οικονομια,πολιτικη,κοινωνικα,τεχνη,ψυχολογια,λογιοι

Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Διαβάζοντας το «Κεφάλαιο» Πολιτικά του Χάρρυ Κλήβερ1





November 29, 2017
Η Εμπορευματική Μορφή
alertacomunista.wordpress.com/harry-cleaver-reading-capital-politically-commodity-form
Γιατί ο Μαρξ ξεκινάει την μελέτη του για το κεφάλαιο με την ανάλυση των εμπορευμάτων –
των χρήσιμων προϊόντων της ανθρώπινης εργασίας που πωλούνται και αγοράζονται; Μας
δίνει μια απάντηση στις δύο πρώτες κιόλας προτάσεις του πρώτου κεφαλαίου: «Ο πλούτος
των κοινωνιών στις οποίες κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται
σαν ένας “τεράστιος σωρός εμπορεύματων”, το μεμονωμένο εμπόρευμα ως η στοιχειώδης
μορφή του. Η έρευνά μας αρχίζει συνεπώς με την ανάλυση του εμπορεύματος»[1]. Ξεκινάει
με το εμπόρευμα επειδή αποτελεί τη στοιχειώδη μορφή του πλούτου στην καπιταλιστική
κοινωνία. Διαβάζοντας το υπόλοιπο Κεφάλαιο ανακαλύπτουμε γιατί όλος ο πλούτος
λαμβάνει την εμπορευματική μορφή στην αστική κοινωνία. Η γνώση αυτή καθιστά ακόμη
σαφέστερο το γιατί πρέπει να ξεκινήσουμε με τα εμπορεύματα: επειδή η εμπορευματική
μορφή αποτελεί τη θεμελιακή μορφή του κεφαλαίου. Σκοπός μου στο παρόν κεφάλαιο είναι
να αποσαφηνίσω αυτό το θεμελιώδες σημείο προσδιορίζοντας τις βασικές πτυχές εκείνες
του κεφαλαίου που ο Μαρξ ορίζει με την «εμπορευματική μορφή» και σκιαγραφώντας την
ιστορική εξέλιξη του κεφαλαίου με τους όρους της μορφής αυτής.
Το Κεφάλαιο πραγματεύεται το κεφάλαιο. Αλλά τι είναι το κεφάλαιο; Κατά τον Μαρξ, το
κεφάλαιο ήταν πάνω απ’ όλα μια κοινωνική σχέση, πιο συγκεκριμένα μια κοινωνική σχέση
πάλης μεταξύ των τάξεων της αστικής κοινωνίας: της καπιταλιστικής και της εργατικής
τάξης. Αν το κεφάλαιο αποτελεί βασικά τη δυναμική της ταξικής πάλης, τότε θα ήταν
εύλογο να ξεκινήσουμε την μελέτη του εξετάζοντας τα πιο βασικά χαρακτηριστικά αυτής της
πάλης. Παρότι ο Μαρξ κάνει ακριβώς αυτό, η σχέση μεταξύ των εμπορευμάτων και της
ταξικής πάλης δεν είναι άμεσα εμφανής. Για να αποσαφηνίσουμε αυτή τη σχέση, πρέπει να
γίνει κατανοητό ότι η ταξική πάλη αφορά τον τρόπο που η καπιταλιστική τάξη επιβάλλει την
εμπορευματική μορφή στον κύριο όγκο του πληθυσμού, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να
πωλήσουν ένα τμήμα των ζωών τους ως το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη ώστε να
επιβιώσουν και να αποκτήσουν κάποια πρόσβαση στον κοινωνικό πλούτο. Με άλλα λόγια,
η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων τίθεται σε μια κατάσταση όπου αναγκάζεται να
δουλέψει για να αποφύγει τη λιμοκτονία. Η καπιταλιστική τάξη δημιουργεί και διατηρεί αυτή
την κατάσταση καταναγκασμού επιτυγχάνοντας τον απόλυτο έλεγχο επί όλων των μέσων
παραγωγής του κοινωνικού πλούτου. Η γενικευμένη επιβολή της εμπορευματικής μορφής
σημαίνει ότι η καταναγκαστική εργασία έχει γίνει το θεμελιώδες μέσο της οργανωμένης
κοινωνίας – του κοινωνικού ελέγχου. Σημαίνει τη δημιουργία μιας εργατικής τάξης – μιας
τάξης ανθρώπων οι οποίοι μπορούν να επιβιώσουν μόνο πωλώντας την ικανότητά τους να
δουλέψουν για τη τάξη που ελέγχει τα μέσα παραγωγής.
Μπορεί να φαίνεται παράδοξο να λέμε ότι το κεφάλαιο είναι η πάλη μεταξύ του κεφαλαίου
και της εργατικής τάξης. Πως μπορεί κάτι να είναι η πάλη μεταξύ του εαυτού του και κάτι
άλλου; Αυτό ισχύει επειδή η εργατική τάξη, όσο εργάζεται για το κεφάλαιο, δεν αποτελεί
«κάτι άλλο» – υπάρχει σαν εργασιακή δύναμη εντός του κεφαλαίου. Σημαίνει αυτό ότι το
κεφάλαιο αποτελεί τόσο το όλο όσο και ένα τμήμα του; Όχι, αποτελεί πάντα το όλο, και
αυτό είναι το δύσκολο σημείο, επειδή η εργατική τάξη βρίσκει τον εαυτό της αντιμέτωπη με
1/16
το όλο, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού της με μια πολύ ειδική έννοια. Υπό την ηγεμονία
του κεφαλαίου, η εργασία δημιουργεί χρήσιμα αγαθά, εμπορεύματα, έσοδα και τελικά
υπεραξία, ή κέρδος, που με τη σειρά τους, όπως διαχειρίζονται από την καπιταλιστική τάξη,
χρησιμοποιούνται για να κυριαρχήσουν την εργασία – και ακόμη περισσότερη επιπλέον
εργασία. Έτσι, μέσω της εμπορευματικής μορφής, η εργασία στην αλλοτριωμένη «νεκρή»
μορφή των προϊόντων και της αξίας που δημιουργεί, κυριαρχεί τον εαυτό της («ζωντανή
εργασία») ως κεφάλαιο. Με αυτή την έννοια μπορούμε επίσης να δούμε το κεφάλαιο εντός
της εργασίας σαν ένα ιδιαίτερο είδος κοινωνικής διαστρέβλωσης στην οποία ένα πολύ
συγκεκριμένο είδος κοινωνικής δραστηριότητας -η εργασία- λαμβάνει μια ύπαρξη που
μοιάζει με ζόμπι στη νεκρή της μορφή και κυριαρχεί το σύνολο της κοινωνικής
δραστηριότητας επιβάλλοντας ακόμη περισσότερη εργασία. Στην πραγματικότητα,
μπορούμε να ορίσουμε το κεφάλαιο σαν ένα κοινωνικό σύστημα βασισμένο στην επιβολή
της εργασίας μέσω της εμπορευματικής μορφής. Λόγω του τρόπου με τον οποίο η νεκρή
εργασία όχι μόνο κυριάρχησε τη ζωντανή εργασία, αλλά που στην κυριαρχία αυτή απομυζά
επίσης τη ζωντανή δύναμη της τελευταίας για τη δική της διεύρυνση, ο Μαρξ συχνά
αναφέρεται στο κεφάλαιο παρομοιάζοντάς το με «βρυκόλακα».
Αυτή η κατανόηση της φύσης του κεφαλαίου είναι εμφανώς αισθητά διαφορετική από
εκείνη των αστικών οικονομικών και μερικών ερμηνειών του Μαρξ, οι οποίες βλέπουν το
κεφάλαιο με έναν πραγμοποιημένο τρόπο, δηλαδή σαν απλά πράγματα: μέσα παραγωγής,
κέρδος, επενδυτικά κεφάλαια. Αυτά αποτελούν πράγματι στιγμές της οργάνωσης της
κοινωνικής σχέσης, αλλά δεν πρέπει να συγχέονται με τη σχέση καθεαυτή. Είναι εύκολο να
το θυμόμαστε αυτό αν κρατήσουμε κατά νου τη διατύπωση του Μαρξ για το κεφάλαιο σαν
ένα κυκλικό, αυτοαναπαραγώμενο σύνολο σχέσεων που περιλαμβάνει όλες αυτές τις
πτυχές:
Σ’ αυτό το ανάπτυγμα, όπου οι παύλες
αναπαριστούν ανταλλακτικές σχέσεις και
οι τελείες αναπαριστούν παραγωγικές
σχέσεις, μπορούμε να δούμε ότι τα
επενδυτικά κεφάλαια (Χ) αγοράζουν τα
εμπορεύματα (Ε) που χρησιμοποιούνται
στην παραγωγή (μέσα παραγωγής, μπ, και
εργασιακή δύναμη, εδ) ώστε να τα θέσουν σε εργασία (Π) παράγοντας εμπορευματικό
κεφάλαιο (Ε’), το οποίο μπορεί να πωληθεί για έσοδα (Χ’) τα οποία αποφέρουν κέρδος (Χ’ –
Χ). Όλα τους αποτελούν στιγμές της ολότητας του κεφαλαίου. Στον πρώτο τόμο του
Κεφαλαίου γίνεται μια εξέταση της κάθε πτυχής αυτής της ολότητας, παρότι η ανάλυση της
μορφής αυτής της διαδικασίας αναπτύσσεται πληρέστερα στον δεύτερο τόμο του
Κεφαλαίου, όπου ο Μαρξ αναλύει τα κυκλώματα της αναπαραγωγής σε κάθε μία απ’ αυτές
τις στιγμές[2].
Αν η εμπορευματική μορφή αποτελεί τη θεμελιακή μορφή της ταξικής σχέσης του
κεφαλαίου, και αν αυτή η μορφή συγκροτείται από τη βίαιη δημιουργία μιας κατάστασης
στην οποία η μόνη πρόσβαση στον κοινωνικό πλούτο (τροφή, ρουχισμός, κλπ) για τους
εργάτες βρίσκεται μέσω της πώλησης της εργασιακής τους δύναμης, τότε από αυτό
προκύπτει ότι όλα τα προϊόντα της εργασίας πρέπει αναγκαία να λάβουν την εμπορευματική
μορφή. Απλά επειδή πρέπει να πωληθούν στην εργατική τάξη για να εξασφαλίσει την
2/16
επιβίωση κι ανάπτυξή της. Αφού πλούτος για το κεφάλαιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά
συσσώρευση εργασίας και των προϊόντων που παράγει, και αφού τόσο η εργασία όσο κι
αυτά τα προϊόντα λαμβάνουν την εμπορευματική μορφή στο κεφάλαιο, τότε το μεμονωμένο
εμπόρευμα εμφανίζεται σαν η στοιχειώδης μορφή αυτού του πλούτου[3].
Η εμπορευματική μορφή αποτελεί οπότε ένα σύνολο συσχετισμών ισχύος. Το εάν και πως
θα επιβληθεί εξαρτάται από την ισχύ του κεφαλαίου σε σχέση με εκείνη της εργατικής
τάξης. Η εμπορευματική μορφή δεν αποτελεί κάποια απολίτικη έννοια η οποία απλώς
περιγράφει ή υποδηλώνει ένα σύνολο σχέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η δύναμη
του κεφαλαίου να επιβάλλει την εμπορευματική μορφή είναι η δύναμη να διατηρεί το ίδιο το
σύστημα – ένα σύστημα στο οποίο η ζωή των περισσότερων ανθρώπων μετατρέπεται σε
εργασιακή δύναμη. Εδώ κείτεται η σημασία της διάκρισης μεταξύ της εργασιακής δύναμης
και της εργατικής τάξης. Όταν λειτουργεί σαν τμήμα του κεφαλαίου, η εργατική τάξη είναι
εργασιακή δύναμη και το κεφάλαιο ορίζει τη τάξη βάση αυτού του γεγονότος. Αυτό μπορεί
να αποσαφηνιστεί χρησιμοποιώντας τη διάκριση του Μαρξ μεταξύ της εργατικής τάξης
καθεαυτής και της εργατικής τάξης διεαυτής. Η εργατική τάξη καθεαυτή συγκροτείται από
όλους εκείνους οι οποίοι αναγκάζονται να πωλήσουν την εργασιακή τους δύναμη στο
κεφάλαιο, και συνεπώς να είναι εργασιακή δύναμη. Είναι ένας ορισμός βασισμένος
αποκλειστικά σε ένα κοινό σύνολο χαρακτηριστικών εντός του κεφαλαίου. Η εργατική τάξη
διεαυτή (ή η εργατική τάξη ως εργατική τάξη – ορισμένη πολιτικά) υπάρχει μόνο όταν
επιβεβαιώνει την αυτονομία της σαν τάξη μέσω της ενότητάς της στην πάλη ενάντια στον
ρόλο της σαν εργασιακή δύναμη[4]. Παραδόξως, τότε, στη βάση αυτής της διάκρισης, η
εργατική τάξη είναι αληθινά εργατική τάξη μόνο όταν παλεύει ενάντια στην ύπαρξή της ως
τάξη. Η έκβαση της διαλεκτικής της εργατικής τάξης καθεαυτής και διεαυτής δεν είναι η
δημιουργία μιας αγνής εργατικής τάξης μετά την επαναστατική ανατροπή του κεφαλαίου,
αλλά αντ’ αυτού η διάλυση της εργατικής τάξης σαν τέτοιας[5].
Όταν μελετάμε την εμπορευματική μορφή που επιβάλλεται επί της εργατικής τάξης, είναι
σημαντικό να μην εξισώσουμε την επιβολή αυτή με την επιβολή του χρηματικού μισθού.
Αυτό είναι το σφάλμα εκείνων οι οποίοι διαβάζουν τον Μαρξ πολύ στενά και ορίζουν την
εργατική τάξη μόνο σαν μισθωτή εργασία. Το να πούμε ότι η εργατική τάξη πουλάει την
εργασιακή της δύναμη στο κεφάλαιο πρέπει να κατανοηθεί πλατιά: η εργατική τάξη
περιλαμβάνει εκείνους οι οποίοι δουλεύουν για το κεφάλαιο με διάφορους τρόπους με
αντάλλαγμα ένα μερίδιο του συνολικού κοινωνικού πλούτου που παράγουν. Όπως
επισήμανε ο Μαρξ στην ανάλυσή του για τους μισθούς στο έκτο μέρος του πρώτου τόμου
του Κεφαλαίου, και όπως τονίσε το κίνημα του Μισθού για την Οικιακή Εργασία, ο
χρηματικός μισθός αναπαριστά την πληρωμή μόνο ενός τμήματος της δουλειάς εκείνης.
Στο εργοστάσιο, το απλήρωτο και άμισθο τμήμα υπολογίζεται ως υπεραξία· η ανάπτυξη της
ανάλυσης του κοινωνικού εργοστασίου (βλέπε την Εισαγωγή του παρόντος βιβλίου)
φανέρωσε το πως το κεφάλαιο είναι ικανό να αναγκάζει την εργατική τάξη να δουλεύει
αμισθί για λογαριασμό του με πολλούς άλλους τρόπους. Η πιο στενά ανελυμένη πτυχή
αυτού είναι η εργασία που αφορά την εκπαίδευση και τη συντήρηση της ίδιας της
εργασιακής δύναμης – εργασία που εκτελείται από τον μισθωτό εργάτη αλλά επίσης και
άμισθη οικιακή εργασία κυρίως συζύγων και παιδιών. Άλλες τυπικά άμισθες εργασίες
περιλαμβάνουν την μετακίνηση προς και από τη δουλειά, τα ψώνια και τα τμήματα εκείνα
των σχολικών εργασίων, της κοινωνικής εργασίας και της εκκλησιαστικής εργασίας που
εξυπηρετεί την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης για το κεφάλαιο. Η άμισθη εργασία
3/16
δεν είναι απλήρωτη· αντ’ αυτού, πωλείται τουλάχιστον εν μέρει στο κεφάλαιο σε
αντάλλαγμα μη-μισθωτού εισοδήματος. Το σημαντικό σημείο εδώ είναι ότι η ανάλυση της
εμπορευματικής μορφής στη ταξική σχέση πρέπει να περιλαμβάνει αυτό το είδος της
ανταλλαγής καθώς και την άμεση ανταλλαγή των μισθών για εργασιακή δύναμη.
Αν η εμπορευματική μορφή αποτελεί τη βασική μορφή της ταξικής σχέσης, τότε η μελέτη
της είναι θεμελιώδης για την κατανόηση του χαρακτήρα της ταξικής πάλης σε οποιαδήποτε
ιστορική περίοδο του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένης της παρούσας περιόδου. Αυτό δεν
σημαίνει ότι η κατανόηση των βασικών καθορισμών της εμπορευματικής μορφής είναι
επαρκής για την κατανόηση της πάλης, μόνο ότι είναι αναγκαία. Προφανώς και υπάρχουν
πολλοί περισσότεροι καθορισμοί που πρέπει επίσης να κατανοηθούν για να αντιληφθούμε
την ιστορική ιδιαιτερότητα. Όμως, το να αντιληφθούμε αυτή τη θεμελιακή σημασία σημαίνει
να αντιληφθούμε γιατί είναι ζωτικής σημασίας να κατανοήσουμε τις φαινομενικά ξηρές
αφαιρέσεις του πρώτου κεφαλαίου. Για να αποσαφηνίσω αυτό το ζήτημα, θα περιγράψω
συνοπτικά την ιστορία της ταξικής πάλης όπως περιγράφτηκε στο Κεφάλαιο, με τους όρους
της πανταχού παρούσας εμπορευματικής μορφής.
Πρωταρχική συσσώρευση
Στο 24ο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, ο Μαρξ μας δείχνει το πως το
κεφάλαιο επέβαλε αρχικά την εμπορευματική μορφή της ταξικής σχέσης. Μας δείχνει πως
αυτό που αποκαλεί πρωταρχική συσσώρευση υπήρξε βασικά η αρχική δημιουργία των
τάξεων της καπιταλιστικής κοινωνίας μέσω της επιβολής της εργασίας και της
εμπορευματικής ανταλλαγής. Στην ενότητα «Απαλλοτρίωση του αγροτικού πληθυσμού από
τη γη του», δείχνει ότι το μυστικό της αρχικής επιβολής της εμπορευματικής μορφής
υπήρξε ακριβώς αυτή η «ιστορική διαδικασία χωρισμού του παραγωγού από τα μέσα
παραγωγής» (βασικά, από τη γη) το οποίο σήμαινε ότι οι εργάτες θα έπρεπε να πωλούν
την εργασιακή τους δύναμη στο κεφάλαιο για να αποκτήσουν τα μέσα συντήρησης, και ότι
τα προϊόντα της εργασίας θα έπρεπε οπότε να λάβουν την μορφή του εμπορεύματος. Στην
ενότητα «Αιματηρή νομοθεσία ενάντια στους απαλλοτριωμένους… », ο Μαρξ περιγράφει το
πως οι αγρότες διώχτηκαν από την ύπαιθρο προς τις πόλεις, όπου, μαζί με τους πρώην
φεουδαρχικούς υπηρέτες, σχημάτισαν μια δυνητική πηγή εργασιακής δύναμης για το
κεφάλαιο. Όμως, στην ίδια αυτή ενότητα δείχνει ότι αυτή η απαλλοτρίωση της γης, της
πηγής των τροφίμων και του ρουχισμού, δεν υπήρξε αρκετή για να οδηγήσει τους
ανθρώπους στα εργοστάσια καθώς πολλοί προτίμησαν την αλητεία [περιπλάνηση] ή το
έγκλημα από τις καταπιεστικές συνθήκες και τους χαμηλούς μισθούς της καπιταλιστικής
βιομηχανίας. Οι αγώνες τους ενάντια στην νέα πειθαρχία της καπιταλιστικής οργάνωσης
της εργασίας ανάγκασε αυτούς που βρίσκονταν στην εξουσία να θεσπίσουν μια «αιματηρή
νομοθεσία» για να τους οδηγήσουν στα εργοστάσια. «Έτσι, ο αγροτικός πληθυσμός που
απαλλοτριώθηκε δια της βίας από τη γη, διώχτηκε και κατέληξε στην αλητεία, υπήχθη μέσα
από τερατώδεις τρομοκρατικούς νόμους σε μια πειθαρχία αναγκαία για το σύστημα της
μισθωτής εργασίας με μαστιγώματα, στιγματισμούς και βασανιστήρια»[6]. Στα Grundrisse,
ο Μαρξ είχε περιγράψει το δίλημμα που αντιμετωπίζουν μπροστά στο κεφάλαιο ως εξής:
«Πρέπει πρώτα να αναγκαστούν να δουλέψουν κάτω από τους όρους που βάζει το
κεφάλαιο. Ο ακτήμονας τείνει πιο πολύ να γίνει αλήτης και ληστής και ζητιάνος, παρά
εργάτης»[7]. Όπως βλέπουμε στις ενότητες «Γένεση των κεφαλαιοκρατών αγρομισθωτών»
και «Αντεπίδραση της γεωργικής επανάστασης στη βιομηχανία… », το αντίστοιχο αυτής
4/16
της δημιουργίας μιας εργατικής τάξης αναγκασμένης να πωλεί την εργασία της σαν
εμπόρευμα, υπήρξε η ανάδυση της καπιταλιστικής τάξης υπεύθυνης γι’ αυτή την επιβολή –
αρχικά αγρομισθωτοί και ύστερα βιομήχανοι καπιταλιστές.
Παρότι αυτή η «πρωταρχική» δημιουργία/συσσώρευση μιας εργατικής τάξης επιτεύχθηκε
αρχικά με μαζικό τρόπο στην Αγγλία και τη Δυτική Ευρώπη (η «ρόδινη χαραυγή» του
καπιταλισμού), στην πορεία διεξήχθει επίσης ραγδαία παντού στον κόσμο. Το κεφάλαιο,
καθώς επεκτεινόταν, αναδιάρθρωνε την υπάρχουσα κοινωνία ώστε να απαλλοτριώσει τον
πλούτο της και να λάβει τον έλεγχο επί της εργασίας του πληθυσμού της. Ο Μαρξ αναλύει
αυτή την επέκταση της πρωταρχικής επιβολής της εμπορευματικής μορφής στις ενότητες
«Γένεση του βιομηχανικού κεφαλαιοκράτη» και «Η ιστορική τάση της κεφαλαιοκρατικής
συσσώρευσης», καθώς και στο 25ο κεφάλαιο. Ξανά και ξανά, βλέπουμε πως το κλειδί για
την καπιταλιστική αποικιακή επέκταση, πέρα από τον αρχικό βιασμό του τοπικού πλούτου,
κείτεται στην ικανότητά του να διαχωρίζει την εργασία από τη γη, και τα άλλα μέσα
παραγωγής, και οπότε να δημιουργεί μια εργατική τάξη, τόσο μισθωτή (εργαζόμενη στα
εργοστάσια, τις φυτείες, κλπ) όσο και άμισθη (εργαζόμενη για να αναπαραχθεί σαν
εφεδρεία σε σχέση με τους μισθωτούς). Σε μερικές περιπτώσεις, η δημιουργία της
μισθωτής εργασίας υπήρξε εντελώς περιθωριακή. Το κεφάλαιο συχνά είτε ενίσχυε
υπάρχουσες μορφές κοινωνικού ελέγχου και παραγωγής (πχ, προτεκτοράτα) ή
μετασχημάτιζε υπάρχουσες κοινωνίες σε νέες μορφές που δεν χρησιμοποιούσαν μισθωτή
εργασία αλλά ήταν καλά ενσωματωμένες στο κεφάλαιο (πχ η δουλεία του 16ου-19ου
αιώνα· επίμορτη αγροληψία ύστερα από τον Εμφύλιο Πόλεμο). Αυτά τα άμισθα τμήματα
της εργατικής τάξης σχημάτισαν ένα μερίδιο ζωτικής σημασίας του νέου, παγκόσμιου
εργατικού δυναμικού του κεφαλαίου. «Η [συγ]καλυμμένη δουλεία των μισθωτών εργατών
στην Ευρώπη», έγραφε ο Μαρξ, «χρειαζόταν εν γένει ως στυλοβάτη την απροκάλυπτη
δουλεία στον Νέο Κόσμο»[8]. Οι τρόποι που η εργασία των άμισθων αυτών εργατών
υπήρξε σημαντική για το κεφάλαιο έχουν διαφέρει αρκετά, και κυμαίνονται από απλή
αυτοσυντήρησή τους σαν λανθάνων εφεδρικός στρατός έως την παραγωγή τροφίμων και
πρώτων υλών ζωτικής σημασίας για το σύνολο της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων του
κεφαλαίου, όπως στην περίπτωση της δουλείας στις βαμβακοφυτείες.
Κατά αυτές τις περιόδους της πρωταρχικής συσσώρευσης, η πάλη μεταξύ των
αναδυόμενων τάξεων αφορούσε το εάν το κεφάλαιο θα ήταν ικανό να επιβάλλει την
εμπορευματική μορφή των ταξικών σχέσεων, δηλαδή εάν είχε τη δύναμη να διώξει τους
αγρότες και τους φυλετικούς λαούς από τη γη, να καταστρέψει τη χειροτεχνία και τον
πολιτισμό τους, ώστε να δημιουργήσει μια νέα τάξη εργατών. Είναι σημαντικό να δούμε ότι
αυτό υπήρξε πράγματι ένα ζήτημα πάλης και όχι μια μονομερής χειραγώγηση. Όχι μόνο οι
αγώνες των δυνητικών εργατών δυσκολέψαν πράγματι το κεφάλαιο μέσω της
εγκληματικότητας, της αλητείας, των αναταραχών και των αντιστασιακών πολέμων, αλλά
επίσης το κεφάλαιο δεν «κέρδιζε» πάντα. Ποτέ δεν υπήρξε, για παράδειγμα, ικανό να
μετατρέψει την μάζα των Αμερικανών Ινδιάνων σε κομμάτι της εργατικής του τάξης.
Μπόρεσε μόνο να τους εξοντώσει σαν φυλή μέσω γενοκτονιών, και της εισαγωγής μαύρων
δούλων και λευκών μεταναστών για να τους αντικαταστήσει.
Η πάλη αναφορικά με την εργάσιμη ημέρα
Όπου οι δυνατότητες για την αποφυγή του κεφαλαίου μειώθηκαν ή εξαλείφθηκαν, η πάλη
μετατοπίστηκε από το εάν η εμπορευματική μορφή θα επιβληθεί στο πόσο θα μπορούσε να
5/16
επιβληθεί. Με άλλα λόγια, η νέα τάξη εργατών, ανίκανη να αποφύγει το σύνολο της
εργασίας για το κεφάλαιο, αγωνίστηκε μολαταύτα για να περιορίσει το τμήμα της ζωής και
της ενέργειάς της που θα έπρεπε να παραδώσει στο κεφάλαιο ώστε να επιβιώσει. Η πάλη
αναφορικά με τη διάρκεια της εργασίας έγινε κεντρική.
Η ανάλυση του Μαρξ για την ιστορία της σύγκρουσης αναφορικά με το μήκος της
εργάσιμης ημέρας στο 8ο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου δείχνει καθαρά πως
η πάλη αναφορικά με τον βαθμό της επιβολής της εμπορευματικής μορφής συνέχισε και
αφότου η ύπαρξη της εμπορευματικής μορφής έπαψε να αμφισβητείται. Στην ανάλυση του
Μαρξ γι’ αυτή την πάλη υπάρχουν μόνο δύο παράγοντες: το κεφάλαιο κι η εργατική τάξη.
Στην ενότητα «Η πάλη για την κανονική εργάσιμη ημέρα… », δείχνει πως στην Αγγλία, για
ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κατά την έγερσή του, το κεφάλαιο προσπάθησε να επιβάλλει,
συχνά μέσω του κράτους, μια διαρκώς επιμηκυνόμενη εργάσιμη ημέρα στο
αναπτυσσόμενο εργατικό δυναμικό. Κατά την περίοδο εκείνη, οι προσπάθειες των εργατών
κατευθύνονταν προς τον περιορισμό και τη λήξη αυτή της αυξανόμενης αποστράγγισης του
χρόνου και της ενέργειάς τους. Για το κεφάλαιο, δεν υπήρξε οπότε εύκολο ζήτημα να
στραγγίξει αυτές τις επιπρόσθετες ώρες από την εργατική τάξη. Όπως παρατηρεί ο Μαρξ,
απαιτήθηκαν ολόκληροι αιώνες πάλης μεταξύ του καπιταλιστή και του εργάτη μέχρι ο
τελευταίος να συμφωνήσει, δηλαδή να εξαναγκαστεί από τις κοινωνικές συνθήκες, να
πωλήσει το σύνολο της ενεργής του ζωής, τις ίδιας του της ικανότητας για εργασία, στη
τιμή των αναγκαιοτήτων της ζωής, τα πρωτοτόκια του αντί πινακίου φακής[9].
Στην αρχή της αποικιακής περιόδου, το κεφάλαιο έπρεπε να χρησιμοποιήσει βία για να
κάνει τους αυτόχθονες πληθυσμούς να αποδεχτούν την εμπορευματική μορφή. Εν όψει της
συνεχούς αντίστασης στην κανονική και εκτεταμένη εργασία, οι αποικιακές κυβερνήσεις
αναγκάστηκαν επανειλημμένως να χρησιμοποιήσουν τέτοια μέσα όπως σφαγές,
χρηματικούς φόρους ή εκτόπιση σε φτωχές γαίες για να αναγκάσουν τους πληθυσμούς
αυτούς να δουλέψουν αρκετά ώστε να αποφέρουν κέρδη για το κεφάλαιο. Αυτή η άρνηση
εργασίας, φυσικά, αποκαλέστηκε «οπισθοδρομικότητα» από τους οικονομολόγους του
κεφαλαίου (οι οποίοι ανέπτυξαν μια καμπύλη προσφοράς εργασίας που κάμπτεται προς τα
πίσω για να το περιγράψουν), και η χρήση βίας δικαιολογήθηκε από τους αστούς
πολιτικούς επιστήμονες με εκκλήσεις για την αναγκαιότητα του «εκπολιτισμού» των
πρωτόγονων λαών[10]. Αυτό το πρόβλημα πάντα υπήρξε οξύτερο όπου η γη ήταν πλούσια
(δυτικό ημισφαίριο, Αφρική) και οι «οπισθοδρομικοί» αυτόχθονες μπορούσαν να
οπισθοχωρήσουν προς την ενδοχώρα. Αυτή η φυγή για την αποφυγή του κεφαλαίου δεν
πρέπει να ειδωθεί απλώς σαν μια αποφυγή της «καπιταλιστικής» εργασίας και μια
προτίμηση για τον «αυτοέλεγχο» της εργασίας. Αντ’ αυτού, πρέπει να αναγνωριστεί, όπως
έχει δείξει το πρόσφατο έργο κάποιων ανθρωπολόγων (πχ το έργο του Μάρσαλ Σάλινς για
την «αρχική εύπορη κοινωνία»)[11], ότι ο «αυτοέλεγχος» της εργασίας στην
πραγματικότητα σημαίνει λιγότερη δουλειά και περισσότερο χρόνο για άλλες κοινωνικές
δραστηριότητες. Σήμερα, μπορούμε να ανακαλύψουμε εκ νέου την επίγνωση του Μαρξ γι’
αυτό το γεγονός: «[Τ]α πιο ανεπτυγμένα μηχανήματα εξαναγκάζουν τώρα τον εργάτη να
δουλεύει περισσότερο χρόνο απ’ ότι ο άγριος… »[12]. Όπως δείχνει η ανάλυση του Μαρξ
για την αποικιακή θεωρία του Ε. Τζ. Ουέκφηλντ στο 25ο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του
Κεφαλαίου, ήταν εκεί που η διαθεσιμότητα της γης κατέστησε μια τέτοια φυγή εφικτή που οι
ιδεολόγοι του κεφαλαίου είδαν τη φύση της πιο καθαρά, και συνεπώς διατυπώσαν πιο
συνεκτικά την ανάγκη για τον περιορισμό αυτής της διαθεσιμότητας.
6/16
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ταξική πάλη παρουσιάστηκε σαν ο αντιφατικός συνδυασμός δύο
ενεργών τάξεων. Οι καπιταλιστές προσπαθούν να διαμορφώσουν και να επεκτείνουν αυτή
τη νέα μορφή κοινωνικού ελέγχου. Η εργατική τάξη προσπάθησε αρχικά να ξεφύγει, και
ύστερα να περιορίσει, αυτή την επιβολή επί τη ζωή της. Αφού το κεφάλαιο είχε την
πρωτοβουλία κατά την περίοδο αυτή, μπορεί ορθά να ειδωθεί σαν να βρίσκεται στην
επίθεση κι η εργατική τάξη σαν να βρίσκεται σε άμυνα και να αντιστέκεται, προσπαθώντας
να θέσει όρια στην εκμετάλλευσή της.
Όμως, καθώς το κεφάλαιο αναπτυσσόταν ραγδαία κατά τη βιομηχανική επανάσταση και η
εργατική τάξη αναπτυσσόταν σε μέγεθος και δύναμη, η δραστηριότητα της τελευταίας
γινόταν όλο και περισσότερο επιθετική· ξεκίνησε να επιβεβαιώνει τις αυτόνομες
διεκδικήσεις της ενάντια στο κεφάλαιο. Σ’ αυτό το σημείο, το πρόσφατο έργο που
υπογραμμίζει την έννοια της αυτονομίας της εργατικής τάξης μας βοηθάει επίσης να
ανακατευθύνουμε την προσοχή μας προς συγκεκριμένες πτυχές της ανάλυσης του
παρελθόντος από τον Μαρξ. Μπορούμε ν’ ανακαλύψουμε εκ νέου ότι ο Μαρξ αναλύει τον
τρόπο που η πάλη για τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας πέτυχε και, περνώντας στην
επίθεση, οι εργάτες επιδίωξαν να μειώσουν την εργάσιμη ημέρα – επιβεβαιώνοντας μια
αυτόνομη διεκδίκηση για λιγότερη εργασία. Στην έκτη κι έβδομη ενότητα του όγδοου
κεφαλαίου, ο Μαρξ περιγράφει μια από τις πιο ζωντανές του αναλύσεις για τη ταξική πάλη,
σκιαγραφώντας την ανάπτυξη μιας εργατικής ισχύος και μαχητικότητας η οποία ανάγκασε
το κεφάλαιο, μέσω του κράτους, να μειώσει επανειλημμένως την εργάσιμη ημέρα. Εδώ
είναι η ανερχόμενη δύναμη της εργατικής τάξης, όχι του κεφαλαίου, που παίρνει την
πρωτοβουλία. Περνάει από την αντίσταση στην επίθεση. Ο Μαρξ δείχνει ότι, αντιμέτωπη με
την επίθεση της εργατικής τάξης, «εξασθένιζε βαθμηδόν η δύναμη αντίστασης του
κεφαλαίου, ενώ ταυτόχρονα μεγάλωνε η δύναμη επίθεσης της εργατικής τάξης». Αυτή η
αναπτυσσόμενη δύναμη επανειλημμένως συμπίεσε την εργάσιμη ημέρα από δεκαπέντε, ή
και περισσότερες, ώρες στις οκτώ που θεωρούμε σήμερα «κανονική εργάσιμη ημέρα».
Επίσης, μείωσε την εργάσιμη εβδομάδα από επτά ημέρες σε πέντε, δημιουργώντας στην
πορεία την αργία του σαββατοκύριακου. Έτσι, ο Μαρξ μας δείχνει ότι ο καθορισμός της
χρονικής περιόδου επί την οποία η εμπορευματική μορφή επιβάλλεται τυπικά, ότι η
«δημιουργία μιας κανονικής εργάσιμης ημέρας», υπήρξε «το προϊόν ενός μακρόπνοου,
λιγότερο ή περισσότερο κρυφού εμφυλίου πολέμου μεταξύ της τάξης των κεφαλαιοκρατών
και της εργατικής τάξης»[13].
Αυτή η ανάλυση του χρονικού στοιχείου της εμπορευματικής μορφής που δείχνει πως
αναδύθηκε η τυπική νομικά εγκεκριμένη δομή της κανονικής εργάσιμης ημέρα, είναι
ανεκτίμητης αξίας βοηθώντας μας να καταλάβουμε τι εννοούσε ο Μαρξ όταν μιλούσε για
τους «νόμους» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αναφερόμενος σ’ εκείνο το νομικό
δίκαιο που ρύθμιζε τη χρονική δομή της εργασίας, ο Μαρξ λέει ότι «[α]υτές οι λεπτομερείς
διατάξεις […] δεν ήταν διόλου προϊόντα κοινοβουλευτικής φαντασιοκοπίας. Αναπτύχθηκαν
σταδιακά μέσα από τις [υφιστάμενες] σχέσεις, ως φυσικοί νόμοι του σύγχρονου τρόπου
παραγωγής. Η διατύπωσή, η επίσημη αναγνώριση και η διακήρυξή τους από το κράτος
ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων ταξικών αγώνων»[14]. Αυτοί οι «φυσικοί νόμοι» δεν είναι
μεταφυσικές, ανεξήγητες κανονικότητες, όπως συχνά ισχυρίζονται οι παραδοσιακοί
μαρξιστές. Οι «νόμοι της κίνησης» της καπιταλιστικής κοινωνίας αποτελούν το άμεσο
προϊόν της ταξικής πάλης και περιγράφουν μόνο ότι το κεφάλαιο είχε τη δύναμη να
7/16
επιβάλλει, δεδομένης της αυξανόμενης δύναμης της εργατικής τάξης. Προκύπτουν «πίσω
από τις πλάτες» των δρώντων προσώπων μόνο με την έννοια ότι αποτελούν το
απρόβλεπτο αποτέλεσμα της αναμέτρησης των δυνάμεων των δύο τάξεων.
Επιπλέον, ανακαλύπτουμε επίσης την ανάπτυξη της δύναμης της εργατικής τάξης στον
τρόπο που επίσης επιτυγχάνει τη διατήρηση, ακόμη και την αύξηση, του μεριδίου της επί
του κοινωνικού πλούτου την ίδια στιγμή που δουλεύει λιγότερες ώρες. Η εργατική τάξη
μπορεί να ειδωθεί, στην πραγματικότητα, σαν να έχει χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο ώστε
αυτό να καλύψει τις ανάγκες της ενώ την ίδια στιγμή δούλευε λιγότερο. Αυτό αποτελεί μια
φάση εκείνης της μακράς διαδικασίας που περιέγραψε ο Μαρξ, τη διαδικασία στην οποία η
ανάπτυξη του κεφαλαίου αποτελεί επίσης την ανάπτυξη της υλικής βάσης επί της οποίας η
εργατική τάξη θα μπορέσει τελικά να κινηθεί πέρα από το κεφάλαιο.
Παρότι η ανάλυση αυτών των περιόδων της ιστορίας της ταξικής πάλης αναφορικά με το
ζήτημα του πόσο θα μπορέσει να επιβληθεί η εμπορευματική μορφή, έχει έως τώρα τεθεί
με τους όρους του χρόνου εργασίας, πρέπει επίσης να γίνει σαφές ότι περιλαμβάνει εξίσου
την ένταση και τις συνθήκες της εργασίας. Ο Μαρξ καταπιάνεται με αυτούς τους αγώνες σε
μια σειρά περιστάσεων. Στο όγδοο κεφάλαιο, για την εργάσιμη ημέρα, δείχνει πως η πάλη
αναφορικά με το μήκος της εργάσιμης ημέρας αποτελεί επίσης, σε κάποιο βαθμό, μια πάλη
αναφορικά με τις εργασιακές συνθήκες – για παράδειγμα, στη τέταρτη ενότητα σχετικά με
τις ημερήσιες και βραδινές βάρδιες. Όμως, η πιο λεπτομερής ανάλυση του ζητήματος της
έντασης και των συνθηκών της εργασίας εμφανίζεται στην ανάλυση του 13ου κεφαλαίου.
Εκεί, ο Μαρξ επιδεικνύει πως η ανάπτυξη των μηχανών, η οποία εξελίχτηκε ραγδαία καθώς
οι εργάτες συμπίεζαν το μήκος της εργάσιμης ημέρας, αποδείχτηκε να είναι, πέρα από ένα
μέσο για την αύξηση της παραγωγικότητας, ένα μέσο για την ευρεία αύξηση της ταχύτητας
και της έντασης της εργασίας. Στο τρίτο τμήμα της τρίτης ενότητας, για την εντατικοποίηση
της εργασίας, ο Μαρξ δείχνει πως οι μηχανές επέβαλαν στον εργάτη να «μεγαλύτερο
ξόδεμα εργασιακής δύναμης στον ίδιο χρόνο, αυξημένη ένταση της εργασιακής δύναμης,
πυκνότερη πλήρωση των πόρων του εργάσιμου χρόνου, δηλαδή συμπύκνωση της
εργασίας»[15]. Παρακάτω, στην πέμπτη και ένατη ενότητα, καθώς και αλλού, ο Μαρξ μας
δείχνει ότι αυτή η επιτάχυνση παράγει νέα είδη εργατικών αγώνων, από το σαμποτάζ των
Λουδιτών ενάντια στις μηχανές έως τους μακροχρόνιους αγώνες ενάντια στο κεφάλαιο για
τον περιορισμό και την μείωση της έντασης της εργασίας και τη βελτίωση των συνθηκών
της. Όλοι αυτοί οι αγώνες αναφορικά με το μήκος, την ένταση και τις συνθήκες της
εργασίας, αφορούν την εργασιακή δύναμη που η εργατική τάξη αναγκάζεται να πωλήσει
στους καπιταλιστές. Αποτελούν ποσοτικά ζητήματα αναφορικά με το πόσο θα επιβληθεί η
εμπορευματική μορφή. Όπως λέει ο Μαρξ, «το εντατικό και το εκτατικό μέγεθος
παραστάνονται ως αντιθετικές και αλληλοαποκλειόμενες εκφράσεις του ίδιου ποσού
εργασίας»[16].
Η πάλη αναφορικά με την παραγωγικότητα και την αξία της εργασιακής δύναμης
Η επιτυχία της εργατικής τάξης να μειώσει την εργασία δημιούργησε ιστορικά μια βαθύτατη
κρίση για το κεφάλαιο και το ώθησε να αναζητήσει νέες στρατηγικές. Μια απάντηση στην
μείωση της απλήρωτης εργοστασιακής εργασίας υπήρξε η επέκταση της άμισθης
εργάσιμης ημέρας εκτός του εργοστασίου. Η ανάλυση του κοινωνικού εργοστασίου
υπογράμμισε πως η μείωση των ωρών κι ο αποκλεισμός των γυναικών και των παιδιών
από την εργοστασιακή εργασία -μια τάση η οποία ξεκίνησε αφότου ο Μαρξ έγραψε το
8/16
Κεφάλαιο– αντισταθμίστηκε εν μέρει από το κεφάλαιο με μια αύξηση της εργασίας στο σπίτι
και στο σχολείο για τη διατήρηση ή βελτίωση της ποιότητας της εργασιακής δύναμης.
Όμως, δεδομένου ότι αυτές οι αυξήσεις δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν πλήρως την
μείωση του εργοστασιακού ωραρίου, χρειάστηκε ένα διαφορετικό είδος μετατόπισης. Ο
άλλος μείζονας τρόπος που βρήκε το κεφάλαιο για να διατηρήσει, αναπαράξει και
επεκτείνει τον έλεγχό του υπήρξε, όπως μόλις είδαμε, να υποκαθιστήσει εργασία με
μηχανές, ώστε λιγότερη ανθρώπινη εργασία να μπορούσε να συνεχίσει να παράγει το ίδιο
με πριν, ή και περισσότερο. Είναι σημαντικό να δούμε ότι αυτή η προσπάθεια για την
αύξηση της παραγωγικότητας δεν υπήρξε απλώς μια ακόμη πτυχή της καπιταλιστικής
εκμετάλλευσης, αλλά μια μετατόπιση στο στρατηγικό σχέδιο του κεφαλαίου η οποία του
επιβλήθηκε από την ανάπτυξη της δύναμης των εργατών. Για τον Μαρξ, δεν υπήρχε
αμφιβολία επ’ αυτού: «Από τη στιγμή που η σταδιακά διογκούμενη αγανάκτηση της
εργατικής τάξης ανάγκασε το κράτος να συντομεύσει δια της βίας τον εργάσιμο χρόνο και
να υπαγορεύσει, αρχικά στο καθεαυτό εργοστάσιο, μια κανονική εργάσιμη ημέρα, από
εκείνη τη στιγμή δηλαδή όπου η αυξημένη παραγωγή [απόλυτης] υπεραξίας ήταν άπαξ και
δια παντός αποκομμένη από την παράταση της εργάσιμης ημέρας, το κεφάλαιο επιδόθηκε
με όλη του τη δύναμη και με πλήρη συνείδηση στην παραγωγή σχετικής υπεραξίας μέσα
από την επιταχυνόμενη ανάπτυξη του συστήματος των μηχανών»[17].
Στο σημείο αυτό, η πάλη μετατοπίστηκε από το πόσο θα επιβληθεί η εμπορευματική μορφή
σε τι τιμή θα επιβληθεί. Η εργατική τάξη ανέχεται την εμπορευματική μορφή, αλλά διεκδικεί
ένα μεγαλύτερο μερίδιο του κοινωνικού πλούτου, δηλαδή, μια υψηλότερη τιμή για το
εμπόρευμά της, την εργασιακή δύναμη. Μη μπορώντας να αντισταθμίσει μια
μακροπρόθεσμη αύξηση της τιμής της εργασιακής δύναμης μέσω μιας αύξησης της
εργάσιμης ημέρας, το κεφάλαιο στρέφεται στην αύξηση της παραγωγικότητας σαν το μόνο
μέσο τόσο για την πληρωμή της υψηλότερης τιμής της εργασιακής δύναμης όσο και για τη
διατήρηση και αύξηση των κερδών. Αυτή είναι η στρατηγική της σχετικής υπεραξίας, μέσω
της οποίας είναι εφικτό να αναπτυχθεί απόλυτα ο πλούτος, και συνεπώς η ισχύς, τόσο του
κεφαλαίου όσο και της εργασίας: ενώ η αξία της εργασιακής δύναμης μειώνεται συγκριτικά
με την υπεραξία αυξάνοντας έτσι τα κέρδη, το απόλυτο ποσό των αξιών χρήσης που
αποκτούνται από την εργατική τάξη μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται[18]. Η μεταβαλόμενη
σχέση μεταξύ τιμής και παραγωγικότητας καθορίζει τον σχετικό συσχετισμό δυνάμεων.
Στον Μαρξ, βλέπουμε ότι αυτή η σχέση αναδύθηκε αρχικά μέσω των χωριστών
προσπαθειών μεμονωμένων κεφαλαίων. Χάρη στο έργο του Panzieri, η ανάγνωση του
Κεφαλαίου του οποίου ανακάλυψε εκ νέου την οργάνωση της εργασίας σαν μια
σχεδιασμένη οργάνωση της εργατικής τάξης, και χάρη στο έργο του Τρόντι και άλλων
αναφορικά με την περίοδο του κεϋνσιανισμού, μπορούμε επίσης να δούμε πως το
κεφάλαιο προσπάθησε να θεσμοθετήσει τη σχετική υπεραξία μέσω συνδικαλιστικών
συμβάσεων και του κεϋνσιανού «ντηλ της παραγωγικότητας» στις ΗΠΑ τις δεκαετίες του
1940 και 1950[19]. Εκείνο που μπορεί να φανερώσει μια προσεκτική μελέτη του Κεφαλαίου
είναι πως αυτή η δυνατότητα είναι εγγενής της στρατηγικής της σχετικής υπεραξίας. Θα
μπορούσα να προσθέσω ότι επίσης ανανεώνει επιτέλους τον μετά-Μαρξ μαρξισμό
ενημερώνοντάς τον με τα αστικά οικονομικά, τα οποία από καιρό κατανόησαν, μολονότι με
έναν διαστρεβλωμένο τρόπο, τόσο την ουσία της σχετικής υπεραξίας (τη σύνδεση των
μισθών με την οριακή παραγωγικότητα στην νεοκλασσική μικροοικονομική θεωρία) και,
9/16
ακόμη πιο συνεκτικά, την ουσία της παραγωγής σαν επιχειρηματικό σχεδιασμό των
σχέσεων εξουσίων μεταξύ των τάξεων (το πεδίο τόσο της μηχανικής της αποδοτικότητας
όσο και της διαχείρισης της εργασίας εν γένει).
Συνδέοντας τους μισθούς με την παραγωγικότητα, το κεφάλαιο προσπαθεί να
δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία η εργατική πάλη για τη τιμή της εμπορευματικής
μορφής γίνεται καθεαυτός ο κινητήρας της ανάπτυξης του κεφαλαίου με έναν καινούριο
τρόπο. Όπως η επιτυχία της εργατικής τάξης για την μείωση της εργάσιμης ημέρας ωθεί το
κεφάλαιο να αναπτύξει νέες στρατηγικές, έτσι επίσης η πίεση για μισθολογικές αυξήσεις στο
εργοστάσιο (και για αύξηση του εισοδήματος εκτός αυτού) ωθεί το κεφάλαιο να αναπτύξει
την επιστήμη και τη τεχνολογία ώστε να μπορέσει να αυξήσει ραγδαία την
παραγωγικότητα. Αυτό συμβαίνει εν μέρει μέσω των μεμονωμένων επιχειρηματικών
προσπαθειών για την άμεση αύξηση των μεμονωμένων τους κερδών, όπως και στην
εποχή του Μαρξ, και αυξανόμενα, καθώς η πίεση της εργατικής τάξης ωθεί τους
καπιταλιστές να αποκτήσουν συνείδηση των κοινών τους ταξικών συμφερόντων, μέσω των
συνδυασμένων προσπαθειών της καπιταλιστικής τάξης στο σύνολό της -με το κράτος ως
σχεδιαστή- και μέσω τόσο της κυβέρνησης όσο και ιδιωτικών φορέων σχεδιασμού, όπως η
Εθνική Ένωση Σχεδιασμού[20]. Κάθε εργατική επίθεση γίνεται κίνητρο για νέες μορφές
καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στον βαθμό που αυτή η στρατηγική λειτουργεί, αυτή η φάση της
πάλης αναφορικά με την εμπορευματική μορφή βλέπει δύο ενεργητικές πλευρές να
χρησιμοποιούν η μία την άλλη, η κάθε μία για τη δική της ανάπτυξη.
Η θέση της εργατικής τάξης είναι, ωστόσο, αμφίσημη. Ενώ αφενός αποκτά αυξανόμενα
δύναμη -περισσότερο πλούτο στον οποίο βασίζει την πάλη της- και αφετέρου αποδέχεται
την εμπορευματική μορφή με έναν τρόπο που επίσης επιτρέπει τη διεύρυνση του
κεφαλαίου, η δραστηριότητά της δεν είναι ενάντια στο κεφάλαιο αλλά για το κεφάλαιο. Η
πάλη για μια μικρότερη εργάσιμη ημέρα εκπροσωπούσε μια άμεση επίθεση στα κέρδη και
τον έλεγχο του κεφαλαίου καθώς ο απλήρωτος χρόνος εργασίας μειώθηκε συγκριτικά με
τον χρόνο εργασίας που πληρωνόταν. Αλλά το ντηλ της παραγωγικότητας διασφαλίζει τα
συνεχόμενα κέρδη και την εξουσία του κεφαλαίου. Η πάλη της εργατικής τάξης
(οργανωμένη από τα συνδικάτα) αναπτύσσει το κεφάλαιο και, παράλληλα, αυξάνει την
ένταση της εργασίας, ενώ επίσης επεκτείνει την επιβολή της σε νέους τομείς.
Έχουμε εδώ μια παράξενη κατάσταση. Το ουσιαστικό νόημα της αυξανόμενης
παραγωγικότητας (αυξημένη απόδοση σε έναν δεδομένο χρόνο) είναι ότι έχει κανείς
περισσότερο προϊόν με λιγότερη εργασία, αλλά υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου οι
αυξήσεις της παραγωγικότητας μετασχηματίζονται σε περισσότερη, και όχι λιγότερη,
εργασία: «Από εδώ προκύπτει και το οικονομικό παράδοξο, το ισχυρότερο μέσο
συντόμευσης του εργάσιμου χρόνου να αντιστρέφεται στο πιο αλάνθαστο μέσο μετατροπής
όλου του βιοτικού χρόνου του εργάτη και της οικογένειάς του σε διαθέσιμο εργάσιμο χρόνο
για την αξιοποίηση του κεφαλαίου»[21]. Πάνε τα όνειρα του Αριστοτέλη, τον οποίο
παραθέτει ο Μαρξ να είχε φανταστεί την ανάπτυξη των εργαλείων σε τέτοιο σημείο που
«ούτε οι αρχιτεχνίτες θα χρειάζονταν υπηρέτες ούτε οι ελεύθεροι δούλους»[22]. Πάνε
επίσης και τα όνειρα της εργατικής τάξης, οι αγώνες της οποίας ήταν σε μεγάλο βαθμό
αφιερωμένες στην μείωση του ποσού της εργασίας που έπρεπε να εκτελεί. Αυτό το
10/16
κοινωνικό παράδοξο της αύξησης της εργασίας με τη ταυτόχρονη αύξηση της
παραγωγικότητας βγάζει νόημα μόνο από την οπτική μιας τάξης της οποίας το βασικό
μέσο κοινωνικού ελέγχου είναι η επιβολή της εργασίας.
Όμως, καθώς η εργατική τάξη χρησιμοποιεί το κεφάλαιο για τη δική της ανάπτυξη, τελικά
κατανοεί ότι ο κοινωνικός πλούτος που επιθυμεί απαιτεί όλο και λιγότερο την εργασία της
ακριβώς λόγω των απίστευων αυξήσεων της παραγωγικότητας. Βλέπει ότι η εξέλιξη από
τις παραγωγικές μεθόδους εντάσεως εργασίας (πχ, οι κλωστοϋφαντουργίες της εποχής του
Μαρξ, οι οποίες απαιτούσαν τεράστιους αριθμούς εργατών) σε μεθόδους υψηλής εντάσεως
κεφαλαίου (πχ, τα σημερινά πετροχημικά διυλιστήρια, τα οποία απαιτούν λίγους εργάτες)
βασίζεται όλο και περισσότερο στην ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας από το
κεφάλαιο – υπό την πίεση των διεκδικήσεων της εργατικής τάξης. Ο Μαρξ αντιλήφθηκε
αυτή τη γενική τάση περισσότερο από έναν αιώνα πριν: «Όμως στο μέτρο που
αναπτύσσεται η μεγάλη βιομηχανία, η δημιουργία του πραγματικού πλούτου ολοένα
λιγότερο εξαρτιέται από τον χρόνο εργασίας και την ποσότητα καταβλημένης εργασίας· και
ολοένα περισσότερο από τη δύναμη των υλικών παραγόντων [μηχανές, κλπ] που
κινητοποιούνται στη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου· και η δύναμη αυτή [των μηχανών
αυτών, κλπ] -η ισχυρή τους αποτελεσματικότητα- δεν βρίσκεται σε καμία σχέση προς τον
άμεσο χρόνο εργασίας που κοστίζει η παραγωγή τους, αλλά αντίθετα εξαρτιέται από τη
γενική κατάσταση της επιστήμης και την πρόοδο της τεχνολογίας»[23].
Όμως, το μέτρο της επιβολής της εργασίας από το κεφάλαιο είναι η αξία και ο δείκτης του
ελέγχου του είναι η υπεραξία. Αν η ανάπτυξη των μηχανών συνεχίσει στο σημείο όπου
εξαλείψει την ανάγκη για εργασία, τότε το κεφάλαιο αντιμετωπίζει μια θεμελιακή κρίση. «Το
ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας
στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο
και πηγή του πλούτου. […] [Α]υτές τις γιγάντιες κοινωνικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν
μ’ αυτό τον τρόπο θέλει να τις μετρήσει με τον χρόνο εργασίας»[24]. Η κρίση εμφανίζεται
επειδή η καπιταλιστική παραγωγή δεν ενδιαφέρεται για την παραγωγή ως τέτοια, αλλά για
τον κοινωνικό έλεγχο που επιτυγχάνεται με την επιβολή της εργασίας μέσω της
εμπορευματικής μορφής, και συνεπώς της πραγματοποίησης της αξίας. Όμως, αν «η
εργασία στην άμεση μορφή παύει να αποτελεί την μεγάλη πηγή του πλούτου, παύει -
αναγκαστικά- ο χρόνος εργασίας να είναι μέτρο του πλούτου, και άρα η ανταλλακτική αξία
μέτρο της αξίας χρήσης»[25].
Ο Μαρξ είδε στην ανάπτυξη αυτής της αντίφασης την αναπτυσσόμενη προοπτική για τους
εργάτες να απελευθερωθούν από την εργασία και να ανατρέψουν το κεφάλαιο. Είδε ότι θα
γινόταν όλο και δυσκολότερο για το κεφάλαιο να βρει τρόπους να επιβάλλει την εργασία
καθώς αυξανόταν η παραγωγικότητα και ότι θα ήταν αυξανόμενα εμφανές στην εργατική
τάξη ότι η εργασία θα έπρεπε να μειώνεται αντί ν’ αυξάνεται. Με την αναπτυσσόμενη
αντίφαση μεταξύ του αυξανόμενου επιπέδου της κοινωνικής παραγωγικότητας και της
συνεχιζόμενης επιμονής του κεφαλαίου για περισσότερη εργασία, η εργατική πάλη έπαιρνε
όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα μιας πάλης ενάντια στην εργασία. Με τους όρους που
έχω χρησιμοποιήσει εδώ, αυτό ανέρχεται σε μια επανεμφάνιση του ερωτήματος του εάν το
κεφάλαιο έχει τη δύναμη να επιβάλλει την εργασία μέσω της εμπορευματικής μορφής – με
οποιαδήποτε τιμή. Εξού και το βάθος της παρούσας κρίσης. Το ζήτημα που διακυβεύεται
11/16
είναι η ίδια η επιβίωση του συστήματος. Είτε το κεφάλαιο θα βρει νέους τρόπους να
επιβάλλει την εργασία και συνεπώς να πραγματοποιεί την αξία, είτε η πάλη της εργατικής
τάξης ενάντια στην εργασία θα ανατινάξει το σύστημα και θα ιδρύσει ένα καινούριο.
Σήμερα, η δημιουργία μιας νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων δεν απαιτεί πλέον μια
επιστροφή στη γη και τη χειροτεχνία όπως θεωρούν κάποιοι -ρομαντικοί ή επιστημονικοί-
σοσιαλιστές, αλλά αντ’ αυτού περιλαμβάνει την πληρέστερη ανάπτυξη ενός υψηλά
παραγωγικού κοινωνικού συστήματος επαρκούς πλούτου και εργασίας η οποία θα
μειώνεται, αντί ν’ αυξάνεται, καθώς αναπτύσσεται η παραγωγικότητα. Σε ένα τέτοιο
σύστημα, όπως ο Μαρξ τόσο εξαίσια προέβλεψε έναν αιώνα πριν, «τότε μέτρο του
πλούτου δεν θα είναι πια καθόλου ο χρόνος εργασίας, αλλά ο διαθέσιμος χρόνος»[26].
Συνεπώς, η ανάπτυξη του κεφαλαίου, οδηγούμενη από τις εργατικές διεκδικήσεις, έχει
δημιουργήσει την πραγματική υλική βάση για να πάει πέρα από «την μείωση του
αναγκαίου χρόνου για να δημιουργηθεί υπερεργασία» σε ένα σύστημα αφιερωμένο γενικά
στην «μείωση της αναγκαίας εργασίας της κοινωνίας στο ελάχιστο, με αντίστοιχη τότε
καλλιτεχνική, επιστημονική, κλπ, καλλιέργεια των ατόμων, με τον χρόνο που ελευθερώθηκε
και τα μέσα που δημιουργήθηκαν για όλους»[27].
Η πρότερη κατηγοριοποίηση της ταξικής πάλης βάσει του εάν, πόσο και σε τι τιμή θα
επιβληθεί η εμπορευματική μορφή, είναι τόσο ιστορική όσο και αναλυτική. Ενώ υπάρχει μια
κάποια γενική ιστορική τάση ανάπτυξης, όπως την περιγράφει ο Μαρξ, στην οποία
κυριαρχεί ο ένας ή ο άλλος τύπος, είναι επίσης εμφανές ότι αυτοί οι αγώνες πάντα
αναμειγνύονται μεταξύ τους. Το σημείο στο οποίο θέλω να δώσω έμφαση είναι ότι στην
κάθε περίπτωση και κατά τη διάρκεια της κάθε περιόδου, η πάλη μεταξύ του κεφαλαίου και
της εργατικής τάξης αφορά πάντα την εμπορευματική μορφή, επειδή αφορά πάντα την
εργασία και η εργασία στο κεφάλαιο επιβάλλεται μέσω της εμπορευματικής μορφής. Γι’
αυτό μας ενδιαφέρει σήμερα μια λεπτομερή ανάλυση του εμπορεύματος. Παρέχει ένα
σημείο αφετηρίας για την κατανόηση της φύσης της ταξικής πάλης στην παρούσα κρίση.
Επιπλέον, αν αληθεύει ότι στην παρούσα κρίση διακυβεύεται καθεαυτή η ουσία του
συστήματος, τότε έχουμε ακόμη περισσότερο λόγο να είμαστε σαφείς σχετικά με το ποια
είναι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά αυτού του συστήματος.
Η παρουσίαση του πλήρως ανελυμένου εμπορεύματος από τον Μαρξ στο πρώτο κεφάλαιο
του Κεφαλαίου ξεκινάει με την εμφανή εμπορευματική μορφή, συνεχίζει μέσω μιας
προσεκτικά οργανωμένης και ακραία λεπτομερής έκθεσης της φύσης της ουσίας, του
μέτρου και της μορφής τόσο της αξίας χρήσης όσο και της αξίας του εμπορεύματος, και
καταλήγει στη χρηματική μορφή (βλέπε διάγραμμα 2). Όπως υποδείχτηκε στην εισαγωγή,
υπάρχει μια ορισμένη λογική στον τρόπο παρουσίασης που χρησιμοποίησε ο Μαρξ.
Ύστερα από μια αρχική ανάλυση του εμπορεύματος σε αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία,
της αξίας χρήσης σε μια ποιοτική και μια ποσοτική πλευρά, και της ανταλλακτικής αξίας
στην ποιοτική της ουσία (αξία), παρουσιάζει μια συνθετική εξέλιξη στην έκθεση της φύσης
της αξίας από σχετικά απλές κατηγορίες λίγων καθορισμών (πχ, αφηρημένη εργασία) σε
αυξανόμενα σύνθετες κατηγορίες (πχ, αξιακές μορφές), οι οποίες είναι πιο συγκεκριμένες
επειδή αποτελούν συνθέσεις όλο και περισσότερων καθορισμών και οπότε αναπαριστούν
την ενότητα διακριτών πτυχών. Η ουσία της αξίας αναλύεται αρχικά απομονωμένη από το
μέτρο και την μορφή (πρώτη ενότητα). Το μέτρο της ύστερα αναλύεται σε σχέση με την
ουσία (πρώτη και δεύτερη ενότητα). Η μορφή αποτελεί ύστερα την αναπτυσσόμενη
12/16
έκφραση τόσο της ουσίας όσο και του μέτρου (τρίτη ενότητα). Επιπλέον, οι σχέσεις μεταξύ
των αυξανόμενα συγκεκριμένων εννοιών είναι «διαλεκτικές» καθώς αναπαράγουν
ιδιαίτερες πτυχές των διαλεκτικών σχέσεων του κεφαλαίου. Η αναπαράσταση έτσι
εμφανίζεται σαν ένα «εκ των προτέρων οικοδόμημα», το οποίο ο Μαρξ ήλπιζε ότι
καθρεπτίζει ιδεατά τη ζωή του υπό συζήτηση ζητήματος -η ταξική πάλη- παρότι κατέφτασε
ύστερα από χρόνια επίπονης ανάλυσης και ανακατασκευής κομμάτι το κομμάτι[28]. Όπως
έχω επίσης υποδείξει στην εισαγωγή, το είδος της ανάγνωσης που πραγματοποιώ εδώ
απαιτεί τη συγχώνευση του υλικού του πρώτου κεφαλαίου του Κεφαλαίου με εκείνο των
άλλων τμημάτων του έργου του Μαρξ. Στον βαθμό οπότε που φέρνω στην ερμηνεία
ορισμένων εδάφιων υλικό από άλλα τμήματα του Κεφαλαίου, ή από άλλα έργα του Μαρξ,
το κάνω έχοντας στόχο την κατανόηση του πρώτου κεφαλαίου εντός μιας ευρύτερης
ανάλυσης, αντί μιας ανακατασκευής της εξέλιξης του τι έγραφε και σκεφτόταν ο Μαρξ.
Διάγραμμα 2: Διάγραμμα της δομής του πρώτου κεφαλαίου του Κεφαλαίου
Σημειώσεις:
1. Στην παραδοσιακή αγγλική μετάφραση των Moore & Aveling από τη τρίτη γερμανική
13/16
έκδοση, η πρώτη πρόταση είναι «Ο πλούτος των κοινωνιών εκείνων στις οποίες επικρατεί
ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, παρουσιάζεται σαν “μια τεράστια συσσώρευση
εμπορευμάτων”, με την μονάδα του να είναι το μεμονωμένο εμπόρευμα» (η έμφαση του
Κλήβερ). Η νεώτερη μετάφραση του Ben Fowkes, από την οποία έχει παρθεί το
παραπάνω απόσπασμα στον κύριο κορμό του κειμένου, μεταφράζει τον γερμανικό όρο
elementarform με περισσότερη ακρίβεια ως elementary form [στοιχειώδη μορφή]. Στον
πρόλογο της πρώτης γερμανικής έκδοσης, στον οποίο ο Μαρξ μιλάει για την μέθοδο που
χρησιμοποιεί σ’ αυτό το κεφάλαιο, αναφέρεται στην εμπορευματική μορφή σαν την
«κυτταρική μορφή»: «Πέραν τούτου, κατά την ανάλυση των οικονομικών μορφών δεν
μπορούν να βοηθήσουν ούτε το μικροσκόπιο ούτε τα χημικά αντιδραστήρια. Και τα δύο θα
πρέπει να αντικατασταθούν από τη δύναμη της αφαίρεσης. Για την αστική κοινωνία όμως η
εμπορευματική μορφή του εργασιακού προϊόντος ή η αξιακή μορφή του εμπορεύματος
είναι η οικονομική κυτταρική μορφή. Για τον απαίδευτο η ανάλυσή της φαίνεται να
περιστρέφεται γύρω από απλές λεπτολογίες. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται όντως
για λεπτολογίες, αλλά μόνο με την έννοια που ισχύει και στη μικροανατομία» (Καρλ Μαρξ,
Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις ΚΨΜ, 2016, σελ. 11-12).
2. Είναι στο πρώτο μέρος του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου, «Οι Μεταμορφώσεις του
Κεφαλαίου και η Κύκλησή τους», που ο Μαρξ αναλύει τα κυκλώματα του χρηματικού
κεφαλαίου (Χ), του παραγωγικού κεφαλαίου (Π) και του εμπορευματικού κεφαλαίου (Ε’),
τόσο ξεχωριστά όσο και μαζί.
3. Στο πρώτο κεφάλαιο του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου, ο Μαρξ το δηλώνει αυτό ρητά.
«Από την άλλη μεριά όμως, για να μπορεί η μάζα των άμεσων παραγωγών, των μισθωτών
εργατών, να επιτελεί την πράξη Δ – Χ – Ε, πρέπει τα αναγκαία μέσα συντήρησης να την
αντικρύζουν διαρκώς με αγοράσιμη μορφή, δηλαδή με την μορφή εμπορευμάτων. […] Όταν
γενικευθεί η παραγωγή που γίνεται με μισθωτή εργασία, πρέπει η εμπορευματική
παραγωγή να αποτελεί τη γενική μορφή της παραγωγής». [Σ. τ. Μ: όπου Δ η εργασιακή
δύναμη] (Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 33).
4. Η κλασσική ανάλυση του Μαρξ γι’ αυτή τη διάκριση μεταξύ της τάξης καθεαυτής και της
τάξης διεαυτής μπορεί να βρεθεί στην ανάλυσή του για τους Γάλλους αγρότες. Βρίσκει ότι
σχηματίζουν μια τάξη με τον ίδιο τρόπο που ένα σακί γεμάτο πατάτες σχηματίζει μια τάξη.
Δηλαδή, είχαν όλοι τους τα ίδια χαρακτηριστικά κι αποτελούσαν μια τάξη καθεαυτή, όμως
επειδή απέτυχαν να δράσουν πολιτικά από κοινού δεν σχηματίζουν μια τάξη διεαυτή.
Βλέπε Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Θεμέλιο, 1986,
σελ. 155-156.
5. Το βασικό σημείο, ότι η εργατική τάξη παλεύει για να δώσει ένα τέρμα στην ύπαρξή της
ως τέτοια, πρέπει να το έχουμε κατά νου σε όλες τις συζητήσεις για τον «Κομμουνισμό». Το
γεγονός ότι η επαναστατική ανατροπή του κεφαλαίου θα σημαίνει το τέλος της εργατικής
τάξης σαν τέτοιας δεν σημαίνει ότι η τάξη δεν μπορεί ν’ αγωνιστεί από κοινού ενάντια στο
κεφάλαιο, όπως πρότεινε πρόσφατα ο Jean Cohen στην κριτική του για το βιβλίο The
Theory of Need in Marx της Άγκνες Χέλερ. Ο Cohen ισχυρίζεται ότι η εργατική τάξη, σαν
μια τάξη δημιουργημένη εντός του κεφαλαίου, δεν μπορεί να έχει διεκδικήσεις ή
«συμφέροντα» τα οποία πηγαίνουν πέρα απ’ το κεφάλαιο, και ότι οι μόνες τέτοιες
διεκδικήσεις, τις οποίες αποκαλλεί «ριζοσπαστικές ανάγκες», που απειλούν το κεφάλαιο
μπορούν να προέλθουν από άτομα «τα οποία αμφισβητούν τη θέση τους σαν εργάτες και
αντιτίθονται στην μείωση των αναγκών τους, της προσωπικότητάς τους, της
δραστηριότητας και της ατομικότητάς τους από τις προσταγές των ταξικών σχέσεων»
14/16
(Telos 33, Φθινόπωρο 1977, σελ. 180). Όμως, το νόημα είναι ότι τα άτομα αυτά στην
πραγματικότητα αντιμετωπίζουν το κεφάλαιο σαν μια τάξη καθεαυτή -όλα τους έχουν τα
ίδια βασικά χαρακτηριστικά μπροστά στο κεφάλαιο- και ο μόνος τρόπος που μπορούν να
αποκτήσουν την αναγκαία δύναμη για να ανατρέψουν το σύστημά του είναι δρώντας μαζί
σαν μια τάξη διεαυτή. Απ’ τη στιγμή που ανοίξουν διάπλατα τις πόρτες και δραπετεύσουν
από το κοινωνικό εργοστάσιο, τότε η αντιπαράθεση με το κεφάλαιο η οποία επί του
παρόντος τους ενώνει δεν θα υπάρχει πλέον και θα μπορεί να δημιουργηθεί η
μετακαπιταλιστική κοινωνία, όπως είπε ο Μαρξ, για την «ελεύθερη ανάπτυξη της
προσωπικότητας των ατόμων» (Καρλ Μαρξ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής
Οικονομίας [Grundrisse], τόμος Β, εκδόσεις Στοχαστής, 1990, σελ. 539).
6. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 692.
7. Μαρξ, Grundrisse, τόμος Β, σελ. 565.
8. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 713.
9. Ό.π., σελ. 241.
10. Αυτή η καμπύλη προσφοράς εργασίας που κάμπτεται προς τα πίσω, βασίζεται σε ένα
αντιστάθμισμα μεταξύ μισθών και «ελεύθερου χρόνου». Σε χαμηλούς μισθούς, οι εργάτες
θα δουλέψουν περισσότερο καθώς οι μισθοί αυξάνονται, αλλά αν οι μισθοί αυξηθούν
πέραν ενός σημείου, θα ξεκινήσουν να υποκαθιστούντε από «ελεύθερο χρόνο» κι ο
αριθμός των εργάσιμων ωρών θα μειωθεί. Στις αποικίες, η απάντηση συχνά υπήρξε η
επιβολή ενός «φόρου κατοικίας», ή μια δεδομένη χρηματική πληρωμή που έπρεπε να
κατατεθεί στην αποικιακή κυβέρνηση από τους αυτόχθονες κατοίκους. Καθώς η εργασία σε
ορυχεία ή φυτείες ήταν ο μόνος τρόπος για την απόκτηση χρήματος, το αποτέλεσμα ήταν η
έμμεση καταναγκαστική εργασία. Διατηρώντας το ποσοστό των μισθών πολύ χαμηλό, οι
ντόπιοι εργάτες αναγκάστηκαν να δουλεύουν πολλές ημέρες ώστε να αποκτήσουν τα
αναγκαία χρήματα για την πληρωμή του φόρου.
11. Βλέπε Μάρσαλ Σάλινς, Stone-Age Economics.
12. Μαρξ, Grundrisse, τόμος Β, σελ. 541.
13. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 269.
14. Ό.π., σελ. 253.
15. Ό.π., σελ. 375.
16. Ό.π., σελ. 375-376, υποσημείωση 157.
17. Ό.π. σελ. 375.
18. Βλέπε παρακάτω, στο τέταρτο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου, για μια περαιτέρω
ανάλυση της σχετικής υπεραξίας.
19. Panzieri, «Surplus Value and Planning»· Τρόντι, «Workers and Capital».
20. Για μια σύντομη εισαγωγή στους διάφορους οργανισμούς καπιταλιστικού σχεδιασμού,
βλέπε William Domhoff, The Higher Circles.
21. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 373.
22. Ό.π., σελ. 374.
23. Μαρξ, Grundrisse, τόμος Β, σελ. 538.
24. Ό.π., σελ. 539.
25. Ό.π., σελ. 538.
26. Ό.π., σελ. 541.
27. Ό.π., σελ. 539.
28. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 733.
15/16
16/16

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου