οικονομια,πολιτικη,κοινωνικα,τεχνη,ψυχολογια,λογιοι

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Σκατά στο Πνεύμα



Αντονεν  Αρτω
Σκατά

                  στο 

Πνεύμα





Εκδόσεις Discordia



















ANTONIN ARTAUD
(1696-1946)
AΝ και ο θεος είναι νεκρος
ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ.
ΤΟ ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟ ΑΥΤΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΤΟ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΟΥ «ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ», ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ
tel quel             (No 3,Φθινόπωρό 1960)




Το κείμενο αυτό μεταφράστηκε
από τον Αλέξανδρο Ζήτα.
Πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
Discordia το Μάιο του 1995
και επανακυκλοφόρησε
ελαφρώς αλλαγμένο και με κάποιες
διορθώσεις τον Ιανουάριο του 1997.
Copyright: Ο Θεός είναι νεκρός
Τα Πάντα Επιτρέπονται
Εκδόσεις Discordia, 1997
Τ.θ. 31807,10035 ΑΘΗΝΑ


Μετά τον ρομαντισμό,     0 συμβολισμός,  ο ντανταϊσμός,
ο σουρεαλισμός, ο λετρισμός και ο μαρξισμός,
δηλαδή εκατό «σχολές» πολιτικής, φιλο­σοφικής και λογοτεχνικής ανατροπής, υπάρχει μια λέξη, ένα πράγμα, που έμεινε όρθιο, μια αξία που έμεινε αναλλοίωτη, που διατήρησε σε πείσμα όλων την υπεροχή της, είναι η λέξη και το πράγμα πνεύμα, η αξία που προσδίδεται στο πνεύμα, η αξία του πράγματος πνεύμα, λες και θ' αρκούσε να προφέρουμε την μαγνητική αυτή λέξη,
λες και θ' αρκούσε να την αφήσουμε να ξεπηδήσει στη γωνιά μιας σελίδας, για να έχουν ειπωθεί όλα.
Σαν να εννοείτο, πράγματι,
και σαν αρχή και σαν ουσία, ότι το πνεύμα
είναι η έμφυτη έννοια, η αξία υπόδειγμα, η λέξη κορυφή,
που από το σημείο αυτό και πέρα, ο παλιός αταβιστικός αυτοματισμός του ζώου που ονομάζεται άνθρωπος θα έπαυε να κλυδωνίζεται.


Γιατί το φορείο θα ήταν καλά στερεωμένο

στη θέση του .

Παντού ήταν αναμφισβήτητο, μετά από, δεν ξέρω κι εγώ πόσα, χρόνια Καββαλισμού, ερμητισμού, μυσταγωγίας, πλατωνισμού και ψυχουργίας,

ότι το σώμα είναι τέκνο του πνεύματος, του οποίου φαίνεται να είναι η διόγκωση, το σύμφυρμα ή ο μαγικός σωρός και πως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε σώμα που να μην είναι, στο τέλος της φυσικής πορείας, η κατάληξη μιας σκοτεινής σύζευξης του πνεύματος με την ίδια του τη δύναμη, το όριο μιας διαδρομής επιλεγμένης απ' το ίδιο το πνεύμα κατά την πορεία του,

σαν να μην μπορούσε να υπάρχει σώμα,

εαν δεν υπήρχε κάπου το πνεύμα,

σαν η κατάσταση που αποκαλείται σώμα, το

πράγμα που ονομάζουμε σώμα, να ήταν

ουσία και φύσει κατώτερο από την

κατάσταση πνεύμα και να πήγαζε απ'

αυτήν.

Σαν το σώμα να ήταν η άμαξα και το πνεύμα, το άλογο, που οδηγείται από ένα άλλο πνεύμα που ονομάζεται αμαξάς.

Σαν το σώμα να είναι οι εργάτες του εργοστασίου και το πνεύμα, το αφεντικό, το οποίο έχει επινοήσει το αλυσσόδεμα των εργατών στη διαδικασία παραγωγής.

Σαν το σώμα να ήταν το κορμί όλων των στρατιωτών που σκοτώνονται υπό τις διαταγές αυτού του μεγάλου πνεύματος, του Στρατηγού, που τους στέλνει να σφαγιασθούν.

Σαν να ήταν αυτονόητο για τη ζωή ότι το σώμα είναι αυτή η βρωμερή ουσία μέσα στην οποία το πνεύμα κάνει το ποδόλουτρό του, όπως ένας καπουτσίνος ξεπλένει τις μπότες του μέσα στο λουτρό αίματος του πολέμου.

Και το σώμα δεν έχει παρά να το βουλώσει. Θα ήθελα να δω το σώμα ενός πνεύματος να     οργανώνει      τα μελλοντικά του

κοιμητήρια.

Αλλά πιο πριν, θα ήθελα να μιλήσω για τους εφιάλτες.

Αστεία ανακολουθία, δεν είναι;

Να περνάς έτσι ξαφνικά και κτηνώδικα από το πνεύμα στους εφιάλτες.





Οι εφιάλτες προέρχονται απ' τους παληανθρώπους, απ' όλους τους αρνητές του σώματος,

απ’ όλους τους πλήρεις πνεύματος, που ασκούν μαγεία για να ζήσουν και που δεν έχουν βιώσει παρά μόνο πνεύμα, δηλαδή τη
μαγεία.
Χωρίς τους υποστηρικτές της καθαρότητας
του πνεύματος,
του καθαρού πνεύματος σαν αρχή των αραγμάτων και του Θεού ως καθαρού

πνεύματος,

δεν θα υπήρχαν εφιάλτες.

Και όλοι βέβαια, από τότε που υπάρχει η γη, έχουν να παραπονεθούν για έναν εφιάλτη, να του προσάψουν, μόλις ξυπνήσουν, ότι τους βασάνισε τη νύχτα, χωρίς όμως να δώσουν μεγαλύτερη σημασία, χωρίς να δώσουν προσοχή στην σοβαρότητα του γεγονότος.

Δεν γνωρίζουν ότι ο εφιάλτης είναι η είσοδος του παραλογισμού από το κενό, η αναρχία μέσα στην κανονική λογική του μυαλού τους,
το δηλητήριο που ρίχνεται στην ευμάρεια, μια παρέμβαση από κάτω προς τα πάνω,


ότι είναι η σταγόνα του μίσους κάποιου άλλου, που κυλάει στη βραδινή αναπνοή τους, η ενστάλαξη μιας νύμφης του πνεύματος, ένα δάκρυ καθαρού πνεύματος που αθόρυβα εισήχθη στο σώμα τους, από κάθε τι που είναι αδυναμία, απουσία, κενό, μίσος, αρρώστια ή επιθυμία.

Ο εφιάλτης λοιπόν, για την πλειοψηφία των κοιμωμένων στη γη δεν είναι παρά μια ωραία ιστορία που διηγούνται μόλις πεταχτούν απ' το κρεβάτι.

Κάτι σαν διήγημα του Ένχγκαρ Πόε, του Ερμάν Μελβίλ, του Χόφμαν, του Λαμότ Φουκέ, του Ναθαναέλ Χώθορν, του Αιούις ή του Καμίσο,

των οποίων το όνειρο τούς παρέχει το υλικό για την απεικόνιση τάχα της ζωής, αλλά δεν υποψιάζονται, δεν αντιλαμβάνονται,

πως κάποιοι άνθρωποι ψάχνουν μεθοδικά, μέσα στο όνειρο, τον τρόπο για να σταματήσουν τη ζωή, να αποκτήσουν αυτοί οι ίδιοι ζωή, εις βάρος της στρεβλωμένης αγωνίας του κοιμώμενου που αυτοί έχουν κυριεύσει.
Με ποιο τρόπο;

Επωφελούμενοι απ’ τον ύπνο του ανθρώπου,

από την χαλάρωση που προσφέρει ο ύπνος στον άνθρωπο, για να ξεριζώσουν από τη φυσιολογική ροή του μοριακού τρόπου ύπαρξης ενός ανθρώπου, μια μικρή φέτα ζωής, ένα μικρό αιμάτινο δίκτυο ατόμων που θα τους χρησιμεύσει για να θρέψουν τη δική τους ζωή.

Ένας εφιάλτης δεν είναι ποτέ τυχαίο συμβάν, αλλά συμφορά ολοδική μας, ξαμολημένη από μια πουτάνα, από το στόμα ενός βαμπίρ που μας βρίσκει πολύ πλούσιους σε ζωή και που δημιουργεί, με ορισμένες σταλαγματιές αλληλεπιδράσεων μέσα στις σκέψεις μας, καταστροφικά κενά στις διαδρομές των αναπνοών του κοιμώμενου σώματός μας το οποίο νομίζει ότι έχει γλιτώσει από τις έγνοιες.

Είναι οι άνθρωποι λοιπόν που δημιουργούν αυτούς τους εφιάλτες, αλλά αυτοί οι άνθρωποι είναι πνεύματα που θέλησαν να παραμείνουν.,.στο πνεύμα χωρίς να προχω­ρήσουν πιo μακριά στη ζωή.

Και τι είναι το πνεύμα;

Το πνεύμα πραγματικά.

Εννοώ πέρα από τη Φιλοσοφία.

Και γιατί το σώμα να προέρχεται από το πνεύμα και όχι το πνεύμα από το σώμα; Γιατί το πνεύμα να περιέχει τις αξίες και το σώμα να θεωρείται απλώς η άθλια κατοικία τους, η υλική τους ενσάρκωση;

Λες και υπήρξε ποτέ κάποιο μυστήριο που ονομάζεται ενσάρκωση.

Ποιά σχέση υπάρχει ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα;

Αν σκεφτούμε καλά, καμία.

Γιατί το σώμα ξέρουμε τι είναι, αλλά το πνεύμα,

ποιός είπε πως ήταν η αρχή εκείνη απ' όπου ξεπηδά ό,τι υπάρχει στη ζωή;

Είναι το πνεύμα που έχει τα δεδομένα. Μέσα σ' αυτό είναι που βλέπουμε τις ιδέες, τα μητρικά αυτά μαστάρια απ' τα οποία τρέφεται ο,τιδήποτε έχει ενέργεια.

Αλλά, μας την σπας, Πλάτωνα. Και σείς, Σωκράτη, Επίκτητε, Επίκουρε, Καντ, ακόμα κι εσύ Καρτέσιε.

Γιατί μπορούμε εύκολα ν' αντιστρέφουμε το πρόβλημα και να πούμε πως το πνεύμα δε θα είχε υπάρξει, ούτε οι αξίες και τα
δεδομένα που, αν το σώμα, που τις διέδωσε, δεν βρισκόταν εκεί, τη στιγμή που το πνεύμα, πάντα βρισκόμενο σε ακινησία, αρεσκόταν απλώς να τις κοπάζει, περιμένοντας να τις σοδομίσει απ' την πρώτη στιγμή.
Αφού χωρίς την αρχή του σοδομισμού, δεν θα απέμενε πλέον στο πνεύμα παρά να αδειάσει εξίσου τη γη και το μεγάλο κενό των πλανητών, το οποίο ο Πλάτωνας, αυτός ο θλιβερός ημιμαθής, νόμισε κάποια μέρα ότι ήταν επιπλωμένο με ιδέες, που κανείς ποτέ δεν συνάντησε.
Γιατί το πνεύμα είναι μια πομφόλυγα, μια
απάτη.
Ένα είδος στοιχειωμένου καπνού που δε ζει παρά μόνο απ' ό,τι απομυζά από το σώμα, για να κάνει με κόπο μια κίνηση και όχι μια σκέψη ή μια υπόθεση.
Γιατί τι είναι αυτές οι σκέψεις, οι υποθέσεις, οι αξίες και οι ιδιότητες;
Έννοιες χωρίς ζωή που υλοποιούνται μόνο όταν το σώμα τις αποβάλει, δημιουργώντας μια μεγάλη εφίδρωση για να τις αναγκάσει να το εγκαταλείψουν.


Γιατί το σώμα δεν έχει ποτέ ανάγκη να του προσδιορίσουμε τι έκανε.

Χωρίς τις καθημερινές λειτουργίες του σώματος, δεν θα γεννιόταν ποτέ καμιά σκέψη και δεν είναι από το σώμα που γεννιέται, αλλά ενάντιά του, με την ευκαιρία μιας κίνησης δικής του, της οποίας η σκέψη, δηλαδή η σκιά, θέλησε να ζήσει από μόνη της, υπό την επήρεια των λεγάμενων πνευμάτων.

Αυτών των εξόριστων αερικών που ήθελαν να αποκτήσουν υπόσταση χωρίς όμως να κοπιάσουν για να την κερδίσουν.
Όταν κάποιος δεν έχει σώμα και είναι ένα τίποτα, όταν δεν έχει ακόμα αναπνεύσει, απαιτείται φοβερή θέληση για να καταφέρει να κατασκευάσει ένα τέτοιο σώμα και να κατακτήσει μ' αυτό τη δυνατότητα να αναπνέει καθολικά.
Και αυτό δεν είναι θέμα σκέψης, αλλά μιας τρομερής φρίκης την οποία πρέπει να υπερπηδήσει.

Σ' αυτό το σημείο είναι που ψόφησε ο μεγάλος αγύρτης, ο απατεώνας,


ο μέγας γαμημένος από την πλημμύρα των καθαρών ουσιών,

που ως αρχή και ουσία και χωρίς σώμα για να τους αντισταθεί, δεν είναι παρά η τρύπα του αιώνιου περάσματος κάθε σκέψης ή υπόθεσης για ύπαρξη, ο Θεός,

πνεύμα καθαρό, σκιά και δυνητικότητα. Πολύ δειλά για να επιχειρήσουν να αποκτήσουν σώμα, τα πνεύματα, πτητικά αέρια, πιo ελαφριά και από κάθε

επεξεργασμένο σώμα,

περιφέρονται στο στερέωμα ή στο κενό και η απουσία ζωής, το κενό τους, η απέραντη νωθρότητά τους τα περιορίζει στο πνεύμα. Βλέποντας το σώμα του ανθρώπου να υπερτερεί, κατέληξαν να φαντάζονται ότι το ξεπέρασαν.

Για να μην περιφρονηθούν και απωθηθούν από τον άνθρωπο,

προσπάθησαν να προσδώσουν σ' αυτό το κενό που αποκαλούμε πνευματική κατά­σταση, στον ευνουχισμό του σώματός τους, αρσενικού ή θυληκού, στην αδυναμία τους να αναγνωρίσουν ο,τιδήποτε έχει ζωή

και ενέργεια, ένα είδος επικίνδυνης σεμνότητας που στηρίχτηκε στην πιο βρωμερή μαγεία.

Το πνεύμα δεν υπήρξε ποτέ τίποτα άλλο από το παράσιτο του ανθρώπου, το σαράκι που άξιζε στο σώμα του, από τη στιγμή που δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ζωύφιο που δε θέλει να αναγνωρίσει την αξία της ζωής του.

Αλλά πώς ξεπετάχτηκε μια μέρα μέσα από τα αποκρουστικά αυτά βδελύγματα ο Θεός; Αυτό η Ιστορία δεν το αποκάλυψε ποτέ.

Και λέω, ΣΚΑΤΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ.

Γνωρίζω καλά, από ποιές οργιώδεις περιπτύξεις των νυφών κατέληξε το πνεύμα να υπερισχύσει του σώματος, το οποίο ήταν προγενέστερο.

Γνωρίζω καλά ότι αυτό που αποκαλούμε πνεύμα δεν είναι παρά ένας πολτός χωρίς ύπαρξη, που απαξίωσε να σαρκωθεί και, για να αποκτήσει σώμα και να εξασφαλίσει την τροφή του, στηρίχθηκε πάνω σ' αυτό που θα έχαναν τα εν ζωή σώματα,


Αντσνέν Αρτώ: Σκατά στο Πνεύμα
στηρίχθηκε πάνω στα σώματα που θα αφαίμασσε.
Το σώμα που εργάζεται δεν έχει χρόνο να σκεφθεί και να παράξει, καθώς λένε, ιδέες. Οι ιδέες είναι απλώς το κενό του σώματος. Αλληλεπιδράσεις απουσίας και έλλειψης ανάμεσα σε δυο κινήσεις καταυγάζουσας πραγματικότητας, που το σώμα με την παρουσία του δεν έπαψε να επιβάλλει.
Δεν είναι μόνο ότι η ύλη ενεργοποιήθηκε πριν τη σκέψη,
είναι κυρίως ότι δεν ενεργοποιήθηκε, δεν κατευθύνθηκε ποτέ προς το μέρος όπου η ψυχική αντίληψη σκιρτά, στο μέρος όπου εκδηλώθηκε η ζωή, διαλεκτική ή συλλογι­στική, στο μέρος όπου η κουλτούρα κατόρθωσε να ξεκινήσει.
Είναι ότι το σώμα υπήρχε ανέκαθεν, το σώμα, και ότι ο τρόπος ζωής και ύπαρξής του δεν είχε ποτέ να κάνει με το πνεύμα ή τη σκέψη, ούτε καν μ' αυτό που αποκαλούμε ψυχή.
Το σώμα είναι ένα γεγονός που δεν έχει ανάγκη από ιδέες ή ευαισθησίες, αλλά που,



απ’ τα βάθη της άραχλης σπηλιάς του, εποπτεύει τη στιγμή που ακόμα και η καρδιά δεν έχει το χρόνο να αισθανθεί ότι υπάρχει.

Πράγμα που σημαίνει ότι, όταν βλέπω τον Κλωντέλ[1] να ζητά τη βοήθεια των πνευμάτων των αρχών του αιώνα, μπορώ ακόμα να επιτρέψω στον εαυτό μου να γελάσει, αλλά όταν βλέπω στον Καρλ Μαρξ ή στον Λένιν τη λέξη πνεύμα, σαν την ίδια και απαράλλαχτη παλιά αξία, όταν βλέπω την επίκληση της αιώνιας αυτής οντότητας σαν σημείο αναφοράς των πραγμάτων, λέω στον εαυτό μου ότι υπάρχει λέρα και παρτούζα και πως ο Θεός έγλειψε τον κώλο του Λένιν


και πως πάντα έτσι γινόταν και πως δεν αξίζει να συνεχίσω, δεν πειράζει, είναι μόνο ένας γαμημένος λογαριασμός που

πρέπει να τακτοποιηθεί.






«...0ΤΑΝ ΒΛΕΠΩ ΤΟΝ ΚΛΩΝΤΕΑ ΝΑ ΖΗΤΑ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ
ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΠΟΡΩ
ΑΚΟΜΑ ΝΑ ΕΠΙΤΡΕΨΩ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΝΑ ΓΕΛΑΣΕΙ,
ΑΛΛΑ ΟΤΑΝ ΒΛΕΠΩ ΣΤΟΝ ΚΑΡΑ ΜΑΡΞ Η ΣΤΟΝ ΛΕΝΙΝ
ΤΗ ΛΕΞΗ ΠΝΕΥΜΑ, ΣΑΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΡΑΛΛΑΧΤΗ
ΠΑΛΙΑ ΑΞΙΑ...ΛΕΩ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΟΤΤΥΠΑΡΧΕΙ
ΛΕΡΑ ΚΑΙ ΠΑΡΤΟΥΖΑ ΚΑΙ ΠΩΣ Ο ΘΕΟΣ ΕΓΛΕΙΨΕ
ΤΟΝ ΚΩΛΟ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ...»

 Discordia


[1] Πωλ Κλωντέλ (1868-1955): Γάλλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, επηρεασμένος από τον χριστιανισμό.

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Πούτσα και Ξύλο
Antonin Artaud
Μεταφ.: Ζ.Δ. Αϊναλης
Εκδ.: Ουαπίτι
Τις λέξεις που χρησιμοποιούμε μου τις κληροδοτήσα-
νε άκριτα και τις χρησιμοποιώ, όχι όμως για να
γίνω κατανοητός, όχι για να κατορθώσω να μ'
αδειάσω απ' αυτές,
τότε γιατί λοιπόν;
επειδή για την ακρίβεια δεν τις χρησιμοποιώ,
στην πραγματικότητα δεν κάνω τίποτε άλλο παρά να
σωπαίνω
να κλωτσώ, να κοπανώ και να δέρνω.
Όσο για τα υπόλοιπα, αν μιλάω είν' επειδή η ομιλία
σε γαμάει, θέλω να πω ότι η παγκόσμια εκπόρνευ-
ση που συνεχίζεται με κάνει να ξεχνάω να μην
σκέφτομαι.
Η πραγματικότητα είναι ότι δεν λέω τίποτα και δεν
κάνω τίποτα, ότι δεν χρησιμοποιώ ούτε λέξεις ού-
τε και γράμματα,
δεν χρησιμοποιώ ούτε λέξεις και δεν χρησιμοποιώ
καν γράμματα.
Ποτέ δεν ίδρυσα, δεν ξεκίνησα, δεν ακολούθησα ένα
κίνημα.
Υπήρξα υπερρεαλιστής, αυτό είναι γεγονός,
αλλά πιστεύω πως όντως όφειλα να είμαι,
και ήμουνα όντως όχι όμως κι όταν εκτόξευα ή συνυ-
πέγραφα μανιφέστα
εκτός κι αν επρόκειτο να προσβάλουμε
τον πάπα
τον δαλάι-λάμα
τον βούδα
τον γιατρό
τον διανουύμενο
τον παπά
τον μπάτσο
τον ποιητή
τον συγγραφέα
τον άνθρωπο
τον παιδαγωγό
τον επαναστάτη
τον αναρχικό
τη μοναχή
τον ερημίτη
τον πρύτανη
τον γιόγκι
τον πνευματιστή.
Όσο για τους αντιδραστικούς, τους φασίστες, τους
κομμουνιστές, που έχουνε πάρει πια την εξουσία,
τους δεξιούς, τους αριστερούς, αυτοί δεν προσβάλ-
λονται με τίποτα, δεν χαμπαριάζει τ' αυτί τους,
αυτοί δεν διαλύονται, τι λέω, αυτοί δεν είναι δυ-
νατόν ούτε καν να αποσυντεθούν, αυτό εννοώ όταν
λέω ότι: φταίει η φύση, τους παράγει, αλλά αυτό
δεν επαρκεί, κι αυτοί χρειάζονται άλλα μέτρα, πιο
ισχυρά για να τους αντιμετωπίσεις.
Γιατί, γιατί λοιπόν, άλλο ένα γραπτό από σένα, Αρ-
τώ, και γιατί δεν μας έχεις αδειάσει ακόμα τη
γωνιά τόσο καιρό που στο επισημαίνουμε;
“Τόπο στα νιάτα, στις νέες αφίξεις, σ' αυτούς που δεν
έχουν τίποτα να πουν, αλλά που είναι εδώ.”
“Ο τόπος ζέχνει.”
Είναι ακριβώς που δεν ζέχνει ακόμα τόσο πολύ ώστε
να μου στερήσει το δικαίωμα στην κριτική, την
επίθεση, την κρίση, την προσβολή πάσης φύσεως.
Και τι μπορεί να μου κάνει αυτό; Στην πραγματικό-
τητα τίποτα δεν θα μπορούσε να μου κάνει κι εγώ
θα μπορούσα να περάσω εκτός και να περιφρονώ,
αλλά το δυστύχημα είναι ότι ακριβώς έχει κάποια
επίδραση πάνω μου.
Θέλω να πω ότι τα ζιζάνια που ορθώνονται από όλες
τις πλευρές δεν αφήνουν το κορμί μου ανέπαφο,
είμαι ξαπλωμένος κατάχαμα σαν κιρσοκήλη, σαν
βλεννορραγία, ΚΙ ΑΥΤΟ ΔΕΝ Μ' ΑΡΕΣΕΙ ΚΑΘΟΛΟΥ.
Το ύφος, το στιλ μού προξενεί τρόμο και συνειδητο-
ποιώ πως όταν γράφω δεν μπορώ παρά να υποπί-
πτω πάντοτε σ' αυτό το λάθος· γι' αυτό κι εγώ
καίω όλα μου τα χειρόγραφα και δεν απομένουν
παρά εκείνα που μου θυμίζουν μιαν ασφυξία, ένα
λαχάνιασμα, ένα στραγγάλισμα μέσα κι εγώ δεν
ξέρω σε ποιά κατασκότεινη άβυσσο, επειδή αυτά
είναι μόνο ειλικρινή.
Οι ιδέες με τρομοκρατούν, δεν τις πιστεύω πια
δεν θέλω να συγκινούν
κι ας με λένε παλαβό: προσοχή, οι παλαβοί δαγκώ-
νουν, ψέματα;
Κι ας έρθει όποιος αντιρρησίας θέλει να μου πει:
υπάρχει τούτο κι εκείνο
και τα πράγματα είναι έτσι ή δεν είναι έτσι
εγώ δαγκώνω
επειδή πραγματικά δεν πιστεύω στις λέξεις ούτε
στις ιδέες που προξενούνται απ' τις λέξεις, και
μέσα στις λέξεις
το είναι δεν σημαίνει για μένα τίποτα περισσότερο ή
ΛΙΓΟΤΕΡΟ απ' το μη είναι, τίποτα δεν σημαίνει
για μένα τίποτα,
κι η σιωπή, άλλωστε, ακόμα λιγότερο.
Δεν είναι που δεν ανήκω ούτε στη δεξιά ούτε στην
αριστερά, γιατί ανήκω ακόμα λιγότερο στο κέ-
ντρο, και την ισορροπία τη μισώ ακόμα περισσό-
τερο κι απ' τον εκτοπισμό,
υπό την προϋπόθεση πως είμαι εγώ που μ' εκτοπίζω,
και με εκτοπίζω, όντως, κάθε φορά που βλέπω να
καταφτάνει η αμετάβλητη μεσότητα.
Διότι μπορώ να δω καλά ότι ορισμένοι με κατηγορούν
πως είμαι ένα γέρικο άλογο, καμένο χαρτί.
Κι όμως εγώ μισώ τη φιλοσοφία, τη μαγεία, τον
πνευματισμό, τον αποκρυφισμό, τη γιόγκα, την
ανατομία,
ΝΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΛΕΩ, την ιατρική, την αριθμητι-
κή, την άλγεβρα, την τριγωνομετρία, τον διαφο-
ρικό λογισμό, την περιστροφή των ισημερινών,
και, κυρίως, κι ας μην με πιστεύει κανείς, μισώ θα-
νάσιμα την ποίηση.
Έλαβα διάφορα ανώνυμα γράμματα στη ζωή μου. Το
τελευταίο, απεσταλμένο εδώ και μερικές βδομά-
δες, μου ανήγγειλε την αποστολή ενός παλιού ποι-
ήματος, από το οποίο δεν έλαβα τίποτε άλλο πάρεξ
τον τίτλο του δίχως άλλα σχόλια:
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ
ΖΩΗ ΓΕΡΟ-ΑΡΤΩ ΚΑΙ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕ-
ΨΕΙ ΠΟΤΕ Σ' ΑΥΤΗ ΕΔΩ.
Ένα άλλο γράμμα με επέκρινε επειδή γράφω στα
γαλλικά, εννοώ σε καλά γαλλικά, και επειδή κα-
νω, ακόμα κι εγώ, ωραίες φράσεις. Κανείς δεν μ'
έχει κατηγορήσει προς το παρόν ως διαλεκτικό ή
δογματικό διότι αγνοώ τι είναι η διαλεκτική. Μα,
επιτέλους, μου προσήψαν ακόμα πως πιστεύω κι
εγώ σε λεκτικές εξοχότητες, πως προσδίδω αξία
σε καλοσχηματισμένες φράσεις, σε φράσεις καλο-
φτιαγμένες, εύρυθμες και καλοριζωμένες. “Κι αυ-
τό”, μου είπανε, “μας κάνει να γελάμε, ο τρόπος
σας να πιστεύετε στα καλά γαλλικά”.
“Επιτίθεστε στην εξουσία, στην κοινωνία, στη θρη-
σκευτικότητα, στις τελετές θαρρείς κι αυτές οι λέ-
ξεις κρύβουν ακόμα γεγονότα ή ιδέες. Και κυρίως
πιστεύετε στις λέξεις, στις δυνατές λέξεις που χρη-
σιμοποιείτε. Τίποτα δεν είχε ποτέ νόημα παρεκτός
το κενό, είστε τόσο σίγουρος για τον εαυτό σας,
τόσο σίγουρος για τα πάντα. Αμέτε στο διάβολο.”
Οφείλω να ομολογήσω πως είμαι εγώ που μεταφράζω
όλες αυτές τις κριτικές σε δοκίμια γαλλικά, διότι οι
νέοι άνθρωποι που μου μιλούσαν μ' αυτόν τον τρόπο
δεν το έκαναν παρά από μακριά, θαρρείς κι από το
ένα χείλος του σύμπαντος στο άλλο, ή δια του τα-
χυδρομείου, και δεν μου έκαναν παρά άσεμνες χει-
ρονομίες για να μου αποδείξουνε πως πλανιόμουν
πλάνην οικτράν διότι από κοντά θα έπεφτε ξύλο.
Αλλά δεν τόλμησαν παρόλα αυτά ακόμα να το ρι-
σκάρουν.
Οφείλω λοιπόν ανα ομολογήσω ότι εδώ και τριάντα
χρόνια που γράφω δεν έχω καταφέρει να βρω ακό-
μα επακριβώς
όχι μόνο τον λόγο μου ή τη γλώσσα μου
αλλά ούτε καν το ίδιο το μέσο το οποίο μολοντούτο δεν
έχω σταματήσει λεπτό να σφυρηλατώ.
Νιώθοντας αναλφάβητος αγράμματος, το μέσο αυτό
δεν λέει να στηριχτεί με τίποτα στα γράμματα ή
στα σημεία του αλφαβήτου – βρισκόμαστε ακόμα
πολύ κοντά σε μια σχηματική σύμβαση, σύμβαση
και ενδοφθάλμια και ακουστική.
Όποιος συνένωσε τη σημασία, συνένωσε τη σκέψη,
και όποιος συνένωσε τη σημασία στη σκέψη, τις
συνένωσε σύμφωνα μ' έναν αποτρεπτικό ιδεαλισμό
που είχε τους επίσημους γραπτούς πίνακές του,
τους πίνακες των αντιληπτικών εννοιών εγγεγραμ-
μένους στην επιφάνεια ενός αντεστραμμένου εγκε-
φάλου.
Διότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι παρά ένας
σωσίας που εκπέμπει, μέσω προβολής, έναν ήχο
για κάθε σημείο, μία σημασία για κάθε ήχο, ένα
συναίσθημα για κάθε σημείο του είναι, μια ιδέα
για κάθε κίνηση, όλα είναι γραπτά, βιωμένα στην
αστρική ύλη και τα γράμματα δεν είναι παρά κινή-
σεις που υποχρεώνουν κατάτι περισσότερο την με-
γάλη ταινία να εκδιπλώνει την απογύμνωσή του.
Ένας χαρακτήρας είναι μια πεπερασμένη κήνηση που
έρχεται μια φορά ακόμα να προβάλει το ψωλόχυμα
ενός έσχατου φωσφόρου
και τότε όλες οι λέξεις θ' αναγνωριστούν
όλα τα γράμματα ολοσχερώς θα εξαντληθούν.
Και κάθε γραμμένο βιβλίο θ' αναγνωσθεί και δεν θα
μπορεί πλέον να πει τίποτα στους καθ' ολοκληρίαν
αποσυντεθειμένους εγκεφάλους, καθόσον θα έχουν
αυθαίρετα επιβληθεί και ξαναεπιβληθεί.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΜΑ ΕΓΩ ΠΟΤΕ ΔΕΝ
ΥΠΕΚΥΨΑ ΣΕ ΤΕΤΟΙΕΣ ΠΟΜΦΟΛΥΓΕΣ.
Διότι τα γράμματα δεν είναι παρά η απλοϊκή γραφική
αποτύπωση που θα μπορούσε να απαντήσει στην
αναγκαιότητα της αφύπνισης διαμέσου του φα-
ντασματώδους αντανακλαστικού ενός οργάνου δη-
μιουργημένου για κάποιο διάστημα και εν τη γενέ-
σει του καταδικασμένου:
Ο ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ.
Οι λοβοί του εγκεφάλου δεν είναι άπειροι, το άπειρο
πολύ λιγότερο, αλλά διαρκεί.
Γνωρίζω μια κατάσταση εκτός του πνεύματος, της
συνείδησης, του είναι, η οποία δεν έχει πλέον ούτε
λόγια ούτε γράμματα,
μα στην ποία διεισδύει κανείς με κραυγές και χτυ-
πήματα.
Και δεν είναι πια καν ήχοι ή νοήματα που εξέρχονται
δεν είναι λέξεις
είναι ΚΟΡΜΙΑ.
Πούτσα και ξύλο,
στην κολασμένη πυρά όπου ποτέ πια δεν θα τεθεί η
ερώτηση της λέξης ούτε και της ιδέας.
Χτύπα μέχρι θανάτου και γάμα τους τα μούτρα, χύσ'
τους στα μούτρα
η έσχατη γλώσσα, η έσχατη μουσική που ξέρω
και σας ορκίζομαι πως βγαίνουνε κορμιά
ΚΟΡΜΙΑ ζωντανεμένα
ια μενιν
φρα τε σα
βαζιλ
λα βαζιλ
α τε σα μενιν
τορ μενιν
ε μενιν μενιλα
αρ μενιλα
ε ινεμα ιμεν

Αναδημοσίευση : Η συγγραφή είναι η απόλυτη
γουρουνιά, του Αντονέν Αρτώ

του Ζ.Δ. Αϊναλή    vakxikon.gr

Η συγγραφή είναι η απόλυτη γουρουνιά.

Οι άνθρωποι που βγαίνουν απ’ το αφηρημένο
ώστε να δοκιμάσουν να συγκεκριμενοποιήσουν
ό,τι μαλακία τους κατεβαίνει στο μυαλό, είναι
γουρούνια.
Κάθε λογοτεχνικό σινάφι είναι γουρουνίσιο, κι
ιδιαίτερα αυτό της εποχής μας.
Όλοι αυτοί που έχουν ορόσημα μέσα στο πνεύμα
τους, θέλω να πω σε ένα συγκεκριμένο σημείο
του κεφαλιού τους, σε μια αυστηρά
προσδιορισμένη θέση μες στον εγκέφαλο τους,
όλοι αυτοί που είναι ή δηλώνουνε κύριοι της
γλώσσας τους, όλοι αυτοί για τους οποίους οι λέξεις έχουν σημασίες, όλοι αυτοί για
τους οποίους υπάρχουν υψόμετρα στη ψυχή, και ρεύματα στη σκέψη, αυτοί που
ενσαρκώνουν το πνεύμα της εποχής και ονοματίζουν τα ρεύματα της σκέψης, όλοι
αυτοί που με κάνουν να σκέφτομαι τα μονότονα και προκαθορισμένα γαμήσια τους
και εκείνο το σκούξιμο του αυτόματου που σκορπίζει στους τέσσερις ανέμους το
πνεύμα τους,
– ΕΙΝΑΙ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ.
Αυτοί για τους οποίους συγκεκριμένες λέξεις έχουν μια σημασία, και συγκεκριμένοι
τρόποι του είναι, αυτοί που κατασκευάζουν τους τρόπους, αυτοί που αντί για
αισθήματα έχουν κατηγορίες και συζητάνε με ύφος εννιά καρδιναλίων για τις γελοίες
κατηγοριοποιήσεις τους, αυτοί που πιστεύουν ακόμα στους «όρους», αυτοί που
αναστατώνονται απ’ τις πρωτοκλασάτες ιδεολογίες της εποχής, αυτοί για τους
οποίους οι γυναίκες μιλάνε με τόση ευφράδεια κι εκείνες οι γυναίκες που μιλάνε με
τόση ευφράδεια και συζητούν για τα ρεύματα της εποχής, εκείνοι που ακόμα
πιστεύουν σε ένα προσανατολισμό του πνεύματος, εκείνοι που ακολουθούν άβουλα
τα προκαθορισμένα δρομολόγια, που ενθουσιάζονται με τα ονόματα, που κάνουν τις
σελίδες των βιβλίων να ουρλιάζουν, ε, εκείνοι.–
 ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ
ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ.
Τζάμπα μαγκιά, νεαρέ, εξυπνάδες!
Όχι, σκέφτομαι τις βαρύγδουπες κριτικές σας, όλο αφρό κι κούφια λόγια.
Κι όμως εγώ σας το ‘χα πει: ούτε έργα, ούτε γλώσσα, ούτε λέξη, ούτε πνεύμα,
τίποτα.
Τίποτα, ει μη μια ωραία Ζυγαριά των Νεύρων.
Ένα είδος ακατανόητης στάσης που τραβάει κατευθείαν στο μέσον του όλου εντός
του πνεύματος.
Και μην περιμένετε τώρα να σας ονοματίσω αυτό το όλον, σε πόσα μέρη χωρίζεται,
να σας πω το βάρος του, ν’ αρχίσω να περπατάω, να συζητώ περί τούτου του όλου,
και συζητώντας ν’ αρχίσω σιγά-σιγά να χάνω τον εαυτό μου και ν’ αρχινήσω έτσι
δίχως να το καταλάβω να ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ, – μην περιμένετε να αποσαφηνιστεί, να
πάρει σάρκα και οστά, να στολιστεί σα κοκότα με μια πλειάδα λέξεων, ψωριάρικες
όλες τους, χωρίς νόημα, όλες διαφορετικές, και ικανές να φέρουν στο φως όλες τις
στάσεις, όλες τις αποχρώσεις μιας ιδιαζόντως αισθαντικής και διεισδυτικής
σκέψης.

Αυτές οι καταστάσεις που δεν τις ονομάζουμε ποτέ, αυτές οι οριακές καταστάσεις
της ψυχής, αυτά τα ενδιάμεσα διαστήματα του πνεύματος, αυτές οι μικροσκοπικές
αποτυχίες που είναι ο άρτος ο επιούσιος, αυτό το πλήθος των δεδομένων που
μυρμηγκιάζει, – είναι οι ίδιες λέξεις που με χρησιμοποιούν κι αν δεν δίνω την
εντύπωση πως κινούμαι άνετα μέσα στη σκέψη μου σε κάθε περίπτωση κινούμαι
περισσότερο απ’ ότι εσείς στην πραγματικότητα, γαϊδαροκωλότριχες, γουρουναριό,
μετρ του κίβδηλου λόγου, παραχαράκτες, επιφυλλιδογράφοι, θυρωροί, βοτανολόγοι,
εντομολόγοι, μάστιγα της γλώσσας μου.

Σας το είπα, δεν έχω πια τη γλώσσα μου, δεν είναι λόγος αυτός για να επιμένετε, για
να εμμένετε στη γλώσσα.
Χάιντε, θα γίνω αντιληπτός σε δέκα χρόνια από τους τύπους εκείνους που θα
κάνουν ότι κάνετε εσείς σήμερα. Θα διαγνώσουν τους θερμοπίδακες μου, τους
παγετώνες μου, θα έχουνε μάθει να εξουδετερώνουν τα δηλητήρια μου, θα
αποκαλύψουν τα παίγνια της ψυχής μου
.
Τα μαλλιά μου θα έχουν εν τω μεταξύ κυλήσει στον ασβέστη, θα έχουν ξεραθεί οι
νοητικές μου φλέβες, θα διατηρήσουν μοναχά τις κτηνωδίες μου, και ο μυστικισμός
μου θα φοριέται καπέλο στα κεφάλια σας. Θα δεις να καπνίζουν τις αρθρώσεις της
πέτρας, και τα δενδροειδή μπουκέτα των οφθαλμών εσώτερων να
αποκρυσταλλώνονται σε παραπληγικά γλωσσάρια, θα δεις να πέφτουν οι αερόλιθοι
της πέτρας, θα δεις παντού καλώδια, θα δεις τότε να κατανοούν μια γεωμετρία δίχως

διαστήματα, να μαθαίνουν τι θα πει ο σχηματισμός του πνεύματος, θα αντιληφθούν
πώς έχασα το πνεύμα.Θα καταλάβουνε γιατί το πνεύμα μου δεν είναι εδώ, θα δουν
όλες τις γλώσσες να εξαντλούνται, θα δούνε να ξεραίνονται τα πνεύματα, όλες τις
γλώσσες να μαραίνονται, τις ανθρώπινες φιγούρες να συνθλίβονται, να
εξαϋλώνονται, θαρρείς, από βεντούζες αιμοβόρες, θα μείνει μόνο μια λιπαντική
μεμβράνη να επιπλέει στον αέρα, μία μεμβράνη λιπαντική και καυστική, μία
μεμβράνη με διπλή πυκνότητα, με πολλαπλά επίπεδα, σε ένα διηνεκές ρωγμών, μια
μελαγχολική και γυάλινη μεμβράνη, αισθαντική, επίμονη, ικανή να
πολλαπλασιάζεται, να διχοτομείται, ν’ αναδιπλώνεται μες των ρωγμών της την
ανάκλαση, το νόημα, το θαυμαστό, τις διεισδυτικές και τις δηλητηριώδεις αρδεύσεις,
όλα αυτά τότε επιτέλους θα τα βρούνε
κι εγώ δεν θα χω πια ανάγκη να μιλάω.
(Από τη συλλογή Le Pèse-nerfs, 1925)
Δημοσιεύτηκε : Antonin Artaud, «Εξέγερση και Ουτοπία», επιμ. Ζ. Δ. Αϊναλής – Ή.
Chailly – E. Παπαδοπούλου, Πλανόδιον, τ. 49, Αθήνα, Δεκέμβρης 2010.