχαίνει
χαμηλό κόστος παραγωγής ακόμα κι όταν αφορά μικρές ποσότητες αγαθών. Μπορεί
να εξασφαλίσει σημαντικές τροποποιήσεις στην παραγωγή με χαμηλές επενδύσεις
κεφαλαίου. Κάνει τις αθέατες αλλαγές στα προϊόντα τώρα δυνατές. Αυτό δημιουργεί
αδιανόητους ορίζοντες “ελευθερίας” στις μεσαίες τάξεις, στα στελέχη της παραγωγής
καθώς και εντός της χρυσής απομόνωσης των διευθυνουσών τάξεων. Αλλ’ αυτή μοιάζει
πιο πολύ στην ελευθερία του κάστρου των Τευτόνων Ιπποτών του είδους των ναζί.
Περικυκλωμένοι απ’ τα τείχη των παλατιών, οπλισμένοι ως τα δόντια, με μόνη την ειρήνη
του νεκροταφείου να κυριαρχεί εντός τους.
Κανείς απ’ τους κατασκευαστές των ιδεολογιών του μεταβιομηχανικού καπιταλισμού δεν
έχει αναρωτηθεί τι θα συμβεί με τον κίνδυνο που θά ‘ρθει απ’ την άλλη πλευρά των τειχών.
Οι ταραχές του μέλλοντος θα είναι πάντα αιματηρές και τρομαχτικές. Ακόμα
περισσότερο όταν ξέρουμε να τις μετατρέψουμε σε μαζικές εξεγέρσεις.
Συνείδηση και γκετοποίηση.
Δε θα είναι η ανεργία που θα ορίζει αρνητικά αυτούς που θ’ αποκλείονται απ’ το
κάστρο των Τευτόνων Ιπποτών αλλά κυρίως η έλλειψη πραγματικής πρόσβασης στην
πληροφορία.
Το νέο μοντέλο παραγωγής θα μειώσει εξ ανάγκης τη διαθεσιμότητα της
πληροφορίας. Αυτό οφείλεται μόνο κατά ένα μέρος στην κομπιουτεροποίηση της
κοινωνίας. Είναι μια απ’ τις βασικές συνθήκες της νέας Κυριαρχίας και σαν τέτοια έχει
αναπτυχθεί τα τελευταία είκοσι τουλάχιστον χρόνια, βρίσκοντας το αποκορύφωμά της
σε μια μαζική σχολική εκπαίδευση η οποία έχει ήδη απογυμνωθεί απ’ οποιοδήποτε
συγκεκριμένο ουσιαστικό περιεχόμενο.
Όπως ακριβώς ο ερχομός των μηχανών προκάλεσε την αποδυνάμωση της
ικανότητας γι’ αυτοπροσδιορισμό κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης,
τσουβαλιάζοντας τις μάζες των εργατών στις φάμπρικες, καταστρέφοντας την
κουλτούρα της υπαίθρου και προσφέροντας στο κεφάλαιο ένα εργατικό δυναμικό
που ήταν πρακτικά ανίκανο να κατανοήσει τα στοιχεία του νέου μηχανοποιημένου
κόσμου που ξεπρόβαλε, έτσι τώρα η επανάσταση των υπολογιστών –μπολιασμένη με
τη διαδικασία ρύθμισης των καπιταλιστικών αντιθέσεων απ’ το Κράτος- είναι έτοιμη να
παραδώσει το προλεταριάτο των εργοστασίων στα χέρια ενός νέου είδους μηχανών,
το οποίο είναι οπλισμένο με μια γλώσσα που θα γίνεται κατανοητή μόνο από λίγους
προνομιούχους. Οι υπόλοιποι θα διωχθούν και θα υποχρεωθούν να μοιραστούν κατά
κάποιο τρόπο στα γκέτο.
Η παλιά γνώση, ακόμα κι η φιλτραρισμένη απ’ τους διανοούμενους μέσω του
παραμορφωτικού καθρέφτη της ιδεολογίας, θα κωδικοποιηθεί σε μια μηχανική
γλώσσα και θ’ αποδοθεί συμβατή με τις νέες ανάγκες. Αυτό θ’ αποτελέσει μια απ’ τις
ιστορικές περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, για διερεύνηση, δηλαδή η έλλειψη κάθε αληθινού
περιεχομένου σε σχέση με όλα τα ιδεολογήματα που μας έχουν παρουσιάσει στη
διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων.
Το κεφάλαιο θα τείνει ν’ αφανίσει οτιδήποτε δεν είναι άμεσα αποδόσιμο σ’ αυτή τη
νέα γενικευμένη γλώσσα. Οι παραδοσιακές εκπαιδευτικές διαδικασίες θ’ απαξιωθούν και
θα τους αφαιρεθεί κάθε περιεχόμενο, αποκαλύπτοντας την αληθινή (κι επιλεκτική) φύση
τους, αυτή του εμπορεύματος.
Τη θέση της γλώσσας θα πάρουν νέοι κανόνες συμπεριφοράς, φτιαγμένοι με
ακριβείς όρους, αλλά κυρίως βγαλμένοι απ’ τις παλιές αξίες της δημοκρατίας και των
συνελεύσεων, τους οποίους το κεφάλαιο έχει μάθει να ελέγχει απόλυτα. Αυτό θα είναι
διπλά χρήσιμο καθώς επίσης θα δώσει στους α π ο κ λ ε ι σ μ έ ν ο υ ς την εντύπωση της
“συμμετοχής” στα κοινά.
Η κομπιουτεροποιημένη κοινωνία του αύριο θα μπορούσε ακόμα και να έχει καθαρές
θάλασσες και μια “σχεδόν” τέλεια διάσωση των φυσικών πόρων του περιβάλλοντος,
αλλά θά ‘ναι μια ζούγκλα απαγορεύσεων και κανόνων, εφιαλτική όσον αφορά τις βαθιά
προσωπικές αποφάσεις για συμμετοχή στο κοινό καλό. Στερημένοι από μια γλώσσα
με κοινά σημεία αναφοράς, οι γκετοποιημένοι δε θα είναι πια ικανοί να “πιάνουν” τα
μηνύματα της Εξουσίας, καταλήγοντας να μην έχουν άλλη διέξοδο από αυθόρμητες
ταραχές, παράλογες και καταστροφικές, σαν αυτοσκοπό.
Η συνεργασία μ’ εκείνα τα μέλη των ε γ κ λ ε ί σ τ ω ν , αηδιασμένων απ’ την ψεύτικη
ελευθερία του κεφαλαίου, που είναι επαναστατικοί φορείς έστω κι ενός μικρού
κομματιού της τεχνολογίας που έκλεψαν απ’ το κεφάλαιο, δε θά ‘ναι αρκετή για να
οικοδομηθεί μια γέφυρα ή μια γλώσσα πάνω στην οποία να βασιστεί η γνώση κι η
ακριβής αντιπληροφόρηση.
Η οργανωμένη δουλειά των μελλοντικών εξεγέρσεων πρέπει να λύσει αυτό το
πρόβλημα, πρέπει να δημιουργήσει –πιθανώς ξεκινώντας απ’ το μηδέν- τους βασικούς
όρους μιας επικοινωνίας που είναι έτοιμη να εξαφανιστεί. Κι η οποία, ακριβώς τη
στιγμή του τέλους της, θα μπορούσε να δώσει ζωή μέσω αυθόρμητων κι ανεξέλεγκτων
αντιδράσεων, σε τέτοιες εκδηλώσεις βίας που θα κάνουν τις ανάλογες εμπειρίες του
παρελθόντος να μοιάζουν ασήμαντες μπροστά τους.



Γενικευμένη εξαθλίωση.
Δε θα μπορούσε κάποιος να δει τα νέα γκέτο όπως τις παραγκουπόλεις του
παρελθόντος, φτιαγμένες όπως- όπως από σκουπίδια κι εξαναγκασμένες να ζουν
στα βάσανα και τις στερήσεις. Τα νέα γκέτο, κωδικοποιημένα απ’ τους κανόνες της
νέας γλώσσας, θα είναι οι παθητικοί δέκτες της τεχνολογίας του μέλλοντος. Θα
τους επιτρέπεται επίσης να κατέχουν τις στοιχειώδεις χειρωνακτικές δεξιότητες που
απαιτούνται για τη λειτουργία αντικειμένων, που περισσότερο απ’ την ικανοποίηση
αναγκών, θα είναι γι’ αυτά μια κολοσσιαία ανάγκη. Αυτές οι δεξιότητες θα είναι απόλυτα
επαρκείς για την υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής στα γκέτο.
Θα είναι ακόμα δυνατό να παράγουν αντικείμενα αξιοσημείωτης πολυπλοκότητας μ’
ένα λογικό κόστος και να τα διαφημίζουν μ’ εκείνη την αύρα της αποκλειστικότητας που
παγιδεύει τον καταναλωτή, θύμα τώρα πια των καπιταλιστικών σχεδίων. Επιπροσθέτως,
με τις νέες παραγωγικές συνθήκες, δε θα έχουμε επαναλήψεις του ίδιου αντικειμένου
στη σειρά, ούτε οι αλλαγές και βελτιώσεις της τεχνολογίας θα έχουν μεγάλες δυσκολίες
και υψηλό κόστος. Αντί αυτών θα υπάρχουν ευέλικτες, σαφείς διαδικασίες που
αλληλοσυμπληρώνονται. Θα είναι δυνατό να θέσουν τις νέες μορφές ελέγχου σε
χρήση με χαμηλό κόστος, να επηρεάσουν τις απαιτήσεις καθοδηγώντας τες κι έτσι να
δημιουργηθούν οι απαραίτητες συνθήκες για την παραγωγή της κοινωνικής ειρήνης.
Η τόσο φανερή απλοποίηση της ζωής, τόσο για τους έ γ κ λ ε ι σ τ ο υ ς όσο και για
τους α π ο κ λ ε ι σ μ έ ν ο υ ς κι η τόσο τεχνολογική “ελευθερία”, έχει οδηγήσει τους
κοινωνιολόγους και τους οικονομολόγους –σαν καλοί άνθρωποι που πάντα ήταν- στο
να τους “ξεφύγει” το περίγραμμα μιας υπερταξικής κοινωνίας, ικανής να “ευημερεί”
χωρίς την εκ νέου αφύπνιση των τεράτων του ταξικού πολέμου, του κομμουνισμού ή
της αναρχίας.
Η πτώση του ενδιαφέροντος για τα συνδικάτα κι η εκμηδένιση της όποιας
ρεφορμιστικής σημασίας είχαν στο παρελθόν –έχοντας πια γίνει απλοί ιμάντες
μεταβίβασης των διαταγών των αφεντικών- φέρεται σαν η απόδειξη για το τέλος της
ταξικής πάλης και τον ερχομό της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Αυτό δεν έχει κανένα
νόημα για διάφορους λόγους τους οποίους θα δούμε αργότερα. Ο συνδικαλισμός κάθε
είδους έχει χάσει τη ρεφορμιστική του σημασία όχι γιατί η ταξική πάλη τελείωσε αλλά
γιατί οι συνθήκες της σύγκρουσης έχουν αλλάξει άρδην.
Βασικά, είμαστε αντιμέτωποι με τη συνέχεια των αντιφάσεων οι οποίες είναι
μεγαλύτερες από ποτέ και παραμένουν άλυτες.
Δύο φάσεις.
Για νά ‘μαστε σχηματικοί, δύο φάσεις μπορούν ν’ αναγνωριστούν. Στη βιομηχανική
περίοδο επικράτησαν ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός κι η παραγωγή που βασίζονταν
στο εργοστάσιο. Ο πιο σημαντικός οικονομικός τομέας ήταν ο δευτερογενής
(βιομηχανία) που χρησιμοποιούσε την παραγόμενη ενέργεια ως μεταποιητικό πόρο
και το οικονομικό κεφάλαιο ως στρατηγικό πόρο. Η τεχνολογία αυτής της περιόδου
ήταν βασικά μηχανική κι ο παραγωγός που ξεχώριζε περισσότερο ήταν ο εργάτης.
Η μεθοδολογία που χρησιμοποιούνταν στα σχέδια ήταν εμπειρική, βασισμένη στο
πείραμα ενώ η οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας σα σύνολο βασίζονταν στην
απεριόριστη ανάπτυξη.
Στη μεταβιομηχανική περίοδο που τώρα προσεγγίζουμε, χωρίς όμως να έχουμε
πλήρως εισέλθει, το Κράτος επιλαμβάνεται του καπιταλιστικού ανταγωνισμού κι
επιβάλλει τα συστήματά του για τη διατήρηση της συναίνεσης και της παραγωγής, με
βασικό σκοπό την προώθηση της κοινωνικής ειρήνης. Η επεξεργασία της πληροφορίας
κι ο μετασχηματισμός των υπηρεσιών θα πάρουν τη θέση του τεχνικού μοντέλου
της βιομηχανικής παραγωγής. Κυρίαρχοι οικονομικοί τομείς γίνονται ο τριτογενής
(υπηρεσίες), ο τεταρτογενής (εξειδικευμένης οικονομίας), και ο πεμπτογενής (έρευνα,
εισοδηματίες, εκπαίδευση, δημόσιος τομέας). Ο κύριος μετασχηματισμένος πόρος
είναι η πληροφορία που αποτελείται από ένα σύνθετο σύστημα μετάδοσης δεδομένων,
ενώ ο στρατηγικός πόρος ορίζεται απ’ τη γνώση που σιγά σιγά παίρνει τη θέση του
οικονομικού κεφαλαίου. Η τεχνολογία εγκαταλείπει το μηχανικό της περιεχόμενο κι
εστιάζει στο διανοητικό της μέρος. Το τυπικό βασικό στοιχείο που απασχολείται απ’ αυτή
τη νέα τεχνολογία δεν είναι πια ο εργάτης αλλά ο τεχνικός, ο επαΐων κι ο επιστήμονας.
Η μέθοδος που χρησιμοποιείται στο σχεδιασμό βασίζεται σε μια αφηρημένη θεωρία,
όχι πειραματική όπως ήταν κάποτε, ενώ η οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας
βασίζεται στην κωδικοποίηση της θεωρητικής γνώσης.
Το τέλος της εργατικής πρωτοπορίας.
Κατευθύνοντας την προσοχή μας στην παραγωγική βιομηχανική φάση, ο μαρξισμός
θεώρησε θεμελιώδη τη συνεισφορά της εργατικής τάξης στην επαναστατική λύση των
κοινωνικών αντιθέσεων. Αυτό κατέληξε στο να καταληφθεί βαθμιαία το εργατικό κίνημα
απ’ τον αντικειμενικό σκοπό της κατάληψης της εξουσίας.
Η Χεγκελιανή αντίφαση, καλλιεργημένη απ’ το Μαρξ, βρίσκεται ακριβώς στην
καρδιά αυτού του συλλογισμού: ότι η διαλεκτική αντίθεση μεταξύ προλεταριάτου και
μπουρζουαζίας θα μπορούσε να οξυνθεί απ’ την ενδυνάμωση του προλεταριάτου μέσω
της ενδυνάμωσης του Κράτους. Έτσι λοιπόν κάθε νίκη της καταστολής θεωρούνταν και
ως αντιπολίτευση της μελλοντικής νίκης του προλεταριάτου. Το όλο ζήτημα τέθηκε
κάτω από την προοδευτική ματιά –χαρακτηριστική του Διαφωτισμού- της πιθανότητας
να οικοδομηθεί το “πνεύμα” σ’ ένα κόσμο ύλης.
Με μερικές αναμφίβολα ενδιαφέρουσες τροποποιήσεις, αυτή η παλιά αντίληψη
της ταξικής πάλης υφίσταται ακόμα σήμερα, τουλάχιστον σε κάποια απ’ τα εφιαλτικά
οράματα που εμφανίζονται περιστασιακά, βγαλμένα απ’ τα παλιά σχέδια δόξας και
κατάκτησης. Καμιά σοβαρή ανάλυση δεν έχει ποτέ προκύψει απ’ αυτή την τελείως
φανταστική αντίληψη.
Υπάρχει μια περισσότερο ή λιγότερο κοινή συμφωνία ότι οι εργάτες έχουν εκτοπιστεί
απ’ την κεντρική τους θέση. Πρώτα, σταδιακά, με την έννοια της μετακίνησής τους απ’
το εργοστάσιο στο συνολικό κοινωνικό πεδίο. Έπειτα, πιο αποφασιστικά, υπό την έννοια
της προοδευτικής υποκατάστασης του δευτερογενούς βιομηχανικού τομέα απ’ τον
τριτογενή των υπηρεσιών.


Το τέλος κάποιων εκ των ψευδαισθήσεων των αναρχικών.
Οι αναρχικοί είχαν επίσης ψευδαισθήσεις που έχουν κι αυτές σβήσει. Για να
μιλήσουμε με ακρίβεια, ενώ αυτές οι αυταπάτες δεν αναφέρονται σε κεντρικό ρόλο των
εργατών, συχνά είδαν τον κόσμο της εργασίας σα θέμα θεμελιώδους σημασίας, δίνοντας
προτεραιότητα στη βιομηχανία έναντι του πρωτογενούς (αγροτικού) τομέα. Ήταν ο
αναρχοσυνδικαλισμός που ενίσχυσε αυτές τις αυταπάτες.
Ακόμα και πρόσφατα, υπήρξε μεγάλος ενθουσιασμός για την -εκ της τέφρας της-
ανασύσταση της CNT (ΣΗΜ: Η ισπανική αναρχοσυνδικαλιστική Εθνική Συνομοσπονδία
Εργασίας), ιδιαίτερα απ’ αυτούς που φαίνεται να είναι οι πιο ριζοσπαστικοί θιασώτες των
νέων “δρόμων” του ρεφορμιστικού αναρχισμού σήμερα.
Το κύριο σημείο περί του κεντρικού ρόλου των εργατών (διαφορετική απ’ την
αντίστοιχη των μαρξιστών αλλά όχι τόσο όσο γενικά θεωρείται) ήταν η σκιά του
Κόμματος.
Για πολύ καιρό το αναρχικό κίνημα έχει δράσει σα μια οργάνωση σύνθεσης, που
πάει να πει σαν ένα κόμμα. Όχι όλο το αναρχικό κίνημα αλλά σίγουρα οι οργανωμένες
μορφές του.
Ας πάρουμε την ιταλική FAI (ΣΗΜ: Ιταλική Αναρχική Ομοσπονδία) για παράδειγμα.
Ως σήμερα είναι μια οργάνωση σύνθεσης, βασίζεται σ’ ένα πρόγραμμα, τα περιοδικά
της Συνέδρια αποτελούν το κύριο σημείο για τις δραστηριότητές της και αντικρίζει την
πραγματικότητα από έξω, απ’ την πλευρά ενός “συνεκτικού” κέντρου, μ’ άλλα λόγια, σα νά
́ναι η σύνθεση ανάμεσα στην πραγματικότητα εκτός του κινήματος (την επαναστατική
πραγματικότητα) και σ’ αυτήν εντός του ειδικού αναρχικού κινήματος.
Βέβαια, κάποιοι σύντροφοι θ’ αντέτειναν πως αυτές οι παρατηρήσεις είναι πολύ
γενικές αλλά δε θα μπορούσαν ν’ αρνηθούν πως η αντίληψη που στηρίζει τη σχέση
σύνθεσης (που μια ειδική αναρχική οργάνωση εγκαθιδρύει με την εκτός του κινήματος
πραγματικότητα) είναι πολύ κοντινή στην “κομματική” αντίληψη.
Οι καλές προθέσεις δεν αρκούν.
Λοιπόν, αυτή η αντίληψη έχει ξεθωριάσει. Όχι μόνο ανάμεσα στους νεότερους
συντρόφους που επιθυμούν μια ανοιχτή και α φ ο ρ μ α λ ι σ τ ι κ ή σχέση με το
επαναστατικό κίνημα, αλλά το πιο σπουδαίο, έχει αποτύχει μέσα στην ίδια την κοινωνική
πραγματικότητα.
Αν οι βιομηχανικές συνθήκες παραγωγής έκαναν τον συνδικαλιστικό αγώνα λογικό,
όπως τις μαρξιστικές μεθόδους καθώς κι εκείνες των ελευθεριακών οργανώσεων
σύνθεσης, σήμερα, σε μια μεταβιομηχανική προοπτική, σε μια πραγματικότητα
που έχει αλλάξει εκ βάθρων, η μόνη δυνατή στρατηγική για τους αναρχικούς είναι η
αφορμαλιστική. Μ’ αυτό εννοούμε ομάδες συντρόφων που ενώνονται με συγκεκριμένους
σκοπούς στη βάση της συγγένειας και συντελούν στην οικοδόμηση μαζικών σχημάτων
που θέτουν ενδιάμεσους στόχους, ενώ δημιουργούν τις μίνιμουμ συνθήκες για την
εκτροπή καταστάσεων από απλές ταραχές σε εξέγερση.
Το κόμμα του μαρξισμού είναι νεκρό. Αυτό των αναρχικών, το ίδιο. Όταν διαβάζω
κριτικές σαν κι αυτές που έγιναν πρόσφατα απ’ το χώρο της κοινωνικής οικολογίας,
που μιλούν για τα θάνατο του αναρχισμού, αντιλαμβάνομαι ότι είναι ένα ζήτημα
γλώσσας, όπως επίσης κι έλλειψης ικανότητας να εξετάζουμε προβλήματα εντός του
αναρχικού κινήματος, ένα εμπόδιο που επιπλέον επισημαίνεται κι απ’ αυτούς τους
ίδιους τους συντρόφους. Αυτό που είναι νεκρό γι’ αυτούς –και για μένα επίσης- είναι
ο αναρχισμός που νόμισε πως θα μπορούσε να γίνει το οργανωτικό σημείο αναφοράς
για την επόμενη επανάσταση, που είδε τον εαυτό του σαν μια οντότητα σύνθεσης που
σκοπό είχε να γεννά πολλαπλές μορφές ανθρώπινης δημιουργικότητας οι οποίες θα
επιτίθονταν στις κρατικές δομές της συναίνεσης και της καταστολής. Αυτό που είναι
νεκρό είναι ο στάσιμος αναρχισμός των παραδοσιακών οργανώσεων που βασίζονταν
στην διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών θέτοντας ποσοτικούς στόχους. Η ιδέα πως η
κοινωνική επανάσταση είναι κάτι που θα προέλθει αναγκαστικά απ’ τους δικούς μας
αγώνες, έχει αποδειχτεί αβάσιμη. Μπορεί να γίνει έτσι αλλά μπορεί και όχι.
Ο ντετερμινισμός είναι νεκρός και ο τυφλός νόμος αιτίας κι αποτελέσματος επίσης. Τα
επαναστατικά μέσα με τα οποία δουλεύουμε, συμπεριλαμβανόμενης της εξέγερσης, δε
θα οδηγήσουν αναγκαστικά στην κοινωνική επανάσταση. Το αιτιοκρατικό μοντέλο, τόσο
αγαπητό στους θετικιστές του τελευταίου αιώνα, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα.
Η επανάσταση γίνεται πιθανή ακριβώς γι’ αυτό το λόγο.
Ταχύτητα και πολλαπλότητα.
Η μείωση του χρόνου στη μεταβίβαση δεδομένων σημαίνει την επίσπευση της
προγραμματισμένης διαδικασίας λήψης των αποφάσεων. Αν αυτός ο χρόνος μειωθεί
στο μηδέν (όπως συμβαίνει στον ηλεκτρονικό real time-πραγματικό χρόνο), οι
προγραμματισμένες αποφάσεις όχι μόνο επιταχύνονται αλλά επίσης μετασχηματίζονται.
Γίνονται κάτι άλλο.
Τροποποιώντας το σχεδιασμό, τα στοιχεία των παραγωγικών επενδύσεων
τροποποιούνται επίσης, μεταφέρονται απ’ το παραδοσιακό κεφάλαιο (κυρίως
οικονομικό) στο κεφάλαιο του μέλλοντος (κυρίως διανοητικό).
Η διαχείριση της διαφοράς είναι απ’ τα βασικά στοιχεία του real time-πραγματικού
χρόνου.
Με την τελειοποίηση της σχέσης μεταξύ πολιτικής και οικονομίας, τον τερματισμό
των αντιθέσεων που προέρχονται απ’ τον ανταγωνισμό, την οργάνωση της συναίνεσης
και το πιο σπουδαίο, με τον προγραμματισμό όλων αυτών σε μια προοπτική real time-
πραγματικού χρόνου, το εξουσιαστικό οικοδόμημα αποκόπτει ένα μεγάλο μέρος της
κοινωνίας: το κομμάτι των α π ο κ λ ε ι σ μ έ ν ω ν.
Η ταχέως αυξανόμενη ταχύτητα των παραγωγικών λειτουργιών θα δώσει όσο τίποτ’
άλλο ώθηση σε μια πολιτιστική και γλωσσική αλλαγή. Εδώ βρίσκεται ο μεγαλύτερος
κίνδυνος για τους γκετοποιημένους.
Το τέλος του ρεφορμισμού, το τέλος του κόμματος.
Το κόμμα βασίζεται στη ρεφορμιστική υπόθεση. Αυτό απαιτεί μια κοινότητα
γλώσσας, αν όχι συμφερόντων. Αυτό συνέβαινε με τα κόμματα όπως και με τα συνδικάτα.
Η κοινότητα γλώσσας έπαιζε το ρόλο της σε μια φαντασιακή ταξική αντίθεση που
χαρακτηρίζονταν από απαιτήσεις για βελτιώσεις απ’ τη μια και εναντίωση στην
παραχώρησή τους απ’ την άλλη.
Το να ζητάμε κάτι απαιτεί μια “από κοινού” γλώσσα με τον οποιοδήποτε το κατέχει.
Τώρα, το παγκόσμιο καταπιεστικό σχέδιο σκοπεύει στο να διαρρήξει αυτή την
κοινότητα.
Όχι με τα τείχη των ειδικών φυλακών, τα γκέτο, τις πόλεις-δορυφόρους ή τα μεγάλα
βιομηχανικά κέντρα αλλά αντίθετα, με την αποκεντρωμένη παραγωγή, τη βελτίωση
των υπηρεσιών, την αποδοχή των οικολογικών αρχών στην παραγωγή, όλα μα τον πιο
απόλυτο διαχωρισμό των α π ο κ λ ε ι σ μ έ ν ω ν.
Κι αυτός ο διαχωρισμός θα επιτευχθεί με την προοδευτική αποστέρησή τους απ’ τη
γλώσσα που κατείχαν από κοινού με την υπόλοιπη κοινωνία.
Δε θα έχει μείνει τίποτα πια για να απαιτηθεί.


Οι άφωνοι αποκλεισμένοι.
Σε μια περίοδο που θα μπορούσε ακόμα να οριστεί ως βιομηχανική, η συναίνεση
βασίζονταν στη δυνατότητα συμμετοχής στα οφέλη της παραγωγής. Σε μια περίοδο
όμως που η δυνατότητα του κεφαλαίου ν’ αλλάζει είναι πρακτικά απεριόριστη, το δίδυμο
Κράτους / Κεφαλαίου θα χρειαστεί μια δική του γλώσσα, ξεχωριστή απ’ αυτή των α π ο-
κ λ ε ι σ μ έ ν ω ν, με σκοπό την καλύτερη υλοποίηση της νέας του προοπτικής.
Το απρόσιτο της κυριαρχούσας γλώσσας θα γίνει μακράν το πιο αποτελεσματικό
μέσο του διαχωρισμού σε σχέση με τα παραδοσιακά γκέτο. Η αυξανόμενη δυσκολία
στην κατανόηση της κυρίαρχης γλώσσας θα την καταστήσει βαθμιαία τελείως “ξένη”.
Απ’ αυτή τη στιγμή θα εξαφανιστεί απ’ τις επιθυμίες των α π ο κ λ ε ι σ μ έ ν ω ν και θα
παραμείνει αγνοημένη απ’ αυτούς. Από δω και πέρα οι έ γ κ λ ε ι σ τ ο ι θα είναι οι “άλλοι”
για τους α π ο κ λ ε ι σ μ έ ν ο υ ς και το αντίστροφο.
Αυτή η διαδικασία αποκλεισμού είναι απαραίτητη για τον κατασταλτικό σχεδιασμό.
Θεμελιώδεις έννοιες του παρελθόντος όπως αλληλεγγύη, κομμουνισμός, επανάσταση,
αναρχία, βάσιζαν την αξία τους στην κοινή αναγνώριση στην κοινή ιδέα της ισότητας.
Αλλά για τους κατοικούντες στο κάστρο των Τευτόνων Ιπποτών, οι αποκλεισμένοι
δε θα είναι άνθρωποι αλλά απλώς πράγματα, αντικείμενα που θα πωλούνται και θ’
αγοράζονται, ότι ήταν ακριβώς οι σκλάβοι για τους προγόνους μας.
Δε νιώθουμε ίσοι απέναντι στο σκυλί, επειδή περιορίζεται στο να γαβγίζει, δε “μιλάει”
τη γλώσσα μας. Μπορεί να μας αρέσει πολύ αλλά αναγκαστικά το νιώθουμε σαν κάτι
“άλλο”, και δεν αφιερώνουμε πολύ σκέψη για το είδος του, τουλάχιστον όχι στο επίπεδο
όλων των σκυλιών, προτιμώντας ν’ ασχολούμαστε με το σκύλο που μας δείχνει την
υπακοή και την αγάπη του ή την αγριότητά του απέναντι στους εχθρούς μας.
Απο τις ταραχες στην εξεγερση- αναλυση για μια αναρχικη προοπτικη ε... https://drive.google.com/file/d/0BwBHDwss7RfrMzRZNktqam1ESGs/view
Κάτι παρόμοιο θα συμβεί σε σχέση μ’ όλους αυτούς που δεν μοιράζονται τη γλώσσα
μας. Εδώ, δεν πρέπει να μπερδέψουμε τη γλώσσα με τη “διάλεκτο”. Η προοδευτική κι
επαναστατική μας παράδοση, μας έχει διδάξει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, πάνω
και πέρα από διαφορές στη μητρική τους γλώσσα. Αλλά εδώ μιλάμε για μια πιθανή
καταπιεστική προοπτική που θα στερήσει τους α π ο κ λ ε ι σ μ έ ν ο υ ς απ’ τη δυνατότητα
επικοινωνίας με τους έ γ κ λ ε ι σ τ ο υ ς. Με τη ραγδαία μείωση της χρησιμότητας του
γραπτού λόγου και τη σταδιακή αντικατάσταση των βιβλίων και των εφημερίδων με
εικόνες, χρώματα και μουσική για παράδειγμα, η αυριανή Εξουσία θα μπορούσε να
κατασκευάσει μια γλώσσα προορισμένη μόνο για τους α π ο κ λ ε ι σ μ έ ν ο υ ς. Αυτοί με
τη σειρά τους, θα είναι ικανοί να δημιουργήσουν διαφορετικά, ακόμα και δημιουργικά,
μέσα γλωσσικής αναπαραγωγής, αλλά πάντα με τους δικούς τους κώδικες και τελείως
αποκομμένα απ’ τους κώδικες των ε γ κ λ ε ί σ τ ω ν, άρα κι από κάθε πιθανότητα
κατανόησης του κόσμου των δεύτερων. Και η ακατανοησία απέχει από την απάθεια και
το τέλος της σκέψης μόνο ένα μικρό βήμα.
Ο ρεφορμισμός επομένως πνέει τα λοίσθια. Δε θα είναι ικανός πλέον να θέτει
αιτήματα γιατί κανείς δε θα ξέρει τι να ζητήσει από ένα κόσμο που έχει πάψει να μας
ενδιαφέρει ή να μας λέει οτιδήποτε κατανοητό.
Αποκομμένοι απ’ τη γλώσσα των ε γ κ λ ε ί σ τ ω ν, οι αποκλεισμένοι θά ‘ναι επίσης
αποκομμένοι κι απ’ τη νέα τεχνολογία. Ίσως θα ζουν σ’ ένα καλύτερο, πιο επιθυμητό
κόσμο, με λιγότερους κινδύνους συγκρούσεων του είδους της Αποκάλυψης, και
ενδεχομένως, με μικρότερη ένταση οφειλόμενης στην οικονομία. Αλλά θα υπάρξει μια
αύξηση της άνευ “λογικών” αιτίων έντασης.
Απ’ τις πιο περιφερειακές περιοχές του πλανήτη, όπου παρά τον “πραγματικό
χρόνο-real time”, το σχέδιο της εκμετάλλευσης θα συναντά πάντα εμπόδια εθνικής ή
γεωγραφικής φύσης, ως τις μητροπόλεις όπου οι ταξικοί διαχωρισμοί είναι πιο αυστηροί,
η βασιζόμενη στην οικονομία διαμάχη θα συνοδευτεί από μια τάση για συγκρούσεις
μιας παράλογης φύσης.
Στα πλαίσια ελέγχου τους, οι έ γ κ λ ε ι σ τ ο ι στοχεύουν σε μια γενική συναίνεση
μειώνοντας τις οικονομικές δυσκολίες των α π ο κ λ ε ι σ μ έ ν ω ν. Θα μπορούσαν να τους
εφοδιάσουν με μια προκατασκευασμένη γλώσσα για να τους επιτρέψουν μια τμηματική
και αρτηριοσκληρωτική χρήση ενός μέρους της κυρίαρχης τεχνολογίας. Θα μπορούσαν
επίσης να τους επιτρέψουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Αλλά δε θά ‘ναι ικανοί να
εμποδίσουν τα ξεσπάσματα της παράλογης βίας που θα εμφανιστούν απ’ το αίσθημα
της ματαιότητας, της πλήξης κι απ’ τη θανάσιμη ατμόσφαιρα των γκέτο.
Για παράδειγμα, στη Βρετανία, που είναι πάντα ένα βήμα μπροστά στην εμφάνιση
των κατασταλτικών σχεδιασμών του κεφαλαίου, είναι ήδη δυνατό να ιδωθεί η αρχή
αυτής της τάσης. Το κράτος βέβαια δεν εγγυάται την επιβίωση, υπάρχει ένα απίστευτο
ποσοστό φτώχειας κι ανεργίας, αλλά οι ταραχές που συχνά ξεσπούν, ξεκινάνε από
νέους ανθρώπους –ειδικά απ’ όσους κατάγονται απ’ τις Δυτικές Ινδίες- που γνωρίζουν
πως έχουν ξεκοπεί οριστικά από ένα κόσμο που τους είναι ήδη ξένος κι απ’ τον οποίο
μπορούν να δανειστούν κάποια πράγματα ή τρόπους να παράγουν κάτι αλλά στον οποίο
ήδη έχουν αρχίσει να αισθάνονται “ξένοι”.
 Το μελλον δε θα ρθει
απο μοναχο του,ετσι νετο-σκετο
αν δεν παρουμε μετρα κι εμεις.
Η κομμουνα δεν εινια μια βασιλοπουλα του παραμυθιου,που λες,
για να την ονειρευεσαι τις νυχτιες.
Μετρησε,καλοσκεψου,σημαδεψε-
και τραβα,βηματα τα βηματα,
εστω και πανω σε μικροζητηματα.
Βλ.Μαγιακοφσκι, 1925

Απ’ τις παράλογες ταραχές στη συνειδητή εξέγερση.
Τα μαζικά κινήματα που τόσο εντύπωση κάνουν σε κάποιους απ’ τους συντρόφους
μας σήμερα, εξ’ αιτίας της επικινδυνότητάς και –κατά τη γνώμη τους- της ματαιότητάς
τους, είναι σημάδια της κατεύθυνσης που οι αυριανοί αγώνες θ’ ακολουθήσουν.
Ακόμα και τώρα, πολλοί νέοι άνθρωποι δεν είναι πια ικανοί να εκτιμήσουν την
κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Στερημένοι απ’ αυτό το μίνιμουμ της κουλτούρας
που το σχολείο κάποτε παρείχε, βομβαρδιζόμενοι από μηνύματα που περιέχουν άσκοπη,
αδικαιολόγητη βία, ωθούνται με χιλιάδες τρόπους σε μια βίαιη, παράλογη κι αυθόρμητη
ανταρσία και αποκόπτονται απ’ τους “πολιτικούς” στόχους που οι περασμένες γενιές
πίστευαν πως μπορούν να διακρίνουν με τόση διαύγεια.
Τα “μέρη” κι οι εκφράσεις αυτών των συλλογικών εκρήξεων διαφέρουν πολύ. Οι
λόγοι το ίδιο. Σε κάθε περίπτωση όμως, ανιχνεύονται στην αδιαλλαξία της κοινωνίας του
θανάτου που διευθύνεται απ’ τη συνεργασία Κράτους / Κεφαλαίου.
Είναι άσκοπο να φοβόμαστε αυτές τις εκδηλώσεις εξ’ αιτίας των παραδοσιακών
ιδεών που έχουμε για την επαναστατική δράση εντός των μαζικών κινημάτων.
Δεν είναι ζήτημα φόβου αλλά περάσματος στη δράση αμέσως, πριν να είναι πολύ
αργά.
Ένας μεγάλος όγκος υλικού είναι τώρα διαθέσιμος στις τεχνικές της συνειδητής
εξέγερσης -στον οποίο κι εγώ έχω συνεισφέρει- μέσα απ’ τον οποίο οι σύντροφοι ίσως
αντιλαμβάνονται την επιπολαιότητα και την κενότητα κάποιων προκατειλημμένων
ιδεών που τείνουν μάλλον να μπερδεύουν παρά να ξεκαθαρίζουν τα πράγματα.
Εν συντομία, επαναβεβαιώνουμε ότι η εξεγερτική μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί
μόνο από αφορμαλιστικές αναρχικές οργανώσεις. Αυτές θα πρέπει να είναι ικανές να
δημιουργούν και να συμμετέχουν στη λειτουργία ομάδων βάσης (μαζικές οργανώσεις)
των οποίων ο ξεκάθαρος σκοπός είναι να επιτίθενται και να καταστρέφουν τους στόχους
που ορίζονται απ’ την Εξουσία, εφαρμόζοντας τις αρχές της αυτοδιαχείρισης, του
διαρκούς αγώνα και της άμεσης δράσης.